«Βρήκαμε πολλά κατάλοιπα καρπών, μέσα σε δοχεία που φυλάσσονταν στα σπίτια. Καθώς έπεσε η τέφρα απανθρακώθηκαν και έτσι διατηρήθηκαν», εξηγεί ο Χρ. Ντούμας.
«Οι καρποί αυτοί ήταν προϊόντα καλλιεργειών -γι” αυτό και έχουμε γνώσεις για τις καλλιέργειες εκείνης της εποχής. Βρήκαμε φάβα, φακές, κριθάρι-, σε ένα μάλιστα πιθάρι γεμάτο τέφρα βρήκαμε αποτυπώματα αμύγδαλων. Εντοπίσαμε επίσης πολλά κουκούτσια ελιών θρυμματισμένα, άρα μιλάμε για παραγωγή λαδιού.
Βρήκαμε και ένα πιθάρι με σαλιγκάρια, αν και τα συγκεκριμένα ήταν εισαγωγής! Επρόκειτο για κρητικά σαλιγκάρια». Βρήκαν όμως και πάρα πολλούς σπόρους από σύκα: «Αυτή ήταν η ζάχαρή τους. Και βέβαια, το σύκο ήταν το καθαρτικό τους!» (χαμογελάει).
Αγγείο με ρόβι
– Βρήκατε και υπολείμματα ψαριού;
«Μέσα σε πιθάρια εντοπίσαμε αποξηραμένα ψάρια και κόκαλα ψαριών. Μάλιστα, καθώς σκάβαμε σε βαθιά στρώματα για τα θεμέλια των στύλων του στεγάστρου, βρήκαμε γάρον (garum κατά τους Ρωμαίους). Πρόκειται για μια πάστα από ψάρι, λιχουδιά για τους Ρωμαίους. Η αριστοκρατία απολάμβανε το καλύτερο μέρος του ψαριού, ενώ η «πλέμπα» και ο στρατός χρησιμοποιούσαν τα κεφάλια, τις ουρές, τα πτερύγια. Βρήκαμε ένα τέτοιο πιθαράκι και επρόκειτο για σημαντική ανακάλυψη μιας και απέδειξε ότι 1.500 χρόνια πριν τους Ρωμαίους, το έφτιαχναν στη Θήρα. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό ενός λαού που ζει με και από τη θάλασσα…»
Κατάλοιπα ψαριών
Η πιο σπάνια, όμως, λιχουδιά ήταν ο γάρος, μια εκλεκτή σάλτσα που εξυμνούσε ο Σοφοκλής, ο Πλάτωνας και ο Πλίνιος από εντόσθια ψαριών και μικρά ψάρια (σαρδέλες, αθερίνες) που παστώνονταν σε χοντρό αλάτι και απλώνονταν στον ήλιο 2-3 μήνες. Το παχύρευστο υγρό που έπαιρναν από το σούρωμα αραιωνόταν με ελαιόλαδο, κρασί ή ξύδι και αποθηκευόταν στο γαράριον για σάλτσα.
Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, έφτιαχναν γάρο μόνο από συκώτι κολιού ενώ η αρχική συνταγή έδωσε την ιδέα για την σάλτσα αντζούγιας των Σικελών και την γουόστερ σος (Worcestershire sauce).
– Κρέας έτρωγαν;
«Βρήκαμε άφθονα κόκαλα από αιγοπρόβατα, που αποτελεί βασικό είδος κτηνοτροφίας και σήμερα στα νησιά, ελάχιστα βοοειδή (στα νησιά δεν μπορούν να εκθρέψουν μεγάλα ζώα) και πολύ λίγο κυνήγι (κουνέλια, αποδημητικά πουλιά). Βρήκαμε όμως πάρα πολλά κατάλοιπα από αχινούς, αχιβάδες, κυδώνια και άλλα παρεμφερή θαλασσινά».
– Εχουμε ιδέα πώς τα μαγείρευαν όλα αυτά;
«Ξέρουμε πως είχαν τριποδικές χύτρες -που σημαίνει ότι, αν μη τι άλλο, έβραζαν. Γιαχνί πάντως δεν νομίζω πως έφτιαχναν, αφού δεν είχαν ντομάτες. Σήμερα μπορεί να μιλάμε για τα περίφημα σαντορινιά ντοματάκια, όμως οι ντομάτες μας ήρθαν από την Αμερική! Βρήκαμε επίσης ταψιά και φορητά τριποδικά φουρνάκια: φωτιά από πάνω, φωτιά από κάτω και ταψάκι με καπάκι και πορτούλα. Ενα είδος γάστρας με πόδια».
Κρατευτές σουβλακιών
– Τι σας εξέπληξε πιο πολύ από αυτά που ανακαλύψατε;
«Οι Κρατευτές: πάνω τους έψηναν σουβλάκια. Είχαν εγκοπές αλλά και τρυπούλες για να κυκλοφορεί ο αέρας και να μην σβήνουν τα κάρβουνα. Ηταν πολύ εργονομικοί. Στην άκρη τους είχαν το σχήμα κεφαλής κριαριού. Και εξασφάλιζαν και ένα υγιεινό ψήσιμο, αφού το λίπος έπεφτε».
Διαβάστε ακόμα: Πώς βγήκε η φράση «κάποιο λάκκο έχει η φάβα». Ο ρόλος του κρασιού και της φάβας στην οικονομία της Σαντορίνης (βίντεο)
Πιθάρι με σαλιγκάρια
– Δηλαδή, το σουβλάκι είναι δικό μας έδεσμα… Κι όμως, κάποιοι σήμερα νομίζουν ακόμα πως είναι τουρκικής προέλευσης.
«Το σουβλάκι κατάγεται από το Αιγαίο. Οι Τούρκοι ήρθαν το 1453 μ.Χ. Κάποτε είχα μια κουβέντα με έναν διαπρεπή Τούρκο αρχαιολόγο, τον ελληνιστή Εκρέμ Ακουργκάλ. Και του έλεγα ότι έχουμε δανειστεί κι εμείς πολλά από την τουρκική κουζίνα. Φέρνοντάς του ως παράδειγμα τον κεφτέ. Και μου λέει:
«Είστε αφελής. Οι Τούρκοι όταν ήρθαν εδώ ήταν νομάδες. Δεν είχαν κουζίνα. Απλώς υιοθέτησαν τη βυζαντινή κουζίνα. Ας μην κοροϊδευόμαστε: η λέξη «κεφτές» δεν είναι τούρκικη. Είναι η βυζαντινή λέξη «κοπτόν κρέας…».
Και πράγματι, θυμάμαι ακόμα τη μαμά μου και τη γιαγιά μου να κόβουν γρήγορα και σταυρωτά το κρέας με δύο κοφτερά μαχαίρια κάνοντας το κιμά!».
– Οι ανασκαφές του Ακρωτηρίου αποτελούν τα παλαιότερα τεκμήρια για το τι έτρωγαν οι Ελληνες;
«Οχι. Υπάρχουν σκόρπια ευρήματα και από τη νεολιθική εποχή (5η και 4η χιλιετία π.Χ.) σε Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη. Ομως στο Ακρωτήρι, χάρη στο ηφαίστειο, πρώτη φορά βρέθηκαν τόσο πολλά μαζεμένα -και τόσο καλά διατηρημένα. Σκεφθείτε πως στις λάβες της Σαντορίνης υπάρχουν εγκλείσματα φυτών όπως τα φοινικόδεντρα ή οι ελιές που χρονολογούνται 60.000 χρόνια πριν από σήμερα. Και αποκαλύπτουν ένα κλίμα που δεν διαφέρει από το σημερινό. Στα πρώιμα ιστορικά χρόνια, την 5η, 4η ή 3η χιλιετία π.Χ., οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν την ίδια αυτή άγρια χλωρίδα».
Η περίφημη μεσογειακή διατροφή έχει πολύ μακρινές ρίζες τελικά.
Περισσότερα θέματα για την αρχαία Ελλάδα εδώ.