Ο Ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων στη θετική έκβαση της ελληνικής Επανάστασης του 1821 και στη διαμόρφωση της οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Εισαγωγή
Η ελληνική Επανάσταση και τα χρόνια που ακολούθησαν της απελευθέρωσης αποτελούν καθοριστικά γεγονότα για την μορφή που έχει σήμερα το Ελληνικό Κράτος. Μεγάλο ρόλο στα γεγονότα αυτά, εκτός από τους ίδιους τους Έλληνες, έπαιξαν και οι μεγάλες Δυνάμεις της εποχής και κυρίως η Αγγλία η Γαλλία η Ρωσία και η Βαυαρία.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναφερθώ στα γεγονότα ακολουθώντας περίπου τη χρονική σειρά με την οποία συνέβησαν, για το σκοπό αυτό η εργασία θα χωριστεί σε 4 μέρη. Στο πρώτο και το δεύτερο μέρος θα αναφερθώ στην σημασία που είχαν οι μεγάλες Δυνάμεις για την επιτυχία της επανάστασης και τους τρόπους με τους οποίους οι Έλληνες κατάφεραν να κερδίσουν την υποστήριξη τους και να μετατρέψουν το ελληνικό ζήτημα σε ευρωπαϊκό. Στο τρίτο μέρος με σημείο εκκίνησης την απελευθέρωση της χώρας θα γίνει αναφορά στην πρώτη περίοδο πολιτικής διακυβέρνησης, αυτή του Καποδίστρια, στο πολιτικό κλίμα εκείνης της περιόδου, καθώς επίσης και στα όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του κυβερνήτη. Στο τέταρτο μέρος θα μας απασχολήσει η περίοδος της Βαυαροκρατίας και η σχέση του στέμματος με τα κόμματα και τις Δυνάμεις(Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Παράλληλα θα αναφερθούμε στις οικονομικές συνθήκες και στα μεγάλα πολιτικά ζητήματα εκείνης της περιόδου.
Μέρος πρώτο: Η σημασία της υποστήριξης από τις μεγάλες δυνάμεις
Μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι από τη στιγμή που η ιδέα της επανάστασης έβρισκε τον επίσημο εκφραστή της με την ίδρυση της Φιλική Εταιρίας(1814), είχε ξεκινήσει και η διαδικασία αναζήτησης στήριξης σε κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις τις εποχής. Οι συνωμότες(φιλικοί) είχαν καταλάβει ότι αν οι Έλληνες πίστευαν ότι είχαν από πίσω τους κάποιο ισχυρό προστάτη, τότε πιο εύκολα θα συσπειρωνόταν γύρω από τους στόχους της Εταιρίας. Από την άλλη, ήταν υποχρεωμένοι να εξασφαλίσουν έστω την συμπάθεια, αν όχι την ενεργό συμπαράσταση των μεγάλων δυνάμεων, γιατί υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να στραφεί εναντίον τους η Ιερά Συμμαχία, κάτι που θα έβαζε τέλος σε όλα τους τα σχέδια. Αυτό φυσικά δεν ήταν κάτι που μπορούσε να εξασφαλιστεί από τη μια στιγμή στην άλλη, χρειαζόταν μεθοδικότητα, πονηριά, επιμονή, ακόμα και τύχη προκειμένου να επιτευχθεί. Πριν δοθούν οι μάχες με τα όπλα έπρεπε να δοθούν μάχες στον ιδεολογικό, τον διπλωματικό, και τον προπαγανδιστικό στίβο.
Η Φιλική Εταιρία προσπάθησε από την αρχή να δώσει την εντύπωση πως είχε την ενεργή στήριξη του Τσάρου, κάτι που βέβαια δεν ίσχυε. Αυτό δεν εμπόδισε τους φιλικούς να διαδώσουν τις ανάλογες φήμες, φήμες που ο ίδιος ο Τσάρος δεν διέψευδε αφού επιβεβαίωναν την εικόνα που ήθελε για τον εαυτό του, αυτή του προστάτη της ορθοδοξίας. Η τσαρική αυλή βέβαια δεν ήταν πλήρως αδιάφορη για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, πόσο μάλλον τη στιγμή που οι τριγμοί στην Οθωμανική αυτοκρατορία γινόταν όλο και πιο ισχυροί ενώ υπήρχαν και φυγόκεντρες τάσεις(π.χ. Αλή Πασάς). Αυτός είναι και ο λόγος που ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις των φιλικών και επέτρεψε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στρατηγό και υπασπιστή του τσάρου, να αναλάβει την αρχηγία της Εταιρίας(αρχικά οι φιλικοί είχαν ζητήσει από τον Καποδίστρια, υπουργό του Τσάρου, να αναλάβει την αρχηγία όμως αυτός αρνήθηκε). Αν και ο Τσάρος δεν έδωσε καμιά υπόσχεση ή έμπρακτη υποστήριξη(οικονομική ή στρατιωτική), με την κίνηση του αυτή έδειξε ενδιαφέρον, και σίγουρα βοήθησε τους φιλικούς στην προσπάθεια τους να προσελκύσουν τους Έλληνες γύρω από την υπόθεση της επανάστασης, αφού κατά κάποιο τρόπο επιβεβαίωνε τις φήμες που διέδιδαν οι φιλικοί. Επίσης, η ανάληψη της αρχηγίας από τον Υψηλάντη, έναν υψηλόβαθμο στρατιωτικό, έδειχνε ότι η επανάσταση είχε αρχίσει να παίρνει το δρόμο του ένοπλου αγώνα.[1]
Μέρος δεύτερο: Η υπόθεση του φιλελληνισμού και το διπλωματικό παιχνίδι
Αν οι Έλληνες ήθελαν να κερδίσουν την υποστήριξη των μεγάλων δυνάμεων, έπρεπε όχι απλά να τραβήξουν την προσοχή τους, αλλά και να κερδίσουν την συμπάθεια τους, για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε να δυναμώσει το κίνημα του φιλελληνισμού. Κάτι που σίγουρα βοηθούσε ήταν η πλούσια, αγαπητή και αναγνωρισμένη στην Ευρώπη, ιστορική κληρονομιά του τόπου. Σημαντικό ήταν επίσης το ζήτημα της θρησκείας, οι Έλληνες ήταν Χριστιανοί ενώ οι Οθωμανοί μουσουλμάνοι(αν και αυτό σε είχε να κάνει περισσότερο με την ορθόδοξη Ρωσία, μιας και όπως θα δούμε παρακάτω το σχίσμα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας δεν είχε πάψει να επηρεάζει την σχέση των δύο εκκλησιών). Όμως ούτε η θρησκεία ούτε η ιστορία δεν ήταν από μόνες τους αρκετές. Αν οι Έλληνες ήθελαν την αποδοχή των Άγγλων και των Γάλλων επιφανών πολιτών(ανθρώπους σαν τον Λόρδο Μπάιρον) έπρεπε πρώτα να αποδείξουν ότι είναι «πολιτισμένοι» όπως και εκείνοι, ή πιο σωστά ότι η όποια «καθυστέρηση», οφειλόταν στον κατακτητή και ότι υπήρχε όλη η καλή διάθεση, όταν θα απαλλασσόταν από αυτόν, να ακολουθήσουν μια πορεία συμβατή με το πνεύμα του διαφωτισμού που όλο και δυνάμωνε στην Ευρώπη. Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και την Ιερά Συμμαχία, η οποία κάθε άλλο παρά κατεχόταν από τα ιδεώδη του διαφωτισμού και των επαναστατικών κινημάτων, όμως αυτή όσο και αν δέσμευε τις κυβερνήσεις, δεν μπορούσε να δεσμεύσει τους ίδιους τους λαούς(και κυρίως τους επιφανείς φιλελεύθερους) που ασκούσαν πιέσεις εναντίον της.[2]
Τα πράγματα στην Ελλάδα βέβαια δεν ήταν ούτε τόσο ξεκάθαρα ούτε τόσο απλά. Μεταξύ των Ελλήνων υπήρχαν οι εξευρωπαϊσμένοι, και όλοι όσοι επιθυμούσαν τον εξευρωπαϊσμό και τον εκδημοκρατισμό, αλλά υπήρχαν και όλοι εκείνοι που δεν ήθελαν να δουν τις οικονομοκοινωνικές δομές να αλλάζουν, αφού είχαν συμφέροντα, και στην καλύτερη, επιθυμούσαν να γίνουν οι ίδιοι αφεντικά στη θέση των Τούρκων. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μεταξύ των Ελλήνων ταυτόχρονα μια ισχυρή τάση για πρόοδο, αγάπη για τους προοδευτικούς θεσμούς και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, αλλά και συντηρητισμός και ξενοφοβία στο άλλο άκρο.[3]
Τελικά, επειδή το ισχυρότερο και με μεγαλύτερη επιρροή τμήμα της ελληνικής κοινωνίας εμπνεύστηκε από τον διαφωτισμό(άνθρωποι όπως ο Κοραής), μπόρεσε να μεταλαμπαδεύσει στο μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων τα προοδευτικά ιδεώδη κάτι που τους έκανε να δουν με συμπάθεια τους Ευρωπαίους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο συντηρητισμός και η ξενοφοβία εξαφανίστηκαν. Αιτία πάντως για την υποχώρηση του συντηρητισμού αποτέλεσε και η υπονόμευση του μεγαλύτερου του εκφραστή στα μάτια των Ελλήνων, της επίσημης εκκλησίας, που καταδίκασε την Γαλλική επανάσταση και αναγνώρισε την οθωμανική αυτοκρατορία ως προστάτη της ορθοδοξίας απέναντι στην αιρετική Δύση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προοδευτικό Φανάρι διαχώρισε τη θέση του και συνέχισε να στηρίζει τις φιλελεύθερες ιδέες.[4]
φιλέλληνες υπήρχαν από την αρχή της επανάστασης, ήταν άνθρωποι καλλιεργημένοι, πίστευαν στα ιδεώδη του Διαφωτισμού, αγαπούσαν την Ελλάδα για την ιστορία της και ήθελαν να αγωνιστούν για την απελευθέρωση της. Κάποιοι από αυτούς συμμετείχαν ενεργά στις πολεμικές επιχειρήσεις, κάποιοι, στις πόλεις τους, οργανώνονταν σε φιλελληνικές επιτροπές(Παρίσι, Γένοβα, Μόναχο) έκαναν προπαγάνδα και ασκούσαν πιέσεις στις κυβερνήσεις των κρατών τους για στήριξη της επανάστασης(πολιτική-οικονομική-στρατιωτική).[5] Συχνά, τραγικά περιστατικά(όπως η καταστροφή της Χίου) ή δείγματα ανδρείας και ηρωισμού των Ελλήνων αγωνιστών, εντυπωσίαζαν και συγκινούσαν τους λαούς της Ευρώπης με αποτέλεσμα να ενισχύεται το φιλελληνικό κλίμα.[6]
Την τελευταία δεκαετία πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, κανείς δεν υποστήριζε την ισχύουσα τάξη πραγμάτων, όλοι ήθελαν να καταλυθεί η τουρκική εξουσία, το ζήτημα ήταν να βρεθεί ο τρόπος που θα γίνει αυτό, και εννοείται ότι έμενε αναπάντητο ακόμα ένα ερώτημα, μετά την ενδεχόμενη απελευθέρωση τί;[7] Το παραπάνω ερώτημα, που σχετιζόταν άμεσα με το ανατολικό ζήτημα, απασχολούσε έντονα όχι μόνο τους Έλληνες αλλά και τις μεγάλες δυνάμεις, καμιά δεν ήθελε να μείνει απέξω όταν θα επερχόταν το νέο σημείο ισορροπίας(με την υποχώρηση ή διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) και καμιά δεν ήθελε να δει την άλλη να παίρνει την μερίδα του λέοντος. Αυτό ήταν κάτι που οι Έλληνες όφειλαν να εκμεταλλευθούν, όπως και έκαναν.
Αρχικά, οι μεγάλες Δυνάμεις δεν φάνηκαν πρόθυμοι να στηρίξουν τους Έλληνες, φοβόταν ότι αν η Οθωμανική αυτοκρατορία κατέρρεε τότε θα ενισχυόταν υπερβολικά η Ρωσία, που αποτελούσε τον παραδοσιακό της εχθρό(αν και ούτε ο Τσάρος Αλέξανδρος είχε δείξει δείγματα ότι ενδιαφερόταν να στηρίξει ενεργά τους Έλληνες). Όταν όμως άρχισε να διαφαίνεται ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν γίγαντας με πήλινα πόδια και ήρθαν οι πρώτες επιτυχίες της επανάστασης, τα πράγματα άλλαξαν, αν δεν έπαιρναν θέση υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων.[8] Από την πλευρά τους οι Έλληνες προσπαθούσαν να δείξουν «καλή διαγωγή», συνέτασσαν συντάγματα, προσπαθούσαν να ο πόλεμος για την ανεξαρτησία ήταν πόλεμος όλου του χριστιανικού κόσμου ενάντια στους βάρβαρους κ.α. Συχνά χρησιμοποιούσαν και τεχνάσματα, όπως αυτό του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου που διέδιδε τη φήμη ότι η Αγγλία θα μπορούσε να γίνει ο ευεργέτης της Ελλάδας, για να κάνει την Ρωσία να καταλάβει ότι αν συνέχιζε να αδιαφορεί θα έχανε το προνόμιο της ορθόδοξης προστάτιδος.[9] Τα πρώτα ουσιαστικά καλά νέα έφτασαν από την Αγγλία όταν ύστερα και από πιέσεις φιλελλήνων ενέκρινε δάνειο προς την Ελλάδα ύψους 800.000 λιρών το 1824(από τις οποίες έφτασαν μόλις οι 315.000). Η σημασία της κίνησης αυτής ήταν διπλή, διότι εκτός από την οικονομική στήριξη έδινε και νομιμοποίηση στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρήματα αυτά, και άλλα που δόθηκαν αργότερα, έγιναν αιτία διαξιφισμών μεταξύ των Ελλήνων για το ποιοι και πως θα τα χρησιμοποιήσουν.[10]
Με πρωτοβουλία πάλι της Αγγλίας και ύστερα από τις πιέσεις του υπουργού εξωτερικών της George Canning, μαζί με την Ρωσία υπεγράφη το πρωτόκολλο της Πετρούπολης(4 Απριλίου 1826), ενώ αργότερα προσχώρησε σε αυτό και η Γαλλία(και το πρωτόκολλο μετονομάστηκε σε συμφωνία του Λονδίνου). Το πρωτόκολλο αυτό πρόσφερε την μεσολάβηση της Αγγλίας, ανάμεσα στους Έλληνες και τον Σουλτάνο, και είχε ως βάση την ελληνική αυτονομία κάτω από Οθωμανική κυριαρχία. Ο Canning το έκανε αυτό, όχι εξαιτίας της Αγάπης του για την Ελλάδα, αλλά επειδή διέβλεπε ότι με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούσε τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της χώρας του. Η Αγγλία από τη μια ενδιαφερόταν για τα εμπορικά περάσματα και από την άλλη δεν ήθελε να χαρίσει στην Ρωσία την «κηδεμονία» της Ελλάδας που ήθελε να την χωρίσει σε ζώνες της επιρροής της. Παράλληλα με αυτόν τον τρόπο ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση με τους περιορισμούς της Ιεράς Συμμαχίας. Μπορεί αυτή η συμφωνία να μην προέβλεπε την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας και να μην ικανοποιούσε τους Έλληνες, αδιαμφισβήτητα όμως μετέτρεπε το ελληνικό ζήτημα σε ευρωπαϊκό.[11]
Μέρος τρίτο: Απελευθέρωση και περίοδος διακυβέρνησης του Καποδίστρια
Το καθοριστικό χτύπημα για τους Οθωμανούς δόθηκε σε μια εποχή που οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν αρχίσει να ηττούνται στρατιωτικά, ειδικά μετά την πτώση του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο του 1927 οι τρεις δυνάμεις μεσολάβησαν με τους στόλους τους, έχοντας ως αρχικό στόχο να επιβάλουν ανακωχή. Τελικά, και με πρωτοβουλία του φιλέλληνα ναύαρχου Edward Cordington που ήταν αρχαιότερος από τους τρεις ναυάρχους και είχε το μεγαλύτερο στόλο, τα πλοία των τριών Δυνάμεων καταδίωξαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και τον τσάκισαν στον κόλπο του Ναβαρίνου(20 Οκτώβρη 1827).[12]
Τώρα πια οι μεγάλες δυνάμεις δεν μπορούσαν να κάνουν πίσω, το ελληνικό ζήτημα είχε γίνει και δική τους υπόθεση(οι Γάλλοι μάλιστα εκτός από στόλο διατηρούσαν και στρατό στη χώρα), έτσι και αλλιώς οι Οθωμανοί μετά το Ναβαρίνο είχαν κηρύξει ιερό πόλεμο εναντίον τους. Τελικά, το 1839 η Διάσκεψη του Λονδίνου αναγνώρισε το Ελληνικό Κράτος με την εγγύηση τριών χωρών, οι Έλληνες δεν είχαν καμία συμμετοχή στον διάλογο και τις διαβουλεύσεις της διάσκεψης, χαρακτηριστικό του πόσο πολύ εξαρτημένη και αδύναμη ήταν η χώρα και πόσο αφερέγγυα την θεωρούσαν οι Δυνάμεις. Για την προστασία των συμφερόντων τους οι Δυνάμεις έστειλαν πρέσβεις, ενώ σημαντικό ρόλο εκείνη την περίοδο έπαιζαν και οι ναύαρχοι των στόλων τους.[13]
Εκτιμώντας ότι η κατάσταση είχε αλλάξει, ο Καποδίστριας θεώρησε ότι τώρα μπορούσε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Έφτασε στο Ναύπλιο στις 7 Ιανουαρίου του 1828 συνοδευόμενος από πολεμικά πλοία των δυνάμεων, δίνοντας έτσι την εντύπωση του απεσταλμένου τους. Η άφιξη του έκανε μεγάλη αίσθηση με αποτέλεσμα να διακοπούν οι εμφύλιες διαμάχες που είχαν ξεσπάσει στην πόλη.[14]Ο Καποδίστριας δεν είχε κατάφερε να έχει και αργότερα την ίδια επιτυχία, παρότι προσπάθησε να σταματήσει τις εμφύλιες διαμάχες, να επιβληθεί στα τοπικά συμφέροντα, να δώσει γη στους άκληρους να δημιουργήσει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος με κεντρική διοίκηση, νομική και εκτελεστική εξουσία. Τελικά η αντίδραση και η δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική του ήταν μεγάλη, δεν κατάφερε να συμβιβάσει τις διάφορες αντιμαχόμενες περιοχές και πλευρές, στην προσπάθεια του μάλιστα φέρθηκε αυταρχικά σε πολλές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί το 1831 από δύο μέλη της οικογένειας Μαυρομιχάλη. Ο Καποδίστριας είχε καταφέρει μέχρι τότε να χτυπήσει την πειρατεία, να οργανώσει κάπως το στρατό και το στόλο και μεσολάβησε στο να εκδιωχθεί ο Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο. [15]
Μετά τη δολοφονία του, η χώρα παραδόθηκε ξανά σε αιματηρές εμφύλιες διαμάχες με αποτέλεσμα να υπάρχει κενό διακυβέρνησης και να επικρατήσει πλήρης αναρχία. Η Ελλάδα, αν και απελευθερωμένη από τον οθωμανικό ζυγό, βρισκόταν ξανά σε αδιέξοδο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι εμφύλιες διαμάχες αυτές δεν οφείλονταν μόνο σε τοπικά συμφέροντα, αλλά και σε διεθνή, που διαπλέκονταν με τα τοπικά έχοντας χωρίσει τον πληθυσμό σε υποστηρικτές των Ρώσων, των Γάλλων, των Άγγλων. Πάνω σε αυτή τη βάση, είχαν σταθεροποιηθεί τα πρώτα ελληνικά κόμματα.[16]
Μέρος Τέταρτο: Η περίοδος της Βαυαροκρατίας και ο δανεισμός
Από τη στιγμή που η χώρα ελευθερώθηκε προέκυψαν διάφορα ζητήματα που είχαν να κάνουν με το πολιτικό της μέλλον και το σύστημα διακυβέρνησης, μερικά από αυτά ήταν.
– Το ζήτημα του συντάγματος και το ζήτημα της διακυβέρνησης.
– Ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες.
– Ο διαχωρισμός των εξουσιών και πώς θα δομηθεί ένα είδος κεντρικής εξουσίας που θα καταστείλει τις τοπικές έριδες.[17]
Οι συνεχείς εμφύλιες διαμάχες έδειχναν ότι η χώρα δεν ήταν ικανή να κυβερνηθεί χωρίς κάποιου είδους κηδεμονία, οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν εφόσον υπήρχε τόση ένταση και παρόλο έγιναν προσπάθειες, δεν κατάφερε να καθιερωθεί κάποιο από τα συντάγματα που αποφασίστηκαν στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις. Τα οικονομικά από την άλλη, εξαιτίας των εμφυλίων, της κακής διαχείρισης και του πολέμου με τους τουρκοαιγύπτιους βρισκόταν σε δεινή κατάσταση, όλα συνηγορούσαν ότι η χώρα δεν μπορούσε να σταθεί με τίποτα στα πόδια της από μόνη της. Έχοντας αποτύχει ο Καποδίστριας, το επόμενο βήμα ήταν η επιλογή κάποιου μονάρχη, η απόφαση για το ποιός ήταν κατάλληλος πάρθηκε από τις μεγάλες Δυνάμεις.[18]
Για τις Δυνάμεις, ο Βασιλιάς αποτελούσε κάποιο είδος εγγυητή, όχι μόνο από τους Έλληνες προς αυτούς, αλλά που θα μπορούσε να δημιουργήσει πιο «ασφαλή» ατμόσφαιρα για να προωθήσουν τα συμφέροντα τους επί ελληνικού εδάφους, αφού ο εμφύλιος προκαλούσε τέτοια αστάθεια που ήταν αδύνατον να «οικοδομηθεί» οτιδήποτε. Από την πλευρά τους οι έλληνες, έχοντας και αυτοί υποφέρει από τα δεινά του εμφυλίου, ειδικά μετά την δολοφονία του Καποδίστρια, ήλπιζαν σε μια κάποιου είδους αποδεκτή και με ειρηνικό τρόπο επίλυση των διαφορών τους και σε μια γενική διέξοδο για τη χώρα, πολιτική και οικονομική. Ο Όθωνας, γιός του βασιλιά της Βαυαρίας, επιλέχθηκε και έγινε αποδεκτός και από τις τρείς δυνάμεις επειδή η Βαυαρία θεωρήθηκε ουδέτερη.[19]
Την 7η Μάιου 1832 οι τρείς δυνάμεις έδωσαν την τελική νομική υπόσταση στο ελληνικό κράτος, στις διαβουλεύσεις δεν συμμετείχε ούτε ελληνική ούτε βαυαρική αντιπροσωπία. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν μπορούν να χωριστούν σε 4 κατηγορίες.
– Ορισμός του Όθωνα ως κληρονομικού μονάρχη με τον τίτλο του βασιλιά.
– Ο βασιλιάς Λουδοβίκος(πατέρας του Όθωνα) θα όριζε τριμερή αντιβασιλεία μέχρι να γίνει ο Όθωνας 20 ετών.
– Σχηματισμός τακτικού στρατιωτικού σώματος 3.500 ανδρών το οποίο θα αντικαθιστούσε τα γαλλικά στρατεύματα που παρέμεναν στην χώρα. Τον στρατό αυτόν θα τον διοικούσαν και Βαυαροί αξιωματικοί.
– Εγγύηση των Δυνάμεων για εξωτερικά δάνεια ύψους 60.000.000 φράγκων. [20]
Μεταξύ άλλων δεν δινόταν στους έλληνες καμία δυνατότητα αυτοκαθορισμού της μορφής του κράτους, για οτιδήποτε χρειαζόταν οι έγκριση των 4 δυνάμεων(Αγγλία, Γαλλία, Βαυαρία, Ρωσία). Ισχυρό μοχλό πίεσης συνιστούσαν και τα δάνεια, αφού δέσμευαν τα έσοδα του κράτους, ενώ αποτελούσαν αφορμή παρέμβασης σε οποιαδήποτε απόφαση θα έθετε σε κίνδυνο την αποπληρωμή τους. Τα δάνεια αυτά δόθηκαν σε δόσεις, με κάθε δόση να συνοδεύεται και από καινούριες απαιτήσεις των δανειστών.[21]
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να αναφερθούμε επιγραμματικά στα τρία κόμματα(Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) για να μπορούμε να επεκταθούμε αργότερα στη σχέση τους με το στέμμα. Τα κόμματα, αν και όφειλαν μεγάλο μέρος της ύπαρξης τους στον τρόπο λειτουργίας της Φιλικής Εταιρίας, είχαν με τον καιρό αποκτήσει στενές σχέσεις(που στην ουσία τα καθόριζαν) με τις μεγάλες δυνάμεις. Οι έλληνες, μέσω των κομμάτων προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν πολιτική στήριξη από τις Δυνάμεις για να επιδιώξουν τους σκοπούς τους, ενώ από την πλευρά τους οι Δυνάμεις χρησιμοποιούσαν τα κόμματα ως μοχλό πίεσης για τα δικά τους διαπλεκόμενα συμφέροντα μέσα στη χώρα. Το αποτέλεσμα ήταν να χωριστεί η χώρα σε ρωσόφιλους, σε αγγλόφιλους και σε γαλλόφιλους, με την κάθε πλευρά να προωθεί τις δικές της απόψεις που συνήθως ήταν συγκρουσιακές με τις απόψεις των άλλων «παρατάξεων». Τα κόμματα αυτά συσπειρωνόταν γύρω από τις ξένες διπλωματικές αποστολές(αρχικά οι τρεις ναύαρχοι θεωρούνταν προστάτες των κομμάτων), ενώ οι αρχικές τους διαφοροποιήσεις είχαν να κάνουν με το ποια από τις τρείς δυνάμεις θα προωθήσει καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας στο εξωτερικό και θα οικοδομήσει/οργανώσει/αναπτύξει πιο αποτελεσματικά το εσωτερικό.
Τα κόμματα αυτά είναι λάθος να τα φανταζόμαστε σαν τα σημερινά, δεν είχαν ούτε τόσο υψηλό επίπεδο οργάνωσης, ούτε τέτοια συνοχή, ούτε ανάλογο ιδεολογικό υπόβαθρο και καταστατικό. Αποτελούνταν στην ουσία από τοπικές φατρίες οι οποίες ενωνόταν γύρω από κοινά συμφέροντα, οι φατρίες αυτές, αν δεν έβλεπαν τα τοπικά τους συμφέροντα να ικανοποιούνται, συχνά αποχωρούσαν από τον εκάστοτε κομματικό σχηματισμό.[22] Γενικά πάντως, τα κόμματα έτειναν να αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς τρόπους ζωής και αντικρουόμενα συστήματα αξιών που υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία.[23] Τόσο η περίοδος του Καποδίστρια αλλά και του Όθωνα, συσπείρωσαν τα τρία κόμματα, κάτι αναγκαίο αν ήθελαν αν αντεπεξέλθουν στον απολυταρχικό τρόπο διακυβέρνησης. Απέναντι στην κεντρική εξουσία υπήρχαν περιπτώσεις στις οποίες τα κόμματα αν όχι συνεργάστηκαν, σίγουρα «συνέπλευσαν», ένα τέτοιο ζήτημα είναι η απαίτηση συντάγματος που θα περιόριζε την ισχύ του βασιλιά.[24] Εκτός από τον συνταγματισμό, άλλες επιδιώξεις των κομμάτων που αποτελούσαν και τεράστια πολιτικά ζητήματα μετά την απελευθέρωση ήταν.
– Η υιοθέτηση της μεγάλης ιδέας, που τέθηκε ως ζήτημα από τον αρχηγό του Γαλλικού Κόμματος, Ιωάννη Κωλλέτη και αφορούσε την απελευθέρωση περιοχών με ελληνικό πληθυσμό που παρέμεναν κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
– Η αποδοχή μιας εκκλησίας αυτοκέφαλης απέναντι στο πατριαρχείο.
– Η σχέση εκκλησίας και κράτους.
– Το ζήτημα των ετεροχθόνων.
– Το αν η εξουσία εναπόκειτο στον βασιλιά ή στο έθνος, αν έπρεπε η εκλογή του Όθωνα να επικυρωθεί από κάποιο επίσημο όργανο του ελληνικού έθνους.
– Η εξάρτηση από τις Δυνάμεις και το επίπεδο της παρέμβασης στο εσωτερικό, σε σχέση πάντα με τα οφειλόμενα δάνεια.
– Το θρήσκευμα του βασιλιά κ.α.[25]
Η αντιβασιλεία και ο Όθωνας προσπάθησαν να διαλύσουν τα κόμματα ή τουλάχιστον να τα αποδυναμώσουν, αυτός είναι και ο λόγος που τα απέκλεισαν από τη διακυβέρνηση. Ο Όθωνας είχε στα χέρια του τον κρατικό μηχανισμό και τον στρατό, όμως και τα κόμματα είχαν σε τοπικό επίπεδο μεγάλη εξουσία, ενώ οι σχέσεις τους με τις μεγάλες Δυνάμεις και οι διπλωματικές αποστολές εντός της χώρας δυσκόλευαν το έργο του βασιλιά ο οποίος δεσμευόταν εξαιτίας και των δανείων.[26] Τελικά τα κόμματα όχι μόνο δεν διαλύθηκαν, αλλά κατάφεραν με τις πιέσεις που ασκούσαν, να αναγκάσουν το στέμμα να παραχωρήσει σύνταγμα το 1844, που αποτέλεσε και το πρώτο κατοχυρωμένο σύνταγμα του ελληνικού κράτους, και να μετατρέψουν το πολίτευμα από απόλυτη μοναρχία που είχε κρατήσει 11 χρόνια, σε συνταγματική μοναρχία.
Συμπεράσματα
Έχοντας δει με ποιο τρόπο καθόρισε η παρέμβαση των μεγάλων Δυνάμεων τόσο τον αγώνα της ανεξαρτησίας, όσο και τον καθορισμό του ελληνικού κράτους μπορούμε να βγάλουμε κάποια ασφαλή συμπεράσματα. Πρώτο και κυριότερο συμπέρασμα είναι ότι παρόλο που οι Δυνάμεις υποστήριξαν τον αγώνα των Ελλήνων, το έκαναν όταν έκριναν ότι ήταν ασφαλές και ότι υπήρχε συμφέρον, στα πρώτα χρόνια της επανάστασης οι Έλληνες αγωνίστηκαν χωρίς αυτές. Οι έλληνες από την πλευρά τους έκαναν τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να τους πείσουν, χρησιμοποίησαν ως θέλγητρο την ιστορία τους και τη θρησκεία, ενώ εκμεταλλεύθηκαν τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, τη διεθνή διπλωματία, την προπαγάνδα κ.α. Μεταξύ άλλων, οι έλληνες έπρεπε να πείσουν του ευρωπαίους ότι τους διέτρεχαν τα ίδια ιδανικά, στην προσπάθεια τους αυτή βρήκαν εμπόδιο τον τοπικό συντηρητισμό που πήγαζε από τα τοπικά συμφέροντα και από την ξενοφοβία.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα και μετά από την απελευθέρωση φάνηκε ότι υπήρχαν μεγάλες αντιθέσεις μέσα στην χώρα, τις αντιθέσεις αυτές ενίσχυσαν και εκμεταλλεύθηκαν προς όφελος τους και οι μεγάλες δυνάμεις. Εξαιτίας αυτών των αντιθέσεων η διακυβέρνηση της χώρας αποτελούσε μια δύσκολη υπόθεση. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα άσχημα οικονομικά της χώρας και η δέσμευση της στους δανειστές, καθώς επίσης και η συνήθεια που είχαν αποκτήσει οι έλληνες να στρέφονται στις μεγάλες δυνάμεις, μετέτρεψαν τη χώρα σε προτεκτοράτο. Στο «προτεκτοράτο» Ελλάδα, συγκρούονταν ντόπια και ξένα συμφέροντα, με τις ξένες δυνάμεις να έχουν το πάνω χέρι. Επειδή η χώρα είχε μετατραπεί σε «αρένα» πολλών αντικρουόμενων δυνάμεων και συμφερόντων, ήταν απαραίτητο να επιτευχθεί κάποιου είδους ισορροπία και να υπάρξει μια αρχή που θα έπαιζε το ρόλο του διαιτητή, έγιναν πολλές προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση οι οποίες είχαν μερική ή και καθόλου επιτυχία.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι αν και η Ελλάδα απαλλάχθηκε μεν από τον τουρκικό ζυγό πέρασε σε μια περίοδο άλλου τύπου εξάρτησης, η οποία της απαγόρευε για μεγάλο διάστημα να αυτοκαθορίζεται έστω και τυπικά, ενώ όσον αφορά τον ουσιαστικό μας αυτοκαθορισμό αποτελεί ζητούμενο ακόμα και σήμερα.
Λαγωνικάκης Φραγκίσκος
Βιβλιογραφία:
– Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
– [1] John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο(1833-1843) Α’ – Β’, εκδ. ΜΥΕΤ, Β’ έκδοση, Αθήνα 1997
[1] Γ. Μαργαρίτης, «Ο Οθωμανικός χώρος και η συγκρότηση του νέου ελληνισμού», στο Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 41-65. σελ. 58-59.
[2] Για όσους αντιτίθονταν στην κυριαρχία της Ιεράς συμμαχίας(αστούς φιλελεύθερους), η οποία στην ουσία εκπροσωπούσε έναν κόσμο που έχανε έδαφος, η ελληνική επανάσταση αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως στίβο μάχης που θα αναμετρούσαν τις δυνάμεις τους με όσους την στήριζαν.
[3] John A. Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο(1833-1843) Α’ – Β’, εκδ. ΜΥΕΤ, Β’ έκδοση, Αθήνα 1997, σελ. 47-48.
[4] Στο ίδιο, σελ. 49-50.
[5] Γ. Μαργαρίτης, «Φιλέλληνες και διπλωματία. Η μετατροπή της Ελληνικής Επανάστασης σε υπόθεση της Ευρώπης», στο Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 107-121. σελ. 111-112.
[6] Γ. Μαργαρίτης, «Η διακήρυξη της ανεξαρτησίας και ο επαναστατικός πόλεμος(1822-1825)», στο Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 91-106. σελ. 82. Και Petropoulos,Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 55.
[7] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 50.
[8] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 54.
[9] Στο ίδιο, σελ. 54.
[10] Γ. Μαργαρίτης, «Φιλέλληνες και διπλωματία», σελ. 113.
[11] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 56 και Γ. Μαργαρίτης, «Φιλέλληνες και διπλωματία», σελ. 116.
[12] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 57.
[13] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 58.
[14] Γ. Μαργαρίτης, «Από το Μεσολόγγι στο Ναυαρίνο(1825-1827)» στο Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 123-137. σελ. 133-134
[15] Στο ίδιο, σελ. 141-144.
[16] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 58.
[17] Στο ίδιο, σελ. 62.
[18] Στο ίδιο, σελ. 61-62.
[19] Στο ίδιο, σελ. 62-64.
[20] Στο ίδιο, σελ. 174-175.
[21] Στο ίδιο, σελ. 175-177.
[22] Σ. Μαρκέτος, «Από τον Καποδίστρια στον Βενιζέλο: Πολιτική ιστορία», στο Ελληνική Ιστορία, τόμος γ, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σελ. 139-169, σελ. 146-147.
[23] Petropoulos, Πολιτική και συγκρότηση, σελ. 631.
[24] Στο ίδιο, σελ. 127, 162, 626, 629.
[25] Στο ίδιο, σελ. 177, 631-632.