Την αποκλιμάκωση της έντασης των ρωσοτουρκικών σχέσεων που επέφερε το θερμό επεισόδιο με την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού από την τουρκική πολεμική αεροπορία αξιώνει τώρα ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, διευκρινίζοντας πως η χώρα του ενήργησε για την προστασία της δικής της ασφάλειας.
Την ώρα που η πολύπαθη Μέση Ανατολή παίρνει και πάλι φωτιά και ο πόλεμος ευθυνών μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας μαίνεται με αμείωτη ένταση, ο Ερντογάν εισβάλει και πάλι από το παράθυρο στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή, αναγκάζοντας την παγκόσμια κοινότητα να λειτουργήσει πυροσβεστικά στην κλιμάκωση της ρωσοτουρκικής κόντρας.
Ο Ερντογάν προειδοποιούσε με νόημα τη Ρωσία ήδη από τις αρχές Οκτωβρίου ότι θα χάσει πολλά αν καταστρέψει τη φιλία της με την Άγκυρα, τονίζοντας ιδιαιτέρως πως η Τουρκία δεν θα παραμείνει απαθής θεατής μπροστά στις παραβιάσεις του εναέριου χώρου της από ρωσικά μαχητικά: «Μια επίθεση στην Τουρκία σημαίνει και επίθεση στο ΝΑΤΟ», είχε πει στις Βρυξέλλες στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον βέλγο πρωθυπουργό, για να συνεχίσει: «Η θετική σχέση μας με τη Ρωσία είναι γνωστή. Αλλά αν η Ρωσία χάσει μία φίλη σαν την Τουρκία, με την οποία συνεργάζεται σε πολλά θέματα, θα χάσει πολλά, και θα πρέπει να το ξέρει αυτό».
Την ώρα που η ένταση στην τουρκο-συριακή μεθόριο δεν λέει να καταλαγιάσει και οι διμερείς σχέσεις Άγκυρας και Μόσχας φαίνεται να παίρνουν την κάτω βόλτα, όπως και τα κοινά κατασκευαστικά σχέδια και οικονομικά συμφέροντα (όπως ο σταθμός πυρηνικής ενέργειας του Ακούγιου, οι εισαγωγές ρώσικου φυσικού αερίου κ.λπ.), ο Ερντογάν έχει πολλά ακόμα μέτωπα ανοιχτά, καθώς παλεύει πια να ενισχυθούν οι εξουσίες του προέδρου μέσω συνταγματικής αναθεώρησης.
Αμέσως μετά τη συντριπτική νίκη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) στις εκλογές του Νοεμβρίου, ο Ερντογάν αξίωσε τη μεταφορά πολλών θεσμικών εξουσιών από τον πρωθυπουργό στον πρόεδρο, καθώς οι φιλοδοξίες του δεν μοιάζουν να έχουν τέλος. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας από το 2003-2014 καλούσε μάλιστα από την πρώτη μέρα που ανέβηκε στην προεδρία τον Αύγουστο του 2014 (ως ο πρώτος μάλιστα τούρκος πρόεδρος που εκλέχθηκε απευθείας από τον λαό) για την αναθεώρηση του Συντάγματος και την εγκαθίδρυση ενός προεδρικού συστήματος διακυβέρνησης, με το οποίο οι σημαντικότερες εκτελεστικές εξουσίες θα διοχετευτούν από τον πρωθυπουργό στον πρόεδρο.
Την ίδια στιγμή, ο ισλαμοσυντηρητικός πρόεδρος δεσμεύτηκε ότι δεν θα υπάρξει καμία διακοπή στον αγώνα της Άγκυρας εναντίον των κούρδων ανταρτών του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και ότι «οι επιχειρήσεις θα συνεχιστούν με αποφασιστικότητα εναντίον αυτής της τρομοκρατικής οργάνωσης εντός και εκτός Τουρκίας».
Είναι όμως και το άλλο: την ώρα που καλεί όλες τις μουσουλμανικές χώρες να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο μάχης κατά του Ισλαμικού Κράτους, τόσο ο ίδιος όσο και η κυβέρνησή του έχουν κατηγορηθεί κατ’ επανάληψη για ανεκτική στάση, ακόμα και για παροχή βοήθειας στους τζιχαντιστές του ISIS, αλλά και άλλες οργανώσεις που πολεμούν το καθεστώς της Δαμασκού. Αν και από το καλοκαίρι του 2015 η στάση του απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος φαίνεται να αλλάζει, τόσο κάτω από την πίεση των συμμάχων του όσο και μετά την πολύνεκρη επίθεση στην Άγκυρα, και ο Ερντογάν πλήθυνε τις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των τζιχαντιστών στην τουρκική επικράτεια.
Ο απόλυτος θριαμβευτής των πρόσφατων εκλογών που βλέπει τη δύναμή του να αυξάνεται παραμένει ένα αινιγματικό πιόνι της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας, καθώς είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι προωθεί τη δική του σκιώδη ατζέντα κάτω από τον μανδύα του ισχυρού άντρα της Τουρκίας. Κάποιοι τον κατηγορούν για πολιτική μέθη και μεγαλομανία (βλέπε το νέο Προεδρικό Μέγαρο που είναι σωστό αυτοκρατορικό παλάτι), αλλά και δημιουργία κλίματος πόλωσης στο εσωτερικό της Τουρκίας που συνθέτει μια εκρηκτική κατάσταση που μπορεί να πάρει πρωτόγνωρες διαστάσεις.
Αν θα μετατραπεί τελικά ο Ερντογάν στον σύγχρονο σουλτάνο της γείτονος και θα περάσει η λεγόμενη «νεο-οθωμανική» εξωτερική πολιτική του, αυτό μένει να φανεί…
Πρώτα χρόνια
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γεννιέται στις 26 Φεβρουαρίου 1954 σε προάστιο της Κωνσταντινούπολης μέσα σε οικογένεια γεωργιανής καταγωγής (σε παλιότερες συνεντεύξεις του αποδεχόταν την καταγωγή του, αν και πρόσφατα αρνήθηκε τις ρίζες του, τονίζοντας την τουρκικότητά του). Αν και δεν θα μεγαλώσει στην Πόλη, καθώς η οικογένεια θα επιστρέψει στη Ριζούντα της βορειοανατολικής Τουρκίας λίγο μετά τη γέννησή του, καθώς εκεί μετατέθηκε ο ακτοφύλακας πατέρας του.
Εκεί θα μεγαλώσει ο Ερντογάν μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια κάνοντας από μικρός μπόλικες δουλειές του ποδαριού. Η φαμίλια θα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη όταν ο μικρός είναι 12 ετών και θα γραφτεί σε τεχνικό θρησκευτικό Γυμνάσιο, πουλώντας ταυτοχρόνως τσάι και λεμονάδα στον δρόμο για να συμβάλει στο οικογενειακό εισόδημα. Ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια θα αποκτήσει τη φήμη του καλού ρήτορα, καθώς κήρυττε συχνά τις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις του Ισλάμ.
Τόσο το συντηρητικό μουσουλμανικό πλαίσιο της ανατροφής του όσο και το κατηχητικό ισλαμικό σχολείο όπου φοίτησε σφυρηλάτησαν έναν παθιασμένο πιστό που έμελλε να ακολουθεί κατά πόδας τον πολιτικό κατόπιν άντρα Ερντογάν. Την ώρα που μαθαίνει το Κοράνι και παίζει ημιεπαγγελματικά ποδόσφαιρο σε ομάδες της ερασιτεχνικής κατηγορίας της Τουρκίας, έρχεται η μεγάλη είδηση ότι το νεαρό φιντάνι θέλει η Φενέρμπαχτσε! Ο πατέρας του όμως είναι ανένδοτος, κι έτσι ο έφηβος Ερντογάν εγκαταλείπει την ποδοσφαιρική καριέρα για χάρη των σπουδών.
Φοιτά λοιπόν στη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών της Κωνσταντινούπολης (σημερινό Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Μαρμαρά), όπου έρχεται σε επαφή με τον βετεράνο και σκληροπυρηνικό ισλαμιστή πολιτικό Νετσμετίν Ερμπακάν, τον πρώτο ισλαμιστή πρωθυπουργό της χώρας και μέλος πολλών κυβερνητικών συνασπισμών της Τουρκίας. Ο Ερντογάν θα θητεύσει δίπλα στον μέντορά του και θα δραστηριοποιηθεί εκτεταμένα στις δράσεις του παλαίμαχου πολιτικού, παρά την κρατική απαγόρευση στις θρησκευτικές οργανώσεις. Την περίοδο των σπουδών του εισήχθη επίσης στην αντικομουνιστική Εθνική Τουρκική Φοιτητική Ένωση, ενώ αργότερα έγινε μέλος του Κόμματος Εθνικής Σωτηρίας.
Το 1974, εμφορούμενος από σφοδρά ισλαμιστικά αισθήματα, ο φοιτητής Ερντογάν θα γράψει, σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει σε ένα προπαγανδιστικό θεατρικό έργο που παρουσίαζε τον κομμουνισμό και τον ιουδαϊσμό ως τα απόλυτα δεινά της οικουμένης. Προβεβλημένο πια στέλεχος του ισλαμιστικού Εθνικού Κόμματος Σωτηρίας, θα γίνει πρόεδρος της νεολαίας Κωνσταντινούπολης το 1976, βάζοντας τις βάσεις της πολιτικής του καριέρας. Την ίδια εποχή (1978), ο 24χρονος Ερντογάν θα παντρευτεί την Εμινέ, με την οποία θα αποκτήσει δύο γιους και δύο κόρες…
Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης
Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, ο Ερντογάν μετακινήθηκε όπως και οι περισσότεροι πιστοί στρατιώτες του Ερμπακάν στο Ισλαμιστικό Κόμμα Ευημερίας, τις τάξεις του οποίου ανέβηκε γρήγορα και αποφασιστικά. Το 1985 θα τον βρει επικεφαλής του παραρτήματος της Κωνσταντινούπολης και το 1991 θα εκλεγεί για πρώτη φορά στη Βουλή, αν και δεν θα ασκήσει ποτέ καθήκοντα βουλευτού.
Η μεγάλη του στιγμή ήρθε στις 27 Μαρτίου 1994, όταν εκλέγεται δήμαρχος της Πόλης. Πολλοί φοβούνται πως θα εφαρμόσει ισλαμιστική πολιτική, αν και ο φανατικός μουσουλμάνος Ερντογάν ασκεί πραγματιστική και κοσμική εξουσία και αντιπαρατίθεται σθεναρά με τα χρόνια προβλήματα της πόλης, όπως το κυκλοφοριακό χάος, η μόλυνση και η χρόνια λειψυδρία. Παρά ταύτα, η εκλογή του πρώτου ισλαμιστή δημάρχου συγκλονίζει το κοσμικό καθεστώς της Τουρκίας, αν και ο ίδιος ασκεί με στρατηγική και σύνεση τα καθήκοντά του: ενδίδει στις πιέσεις των διαδηλωτών κατά της ανέγερσης τζαμιού στο ιστορικό κέντρο της πόλης, απαγορεύει όμως την πώληση αλκοόλ στα δημοτικά αναψυκτήρια της Κωνσταντινούπολης.
Τη δημοτική του καριέρα θα ανακόψει μάλιστα άλλη μια εκδήλωση του ισλαμιστικού φονταμενταλισμού του: ήταν τον Δεκέμβριο του 1997 όταν καταδικάστηκε σε 10 μήνες φυλάκιση για την απαγγελία φανατισμένου θρησκευτικού ποιήματος που παρομοίαζε τα τζαμιά με στρατώνες και τους μιναρέδες με ξιφολόγχες. Από την κατακραυγή, αλλά και την καταδίκη για υποκίνηση σε βία και θρησκευτικό μίσος, αναγκάζεται να παραιτηθεί από τα δημαρχιακά του καθήκοντα.
Αφού πέρασε 4 μήνες στη φυλακή (Μάρτιος-Ιούλιος 1999), ο Ερντογάν αποφυλακίστηκε το 1999 και ξαναμπήκε αμέσως στον πολιτικό στίβο…
Πρωθυπουργός για τρεις συνεχόμενες θητείες
Όταν το 1998 το φονταμενταλιστικό Κόμμα Ευημερίας κηρύχθηκε αντισυνταγματικό, καθώς απειλούσε ευθέως το κοσμικό κράτος της Τουρκίας, ο Ερντογάν μετατράπηκε σε φλογερό ομιλητή κατά της θρησκευτικής καταπίεσης. Με τις σχέσεις του με τον Ερμπακάν να πνέουν τώρα τα λοίσθια, ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τον Αύγουστο του 2001 και στις εκλογές του 2002 το κόμμα του απέσπασε τα 2/3 σχεδόν της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας!
Αν και ο ίδιος δεν μπορούσε ακόμα να αναλάβει το ύπατο αξίωμα, καθώς ίσχυε η συνταγματική απαγόρευσή του για άσκηση πολιτικών καθηκόντων εξαιτίας της καταδίκης του. Πρωθυπουργός έγινε ο πιστός του σύμμαχος Αμπντουλάχ Γκιουλ, αν και δεν θα μακροημέρευε, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας είδε νοθεία στις εκλογές και προκήρυξε νέα αναμέτρηση για τον Μάρτιο του 2003. Μέχρι τότε ο πρόεδρος του ισλαμικού ΑΚΡ Ερντογάν ήταν αποδεσμευμένος από την απαγόρευση κι έτσι διαδέχθηκε στον Γκιουλ στη νέα εκλογική νίκη του σχηματισμού του.
Η ευρύτατη εκλογική επικράτηση του Ερντογάν θα επαναληφθεί το 2007 και το 2011, οδηγώντας σε τρεις συναπτές πρωθυπουργικές θητείες, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από κοινωνικό συντηρητισμό και φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές.
Αυτοπροσδιοριζόμενος ως «συντηρητικός δημοκράτης», ο νέος ισχυρός άντρας της Τουρκίας αποφάσισε από την πρώτη στιγμή να τα βάλει με τον εγγυητή της κοσμικής τάξης της χώρας, τον παντοδύναμο στρατό και τους επιτελείς του, οι οποίοι είχαν ήδη παρεμβληθεί τέσσερις φορές στην πολιτική ζωή του τόπου για να αναχαιτίσουν την ισλαμιστική επιρροή των ηγετών.
Η μακροχρόνια μάχη του Ερντογάν με τους στρατηγούς κλιμακώθηκε στα 11 αυτά χρόνια του πρωθυπουργικού του θώκου και κατέληξε τελικά σε θρίαμβο το 2013, όταν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί της στρατιωτικής ελίτ ήταν μεταξύ των 17 ανθρώπων που καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη για τη συνωμοσία ανατροπής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Εκατοντάδες ακόμα αξιωματικοί πέρασαν από δίκη, όπως και δημοσιογράφοι και πολιτικοί υπέρμαχοι του κοσμικού κράτους, με την πολύκροτη υπόθεση του 2011 να καταλήγει στην παραίτηση των κεφαλών Στρατού Ξηράς, Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας.
Ο Ερντογάν έδειξε τη δύναμή του και περιόρισε τη σκιώδη εξουσία των Ενόπλων Δυνάμεων, αν και η υπόθεση είχε την οσμή σκανδάλου, με πολλούς να κατηγορούν τον πρωθυπουργό για δικαστική χειραγώγηση με σκοπό να σωπάσει μια και καλή τους πολιτικούς του αντιπάλους μέσω χαλκευμένων κατηγοριών. Οι υποστηρικτές του χαιρέτισαν πάντως τη θριαμβευτική του νίκη κατά του παντοδύναμου στρατού, των φρουρών του κοσμικού κράτους που δημιούργησε άλλοτε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο Ερντογάν αρνήθηκε από την αρχή σθεναρά ότι ήθελε να επιβάλει τις ισλαμικές αξίες στο κοσμικό κράτος, αν και πάντα καλούσε τους υποστηρικτές του να εκδηλώνουν δημόσια τα θρησκευτικά τους πιστεύω. Το μήνυμά του υιοθετήθηκε ευρέως στα βάθη της Ανατολίας, στην παραδοσιακή δεξαμενή των ψηφοφόρων του AKP δηλαδή. Από δω έλκει την καταγωγή του το προσωνύμιο «σουλτάνος», που παραπέμπει στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χαρακτηρισμός που υιοθετήθηκε μάλιστα από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, καθώς ήταν τιμητικός.
Τον Οκτώβριο του 2013, ο Ερντογάν απέσυρε την κρατική απαγόρευση κατά της μουσουλμανικής μαντίλας στα κρατικά ιδρύματα (με εξαίρεση τα δικαστήρια, τον στρατό και την αστυνομία), δίνοντας τέλος σε έναν περιορισμό δεκαετιών. Πλέον οι φόβοι για μετατροπή της κοσμικής Τουρκίας σε ισλαμικό χαλιφάτο αναβίωσαν με πρωτόγνωρη δυναμική, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας. Η Πρώτη Κυρία της Τουρκίας εμφανίζεται εξάλλου στις επίσημες συναντήσεις με ξένους ηγέτες πάντα με τη μαντίλα, όπως και η σύζυγος του μακροχρόνιου συνεργάτη του Αμπντουλάχ Γκιουλ.
Οι ισλαμιστικές φιλοδοξίες του Ερντογάν απαθανατίστηκαν σε πολλές ακόμα προσπάθειες, όπως στην αποτυχημένη εκστρατεία του για την ποινικοποίηση της μοιχείας και την επίσης αποτυχημένη σταυροφορία του για τη δημιουργία ζωνών που θα απαγορευόταν το αλκοόλ.
Ο Ερντογάν περιόδευσε εκτεταμένα στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ διασκεδάζοντας τις φήμες για τα αντιδυτικά αισθήματά του και προώθησε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την ίδια στιγμή που τον Οκτώβριο του 2003 θέλησε να πάρει μέρος στην εισβολή της Αμερικής στο Ιράκ ως τοποτηρητής της ειρήνης στην περιοχή. Ριπές της αυταρχικής προσωπικότητάς του έδειξε στα γεγονότα του Ιουνίου του 2013 με τις μαζικές διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί, τις οποίες κατέστειλε βίαια και αιματηρά. Οι διαδηλώσεις γενικεύτηκαν σε πολλές ακόμα πόλεις της Τουρκίας και πήραν τελικά τον χαρακτήρα διαμαρτυρίας κατά της ισλαμιστικής στροφής που ενορχηστρώνει μαεστρικά ο Ερντογάν στη χώρα.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Ερντογάν γνώρισε ένα ακόμα προσωπικό πλήγμα, όταν έσκασε το σκάνδαλο για κυβερνητική διαφθορά εντός του κόμματός του, που οδήγησε σε πολλές συλλήψεις, μεταξύ των οποίων και οι γιοι τριών υπουργών του. Στη μαζική κατακραυγή απάντησε λυσσαλέα ο Ερντογάν θέλοντας τώρα να απαγορεύσει τα κοινωνικά δίκτυα στην Τουρκία, επιστρέφοντας τη χώρα σε άλλες εποχές. Παρά τους φόβους για δημοκρατική αλλοίωση πάντως, οι πολιτικές του παραμένουν δημοφιλείς στα βάθη της Ανατολίας. Αν και στην παραδοσιακή βάση των ψηφοφόρων του έμελλε να δεχθεί άλλο ένα πλήγμα τον Μάιο του 2014, όταν αντέδρασε αργά και σχεδόν αδιάφορα στην τραγωδία των ορυχείων στη δυτική Τουρκία που άφησε 301 ανθρώπους νεκρούς…
Τελευταίες κινήσεις
Μην μπορώντας να διεκδικήσει τον πρωθυπουργικό θώκο για τέταρτη φορά, ο Ερντογάν αξίωσε τον σχεδόν διακοσμητικό ρόλο του Προέδρου της Τουρκίας το 2014, αν και η ατζέντα του περιλάμβανε τη μετατροπή του θεσμικού ρόλου σε εκτελεστικό πληρεξούσιο ήδη από το 2011, όταν άρχισε να καλεί σε συνταγματική αναθεώρηση για τη μεταφορά πάμπολλων κυβερνητικών εξουσιών στην προεδρία.
Από τη δική του συνταγματική αναθεώρηση το 2007, ο νέος Πρόεδρος της Τουρκίας εκλέχθηκε απευθείας από τον λαό το 2014, δίνοντας άρωμα εκλογικής υπεροχής και λαϊκής ετυμηγορίας στη θητεία του, προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη μετατροπή του σε πρόεδρο με αυξημένες αρμοδιότητες και επιβεβαιώνοντας τους φόβους εκείνων που διέβλεπαν ήδη από καιρό τις φιλοδοξίες του να μετατραπεί σε σουλτάνο. Τον Νοέμβριο του 2015, το κόμμα του απέσπασε νέα και ευρεία εκλογική νίκη, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μετατροπή του Ερντογάν σε «αυτοκράτορα».
Δεν είναι εξάλλου καθόλου τυχαίο, τονίζουν με νόημα οι αναλυτές, ότι ο Ερντογάν έφτιαξε το νέο Προεδρικό Μέγαρο ίδιο παλάτι, με τη χλιδή και την πολυτέλεια να είναι πρωτόγνωρες για σύγχρονο μέγαρο και να ξεπερνά ακόμα και τα ιστορικά ανάκτορα των σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με κόστος κατασκευής στα 270 εκατ. ευρώ, ο νεο-οθωμανός Ερντογάν έφτιαξε ένα νέο σπίτι για να στεγάσει τις υπέρμετρες φιλοδοξίες και την αυταρχική του ηγεμονία…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.