25 ελληνικά ερωτικά ποιήματα

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
«Η ποίηση είναι η κατ ‘εξοχήν ερωτική πράξη. Παγκόσμια ημέρα των ερωτευμένων του κόσμου είναι η 14η Φεβρουαρίου , καθώς τιμάται η μνήμη του χριστιανού ιερέα στη Ρώμη Βαλεντίνου, ο οποίος, αψηφώντας την απαγόρευση του πολεμοχαρούς Ρωμαίου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Κλαύδιου του Β΄ να μην …ερωτεύονται οι νέοι ώστε να πηγαίνουν αδέσμευτοι στον πόλεμο, πάντρευε κρυφά τα ζευγάρια .
Όπως λέει η παράδοση, ο αυτοκράτορας τον καταδίκασε σε θάνατο με λιθοβολισμό στις 14 Φεβρουαρίου του 270 μ.Χ. και, μετά από δεκαετίες, η Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο, ενώ ανεπίσημα , στα χρόνια του Μεσαίωνα, θεωρήθηκε προστάτης των ερωτευμένων. Παράλληλα, σύμφωνα με μια αρχαία Ρωμαϊκή δοξασία, στις 14 Φεβρουαρίου αρχίζουν και ζευγαρώνουν τα πουλιά, οπότε οι χριστιανοί της Δύσης ταύτισαν τη θυσία του ιερέα με τη γονιμότητα.
Μπορεί ο «ξαφνικός έρωτας» των Ελλήνων με τον Άγιο Βαλεντίνο να ξεκίνησε από τη δεκαετία του ‘ 80, όμως οι Έλληνες ποιητές ύμνησαν , από αρχαιοτάτων χρόνων ,τον Έρωτα , ο οποίος , σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο καρπός της παράνομης… ολέθριας σχέσης του Άρη με την Αφροδίτη. Της θεάς της ομορφιάς και του θεού του πολέμου.
Αλλά και η ποίηση των νεωτέρων χρόνων έχει να επιδείξει αναρίθμητα δημιουργήματα που υμνούν αυτό το υπερλογικό στοιχείο του ανθρώπου. Ο «ωκεανός» της νεώτερης-σύγχρονης ποίησης έχει μια τυπολογική ποικιλία. Με ποιήματα που έχουν διακριτική και έμμεση αναφορά στον έρωτα, αλλά και άλλα με απροκάλυπτη και άμεση γλώσσα. Και «πλατωνικά» ποιήματα και σαρκικά. Και ευρηματικά με φινέτσα, αλλά και ωμά και διονυσιακά. Σε παραδοσιακή φόρμα- ομοιοκατάληκτα, αλλά και σε μοντέρνο ελεύθερο ρυθμό.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Πέντε μικρά θέματα
Κάτω απ ‘τα ρούχα μου δε χτυπά πια η παιδική μου καρδιά
Λησμόνησα την αγάπη που ‘ναι μόνο αγάπη
Μερόνυχτα να τριγυρνώ χωρίς να σε βρίσκω μπροστά μου
Ορίζοντα λευκέ της αστραπής και του ονείρου
Ένοιωσα το στήθος μου αλήτισσα
Λεπίδι του πόθου μου αδυσώπητο
Νικήτρια της σκέψης μου.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Σκέρτσο
Περνούσε με κοντά σοσόνια
αυτή κι όχι άλλ ‘ η χήρα η Σόνια
και σήκωνεν αχό κι αντάρα
η σαραντάρα, η σαραντάρα!
Ακράταγοι και θαμαστοί
καλπάζανε γοφοί, μαστοί
με τα βιολιά της μουσικής
ολάκερη φύλλον συκής!
Μπροστά σε κόκκινο πανί
ταύροι φρουμάζουν ισπανοί
και τυφλορμούσανε μπροστά σου!
-Καμάκωσέ μας , αλλά… στάσου!
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
Της αγάπης
Μπακίρι από γιαννιώτη γανωτζή
να φέγγει να σπιθοβολάει το γέλιο σου
τα λόγια σου να σκάνε μέσα σου
σαν τις χειρομπομπίδες .
Κορμί που λάχτιζες σαν αγριμάκι
Προτού σε πάρει ο ύπνος,
τρείς νύχτες τώρα με διπλό προσκέφαλο
αχνίζω νικοτίνη,
τρέχω με ογδόντα πυρετό
ύστερα με διακόσια
τρελαίνομαι στις δημοσιές.
Κι η μοναξιά ένα μάθημα πικρό
κι ο θάνατος μια μαύρη κουβαρίστρα
έλα με την αγάπη
έλα με το νερό.
Μη λείψεις άλλο μη μ ‘αφήσεις
παλάμη διάφανη κι ορθή καρδιά,
που σ ‘αγαπώ που με τρομάζεις,
που μου ‘δωσες ψωμί κι αστροφεγγιά
το μέταλλο του στήθους πάλι
και του κορμιού το κοιμισμένο τύμπανο.
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Αμοργός
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα ξέρω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό
τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μιάν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ ‘άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ ‘αγκάλιασα
Και χορέψαμε μες στους καλοκαιρινούς κάμπους .
ΗΛΙΑΣ ΓΚΡΗΣ
Έρωτας στα Ολύμπια
Τ ‘αγάλματα στο μουσείο νύχτα θυμούνται
σαν τον Ερμή ακούοντας αρχαίες φωνές ώσπου
μια μέρα αναστήλωσαν τη Νίκη
που θαμμένη οδυρόταν η πανωραία
σε καταρράχτες λησμονιάς. Τώρα κάποιοι λένε
για ένα σημάδι σαν άστρο πάνω απ’ το μουσείο
καθώς οι φύλακες κλειδώνουν την ατσάλινη πόρτα
κι ένας σκύλος αλυχτά στην όχθη του νυχτωμένου
ποταμού. Είναι τότε που ο Ερμής
σαν κλέφτης γλιστρά δίπλα στη γαλάζια αίθουσα
και τρελός απ’ τον πόθο αρπάζει τη γυναίκα
που χύνεται λάγνα στα μπράτσα του
με το διάφανο χιτώνα της όλο πτυχώσεις
στο χυμώδες, εξαίσιο κορμί
κι αγκαλιασμένοι στην ισόβια κατάρα τους
πετούν στο ποτάμι δύστροπα κορμιά
και αχόρταγα. Λένε πως κάθε βράδυ γκρεμίζονται
σ ‘έρωτα και λίγο πριν ανοίξουν οι φύλακες
λίγο πριν εισβάλουν οι τουρίστες
και ο σκύλος ξενύχτης απ ‘τη μυσταγωγία
διασχίσει τα νερά του ήλιου
οι δυο τους ξανά στο μουσείο δήθεν αμέριμνοι
στην καταδίκη νοσταλγούν το ξύπνημα της σάρκας
μες στα θρηνώδη ασημένια νερά του Αλφειού.
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ο πληθυντικός αριθμός
Ο έρωτας, όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ύμνος δοξαστικός για τις γυναίκες π’ αγαπούμε
Είν ‘οι γυναίκες π ‘αγαπούμε σαν τα ρόδια
Έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες
όταν βρέχει
με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας
μες στα μαλλιά μας εισχωρούν βαθιά
και τα κοσμούνε
σα δάκρυα
σαν ακρογιάλια φωτεινά
σα ρόδα
Είν ΄ οι γυναίκες π ‘αγαπούμε κύκνοι
τα πάρκα τους
ζουν μόνο μέσα στην καρδιά μας
είν ‘ τα φτερά τους
τα φτερά αγγέλων
τα ‘αγάλματά τους είναι το κορμί μας
οι ωραίες δεντροστοιχίες είν ‘αυτές οι ίδιες
ορθές στην άκρια των ελαφρών ποδιών
τους
μας πλησιάζουν
κι είναι σαν μας φιλούν
στα μάτια κύκνοι
είν ‘οι γυναίκες π ‘αγαπούμε λίμνες
στους καλαμιώνες τους
τα φλογερά τα χείλη μας σφυρίζουν
τα ωραία τους πουλιά μας κολυμπούνε στα νερά τους
κι ύστερα σαν πετούν
τα καθρεφτίζουν
-υπερήφανα ως είν’ –
οι λίμνες (…).
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Τα ρω του έρωτα
Αρχή του κόσμου πράσινη
κι αγάπη μου θαλασσινή
Την κλωστή σου λίγο λίγο
Τραγουδώ και ξετυλίγο
Σ ‘έκανα πουκάμισό που
Σε φορώ και περπατώ
Με το σώμα το μισό μου
στο δικός σου που κρατώ
Σου ‘χτισα μια Σαντορίνη
Με καμάρες και πορτιά
Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
μες τη δροσερή φωτιά
Την αγάπη μια τη λες
Την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
Όσο που γίνονται πολλές
και πάλι σ ‘όλες δίνεσαι
Αυτό που λέμε «σ ‘αγαπώ»
Με τον αέρα να σ΄το πω
Και να σου το φυσήξω
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Ήβη
Ήσουν μικρή μα το ‘χε πια ποτίσει
Το σώμα σου του σφρίγους τα ‘άγιο νάμα.
Κι αντάμα είχε το στήθος σου ανθίσει
Σε δώδεκα καλοκαιριώνε κάμα.
Και ως σκίτραγες πανέμνοστη
Στη φύση,
Βρύση το γέλιο σου γινόταν άμα
Στα δίχτυα σ ‘έπιανα που σου ‘χα στήσει
Και χάιδευα της ήβης σου το θάμα.
Και κάποτε δεν έπαιξα μαζί
Κι ήρθες σε με να δείξεις την οργή σου.
Κι εγώ; Σε ξάπλωσα στη χλόη, στο χώμα
Σε φίλησα βαθιά στο χνούδι τόσο
Που μπόρεσα τον κραδασμό να νιώσω
Της γυναίκας που ‘ ταν παιδί ακόμα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ
Θυμήσου σώμα
Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ ‘εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στην φωνή-και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που δεν είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες -πως γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κοίταζαν
πως έτρεμαν μες στη φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.
ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
Άμα τελειώσει ο πόλεμος
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις!
Χαρά του κόσμου, έλα στην πύλη,
ν ‘αγκαλιαστούμε μες το δρόμο,
να φιληθούμε στην πλατεία!
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος, μη με ξεχάσεις!
Στο λατομείο ν ‘αγαπηθούμε,
στο θάλαμο των αερίων,
στη σκάλα , στα πολυβολεία.
Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια,
Έρωτας μες στο μεσημέρι,
σ ‘όλα τα μέρη του θανάτου,
ώσπου ν ‘αφανιστεί η σκιά του.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Στερνό φιλί
Και μ ‘άφησες αγάπη μου, στα στήθια σου να γείρω.
Ένα χρυσός Παράδεισος μου θάμπωσε τα μάτια,
της βελουδένιας σάρκας σου με μέθυσε το μύρο,
και σε μυαλό μου χτίστηκαν ονείρωνε παλάτια.
Παλάτια που γκρεμίστηκαν. Να, σήμερα πεθαίνεις!
Τα χλωμιασμένα χείλια σου μου δίνεις να φιλήσω
και μου λαλούν τα μάτια σου στη γλώσσα της χαμένης
αγάπης μας: «Πηγαίνω κει, από τον ήλιο πίσω».
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Langueuer d’ amour (Νωχέλεια της αγάπης)
Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη, τόσο,
τόσο τρελά και τόσο αχόρταγα,
που απ’ τα φιλιά σου να ,ματώσω…
Να τα ματώσω τα δυο χείλη!
Τα χέρια να σου πλέξω γύρω
και μες στα βάθη τα ολοσκότεινα
των μαύρων ίσκιων να σε σύρω…
Και να μου λες : «μη τα χειλάκια μου!»
Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;
Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου !
Σώνει γλυκέ μου αγαπημένε!…».
Και περνάνε τα μεσάνυχτα,
οι αυγούλες, οι βραδιές, οι χρόνοι,
και να σου λέω: «Ακόμα, αγάπη μου,
ακόμα , αγάπη μου… Δε σώνει!».
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Σε περιμένω παντού
(…) Α! ναι, ξέχασα να σου πω πως τα στάχυα είναι χρυσά
κι απέραντα γιατί σ αγαπώ.
Κλείσε το σπίτι
Δώσε σε μια γειτόνισσα το κλειδί
και προχώρα.
Εκεί που οι φαμίλιες μοιράζονται ένα ψωμί στα οχτώ
εκεί που κατρακυλάει ο μεγάλος ίσκιος των ντουφεκισμένων
σ ‘ όποιο μέρος της γης
σ ‘όποια ώρα
εκεί που πολεμάνε και πεθαίνουν οι άνθρωποι
για ένα καινούργιο κόσμο.
Εκεί-
Θα σε περιμένω.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα
(…) Έρωτα, μη σε σκότωσαν
με μαγεμένα βέλη
έρωτα Μακιαβέλι;
Τα μάτια που σε λάβωσαν,
με δάκρυα πικραμένα
καρφιά ήταν πυρωμένα
και μπήχτηκαν βαθιά
ΜΕΛΙΣΑΝΘΗ
Πιστεύω
Η Αγάπη ,μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ ‘ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω το βάρος τα ‘ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια του πυρός.
Γιατί η αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο
Η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο
Μπορώ να πιστεύω στο θαύμα! (…).
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
Έπος οδόντων
(…) Φιλώ τη μνήμη του φιλιού σου
και τη φυλάω πορφυρή στα φύλλα της καρδιάς.
Εθελοντής ποντίζομαι στο λάμδα ετούτο
για να μ ‘αρπάξει η λέμβος των δοντιών σου
και να με αναστήσει δαπανώντας με.
Ο δρόμος της αγάπης είναι πάντοτε ανοιχτός.
Και γυρισμό δεν έχει.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ με τη γλώσσα
του πουλιού τ’ αηδονιού
και με τα’ άφραστα μ΄ όσα
στο θαμπό μου το νου
μισοζούν, αγορεύουν,
από χάος λαός,
κι εναγώνια γυρεύουν
τη μορφή και το φως.
Σ’ αγαπώ μ’ όλα τ’ άστρα
του βαθιού μου ουρανού
Στήσου, αγάπη μου πλάστρα,
στο θαμπό μου το νου,
και των ίσκιων το σμάρι
και βουίζει γύρω σου, ω πως!
από σε για να πάρει
τη μορφή και το φως.
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Αυθαιρεσίες
Μου άρεσε που μου ‘ λεγε στον έρωτα
λέξεις σε γλώσσα απρόσιτη για μένα
λέξεις που αυθαίρετα τους έδινα
όλες τις σημασίες που θα ‘ θελα να έχουν.
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
Γιατί μ ‘αγάπησες
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ ‘αγάπησες
στα περασμένα χρόνια
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι ‘αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου (…).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον
Έσμιξαν τα χείλη
τις γλώσσες
το σάλιο τους
το σάλιο τους έπηξε
έτσι έπλασαν
ένα θεό
μικρές μαργαρίτες
στο τρίχωμα του στήθους του
ένα ψωμί στα γόνατά του
κι ο διαβήτης καρφωμένος
στο κέντρο του χάρτη-
ο κόσμος είναι κύκλος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Της ομορφιάς
Η πιο γλυκιά παρθένα
στολίζει το δωμάτιο
ευφραίνει την περισυλλογή
Ας πούμε πως είμαστε ευτυχείς
Κι είναι η σειρά μας
να βρεθούμε αθάνατοι,
να φιλήσουμε την ομορφιά
στα χείλη
και στο λεπτό της φόρεμα
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Η νοσταλγία γυρίζει
Η γυναίκα γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι
ένα φιλί ανοιγοκλείνει πάνω στο πάτωμα
οι άγριες μορφές με τα μαχαίρια αρχίσαν
ξεπροβάλλουν στο ταβάνι
στον τοίχο κρεμασμένο ένα πουλί πνίγηκε κι έσβησε
ένα κερί έγειρε και έπεσε απ’ το καντιλέρι
έξω ακουγόνταν κλάματα και ποδοβολητά
Άνοιξαν τα παράθυρα μπήκε ένα χέρι
Έπειτα μπήκε το φεγγάρι
Αγκάλιασε τη γυναίκα και κοιμήθηκαν μαζί
Όλο το βράδυ ακουγόταν μια φωνή:
Οι μέρες περνούν
το χιόνι μένει
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Ερωτικός Λόγος
Ρόδο της μοίρας , γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τα’ αγκάθια σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος, ένας απλός παλμός .
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
Σέρνονται και γυρεύονται στα νύχια των δεντρών,
Για μιαν αγάπη μυστική σ ‘ανεύρετα θαλάμια
Ακοίμητα γυρεύονται δεν πίνουν και δεν τρων (…).
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ο πειρασμός
Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ήβρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσκους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσκο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουνε δώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια .
Έξ’ άναβρύζει κι η ζωή, σ ‘γη σ ‘ουρανό , σε κύμα.
Αλλά στις λίμνης το νερό, π ‘ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ‘χ’ ευωδιάσει τς ‘ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο (…).

Περισσότερα ποιήματα εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)