Η Έλλη πηγαίνει στη Δευτέρα Δημοτικού. Είναι ένα παιδί αρκετά καλά ενταγμένο στο σχολείο, τόσο από μαθησιακής όσο και από κοινωνικής απόψεως. Καμιά φορά μόνο παραπονιέται ότι μια- δυο συμμαθήτριες που τις θαυμάζει και θα ήθελε να τις έχει φίλες δεν την κάνουν πολύ παρέα και προτιμούν ένα άλλο κορίτσι.
Από την ψυχολόγο Λουίζα Βογιατζή, mypsychologist.gr
Την καθιερωμένη μέρα που οι γονείς συναντούν τους δασκάλους για να μιλήσουν για τα παιδιά, η μητέρα της πέφτει απ’ τα σύννεφα όταν ακούει τη δασκάλα να την ρωτάει πώς τα πάνε τώρα που ο άντρας της λείπει. Διαπιστώνει τότε ότι η Έλλη έχει διηγηθεί στην τάξη της ότι ο μπαμπάς της έπιασε δουλειά στην Αυστραλία και έχει φύγει και ότι το καλοκαίρι θα πάνε να τον βρούνε. Έχει μάλιστα περιγράψει και διάφορες λεπτομέρειες της –πολύ όμορφης- πόλης που μένει ο μπαμπάς της που έχει ένα τεράστιο ζωολογικό κήπο (η Έλλη λατρεύει τα ζώα) και πολύ ωραία πάρκα…
Η μητέρα της Έλλης είναι αποσβολωμένη, αισθάνεται ντροπή απέναντι στη δασκάλα και μεγάλη ανησυχία: τι συμβαίνει με το παιδί μου, γιατί να εφεύρει όλο αυτό το παραμύθι, τι έχουμε κάνει λάθος;
«Φτιάχνω τον κόσμο όπως μου αρέσει…»
Ένα από τα ωραιότερα –πιο αστεία, τρυφερά, βαθιά φιλοσοφημένα και διεισδυτικά- παιδικά βιβλία που έχουν γραφτεί, είναι οι ιστορίες της Πίπης Φακιδομύτης, της Σουηδής συγγραφέως Astrid Lindgren. Κι ενώ τα βιβλία της (όχι μόνο η Πίπη Φακιδομύτη αλλά και όλα τα άλλα) ξεχειλίζουν από χιούμορ, περιπέτεια, χαρά της ζωής και παιδική ξεγνοιασιά, ταυτόχρονα, τα περισσότερα απ’ αυτά έχουν σαν κύριο στοιχείο τους τον παιδικό πόνο: της απώλειας, του θανάτου, της μοναξιάς, της περιθωριοποίησης.
Μόνο που, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στα κλασικά παιδικά μυθιστορήματα όπως είναι ο «Όλιβερ Τουίστ», η δικαίωση, η ευτυχία, το happy end, δεν έρχονται από μία συγκυρία της τύχης που φέρνει κάποιους καλούς ανθρώπους στο δρόμο του άτυχου παιδιού αλλά μέσα από το ίδιο το παιδί, απ’ τις δικές του «θετικές δυνάμεις».
Η Πίπη λοιπόν είναι ένα παιδί ορφανό, που ζει μόνο του σ΄ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Μόνο που η ίδια έχει για σύνθημα της «φτιάχνω τον κόσμο μου όπως μου αρέσει να είναι». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Πίπη ζει μέσα σ’ ένα τεράστιο «ψέμα»: ότι ο πατέρας της είναι καπετάνιος κι έχει γίνει βασιλιάς μιας πρωτόγονης φυλής στις Νότιες Θάλασσες, η ίδια είναι τόσο δυνατή που μπορεί να σηκώσει ένα φορτηγό στα χέρια της και να νικήσει τους πιο επικίνδυνους ληστές κι επιπλέον είναι πάρα πολύ πλούσια, γιατί ο μπαμπάς της τής έχει αφήσει ένα σεντούκι γεμάτο χρυσά νομίσματα. Λυπάται, αισθάνεται μοναξιά, νοσταλγεί τους γονείς της, ζηλεύει τα άλλα παιδιά που έχουν πιο κανονικές ζωές αλλά η χωρίς όρια φαντασία της τη βοηθάει κάθε φορά να ξαναβρεί το δικό της νόημα και χαρά στη ζωή της, όπως είναι.
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς τα παιδικά ψέματα απ’ αυτόν της Lindgren. Πέρα από αυτά που προστάζει η ηθική της ενήλικης ζωής, την υποχρέωση δηλαδή της προσαρμογής στην πραγματικότητα και την αποδοχή της όπως είναι «αντικειμενικά», η παιδική φαντασία έχει ακόμη τη δύναμη να φτιάχνει τον δικό της κόσμο . Ή μάλλον,να φέρει τον κόσμο στα μέτρα της, να του αφαιρέσει πράγματα δύσκολα και να του προσθέσει ευχάριστα αλλά και να τα διαλύσει όλα αυτά πάλι όταν δεν τα χρειάζεται πια ή όταν συγκρουστεί με την πραγματικότητα (τους γονείς που θυμώνουν με το ψέμα, τους φίλους που κοροϊδεύουν, τις ηθικές παραινέσεις των γύρω του).
Η γλώσσα, η αλήθεια και το ψέμα
Μπορούμε να πούμε ότι η εποχή του «ψέματος» έρχεται στα παιδιά ταυτόχρονα με την κατάκτηση της γλώσσας. Η γλώσσα, αυτό το καταπληκτικό «όχημα» των σκέψεων και των συναισθημάτων είναι ένα θαυμάσιο μέσο για να κατακτήσει κανείς τον κόσμο και χαρίζει, στο παιδί που την κατακτά, μεγάλη ελευθερία. Του επιτρέπει να πει με τον δικό του τρόπο αυτά που συμβαίνουν μέσα του και γύρω του αλλά και να τα «πλάσει» σύμφωνα με τις ανάγκες του, να δοκιμάσει τα όρια του και τα όρια των άλλων.
Όταν ένα παιδί 4 ετών λέει στη μητέρα του για τη δασκάλα που αντιπαθεί πιο πολύ στο νηπιαγωγείο ότι «είναι πολύ καλή, πάρα πολύ καλή, με όλα τα παιδάκια, τα τραβάει, τα σπρώχνει…» δε λέει ψέματα, δεν αντιλαμβάνεται καν την αντίφαση που υπάρχει στα λόγια του. Η γλώσσα όμως το βοηθάει να «χωρέσει» αντιφατικά συναισθήματα «θέλω να αγαπάω τη δασκάλα μου», «η μητέρα μου περιμένει να αγαπάω τη δασκάλα μου» και «η δασκάλα αυτή είναι τέτοια που δεν μπορώ να την αγαπήσω». Ούτως ή άλλως, ως την ηλικία των 6-7 ετών δεν μπορούμε να μιλάμε για «ψέματα» αφού τα παιδιά βρίσκονται ακόμη στην φάση της «μαγικής σκέψης».
Τι συμβαίνει όμως σε μία περίπτωση όπως της Έλλης που περιγράψαμε στην αρχή;
Αν και βρίσκεται ακόμη στο όριο της μαγικής σκέψης, παρ’ όλα αυτά η Έλλη έχει συνείδηση του ότι δε λέει την αλήθεια. Η ανάγκη της όμως να προκαλέσει το ενδιαφέρον στα άλλα παιδιά και να νιώσει ότι «ανήκει», σε συνδυασμό με την πραγματική ιστορία ενός αγαπημένου θείου που έφυγε για να ζήσει στην Αυστραλία, την οδηγούν κάποια μέρα, χωρίς κανένα προσχεδιασμό ή πονηρή πρόθεση στο να «αναμείξει» λίγο τις πραγματικότητες και να φτιάξει τη δική της ιστορία.
Ο σκοπός του ψέματος των παιδιών, όποιου είδους κι αν είναι αυτό, τις περισσότερες φορές είναι η αναζήτηση της αγάπης, της αναγνώρισης και της αποδοχής των άλλων, είτε των γονιών είτε των συνομηλίκων. Γι’ αυτό, αντιδρώντας με πανικό και απέχθεια μπροστά σ’ αυτό που μας φαίνεται «τερατώδες» για το παιδί μας ή σπεύδοντας να ερμηνεύσουμε στο παιδί την πράξη του («ξέρω ότι το έκανες για να μην σε τιμωρήσω ή για να μη με στενοχωρήσεις») κάνουμε συχνά το λάθος να παραβλέπουμε εντελώς την πραγματική ανάγκη που κρύβεται πίσω απ’ το ψέμα του.
Πώς να αντιδράσουμε;
-Η εμπιστοσύνη είναι το θεμέλιο της σχέσης. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο, απ’ τη μια να είμαστε εμείς όσο πιο ειλικρινείς γίνεται τουλάχιστον στα πράγματα που αφορούν τα παιδιά και που μπορούν να συμμεριστούν. Απ΄ την άλλη καλό είναι να μην αμφισβητούμε τα παιδιά πριν καν ακούσουμε τη δική τους εκδοχή της αλήθειας. Όσο απίστευτη κι αν ακούγεται η αλήθεια τους, καταρχήν αξίζει να την σεβαστούμε.
-Κάθε ψέμα έχει ένα μέγεθος και τα «μικρά» ψέματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με ελαφρότητα και χιούμορ. Το παιδί που λέει ότι έπλυνε τα χέρια του ενώ τα βλέπουμε άπλυτα θα σκάσει στα γέλια αν μυρίσουμε τα χέρια του και σουφρώνοντας τη μύτη του πούμε «πάλι το βρωμοσάπουνο πήρες, γιατί δε δοκιμάζεις και το μοσχοσάπουνο;»
-Ένα μεγάλο ψέμα, ειδικά όταν δεν είμαστε σίγουροι πώς και γιατί ειπώθηκε, καλό είναι να συζητιέται γιατί σίγουρα δεν ειπώθηκε χωρίς λόγο. Η μητέρα της Έλλης θα πρέπει να μιλήσει το συντομότερο με την κόρη της, ήρεμα, χωρίς ύφος κηρύγματος, να της πει ότι έμαθε για το ψέμα της, να δεχτεί τις όποιες εξηγήσεις και να διευκρινίσει για ποιους λόγους δεν είναι καλό να λέμε τέτοια ψέματα. Αυτό άλλωστε είναι κάτι που δεν έχει γενικευμένους κανόνες. Κάθε οικογένεια έχει το δικό της μέτρο για το αν και ως ποιο βαθμό ανέχεται το ψέμα κι αυτό θα μεταδώσει και στα παιδιά. Από εκεί και πέρα αυτό που αποκαλύπτεται σαν βαθύτερη συναισθηματική αιτία που έκανε το παιδί να πει ένα τέτοιο ψέμα δεν θα λυθεί εκείνη τη στιγμή αλλά απαιτεί την περαιτέρω διακριτική προσοχή των γονιών.
Κάποια ψέματα, ιδιαίτερα μεγαλύτερων παιδιών και πιο «σκόπιμα» μπορεί να απαιτούν εκτός από την συζήτηση και κάποιου είδους τιμωρία, ώστε να καταλάβουν τα παιδιά ότι τα ψέματα μπορεί να έχουν δυσάρεστες συνέπειες.
-Δεν χρειάζεται να δραματοποιούμε τα πράγματα. Τα περισσότερα παιδιά λένε ψέματα, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο ανάλογα με την προσωπικότητα και τις περιόδους της ζωής τους. Πριν πανικοβληθούμε λοιπόν κι αρχίσουμε να βλέπουμε το παιδί μας σαν μελλοντικό εγκληματία καλό είναι να λάβουμε υπ’ όψη μας κι άλλα «σημάδια»: όταν «κάτι σοβαρό τρέχει με το παιδί» τότε συνήθως τα ψέματα συνοδεύονται κι από προβλήματα όπως ένταση, επιθετικότητα ή αντίθετα κλείσιμο στον εαυτό, θλιμμένη διάθεση ή φόβοι, μαθησιακές δυσκολίες κλπ.
Τι συμβαίνει στις διάφορες ηλικίες:
-Από 0 έως 6-7 ετών: Τα παιδιά «μπερδεύουν» την πραγματικότητα με τον κόσμο της φαντασίας τους, γι’ αυτό και δεν μπορούμε, στη φάση αυτή να μιλάμε για ψέματα. Η περιοχή του εγκεφάλου (προμετωπιαίος λοβός) που μας επιτρέπει να ξεχωρίζουμε το πραγματικό απ’ το φανταστικό δεν έχει ωριμάσει ακόμα. Γι’ αυτό τα μικρά παιδιά πιστεύουν συχνά ότι έχουν ζήσει πραγματικά κάτι που είδαν στον ύπνο τους ή φαντάστηκαν ή τα εντυπωσίασε.
-Από 6 έως 12 ετών: Τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας γίνονται αισθητά στα παιδιά, οπότε ξέρουν πότε λένε ψέματα και πότε αλήθεια. Παρ’ όλα αυτά τα ψέματα εξακολουθούν να είναι ένα προσιτό μέσο για να «επηρεάσουν» τα πράγματα και να αποφύγουν ή να αποτρέψουν δυσάρεστες καταστάσεις. Δεν έχουν το ίδιο ηθικό βάρος όπως στην ενήλικη ζωή και πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιείκεια. Παρ’ όλα αυτά απαιτούν ευαισθησία και προσοχή απ’ τους γονείς, ειδικά όταν λέγονται κατ’ επανάληψη, γιατί μπορεί να κρύβουν κάποιο πρόβλημα.
-Από 12 ετών: Στην εφηβεία τα ψέματα λέγονται εντελώς συνειδητά πια και συνήθως με ξεκάθαρο σκοπό. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι όλα τα ψέματα των εφήβων ίδια. Καθώς μεγαλώνει η ανάγκη των παιδιών για αυτονομία και ιδιωτικότητα, τα ψέματα μπορεί να είναι ένας τρόπος να ξεφύγουν από την αυστηρή επιτήρηση και τον έλεγχο των γονιών.
Περισσότερα θέματα για γονείς εδώ.