Κάποτε, μια νεαρή γυναίκα αποφάσισε να πάρει ένα κάκτο στο σπίτι της. Για τέσσερα χρόνια ο κάκτος καθόταν δυστυχισμένος στο περβάζι του παραθύρου, χωρίς να παρουσιάζει σημάδια ανάπτυξης ή ζωτικότητας, ώσπου κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά μια μέρα ήρθε μια έκπληξη: η γυναίκα παρατήρησε, ότι ο κάκτος είχε αρχίσει να ανθίζει με υγιείς ρυθμούς. “Αναρωτιέμαι, γιατί όλοι σκέφτονται, ότι είμαι μια μοχθηρή και άκαρδη μάγισσα” σκέφτηκε η γυναίκα. “Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Τα φυτά δεν ανθίζουν, αν ο ιδιοκτήτης τους είναι άκαρδος και μοχθηρός.”
Απορροφημένη στις όμορφες σκέψεις της για τον κάκτο, που άνθιζε, η γυναίκα πάτησε κατά λάθος το πόδι ενός άντρα στο μετρό. Όταν ο άντρας άρχισε να παραπονιέται, η γυναίκα δεν άρχισε να του φωνάζει, νιώθοντας προσβεβλημένη, όπως θα έκανε συνήθως. Αντίθετα, του χαμογέλασε και του είπε: “Σε παρακαλώ, μην είσαι θυμωμένος μαζί μου. Δεν είχα από που να κρατηθώ και γλίστρησα. Αν θέλεις μπορείς να πατήσεις και εσύ το πόδι μου και έτσι θα είμαστε πάτσι.”
Κατευθείαν, ο άντρας φάνηκε σαν να κατάπιε όλες τις προσβολές, που της είχε πει. Λίγο αργότερα, αφού είχε κατέβει από το μετρό και πήγε να αγοράσει την εφημερίδα του, αντί να είναι αγενής στην πωλήτρια, που του έδωσε λάθος ρέστα, είπε: “Δεν πειράζει, δεν έγινε τίποτα. Απλά μέτρησέ τα άλλη μια φορά. Δεν είμαι καλός στα μαθηματικά, ειδικά τόσο νωρίς το πρωί.”
Η πωλήτρια δεν περίμενε με τίποτα αυτή την ευγενική αντίδραση. Νιώθοντας την καρδιά της γεμάτη από αγάπη και καλοσύνη, έδωσε αυθόρμητα 2 παλιά περιοδικά και ένα σωρό από παλιές εφημερίδες σε έναν ηλικιωμένο άντρα δωρεάν. Ήταν τακτικός πελάτης στο μαγαζί και του άρεσε πραγματικά να διαβάζει όλες τις ειδήσεις, αλλά μπορούσε να αγοράζει μόνο μια φθηνή εφημερίδα την ημέρα.
Ο ηλικιωμένος άντρας γύρισε σπίτι χαρούμενος και φορτωμένος με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Όταν συνάντησε την γειτόνισσα του, που έμενε από πάνω δεν της παραπονέθηκε για το παιδί της που κάνει πολύ φασαρία και δεν τον αφήνει να ξεκουραστεί με την ησυχία του, όπως έκανε συνήθως. Αντ’ αυτού απλά την κοίταξε και της είπε: “Η κόρη σου μεγαλώνει πολύ γρήγορα. Δεν μπορώ να καταλάβω αν μοιάζει σε σένα ή στον πατέρα της, αλλά σίγουρα θα γίνει μια πολύ όμορφη δεσποινίδα.”
Η γειτόνισσα του ηλικιωμένου άντρα ένιωθε κάπως μπερδεμένη, αλλά ταυτόχρονα ευχαριστημένη από αυτά, που είχε ακούσει. Μετά πήγε την κόρη της στον παιδικό σταθμό και συνέχισε για να πάει στην δουλειά της. Στην συνέχεια, αντί να φωνάξει στην γιαγιά που είχε μπερδευτεί και πήγε στον γιατρό την επομένη του ραντεβού της, της είπε: “Μην στεναχωριέσαι καλή μου. Και εγώ ξεχνάω πράγματα καμιά φορά. Περίμενε ένα λεπτό εδώ και πάω να δω αν ο γιατρός θα μπορέσει να σε δει τώρα.”
Έχοντας καταφέρει να δει τον γιατρό, η ηλικιωμένη γυναίκα δεν είχε καμία απαίτηση για θεραπεία, που θα γιάτρευε κατευθείαν τις ασθένειές της ή δεν απείλησε να πάει στην Αστυνομία, αν το προσωπικό δεν έκανε αμέσως, ότι τους ζητούσε, όπως είχε απειλήσει, ότι θα κάνει στο παρελθόν. Αντ' αυτού, μόνο αναστέναξε και είπε: “Δεν έχω χάσει το μυαλό μου τελείως ακόμα και καταλαβαίνω, ότι δεν μπορείτε να θεραπεύσετε τα γηρατειά. Σας ζητώ συγγνώμη γιατρέ, που σας ενοχλώ τόσο συχνά.”
Αργότερα, καθώς γύριζε σπίτι ο γιατρός έφερε στην μνήμη του την συνάντηση που είχε με την ηλικιωμένη γυναίκα και άρχισε να αισθάνεται άσχημα γι’ αυτήν. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πόσο γρήγορα περνάει η ζωή χωρίς καν να το καταλάβουμε και σταμάτησε στο κοντινότερο σούπερ-μάρκετ, για να αγοράσει ένα μπουκέτο λουλούδια και μια πολύ ωραία τούρτα. Κατευθύνθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι του, προς ένα συγκρότημα κατοικιών, ανέβηκε στον τρίτο όροφο και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε μια νεαρή γυναίκα.
“Σκεφτόμουν για ποιον λόγο νιώθουμε την ανάγκη να ζούμε αποκομμένοι από τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να νοιαζόμαστε για κανέναν; Σου αγόρασα μια τούρτα, αλλά κατά λάθος έβαλα την τσάντα μου πάνω και χάλασε λίγο. Αλλά δεν έχει καμία σημασία, γιατί δεν επηρεάζει καθόλου την γεύση. Σου αγόρασα και ένα μπουκέτο λουλούδια, αλλά και αυτά τσαλακώθηκαν λίγο, εξαιτίας της τσάντας μου. Αλλά, ίσως μπορούμε να τα ισιώσουμε;”
“Φυσικά μπορούμε να τα ισιώσουμε”, απάντησε η γυναίκα. “Θα τους ξαναδώσουμε ζωή. Παρεμπιπτόντως, έχω και κάποια νέα να σου πω. Δεν μπορείς να φανταστείς! Ξύπνησα σήμερα το πρωί, κοίταξα έξω από το παράθυρο και τι να δω; Ο κάκτος μου είχε ανθίσει!
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.