Το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα του ISIS στο Παρίσι επανέφερε στον δημόσιο λόγο τα πεπραγμένα του Σύρου δικτάτορα, ο οποίος είδε τον εαυτό του να μετατρέπεται αναπάντεχα από εχθρό της Δύσης σε πόλο σταθερότητας στο μεσανατολικό δράμα.
Οι ηγέτες των χωρών που μετέχουν στη σύνοδο G20 στην Αττάλεια της Τουρκίας φέρονται να συζητούν το μέλλον του Άσαντ, καθώς ο πόλεμος στη Συρία και η μάχη κατά της τρομοκρατίας καλούν πια σε επιτακτικές λύσεις.
Από την πλευρά του, ο Σύρος πρόεδρος καταδίκασε μεν τις φονικές επιθέσεις των τζιχαντιστών του ISIS στο Παρίσι, δεν έχασε όμως την ευκαιρία να δηλώσει ότι μερίδιο της ευθύνης φέρουν οι λανθασμένες πολιτικές της Δύσης στη Συρία: «Ό,τι υπέφερε η Γαλλία από τον άγριο τρόμο είναι αυτό που βιώνει εδώ και καιρό ο συριακός λαός», πρόσθεσε με νόημα.
Ως το πρόσωπο των ημερών, ο Άσαντ συνεχίζει να διχάζει τις πολιτικές της Δύσης με τις περισσότερες χώρες να τηρούν αμήχανα στάση αναμονής στον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας που διανύει ήδη τον πέμπτο του χρόνο. Παρά τη σφοδρότητα των μαχών, ο Άσαντ παραμένει ακλόνητος στην εξουσία του και η παραμικρή πιθανότητα απομάκρυνσής του δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, μιας και σήμερα φαντάζει το μόνο ανάχωμα στην εξάπλωση των ακραίων σουνιτών τζιχαντιστών.
Την ώρα λοιπόν που η Δύση ψάχνει τρόπους να αποδυναμώσει στρατιωτικά και επιχειρησιακά τους εξτρεμιστές του Ισλαμικού Κράτους, ο σιίτης Σύρος πρόεδρος μοιάζει αγκιστρωμένος στην εξουσία του, καθώς η ανατροπή του ενέχει τον κίνδυνο να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο κενό εξουσίας που θα σπρώξει περαιτέρω τη χώρα στο χάος.
Ο στυγνός δικτάτορας που κατάφερε, παρά τα πολλά ανοιχτά μέτωπα και τη σαφώς αποδυναμωμένη θέση του, να αντέξει και μοιάζει τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με όσους μάχονται να τον ανατρέψουν, εκμεταλλεύεται σήμερα τη διεθνή συγκυρία και την κλιμακούμενη κρίση στη χώρα του για να κρατηθεί στην εξουσία, την ίδια ώρα που οι δυτικές κραυγές για την απομάκρυνσή του εξασθενούν ολοένα και περισσότερο…
Πρώτα χρόνια
Ο Μπασάρ Χαμάρ αλ Άσαντ γεννιέται στις 11 Σεπτεμβρίου 1965 στη Δαμασκό ως το τρίτο παιδί του Χαφέζ αλ Άσαντ, του αξιωματικού και μέλους του κόμματος Μπάαθ που κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία στη Συρία το 1971 έπειτα από πετυχημένο πραξικόπημα. Η οικογένεια των Άσαντ είναι σιιτικής (αλεβιτικής) καταγωγής, που αποτελεί μειονότητα στη χώρα, καθώς το 75% του πληθυσμού είναι σουνίτες μουσουλμάνοι.
Ο Μπασάρ φοίτησε σε γαλλο-αραβικό σχολείο της Δαμασκού και σπούδασε κατόπιν ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Δαμασκού, απ’ όπου αποφοίτησε το 1988. Την ειδικότητά του στην οφθαλμολογία -για τις ανάγκες της οποίας θα βρεθεί στο Λονδίνο το 1992- δεν την τελείωσε ωστόσο, καθώς το 1994 ο μεγαλύτερος αδερφός του και διάδοχος του Χαφέζ στο τιμόνι της Συρίας σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα και ο Μπασάρ καλείται εσπευσμένα πίσω.
Παρά την έλλειψη στρατιωτικής ή πολιτικής εμπειρίας, ο Μπασάρ παίρνει το χρίσμα για την προεδρία της χώρας και για να ισχυροποιήσει τη θέση του φοιτά εσπευσμένα σε στρατιωτική ακαδημία της Συρίας και ανεβαίνει σύντομα τους βαθμούς της ιεραρχίας, φιγουράροντας πια ως συνταγματάρχης του ελίτ σώματος του Δημοκρατικού Στρατού (1999).
Ο Χαφέζ προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να φιλοτεχνήσει την ηγετική εικόνα του γιου του, καθώς μέχρι τότε ζούσε εκτός δημόσιας προβολής. Ο Μπασάρ τίθεται επικεφαλής της δημοφιλέστατης λαϊκά εκστρατείας κατά της κρατικής διαφθοράς, που θα φέρει στο εδώλιο του κατηγορουμένου πολλά διεφθαρμένα μέλη της κυβέρνησης, αν και τα μεγάλα κεφάλια του καθεστώτος θα γλιτώσουν μαγικά από τη σταυροφορία του Χαφέζ.
Η εικόνα του Μπασάρ ως εκσυγχρονιστή και μεταρρυθμιστή είχε εγκαθιδρυθεί και πολλοί ήταν αυτοί που περίμεναν μεγάλα πράγματα από τον διάδοχο του δικτατορικού θώκου, πιστεύοντας πως θα εγκαινίαζε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στη Συρία. Στο ανανεωτικό του προφίλ συνέβαλε τα μέγιστα η θέση του επικεφαλής που κράτησε στην κρατική Εταιρία Πληροφορικής, η οποία και έφερε το ίντερνετ στη χώρα!
Προεδρία
Ο Χαφέζ αλ Άσαντ πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 10 Ιουνίου 2000 και λίγες μόλις ώρες μετά τον χαμό του, το σκιώδες νομοθετικό σώμα προέκρινε παμψηφεί τη συνταγματική αναθεώρηση για την αλλαγή του κατώτερου ορίου ηλικίας για τον νέο πρόεδρο! Η φωτογραφική διάταξη κατέβαζε το όριο ηλικίας από τα 40 στα 34 χρόνια, όσο ήταν δηλαδή η ηλικία του δελφίνου Μπασάρ ώστε να αναλάβει το ύπατο αξίωμα.
Στις 18 Ιουνίου ο Άσαντ τέθηκε επικεφαλής (γενικός γραμματέας) του κυβερνώντος κόμματος Μπάαθ και δύο μέρες αργότερα οι τυπικές αρχαιρεσίες του σχηματισμού τον εξέλεξαν υποψήφιο για την προεδρία της Συρίας. Τον μόνο υποψήφιο φυσικά. Στις 10 Ιουλίου, ακάθεκτος και ανενόχλητος, ο Μπασάρ αλ Άσαντ εκλέχτηκε με ποσοστό 99,7% στην πρώτη του επτάχρονη θητεία στο τιμόνι της Συρίας. Η θητεία του ανανεώθηκε το 2007 με το 97,6% των ψήφων και το 2014, εν μέσω πολέμου, με το 88,7%.
Παρά το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μερίδα του λαού δεν είδε με καλό μάτι την κληρονομική αυτή διαδοχή, η άνοδος του Μπασάρ έφερε κάποια αισιοδοξία τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Ήταν νέος, μορφωμένος και είχε ήδη παλέψει με την κρατική διαφθορά, κάτι που σκιαγραφούσε ένα προφίλ που θα μπορούσε να απομακρύνει τη χώρα από το παλιό απολυταρχικό καθεστώς, τις αυθαιρεσίες της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών αλλά και τη συνεχώς συρρικνούμενη οικονομία.
Στον πρώτο του μάλιστα λόγο ως πρόεδρος της χώρας, ο Άσαντ, με σημαία την πάταξη της διαφθοράς, επιβεβαίωσε την πρόθεσή του να εκσυγχρονίσει την οικονομία και να προβεί σε ραγδαίες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, απορρίπτοντας πάντως από την πρώτη στιγμή τη δυτικόφερτη δημοκρατία, καθώς ήταν εντελώς ακατάλληλη για το συριακό πολιτικό σύστημα. Είπε επίσης πως δεν θα υποστήριζε πολιτικές που θα υπονόμευαν την κυριαρχία του Κόμματος Μπάαθ, αν και θα χαλάρωνε τους καθεστωτικούς περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, την ίδια στιγμή που θα απελευθέρωνε τους πολιτικούς κρατουμένους.
Αυτές οι πράξεις αβρότητας σκιαγράφησαν ένα ανανεωτικό προφίλ και συνέβαλαν σε μια περίοδο σχετικής ανεκτικότητας, αν και έμελλε να αποδειχθεί εξαιρετικά βραχύβια. Η «Άνοιξη της Δαμασκού», όπως έσπευσαν να ονομάσουν οι δυτικοί παρατηρητές και οι διεθνολόγοι την περίοδο 2000-2001, χαρακτηρίστηκε από τη χορήγηση αμνηστίας σε εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους, το κλείσιμο διαβόητων φυλακών και την εκχώρηση μερικής ελευθερίας του λόγου, την ίδια στιγμή που απολύθηκε μερίδα διεφθαρμένων αξιωματούχων. Αν και μέσα σε λίγους μήνες ο Άσαντ άλλαξε ρότα και το καθεστώς επέστρεψε στα γνώριμα απολυταρχικά μονοπάτια με νέους κύκλους διώξεων σε διανοούμενους και πολιτικούς αντιφρονούντες. Ο Άσαντ έλεγε τώρα ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις έπρεπε να προηγηθούν των πολιτικών.
Στην εξωτερική πολιτική, ο Άσαντ διατήρησε τα απομονωτικά πατήματα του Χαφέζ τόσο στις σχέσεις με το Ισραήλ όσο και με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίες εισέβαλαν στο Ιράκ το 2003. Τα πατριωτικά κηρύγματα και η αντιδυτική ρητορική χαρακτήριζαν τώρα τους λόγους του Μπασάρ. Στην προσωπική του ζωή, ο ιδιαίτερα ανθεκτικός δικτάτορας παντρεύτηκε το 2000 και απέκτησε τρία παιδιά.
Μέχρι το 2005, ο Άσαντ είχε καταφέρει να θέσει στο περιθώριο όλα τα μέλη της παλιάς φρουράς του πατέρα του, ανώτατους αξιωματούχους δηλαδή που είχαν βοηθήσει τον Χαφέζ να υφαρπάξει την εξουσία της Συρίας. Το καθεστώς ενθρόνισε νεότερους αξιωματούχους και οι περισσότεροι ήταν φυσικά συγγενείς του Άσαντ ή άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του. Παρά το γεγονός ότι η ηγεμονία του είχε πια εγκαθιδρυθεί και δεν κινδύνευε από κανέναν, οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του παρέμεναν στα χαρτιά και όσες έλαβαν τελικά χώρα, δεν ήταν παρά διακοσμητικές και για τα μάτια του κόσμου.
Όσο για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, δεν ήταν παρά μέτρα που ευεργέτησαν την οικονομική ελίτ που διατηρούσε στενές σχέσεις με το καθεστώς του, αφήνοντας τον λαό να εξαρτάται από έναν παραπαίοντα δημόσιο τομέα για την επιβίωσή του.
Στις αρχές του 2005, μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού του Λιβάνου, Ραφίκ αλ Χαρίρι, και τις ταραχές που επικράτησαν στη χώρα κατά της πολύχρονης συριακής εμπλοκής στο εσωτερικό της («Επανάσταση των Κέδρων»), ο Άσαντ, κάτω από την πίεση τόσο των δυτικών όσο και των αραβόφωνων χωρών, συμφώνησε στην απόσυρση των συριακών στρατευμάτων και της μυστικής αστυνομίας από τον Λίβανο, όπου δρούσαν ανενόχλητες εξάλλου από το 1976. Παρά το γεγονός ότι η έρευνα των Ηνωμένων Εθνών είδε ενδείξεις για δράση του Άσαντ πίσω από τη δολοφονία του λιβανέζου πρωθυπουργού, τα αποτελέσματα δεν ήταν αποφασιστικά.
Το 2007 ο Άσαντ επανεξελέγη στη δεύτερη θητεία του, και πάλι σχεδόν παμψηφεί, παρά τις φωνές για νοθεία στο εσπευσμένο δημοψήφισμα. Τώρα ο Άσαντ ήθελε να εγκαταλείψει τις πολιτικές απομονωτισμού της Συρίας, προσπαθώντας να εγκαινιάσει καλύτερες σχέσεις με τους τοπικούς μεγάλους παίκτες, όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία.
Εμφύλιος πόλεμος και τωρινή κατάσταση
Όταν οι εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης χτύπησαν και την πόρτα της Συρίας τον Μάρτιο του 2011, ο Άσαντ έδωσε αμέσως εντολή για μηδενική ανοχή προς τους διαδηλωτές που έψαχναν δημοκρατικές αλλαγές. Την ώρα που οι δυνάμεις ασφαλείας του προχώρησαν σε μια χωρίς προηγούμενο αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων, ο ίδιος ο Άσαντ προέβηκε σε μια σειρά παραχωρήσεων: ανακάτεψε την τράπουλα της κυβέρνησής του και υποσχέθηκε για άλλη μια φορά χαλάρωση στους περιορισμούς των πολιτειακών ελευθεριών.
Την ώρα που υποσχόταν όμως δημοκρατικότερη διακυβέρνηση, η βία κατά των διαδηλωτών κλιμακωνόταν, συγκεντρώνοντας τη διεθνή μήνη κατά του δικτατορικού καθεστώτος του. Τα άρματα μάχης και οι στρατιώτες του είχαν ήδη περικυκλώσει τις συριακές πόλεις με τα ισχυρότερα κέντρα αναταραχών και οι αναφορές για σφαγές και υπέρμετρη χρήση βίας έδιναν και έπαιρναν.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2011, το σκηνικό του εμφύλιου πολέμου είχε στηθεί κανονικά, με τους αντιφρονούντες να κερδίζουν μάλιστα αρκετές μάχες αλλά και έδαφος. Οι διεθνείς εκκλήσεις για εκεχειρία έπεσαν στο κενό και μέχρι τα μέσα του 2012 ο εμφύλιος μαινόταν πια σε πλήρη ανάπτυξη. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, η βομβιστική επίθεση σε κυβερνητικό κτίριο άφησε την κυβέρνηση του Άσαντ χωρίς πολλά προβεβλημένα στελέχη του, όπως ο υπουργός Άμυνας της χώρας, ο κουνιάδος του Άσαντ αλλά και στενότατοι σύμβουλοί του.
Με τους αντάρτες και τους καθεστωτικούς καθηλωμένους στις αιματηρές συγκρούσεις, ο εμφύλιος της Συρίας άφησε περισσότερους από 250.000 νεκρούς και πάνω από τέσσερα εκατομμύρια πρόσφυγες. Οι δημόσιες εμφανίσεις του Άσαντ έγιναν ολοένα και πιο σπάνιες, με τις προσπάθειες της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ να εξοπλίσουν τους αντάρτες να γίνονται ολοένα και πιο φανερές εκεί στα τέλη του 2012 και τις αρχές του 2013. Όσο για το συριακό καθεστώς, λάμβανε πια ανοιχτά όπλα από το Ιράν αλλά και τη λιβανέζικη παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ, η οποία έστελνε πια τους δικούς μαχητές στη Συρία.
Στις 21 Αυγούστου 2013 κυκλοφόρησαν οι μαύρες φήμες για χρήση χημικών εκ μέρους του καθεστώτος του Άσαντ στα προάστια της Δαμασκού, που άφησαν μερικές εκατοντάδες νεκρούς.
Στις 3 Ιουνίου 2014, ο Άσαντ εκλέχτηκε στην τρίτη του θητεία και όλος ο πλανήτης έχει πλέον στρέψει τα βλέμματα στο δράμα του συριακού λαού που δεν λέει να πάρει τέλος. Το καθεστώς του Άσαντ επέδειξε μια αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στην έκρυθμη κατάσταση του εμφυλίου, αν και σήμερα η δράση των ακραίων ισλαμιστικών στοιχείων του ISIS στο έδαφος της Συρίας έχει κάνει την εικόνα σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες. Το Ισλαμικό Κράτος ανακήρυξε την ίδρυση του αυτόνομου ισλαμικού χαλιφάτου τον Ιούνιο του 2014, ρίχνοντας τόνους λαδιού σε μια φωτιά που δεν λέει να κοπάσει…
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.