Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας καλαθοποιός με την γυναίκα του, που είχανε επτά γιους αλλά κάθε παιδί που γεννιόταν ήτανε μικρότερο από το προηγούμενο. Όταν γεννήθηκε το μικρότερο δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το μέγεθος του ρεβιθιού και όλοι το φώναζαν Κοντορεβιθούλη. Αν και με τον καιρό μεγάλωσε λίγο δεν αναπτύχθηκε πάρα πολύ, ήταν όμως τόσο έξυπνος και τόσο ετοιμόλογος που ξεπερνούσε κατά πολύ τα αδέρφια του.
Οι γονείς τους ωστόσο δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τα οικονομικά τους, γιατί το να πλέκεις άχυρα και να φτιάχνεις καλάθια δεν είναι τόσο θρεπτικό όσο το να ψήνεις ψωμί ή το να σφάζεις μοσχάρια. Και όταν οι καιροί έγιναν πολύ δύσκολοι, οι γονείς δεν ήξεραν πως να χορτάσουν τα παιδάκια του που αν και μικροσκοπικά είχαν εξαιρετική όρεξη.
Έτσι ένα βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, οι γονείς συζητούσαν τι θα μπορούσαν να κάνουν για να λύσουν το πρόβλημα τους. Τότε κατέληξαν στην απόφαση να πάρουν τα παιδιά στο δάσος με τις ιτιές, από όπου έκοβαν κλαδιά για φτιάξουν καλάθια και να τα αφήσουν κρυφά εκεί πέρα.
Όμως ο Κοντορεβιθούλης που ήταν το μόνο από τα αδέρφια που δεν είχε ακόμη αποκοιμηθεί, τα είχε ακούσει όλα. Πέρασε λοιπόν όλο το βράδυ άυπνος από την στεναχώρια του και σκεφτόταν τι θα έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει τον εαυτό του και τα αδέρφια του.
Το πρωί ο Κοντορεβιθούλης έτρεξε μέχρι το ρυάκι που ήταν κοντά στο σπίτι και μάζεψε βοτσαλάκια με τα οποία γέμισε τις τσέπες του. Στα αδέρφια του όμως δεν είπε τίποτε από όσα είχε ακούσει. Μετά οι γονείς ξεκίνησαν για το δάσος και είπαν στα παιδιά να πάνε μαζί τους.
Ο Κοντορεβιθούλης σε όλο τον δρόμο πετούσε τα βοτσαλάκια που είχε μαζέψει ένα- ένα ξοπίσω του χωρίς κανείς να τον καταλάβει, καθώς αφού ήταν ο μικρότερος και ο πιο αδύναμος με τα βίας ακολουθούσε τους υπόλοιπους από απόσταση.
Όταν έφτασαν στο δάσος, οι γονείς απομακρύνθηκαν χωρίς να τους καταλάβουν τα παιδιά και εξαφανίστηκαν. Μόλις αντιλήφθηκαν τα παιδιά ότι έμειναν μόνα, άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν εκτός από τον Κοντορεβιθούλη που γελούσε.
«Σταματήστε να κλαίτε και να φωνάζετε και θα καταφέρουμε να βρούμε τον δρόμο»
είπε ο μικροσκοπικός αδερφός. Τότε ξεκίνησε πηγαίνοντας μπροστά και ακολουθούσε τα βοτσαλάκια που είχε ρίξει στο δρόμο προηγουμένως. Έτσι έφτασε το σπίτι τους χωρίς να δυσκολευτεί.
Στο μεταξύ μόλις οι γονείς επέστρεψαν στο σπίτι, ήταν σαν να τους έστειλε ο Θεός χρήματα. Ένας γείτονας τους εκπλήρωσε ένα παλιό δάνειο που το είχαν πια ξεγράψει. Με τα χρήματα αγόρασαν τόσο πολλά τρόφιμα, που το τραπέζι τους λύγισε από το βάρος.
Όμως τότε τους έπιασαν οι τύψεις και η γυναίκα άρχισε να κλαίει:
«Θεούλη μου! Αχ και να μην είχαμε αφήσει τα παιδιά στο δάσος, τώρα θα μπορούσαν να φάνε όσο τραβούσε η όρεξη τους. Αχ και να ήταν τα παιδάκια μου εδώ πέρα!» «Μάνα εδώ είμαστε!»απάντησε ήρεμος ο Κοντορεβιθούλης, ο οποίος έφτασε με τους αδερφούς του στην πόρτα του σπιτιού τους.
Άνοιξε την πόρτα και να οι μικροί καλαθοποιοί μπήκανε στο σπίτι- ένας, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, επτά. Μαζί με τα παιδάκια ήρθε και η καλή τους όρεξη και αφού είδαν το τραπέζι να είναι τόσο πλούσιο άρχισαν να τρώνε. Το γλέντι συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες μέχρι να τελειώσουν όλα τους τα χρήματα.
Δεν πέρασε πολύς καιρός ώσπου η πείνα ξαναεμφανίστηκε στο σπίτι του καλαθοποιού. Οι γονείς σκέφτηκαν και πάλι ότι θα έπρεπε να αφήσουν τα παιδιά στο δάσος, για να ακολουθήσουν την μοίρα τους. Έτσι το βράδυ που το συζητούσαν μεγαλόφωνα, ο Κοντορεβιθούλης άκουσε τα πάντα.
Σκέφτηκε το ξημέρωμα να βγει από το σπίτι και να μαζέψει βοτσαλάκια όπως την προηγούμενη φορά, αλλά για κακή του τύχη αυτή την φορά ο σύρτης της πόρτας ήταν τραβηγμένος. Ο Κοντορεβιθούλης ήταν πολύ μικροκαμωμένος και δεν μπορούσε να τον φτάσει και έτσι του ήταν αδύνατον να βγει έξω. Σκέφτηκε να κάνει κάτι άλλο αυτή τη φορά.
Όπως φεύγανε έβαλε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη του, το οποίο θρυμμάτισε και όπως προχωρούσαν έριχνε ξοπίσω τους τα ψίχουλα. Σκόπευε να τα ακολουθήσει όπως και τα χαλίκια για να μπορέσει να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Τα πουλάκια του δάσους όμως φάγανε τα ψίχουλα που είχε σκορπίσει. Τώρα πια είχανε χαθεί πραγματικά.
Τα αδέρφια έκλαιγαν και φώναζαν απελπισμένα, ο Κοντορεβιθούλης όμως παρέμενε ψύχραιμος και τα καθησύχαζε. Άρχισαν να περπατάνε στο δάσος μέχρι που νύχτωσε τρέμοντας από τον φόβο τους. Τελικά κοιμήθηκαν κάτω από ένα δέντρο στο χορτάρι.
Όταν ξημέρωσε ο Κοντορεβιθούλης ανέβηκε στο δέντρο για να εξερευνήσει την περιοχή. Αρχικά έβλεπε μόνο δέντρα ώσπου ανακάλυψε την σκεπή ενός σπιτιού, μετά αφού αποτύπωσε την κατεύθυνση κατέβηκε από το δέντρο και ανέλαβε να οδηγήσει τα αδέρφια του.
Ακολούθησαν μια κουραστική διαδρομή μέσα από θάμνους, ξέφωτα και αγκάθια μέχρι που είδαν τελικά το σπίτι και προχώρησαν με όσο κουράγιο τους έμεινε ως την πόρτα την οποία και χτύπησαν με δισταγμό. Μέσα από το σπίτι εμφανίστηκε μία γυναίκα και ο Κοντορεβιθούλης την παρακάλεσε να τους αφήσει να περάσουν καθώς είχαν χαθεί και δεν ήξεραν που να πάνε.
Η γυναίκα αναστέναξε: «Καημένα παιδιά!» και άνοιξε την πόρτα, τους αποκάλυψε όμως ότι είχαν φτάσει στο σπίτι ενός ανθρωποφάγου, ο οποίος έδειχνε προτίμηση στο να τρώει μικρά παιδιά. Ωραία προοπτική! Τα παιδιά έτρεμαν σαν τα φύλα στον αέρα μόλις το άκουσαν. Είχαν πάει στο σπίτι με την ελπίδα να φάνε κάτι και τελικά άκουσαν ότι θα γινόταν τα ίδια φαγητό. Αλλά η γυναίκα ήταν καλή και συμπονετική και τους έδωσε κάτι για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Μετά άκουσαν βήματα και ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα που δεν ήταν άλλος από τον ανθρωποφάγο που γύρισε σπίτι του. Κάθισε στο τραπέζι να φάει, έβαλε κρασί και άρχισε να ρουθουνίζει σαν να μύριζε κάτι και τελικά φωνάζει στη γυναίκα του:
«Μυρίζω ανθρώπινο κρέας!»
Η γυναίκα προσπάθησε να τον μεταπείσει αλλά αυτός ακολούθησε την όσφρηση του και βρήκε τα παιδιά. Οι πιτσιρικάδες έχασαν το χρώμα τους από την απελπισία .
Αμέσως πήρε ένα μεγάλο μαχαίρι για να σφάξει τα παιδιά. Η γυναίκα του τον παρακάλεσε να αφήσει τα παιδιά να ζήσουν καθώς ήταν πολύ αδύνατα. Τελικά τον έπεισε να τα αφήσει για μερικές μέρες ώστε να πάρουν βάρος πριν τα σφάξει.
Έτσι πήραν τα παιδιά και τα πήγαν να κοιμηθούν σε ένα δωμάτιο, όπου κοιμόταν σε ένα κρεβάτι και οι εφτά κορούλες του ανθρωποφάγου. Τα κοριτσάκια είχαν τις ίδιες ηλικίες με τα επτά αδέρφια. Από εμφάνιση ήταν όλες τους πολύ άσχημες είχαν όμως μία χρυσή κορόνα στο κεφάλι τους.
Ο Κοντορεβιθούλης που τα είχε προσέξει όλα αυτά, κατέβηκε σιγά σιγά από το κρεβάτι, έβγαλε τα σκουφιά του ύπνου από το κεφάλι του και από τα αδέρφια του και τα έβαλε στο κεφάλι των κοριτσιών του ανθρωποφάγου ενώ στο δικό του κεφάλι και στα κεφάλια των αδερφών του έβαλε τις κορόνες.
Ο ανθρωποφάγος ήπιε πολύ κρασί και τότε του ήρθε πάλι η όρεξη να σκοτώσει τα παιδιά.
Πήρε το μαχαίρι του και πήγε σιγά σιγά στο δωμάτιο όπου κοιμόταν για να τα σφάξει. Στο δωμάτιο όμως ήταν πολύ σκοτεινά και ο ανθρωποφάγος πήγαινε ψηλαφιστά μέχρι που έπιασε το κρεβάτι. Τότε άρχισε να πιάνει τα κεφάλια των παιδιών και όταν έπιασε τις κορόνες είπε:
«Όπα αυτές είναι οι κόρες σου, παραλίγο θα έκανες μεγάλο κακό μέσα στη μέθη σου!»
Ψηλαφώντας πήγε στο άλλο κρεβάτι όπου και έσφαξε την μία μετά την άλλη της κόρες του. Ευχαριστημένος αφού πίστεψε ότι σκότωσε τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια ξάπλωσε και κοιμήθηκε. Όταν άκουσε ο Κοντορεβιθούλης το ροχαλητό του ανθρωποφάγου, ξύπνησε τα αδέρφια του και περπατώντας όλοι στις μύτες των ποδιών τους βγήκαν από το σπίτι και απομακρύνθηκαν. Ωστόσο όσο και αν βιαζόταν δεν ήξεραν προς τα που να πάνε και έτσι τριγυρνούσαν άσκοπα μέσα στο δάσος γεμάτα από φόβο.
Όταν ξημέρωσε ο ανθρωποφάγος είπε στη γυναίκα του:
«Πήγαινε να ετοιμάσεις τα χθεσινά τα καβούρια!»
Αυτό που κατάλαβε ήταν ότι θα έπρεπε να ξυπνήσει τα παιδιά και πήγε στο δωμάτιο. Όταν είδε τι είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ δεν άντεξε στο τρομερό θέαμα και έπεσε κάτω λιπόθυμη. Αφού λοιπόν δεν επέστρεφε, ο ανθρωποφάγος παραξενεύτηκε και πήγε να δει τι είχε συμβεί. Ο θύμος που τον έπιασε ήταν απερίγραπτος.
Γρήγορα έβαλε τις «επτά-το-μίλι» μπότες που είχε. Τις μπότες αυτές τις έλεγαν έτσι, γιατί όποιος έκανε επτά βήματα με τις μπότες αυτές είχε διανύσει ένα μίλι. Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα αδέρφια τον είδαν να πηδάει πάνω από πεδιάδες και βουνά και άρχισαν να ανησυχούν ότι από στιγμή σε στιγμή θα τους εντόπιζε.
Ωστόσο ο Κοντορεβιθούλης κρύφτηκε μαζί τους στο κοίλωμα ενός βράχου. Όταν ο ανθρωποφάγος έφτασε σε αυτόν τον βράχο κάθισε πάνω του για ξαποστάσει καθώς είχε κουραστεί. Μετά από λίγο αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει και να ξεφυσάει σαν να ήταν μπόρα και καταιγίδα. Μόλις ο Κοντορεβιθούλης βεβαιώθηκε ότι ο ανθρωποφάγος είχε αποκοιμηθεί, ξετρύπωσε σαν να ήταν ποντικάκι και του έβγαλε τις «επτά-το-μίλι» μπότες και τις φόρεσε ο ίδιος.
Ευτυχώς οι μπότες αυτές είχαν την ιδιότητα να προσαρμόζονται ακριβώς σε κάθε όποιο πόδι τις φορούσε. Μετά έπιασε με το κάθε χέρι του ένα από τα αδέρφια του, και αυτά με την σειρά τους με το άλλο χέρι έναν άλλο αδερφό τους.
Έτσι μην τους είδατε μην τους ακούσατε με τις μαγικές μπότες έφτασαν σχεδόν αμέσως στο σπίτι τους. Εκεί τους καλοδέχτηκαν οι γονείς τους. Τότε ο Κοντορεβιθούλης συμβούλεψε τους γονείς του να προσέχουν τα αδέρφια του καθώς αυτός θα έφευγε και με την βοήθεια από τις μαγικές μπότες θα ξεκινούσε να βρει την τύχη του. Δεν πρόλαβε να το πει και είχε βρεθεί είδη πάνω σε ένα βουνό και την επόμενη στιγμή είχε εξαφανιστεί τελείως. Πράγματι ο Κοντορεβιθούλης έκανε την τύχη του με τις μπότες.
Ταξίδεψε και έφτασε σε μακρινά μέρη, υπηρέτησε πολλούς αφεντάδες και κάθε φορά που δεν του άρεσε κάπου πεταγόταν και προχωρούσε στον επόμενο προορισμό του. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να τον ακολουθήσει ούτε με τα πόδια ούτε με το άλογο και οι περιπέτειες του που έζησε με τις μπότες είναι τόσες πολλές που κανείς δεν μπορεί να τις περιγράψει.
Του L. Bechstein
-----------
Το παραμύθι του Κοντορεβιθούλη αποτελεί παραδοσιακό παραμύθι της κεντρικής Ευρώπης και έχει καταγραφεί για πρώτη φορά στη συλλογή παραμυθιών του Charles Perrault. Σε αντίθεση με άλλα παραμύθια αυτής της συλλογής, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα ή ο Παπουτσωμένος γάτος, ο Κοντορεβιθούλης δεν είχε συμπεριληφθεί στις συλλογές των αδερφών Grimm. Το κείμενο σε αυτή την ιστοσελίδα αποτελεί μετάφραση της απόδοσης του παραμυθιού από τον Ludwig Bechstein.
Η ονομασία κοντορεβιθούλης αποτελεί ελληνική παραλλαγή του τίτλου, καθώς οι ξένοι τίτλοι “Le Petit Poucet” (γαλλικά) και “Der kleine Däumling” (γερμανικά) σημαίνουν σε πιστή μετάφραση ο μικρός αντιχειράκος. Αντίστοιχα ο ήρωας του παραμυθιού στη γαλλική και γερμανική εκδοχή του παραμυθιού όταν γεννήθηκε δεν ήταν μεγαλύτερος από έναν αντίχειρα.
Περισσότερα παραμύθια εδώ.