Επιθετικά και ανυπάκουα παιδιά
Από την Ελένη Λαζαράτου
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδοψυχιατρικής, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο θυμός, η οργή, η επιθετικότητα είναι από τις πιο συνηθισμένες αντιδράσεις της παιδικής ηλικίας. Από την αρχή της ζωής το άτομο αντιδρά βίαια σε καταστάσεις που του προκαλούν δυσαρέσκεια.
Ο θυμός του παιδιού εκδηλώνεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ηλικία του. Η επιθετικότητα μειώνεται με την ηλικία και αλλάζει μορφή.
Σαν βρέφος χρησιμοποιεί το κλάμα. Μετά τον πρώτο χρόνο της ζωής εκδηλώνει εκρήξεις οργής, όπου η επιθετικότητα στρέφεται κυρίως στον εαυτό του (κλαίει έντονα, πηδάει πάνω-κάτω, χτυπιέται στο πάτωμα, τραβάει τα μαλλιά του, δαγκώνεται ή κρατάει την αναπνοή του και μελανιάζει). Αυτές οι αυτό-επιθετικές συμπεριφορές πανικοβάλουν τα άτομα του περιβάλλοντός του, τα οποία σπεύδουν να του ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις.
Αργότερα, από την ηλικία των 2-3 ετών, η επιθετικότητα εκφράζεται προς τα αντικείμενα και τους ανθρώπους γύρω του. Στην αρχή έχει σκοπό την απόκτηση ή τη διατήρηση κάποιου αντικειμένου ή δικαιώματος χωρίς να θέλει συνειδητά να προκαλέσει κακό στους άλλους. Στη συνέχεια εκδηλώνεται μια πραγματικά εχθρική συμπεριφορά, απέναντι στους γονείς και τα αδέλφια, και κατά τη διάρκεια των σχολικών χρόνων απέναντι στους συνομήλικους.
Οι επιθετικές ενέργειες περιλαμβάνουν το να σπάει αντικείμενα, να χτυπάει, να κλωτσάει, να αρνείται να υπακούσει, να αποδοκιμάζει ή να βρίζει τους άλλους. Το παιδί έχει πλέον συνείδηση της εχθρικής διάθεσής του και πρόθεση είναι να κάνει κακό ή να προκαλέσει ζημιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά, που έχουν αποκτήσει ικανό αυτοέλεγχο, χρησιμοποιούν περισσότερο ύβρεις και απειλές και λιγότερο σωματική βία.
Εάν η επιθετικότητα είναι εγγενής ή επίκτητη είναι ένα θέμα που έχει συζητηθεί πολύ και δεν έχει λάβει οριστική απάντηση. Από την παρατήρηση της φύσης φαίνεται ότι όλα τα ζωικά είδη έχουν επιθετικά ένστικτα, τα οποία είναι απαραίτητα για την αυτοπροστασία και την επιβίωσή τους. Για τον άνθρωπο επίσης δεχόμαστε ότι υπάρχουν εγγενή επιθετικά ένστικτα. Το είδος όμως και η σφοδρότητα της επιθετικής συμπεριφοράς που εκδηλώνει εξαρτάται από διαπροσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Ειδικά το παιδί χρησιμοποιεί την επιθετικότητα ως μέσο για την επίτευξη κάποιας επιθυμίας του ή σαν μίμηση επιθετικών προτύπων. Τα παιδιά μαθαίνουν πολύ νωρίς ότι συμπεριφερόμενα επιθετικά εξασφαλίζουν κάποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Πολύ εύκολα επίσης, μιμούνται επιθετικές συμπεριφορές τόσο των ενηλίκων, όσο και των συνομηλίκων. Η επίδραση των συνομήλικων είναι βραχυχρόνια και σύντομα ατονεί. Αντίθετα, η επιθετική συμπεριφορά ενός σημαντικού ενήλικα (γονέα) στη ζωή του παιδιού έχει συνεχή επίδραση και αποτελεί μοντέλο μίμησης και ταυτοποίησης. Στην εποχή μας συζητείται και η συμμετοχή της τηλεόρασης και γενικότερα των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην αύξηση της παιδικής επιθετικότητας, λόγω των βίαιων προτύπων και εικόνων που προβάλλουν.
Η στάση των γονέων απέναντι σ’ ένα επιθετικό παιδί.
Η συχνότητα και η ένταση της επιθετικής συμπεριφοράς διαφέρουν ανάλογα με το φύλο και την ηλικία του παιδιού. Τα αγόρια παρουσιάζουν μεγαλύτερη επιθετικότητα απ’ ότι τα κορίτσια. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε οργανικούς παράγοντες (οι ανδρογόνες ορμόνες ενέχονται στην έκφραση της βίαιης συμπεριφοράς), αλλά και σε διαφορετικούς τρόπους ανατροφής που υπακούουν σε κοινωνικά πρότυπα.
Οι γονείς συχνά διστάζουν για το πότε θα πρέπει να επιτρέψουν ή να τιμωρήσουν μια επιθετική συμπεριφορά. Αρκετές φορές η κακή και ανυπάκουη συμπεριφορά του παιδιού είναι ένας τρόπος για να κερδίσει την προσοχή. Ο θυμός και η τιμωρία των γονιών του ενισχύουν τις εκρήξεις του, καθώς προτιμά να έχει έστω και μια θυμωμένη αντίδραση από το να μην έχει καμία απολύτως. Το παιδί αυτό χρειάζεται προσοχή, αλλά σε διαφορετικές ώρες και για διαφορετικούς λόγους και όχι μόνο όταν εκδηλώνει το θυμό του. Αν επισύρει την προσοχή των γονέων μόνο όταν είναι άτακτο θα συνεχίσει και θα επιτείνει αυτή τη συμπεριφορά. Η καλύτερη τακτική είναι η αδιαφορία μπροστά στις εκρήξεις θυμού. Αντίθετα, οι γονείς πρέπει να αφιερώνουν ώρα, να έχουν δραστηριότητες μαζί του και να το επιβραβεύουν όταν φέρεται καλά.
Όταν υπάρχει ένας νόμος και τον παραβούμε τότε έρχεται η τιμωρία. Το παιδί πρέπει να γνωρίζει αυτό το αξίωμα στο οποίο στηρίζεται κάθε κοινωνική ζωή.
Πρέπει να προειδοποιούμε το παιδί για τις συνέπειες των πράξεων του. Εάν επιλέξει την παράβαση θα πρέπει να υποστεί την τιμωρία.
Απειλές για τιμωρία που δεν πραγματοποιούνται δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Το παιδί χάνει το σεβασμό του για τον γονέα, ο οποίος αποδεικνύεται αναξιόπιστος και αδύναμος. Αντίθετα όταν εφαρμοστεί μια λογική τιμωρία το παιδί ανακουφίζεται γιατί μ’ αυτό τον τρόπο διορθώνει το λάθος του και απαλλάσσεται από τις ενοχές του. Χρειάζεται προσοχή στην επιλογή της τιμωρίας. Το μέγεθός της δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογο με το διαπραχθέν αδίκημα. Θα πρέπει επίσης να χρησιμεύει σε κάτι. Το να γράψει π.χ. το παιδί 100 φορές «δεν θα το ξανακάνω» δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Αντίθετα να καθαρίσει εκεί που έχει βρωμίσει, να δώσει από τα πράγματα του ή από τα χρήματα του, να του ανατεθούν οικιακές δουλειές ή υποχρεώσεις για το κοινό καλό, όλα αυτά βοηθούν στην επανόρθωση του σφάλματος αλλά και στη δόμηση της προσωπικότητάς του.
Υπάρχουν ακραίες τακτικές που θα πρέπει να αποφεύγονται. Οι αυστηρές ποινές και κυρίως η σωματική τιμωρία έχουν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που αναμένονται. Τα παιδιά που έχουν τιμωρηθεί αυστηρά κυρίως με ξύλο, μακροπρόθεσμα εμφανίζουν διαταραχές συμπεριφοράς και μεγαλύτερη επιθετικότητα απ’ ότι τα παιδιά που είχαν επιεικέστερη μεταχείριση. Η επιθετικότητα γεννά επιθετικότητα και ο τιμωρητικός γονέας αποτελεί πρότυπο για μίμηση. Αντενδεικνύεται όμως και να αφήνουμε το παιδί να εκφράζει απεριόριστα και ελεύθερα την επιθετικότητά του. Θα πρέπει να μπαίνει ένα όριο, να αποτρέπεται η δημιουργία εκρηκτικών καταστάσεων, να αποσοβούνται οι συνεχείς διαμάχες και αντιδικίες. Η τήρηση κάποιων κανόνων είναι απαραίτητη και θα οδηγήσει το παιδί στην πειθαρχία χωρίς να χρειαστούν αυστηρές τιμωρίες. Πρέπει να εξηγηθεί στο παιδί γιατί οι κανόνες είναι σημαντικοί και να υπάρχουν μικρές ανταμοιβές για να ενθαρρύνουν την καλή συμπεριφορά. Αν πραγματικά χρειαστεί τιμωρία, καλύτερα είναι να χρησιμοποιείται η στέρηση (να μην αποκτήσει κάτι που του αρέσει, να μη συμμετέχει σε κάποια ευχάριστη δραστηριότητα).
Είναι σημαντικό, οι αμοιβές και οι τιμωρίες να εφαρμόζονται τη σωστή στιγμή. Φαίνεται ότι το αποτέλεσμά τους είναι καλύτερο όταν δίνονται αμέσως μετά από κάποια πράξη του παιδιού. Επίσης, οι απειλές για τιμωρία πρέπει να είναι ρεαλιστικές για να μπορούν να πραγματοποιηθούν. Οι γονείς πρέπει πρώτα να εφαρμόζουν οι ίδιοι τους κανόνες και να μπορούν να ελέγχουν τη δική τους επιθετικότητα.
Περισσότερες συμβουλές εδώ.