Το παιδί είναι βαθιά «εγωκεντρικό». Ως τέτοιο, θεωρεί ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου και ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής και της μέριμνας όλων. Και αυτό εν μέρει ισχύει. Για τους γονείς του, ιδιαίτερα στο ξεκίνημα της ζωής του, αναμφισβήτητα αποτελεί το κέντρο του κόσμου τους. Το παιδί επικοινωνεί τις ανάγκες του αρχικά με το κλάμα και αργότερα με κάποιες φωνοποιήσεις. Με το κλάμα εκφράζει τον πόνο, την πείνα ή τη δυσφορία του. Ρόλος των ενηλίκων που ασχολούνται με τη φροντίδα του είναι να ανταποκριθούν άμεσα στις ανάγκες του και να φροντίσουν για την καλύτερη κάλυψή τους.
Το αίσθημα παντοδυναμίας που διακατέχει το βρέφος προέρχεται από την αδυναμία του να διαχωρίσει τον εαυτό του από τη μητέρα του, με την οποία βρίσκεται σε μια στενή, συμβιωτική σχέση. Αργότερα, από το ενάμιση έτος περίπου, οπότε το παιδί ανακαλύπτει το «εγώ», είναι πλέον σε θέση να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και διέρχεται τη φάση του «γνωστικού εγωκεντρισμού», που διαρκεί όλη τη νηπιακή ηλικία. Πρόκειται για μια απαραίτητη εξελικτική φάση, απολύτως φυσιολογική, κατά τη διάρκεια της οποίας ξεκινά με δυναμικό τρόπο ο αυτοπροσδιορισμός του παιδιού. Η φάση αυτή βέβαια χαρακτηρίζεται από πολλά πείσματα και έκφραση ισχυρογνωμοσύνης από το παιδί, έλλειψη διαλλακτικότητας, ξεσπάσματα οργής και εντάσεις που δημιουργούνται με τους γονείς του, οι οποίοι δεν είναι συνήθως προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο και δεν μπορούν να πιστέψουν πώς το μικρό τους αγγελούδι μετατράπηκε «εν μία νυκτί» σε έναν ανυπόφορο τύραννο.
Φυσικά, το παιδί θέλει να δοκιμάσει τα όριά του, αλλά και τα όρια του γονιού. Σαφώς, θέλει να ικανοποιούνται απολύτως και άμεσα τα «θέλω» του και να υπερισχύει η άποψή του. Αρνείται να φάει, να ντυθεί, να πλυθεί, να κοιμηθεί και γενικά «να υπακούσει». Τα όρια (αν μπορούμε να θέσουμε ένα χρονικό σημείο έναρξης της οριοθέτησης) ξεκινούν να μπαίνουν εμφανώς από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να κινείται στο χώρο, προσπαθώντας να περπατήσει, οπότε και αρχίζουν οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στο παιδί, απαραίτητοι για την ασφάλειά του. (Ουσιαστικά, όμως, η οριοθέτηση ξεκινά από την αρχή της ζωής του παιδιού, με ένα πιο γενικό τρόπο). Σκοπός του γονιού δεν είναι να τον υπακούσει το παιδί, αλλά να συνεργαστεί, μέσα από ένα πνεύμα δημοκρατικής διαπαιδαγώγησης. Η οριοθέτηση κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή ψυχική συγκρότηση του παιδιού, αλλά και για τη δημιουργία ομαλής και καλής σχέσης και επικοινωνίας γονιού-παιδιού.
Όταν το παιδί δε συνεργάζεται και προσπαθεί να υπερισχύσει, ο γονιός ματαιώνεται, απογοητεύεται, στενοχωριέται, θυμώνει και φοβάται. Φοβάται ότι δεν είναι ένας αρκετά καλός γονιός και κυρίως (σε σχέση με το παιδί) φοβάται γι” αυτό που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον. Αν το παιδί τον χειραγωγεί, τον «χειρίζεται» με αυτόν τον τρόπο τώρα, τι θα συμβεί στο μέλλον; Για να μπορέσει να οριοθετήσει ο γονιός το παιδί, χρειάζεται να γνωρίζει καταρχήν τα δικά του όρια. Και σαφώς να μπορεί να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματά του.
Οι προσπάθειες χειραγώγησης του παιδιού ξεκινούν να γίνονται συνειδητά αρκετά νωρίς. Από τη νηπιακή ηλικία, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένα παιδί γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να ασκεί στους γονείς του και τους γύρω του. Καθώς μεγαλώνει, οι προσπάθειες αυτές γίνονται όλο και πιο συνειδητές και πιο οργανωμένες. Πρόκειται για τα γνωστά «παιχνίδια εξουσίας» που παίζουν γονείς και παιδιά. Και ως γνωστό, τα παιχνίδια εξουσίας δεν παίζονται μόνον από έναν.
Η Βασιλική Παππά, MSc, PhD, Συμβουλευτική Ψυχολόγος, παραθέτει μερικά σχετικά παραδείγματα:
- Νηπιακή ηλικία
Το παιδί φωνάζει ότι θέλει παγωτό «τώρα». Η μητέρα λέει ήρεμα ότι είναι ώρα για τα φρούτα του. Το παιδί συνεχίζει να φωνάζει ότι θέλει παγωτό και όχι φρούτα. Η μητέρα λέει ότι θα μπορέσει να φάει λίγο παγωτό το απόγευμα, όπως έχουν συμφωνήσει. Το παιδί επιμένει. Η μητέρα βάζει ήσυχα το μπολ με τα φρούτα στο τραπεζάκι. Το παιδί λέει φωνάζοντας ότι θα φάει τα φρούτα αν του δώσει παγωτό. Η μητέρα επαναλαμβάνει ότι αυτό δεν γίνεται. Τότε, το παιδί παίρνει το μπολ με τα φρούτα και τα πετάει στο νεροχύτη. Η μητέρα του χάνει την ψυχραιμία της, του βάζει τις φωνές και το στέλνει στο δωμάτιό του. Το παιδί φωνάζει και κλαίει ακόμη πιο δυνατά.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η μητέρα αρχικά αντιμετώπισε αρκετά καλά τη συμπεριφορά του παιδιού της. Έχασε την ψυχραιμία της, όταν το παιδί πέταξε τα φρούτα και ενήργησε ανεξέλεγκτα, με έναν τρόπο για τον οποίο μετά θα μετανιώσει (όπως οι περισσότεροι γονείς) και λόγω των ενοχών που θα νιώσει θα είναι πιο επιεικής την επόμενη φορά.
- Σχολική / Παιδική ηλικία
Το παιδί αντιδρά στην προτροπή της μητέρας του να κάνει τα μαθήματά του. Έχει προσυμφωνηθεί ότι, όταν επιστρέφει από το σχολείο, θα πλένει τα χέρια του, θα τρώει, θα ξεκουράζεται για μισή ώρα και αμέσως μετά θα ξεκινά τη μελέτη του. Το παιδί αρνείται να διαβάσει, προφασιζόμενο ότι θέλει να δει ένα παιδικό στην τηλεόραση. Το παιδί παρακαλεί τη μαμά του με γλυκόλογα να το αφήσει και της υπόσχεται ότι αμέσως μετά την παιδική εκπομπή θα αρχίσει τη μελέτη. Η μαμά – που δεν θέλει να χάσει την αγάπη του παιδιού της, ούτε να το δυσαρεστήσει, αφού είναι τόσο γλυκό μαζί της – ενδίδει. Η ώρα περνά και το παιδί δεν «στρώνεται» για διάβασμα. Τότε, η μητέρα του κλείνει την τηλεόραση. Το παιδί βάζει τις φωνές και της μιλά άσχημα. Η μητέρα του φωνάζει, το επιπλήττει και το «τιμωρεί» για τη συμπεριφορά του, λέγοντάς του ότι δεν θα του πάρει το ηλεκτρονικό που του είχε υποσχεθεί. Το παιδί αντιδρά ακόμη πιο άσχημα.
Στο εν λόγω παράδειγμα, η μητέρα χειραγωγήθηκε εξαρχής γιατί ενέδωσε. Και ενέδωσε στη χειραγώγηση γιατί δεν ήθελε να γίνει δυσάρεστη. Από εκεί και μετά, το ένα λάθος οδήγησε στο επόμενο. Η παράταση του χρόνου τηλεθέασης και η παρατεταμένη ανοχή της μητέρας, οδήγησε σε «τιμωρητικού» τύπου παρέμβαση με απότομο κλείσιμο της τηλεόρασης. Το τελευταίο λάθος που κάνει η μητέρα είναι ότι τιμωρεί το παιδί για τη συμπεριφορά του με κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με ό, τι προηγήθηκε.
Περισσότερα θέματα για γονείς εδώ.