Βρισκόμαστε στο 1897. Η Ελλάδα δεν διανύει και τις καλύτερες στιγμές της. Το όραμα της ανεξαρτησίας είναι πραγματικότητα αλλά όπως φαίνεται το να σταθείς ως ίσος απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής δεν είναι εύκολο.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την χώρα με μία σειρά δημοσίων έργων. Τα κατάφερε αλλά αυτό είχε ως συνέπεια η Ελλάδα να χρεοκοπήσει το 1893 ως συνέπεια του συνεχόμενου δανεισμού.
Τα επόμενα χρόνια με την πολιτική αστάθεια να είναι παρούσα, επέρχεται μία εθνική κατάθλιψη. Αυτό έχει σαν συνέπεια στο εσωτερικό τόσο στην πολιτική όσο και στον δημόσιο λόγο να επικρατήσουν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Αυτοί υπόσχονταν επίλυση όλων των εθνικών προβλημάτων και ανόρθωση της οικονομίας. Χωρίς κανένα όμως σχέδιο. Από την άλλη ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να στραφεί για ελπίδα ούτε στο στράτευμα το οποίο είναι κυριολεκτικά εκφυλισμένο με τις έριδες και τον ανταγωνισμό μεταξύ των υπεράριθμων αξιωματικών να είναι καθημερινό φαινόμενο.
Οι πιέσεις από το εξωτερικό όμως για ορθολογιστική επίλυση του προβλήματος του χρέους, η αδυναμία της κυβέρνησης να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις τόσο των ξένων όσο και των Ελλήνων ομολογιούχων, και οι αλύτρωτοι Έλληνες στην Κρήτη και την Μακεδονία να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα με τους Τούρκους και τους Σλάβους αντίστοιχα, δημιουργούν την εντύπωση πως η χώρα είναι θύμα μίας διεθνούς συνωμοσίας και ενός ωμού εκβιασμού.
Έτσι δημιουργείται η Εθνική Εταιρεία η οποία αποτελείται από Έλληνες αξιωματικούς, και έχει χαρακτηρισθεί ως μία πολιτική εκτροπή για τον τόπο. Μάλιστα στις αρχές του 1897 η Εθνική Εταιρεία στέλνει υπόμνημα στον βασιλιά Γεώργιο ζητώντας την άμεση προπαρασκευή του Έθνους. Όλα αυτά όμως δεν γίνονταν τυχαία! Η Εθνική Εταιρεία είχε μεγάλη λαϊκή απήχηση. Στο πρόσωπό τους, ο λαός έβλεπε την σωτηρία του Έθνους και ένα μέλλον με υπερηφάνεια. Ήταν όμως τόσο απλά τα πράγματα;
Μπορεί όπως αναφέρθηκε η Ελλάδα να είχε ανοικτά ζητήματα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Σλάβους, που αλώνιζαν στην Μακεδονία, όμως η πληγή της περιόδου εκείνης, ήταν η Κρήτη. Ένα νησί για το οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον. Οι χριστιανοί στο νησί ήταν αντιμέτωποι με τις καθημερινές σφαγές, ενώ αντιμετωπίζονταν από την Υψηλή Πύλη ως τρομοκράτες κάθε φορά που εξεγείρονταν. Τον Ιανουάριο του 1897 γίνονται εκτεταμένες σφαγές χριστιανών στα Χανιά.
Ο λαός στην Ελλάδα αντιδρά. Δεν αντέχει να σφάζονται οι Έλληνες από τους Τούρκους και να μην υπάρχει καμμία αντίδραση. Η κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη αποφάσισε να προχωρήσει σε μία «λελογισμένη αντίδραση» για να κατευναστούν τα πνεύματα. Στο νησί όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι Έλληνες έχουν οργανώσει την Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως η οποία ήταν όντως μία αξιόλογη προσπάθεια. Η Επιτροπή κατέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις ένα υπόμνημα το οποίο ζητούσε με διακριτικό τρόπο την αυτονομία της μεγαλονήσου, μία λύση που δεν απέρριπτε και η Ελλάδα. Μάταια όμως οι σφαγές συνεχίζονται και έτσι η Επιτροπή αποφασίζει να εξεγερθεί.
Τότε, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιδράσει βεβιασμένα, σπασμωδικά και χωρίς σύνεση. Ο Δηλιγιάννης φοβόταν για την θέση του και την αυξανόμενη ισχύ της Εθνικής Εταιρείας, ενώ ακόμη και ο βασιλιάς Γεώργιος εμφανιζόταν και αυτός φοβικός για τον θρόνο του. Η Ελλάδα στέλνει τότε μία μοίρα του πολεμικού ναυτικού στην Κρήτη υπό το πρόσχημα της τήρησης της τάξεως και της προστασίας των χριστιανών αλλά και αποτροπή απόβασης οθωμανικού στρατού στο νησί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις είναι δύσπιστες. Δικαίως. Τελικά γίνεται απόβαση του ελληνικού στρατού στην Κρήτη. Είναι ο αντισυνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος που την πραγματοποιεί και ουσιαστικά πρόκειται για μία καθαρά εχθρική κίνηση.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να κηρύξει πόλεμο αλλά δεν το κάνει. Ο Δηλιγιάννης αποκτά θάρρος, δεν δίνει σημασία στους Ευρωπαίους και στέλνει στην Κρήτη ένα ολόκληρο εκστρατευτικό σώμα. Έχει φανερά πλέον υποκύψει στην φιλοπολεμική ρητορεία της Εθνικής Εταιρείας. Ακόμη και τότε αντιμετώπισαν την Ελλάδα θετικά. Πρότεινα την αυτονομία της νήσου αλλά ούτε αυτό άρεσε στην ελληνική κυβέρνηση.
Η Ελλάδα ζητούσε την ένωση. Ακόμη και ο βασιλιάς αρνείται αλλά στο πλαίσιο προστασίας του θρόνου του υποκύπτει και αυτός. 5 Απριλίου 1897, η Τουρκιά επικαλείται παραβίαση συνόρων στην Θεσσαλία από αντάρτικες ομάδες και κηρύττει τον πόλεμο. Ο Δηλιγιάννης αναφωνεί «Έχομεν καθήκον να τον δεχθώμεν (τον πόλεμο) και τον εδέχθημεν». Πλέον το θέατρο των επιχειρήσεων μεταφέρεται στα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θεσσαλία. Τουρκικός στρατός άρτια εκπαιδευμένος από Γερμανούς αξιωματικούς που ήταν παρόντες και στις συγκρούσεις. Ο ελληνικός έχει τα μαύρα του τα χάλια.
Η Ελλάδα στέλνει 45.000 στρατιώτες, 96 πυροβόλα, και 1000 ιππείς από τους οποίους οι μισοί δεν είχαν άλογα! Χώρια το ότι οι στρατιώτες δεν έχουν ούτε την στοιχειώδη εκπαίδευση, είναι αγύμνστοι και δεν μπορούν να χειριστούν ούτε τα τυφέκιά τους καλά καλά. Η αρχιστρατηγία δίνεται στον Κωνσταντίνο ο οποίος ανεπιτυχώς προσπάθησε να την αποφύγει. Γνώριζε εξ αρχής πως το στράτευμα αυτό... μόνο στράτευμα δεν ήταν.
Οι Τούρκοι είναι 65.000, έχουν 186 πυροβόλα και μία μεραρχία ιππικού. Η διαφορά όμως δεν ήταν στοςυ αριθμούς αλλά στην ποιότητα. Οι Οθωμανοί είναι εκπαιδευμένοι, γνωρίζουν τι σημαίνει πειθαρχία ενώ έχουν και τους Γερμανούς στο πεδίο της μάχης. Οι επιθέσεις ξεκινούν και φυσικά το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Η αρχική γραμμή άμυνας ήταν στην Λάρισα όμως αδικαιολόγητα και χωρίς καμμάι διαταγή οι άνδρες υποχωρούν. Το ημερολόγιο δέιχνει 13 Απριλίου και περίπου 25.000 αλλόφρονες "στρατιώτες" τρέχουν να σωθούν χωρίς να τους κυνηγά κανείς. Στην Αθήνα επικρατεί οχλοκρατία και ο βασιλιάς ρίχνει τον Δηλιγιάννη. Στην θέση του ανεβαίνει ο Δ. Ράλλης.
Ο Δηλιγιάννης βλέποντας τις εξελίξεις ζήτησε να μεσολαβήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις για να σταματήσει ο πόλεμος, η Γερμανία όμως αρνείται, θέλει να δει την Ελλάδα να ταπεινώνεται. Ο Ράλλης προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις αλλά μάταια. Ο ελληνικςό στρατός συνέχεια υποχωρεί. Στις 15-18 Απριλίου ο ελληνικός στρατός αμύνεται στο Βελεστίνο όπου και δίνει την πρώτη του και τελευταία νικηφόρα μάχη του πολέμο. Όμως και από εκεί διατάσσεται υποχώρηση και σαν σήμερα στις 26 Απριλίου πέφτει και το Βελεστίνο. Οι ημέρες περνούν και ο Τούρκοι οδεύουν πλέον προς την Στερεά Ελλάδα, δίνεται εντολή να φυλαχθούν οι Θερμοπύλες. Τελικά όμως μεσολαβούν οι Μεγάλες Δυνάμεις και μετά από παρέμβαση του τσάρου Νικόλαου Β' υπογράφεται ανακωχή. Αρχικά στις 8 Μαΐου και η οριστική στις 22 Μαΐου.
Οι συνθήκες της ήταν είναι ταπεινωτικές αλλά οι καλύτερες που θα μπορούσαν να είναι. Η Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις δεν είναι παρούσα και δικαιολογημένα, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις άφησαν με έντονο τρόπο στη Οθωμανική Αυτοκρατορία να εννοηθεί πως δεν πρέπει να περιμένει σε σημαντικές εδαφικές απολαβές. Οι Τούρκοι ήθελαν ξανά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και 10.000.000 τουρκικές λίρες. Λαμβάνει 4.000.000 λίρες ενώ κερδίζει και κάτι ελάχιστα τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους στα οποία συμπεριλαμβανόταν και το χωριό Κουτσούφλιανη. Οι κάτοικοί του δεν άντεξαν τον τουρκικό ζυγό ξανά και το εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν σε ελληνικό έδαφος.
Τελικά όσο και εάν τον απέφευγε, η Ελλάδα δέχθηκε τον διεθνή οικονομικό έλεγχο. Η ήττα ήταν τόσο ταπεινωτική για τον λαό που το ερχόμενο Πάσχα ήταν ένα εθνικό πένθος. Καμμία οικογένεια δεν έβαψε αυγά! Και όλα αυτές οι περιπέτειες έγιναν επειδή επικράτησαν οι φωνές του λαϊκισμού και της δημαγωγίας που παρέσυραν τον ελληνικό λαό σε μία περιπέτεια η οποία παραλίγο να κοστίσει στο Έθνος όλα όσα πάλεψε να αποκτήσει από το 1821 και μετά.
Το μέλλον όμως από εκείνη την στιγμή και μετά άρχισε να αλλάζει. Σε μερικά χρόνια η Ελλάδα διπλασία τριπλασίασε έως και τετραπλασίασε την έκτασή της φτάνοντας μία ανάσα από την απόλυτη εθνική ολοκλήρωση...
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.