Το σωτήριον έτος 1975 μ.Χ., μια πραγματικά απίστευτη σε έκταση και θηριωδία υπόθεση εξορκισμού έλαβε χώρα στη Γερμανία, ένα περιστατικό τόσο ακραίο που άφησε ένα έθνος βουτηγμένο στον διχασμό αναφορικά με τον θρησκευτικό φανατισμό και τη νομιμότητα των εκκλησιαστικών εξορκισμών.
Αυτή έμελλε μάλιστα να είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου η ζωή θα αποδεικνυόταν ακόμα πιο τραγική από την αναληθοφανή υπερβολή του κινηματογράφου, καθώς η κλασική ταινία «Ο Εξορκισμός της Έμιλι Ρόουζ» (2005) που πυροδότησε η ιστορία της Ανελίζ Μίχελ ωχριά σε κτηνωδία και αχρειότητα μπροστά στα ίδια τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου.
Μετά τα μαρτύρια και τον θάνατο τελικά της άτυχης κοπέλας, τόσο οι γονείς της όσο και οι εξορκιστές σύρθηκαν στα δικαστήρια και κηρύχτηκαν τελικά ένοχοι, καθώς το σκηνικό της φρίκης που φιλοτέχνησαν για την Ανελίζ θα το ζήλευε ακόμα και το Χόλιγουντ.
Η ιστορία του δαιμονισμού και της χριστιανικής θεραπείας του δεν θα ήταν ποτέ η ίδια μετά τον τραγικό χαμό της Ανελίζ Μίχελ…
Η προϊστορία της φρίκης
Από τη στιγμή που ήρθε στον κόσμο, στις 21 Σεπτεμβρίου 1952, σε χωριουδάκι της Βαυαρίας, η Ανελίζ Μίχελ μεγάλωνε με τα κηρύγματα της Εκκλησίας, καθώς οι γονείς της ήταν θεοσεβούμενοι καθολικοί και φρόντισαν να ενσταλάξουν στο κορίτσι την ευσέβεια και αγάπη για τα θεία. Κι έτσι η Ανελίζ περνούσε ξένοιαστα και μάλλον χαρούμενα παιδικά χρόνια, απολαμβάνοντας μια άνετη ζωή στο θεοσεβούμενο οικογενειακό πλαίσιο.
Ευγενική, καλόκαρδη και γενναιόδωρη, η Ανελίζ ήταν άλλο ένα κορίτσι του χωριού που δεν είχε τίποτα το διαφορετικό πάνω της. Έξυπνη και καλή μαθήτρια στο σχολείο, πάντα επιμελής στις υποχρεώσεις της, συνδέθηκε κάποια στιγμή ερωτικά με ένα αγόρι, που όπως όλα δείχνουν την αγαπούσε πραγματικά. Η ζωή της κυλούσε φυσιολογικά λοιπόν μέχρι μια αποφράδα μέρα του 1968, όταν άρχισε ξαφνικά να τρέμει, έχοντας χάσει τον έλεγχο του σώματός της. Η 16χρονη έφηβη δεν θυμόταν τους γονείς της ούτε και τις τρεις αδερφές της, γι’ αυτό και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην ψυχιατρική κλινική του τοπικού νοσοκομείου.
Εκεί έγινε η διάγνωση ότι έπασχε από επιληψία. Ήταν μάλιστα τόσο σοβαρής μορφής η πάθηση και τόσο δυνατοί οι σπασμοί της, που η κοπέλα εισήχθη στο ψυχιατρικό κατάστημα για θεραπεία, καθώς τώρα είχε κάνει την εμφάνισή της και μια βαθύτατη μελαγχολία που οι γιατροί χαρακτήρισαν «κατάθλιψη». Η μικρή κλείστηκε σε σανατόριο για ένα διάστημα, περνώντας μερόνυχτα προσευχόμενη στον Θεό, καθώς ήταν πάντα κοντά στην Εκκλησία και σκόπευε μάλιστα όταν μεγάλωνε να βρει δουλειά στο τοπικό Κατηχητικό, καθώς ήθελε να μεταλαμπαδεύσει την αγάπη της για τον Χριστό και σε άλλα παιδιά. Παρά τις επιληπτικές κρίσεις που δεν την άφηναν σε ησυχία, βγήκε κάποια στιγμή από την κλινική και επέστρεψε στην κανονική της ζωή, έχοντας πια τη συνδρομή της φαρμακευτικής αγωγής. Συνέχισε το σχολείο της και ζούσε και πάλι φυσιολογικά, αν και έμοιαζε εντελώς αλλαγμένη πια και σύντομα όλοι θα το έβλεπαν αυτό…
Το χρονικό του δαιμονισμού
Η Ανελίζ παρουσίασε κάποια στιγμή προβλήματα αστάθειας. Συχνά δεν μπορούσε να περπατήσει και έπρεπε να πιαστεί από τραπέζια και καρέκλες για να μην πέφτει στο έδαφος, εμφανίζοντας ταυτοχρόνως και διαταραχές λόγου. Αν και αυτά τα προβλήματα θα ήταν η αρχή μόνο του δράματος, καθώς σύντομα θα εμφάνιζε βαριές κυκλοθυμικές τάσεις και περιόδους οξείας μελαγχολίας.
Τότε, ένα βράδυ που η οικογένεια έτρωγε στο τραπέζι, η μητέρα της Άννα παρατήρησε ότι τα χέρια της Ανελίζ είχαν γίνει τεράστια, τόσο πελώρια που ήταν σχεδόν διπλάσια σε μέγεθος από το φυσιολογικό. Η ίδια η κοπέλα, παρατηρώντας τα παραμορφωμένα άκρα, προσευχήθηκε στον Θεό (σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες της μητέρας): «Έχω μαύρα χέρια. Σωτήρα, συγχώρεσέ με». Αυτό βέβαια μόνο περίεργο δεν ήταν για κάποιον που έχει εμπειρία σε τέτοια ζητήματα, μιας και είναι γνωστό ότι οι δαίμονες απολαμβάνουν να παίζουν με τον φυσικό κόσμο και ιδιαιτέρως με τα σώματα των ανθρώπινων ξενιστών τους. Αυτό το ήξεραν τόσο η μάνα όσο και η κόρη, ακούγοντάς το συχνά στα κυριακάτικα κηρύγματα της ενορίας τους.
Την ίδια περίοδο ήταν που ξεκίνησαν και οι φοβεροί εφιάλτες της Ανελίζ με τα απόκοσμα πλάσματα και τα στοιχειά: «βλέπω δαίμονες στους τοίχους, έχουν κορώνες εφτά και κέρατα εφτά», παραπονούνταν συνεχώς η μικρή. Αυτό ήταν, η Άννα αποφάσισε ότι ήταν ώρα να κάνει κάτι, μιας και η παραδοσιακή ιατρική φαινόταν ανίσχυρη να βοηθήσει την κόρη της. Κι έτσι έκανε αυτό που ήξερε καλά: απευθύνθηκε στον τοπικό εφημέριο, που ήξερε την Ανελίζ από μωρό. Εκείνος την παρέπεμψε σε εξορκιστή πάστορα και το σκηνικό της φρίκης είχε στηθεί.
Οι επιληπτικές κρίσεις της κοπέλας συνοδεύονταν πια από εκρήξεις θυμού και βίας, αν και δεν αυτό δεν ήταν όλο: κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, η Ανελίζ σηκωνόταν από το πάτωμα όσο πιο γρήγορα μπορούσε και προσευχόταν αμέσως στην Παναγία. Με το που άρχιζε ωστόσο να ψάλει την προσευχή, έπεφτε κάτω σε ακόμα χειρότερη κατάσταση, χτυπώντας πια το κεφάλι της στο έδαφος και τους τοίχους. Η Άννα είχε γεμίσει το πάτωμα και τους τοίχους με χαλιά και μαξιλάρια, αλλά ο «δαίμονας ήταν μοχθηρός», όπως συνήθιζε να λέει. Ακόμα πιο εκπληκτικό είναι ίσως το γεγονός ότι παρά τον θάνατο της Ανελίζ και την καταδίκη της, η μάνα συνεχίζει να πιστεύει ότι το μεταφυσικό κακό δεν έχει φύγει εντελώς από το σπιτικό της.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό της απελπισίας, της απόγνωσης και του ανείπωτου τρόμου, θα έπιαναν δουλειά οι εντεταλμένοι του Θεού για να απαλλάξουν την άτυχη κοπέλα από τα μοχθηρά δαιμόνια…
Η ακραία θρησκευτική θεραπεία
Σύμφωνα με τον ιερωμένο Ρεντζ, τον βασικό εξορκιστή της Ανελίζ Μίχελ, κάτω από τις παραινέσεις του ίδιου η μικρή εξετάστηκε από πλήθος γιατρών, μπας και μπορούσαν να εξηγηθούν όχι όλα, αλλά τουλάχιστον μερικά από τα μυστηριώδη φαινόμενα που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του σώματος και του πνεύματός της. Δεν μπορούσαν φυσικά, καθώς η φτωχή επιληψία δεν έφτανε να περικλείσει την πληθώρα των υπερφυσικών αυτών εκδηλώσεων.
Κατά την Καθολική Εκκλησία, όλοι οι ψυχίατροι που συμβουλεύτηκε η κοπέλα πριν ξεκινήσουν οι εξορκισμοί της παραδέχτηκαν πως ήταν υπερφυσικές δυνάμεις αυτές που δρούσαν πάνω στο ευάλωτο κορμί της, αν και εντελώς μαγικά οι ίδιοι νευρολόγοι και ψυχίατροι είπαν τελείως διαφορετικά πράγματα όταν κλήθηκαν να καταθέσουν στη δικαστική αίθουσα.
Ο ιερέας Ρεντζ αποφάσισε λοιπόν να κάνει έναν δοκιμαστικό εξορκισμό στην Ανελίζ, κάτι σαν διαγνωστικό τεστ δηλαδή ώστε να καθοριστεί αν όντως είχε καταληφθεί από κακόβουλους δαίμονες. Σύμβουλος του ιερωμένου ήταν ο διαβόητος Γκαμπριέλε Αμόρθ, ο επίσημος εξορκιστής του Βατικανού που είχε εκτελέσει περισσότερους από 30.000 εξορκισμούς στην τριαντάχρονη καριέρα του, και το πρακτικό εγχειρίδιο που είχε συντάξει για λογαριασμό της ρωμαιοκαθολικής πίστης.
«Φύγε από μέσα της! Δήλωσε το όνομά σου!», διέταξε τον δαίμονα ο πατέρας Ρεντζ και η Ανελίζ κυριολεκτικά τρελάθηκε. Η σατανική οντότητα μέσα της παραμόρφωνε το σώμα και το πρόσωπό της, κι έτσι κατάλαβε ο παπάς ότι καμιά επιληψία ή τρέλα δεν θα μπορούσε να τα προκαλέσει αυτά. Η Ανελίζ έπιασε το ροζάριο του εφημέριου και το έκοψε και ο Ρεντζ συνειδητοποίησε ότι ο δαίμονας ήταν παντοδύναμος, μιας και όλοι ξέρουμε ότι τα θρησκευτικά σύμβολα δεν τα αγγίζουν ποτέ τα μικροδαιμόνια.
Από κείνον τον δοκιμαστικό εξορκισμό, η Ανελίζ δεν μπορούσε πια να προσεύχεται στον Θεό, κι έτσι κηρύχτηκε ο ολομέτωπος θρησκευτικός πόλεμος στις δυνάμεις του σκότους. Αρχικά ήταν δύο οι εφημέριοι εξορκιστές που εκτελούσαν τις λυτρωτικές τελετουργίες, αν και σύντομα θα δοκίμαζαν πολλοί ακόμα θρησκευτικοί λειτουργοί να απαλλάξουν τη φουκαριάρα την Ανελίζ από το δαιμονικό πνεύμα που την είχε καταλάβει. Όταν όλα απέτυχαν, ο πατέρας Ρεντζ και ο πατέρας Αλτ πήραν την ευλογία του επισκόπου να ξεκινήσουν επίσημες εξορκιστικές συνεδρίες σε τακτά διαστήματα με την κοπέλα, έχοντας την πλήρη ευθύνη για την πορεία τους. Η επιστολή του επισκόπου έγραφε: «Εξουσιοδοτώ τον πατέρα Άρνολντ Ρεντζ να προχωρήσει τις διαδικασίες που αφορούν στην περίπτωση της Αν Λίσνερ (το ψευδώνυμο που χρησιμοποιήθηκε), σύμφωνα με την παράγραφο 11.51.1. Οι προσευχές μου θα συνοδεύουν την υπόθεση καθ’ όλη τη διάρκειά της. Προσεύχομαι στον Θεό να μας βοηθήσει».
Με την επίσημη ευλογία της κεφαλής της Εκκλησίας, οι δύο παπάδες μετακόμισαν στο Κλίνγκενμπεργκ της Βαυαρίας για να ξεκινήσουν το πρόγραμμα των εντατικών εξορκισμών. Κατά την πρώτη συνεδρία, ο δαίμονας της Ανελίζ άρχισε να βρίζει και να καταριέται τους ιερωμένους χωρίς καν να προκληθεί από τις δεήσεις τους! Από τις απαντήσεις που πήραν από τα σατανικά πνεύματα που κατοικούσαν μέσα στην Ανελίζ, κατέληξαν τελικά ότι η κοπέλα είχε καταληφθεί από τα δαιμονικά πνεύματα του Ιούδα Ισκαριώτη, του Σατανά, του Χίτλερ, του Νέρωνα, του Κάιν και ενός διαβόητου αχρείου ιερέα!
Τότε, εντελώς αναπάντεχα, οι δαίμονες άρχισαν να εξομολογούνται το ποιόν τους και, με την έγκριση του επισκόπου, οι δύο πάστορες άρχισαν να ηχογραφούν τους εξορκισμούς, καθώς δεν προλάβαιναν να ακούσουν όλο τον καταιγισμό της μεταφυσικής πληροφορίας που έβγαινε από το δαιμονισμένο και άμοιρο πλάσμα. Η ίδια η θρησκόληπτη Ανελίζ, πεπεισμένη από τους ιερωμένους για τη δαιμονική της φύση, ήθελε να μάθει όλος ο κόσμος για την κατάστασή της, αν και τελικά η επιθυμία της δεν θα εισακουγόταν: μετά την πολύκροτη δίκη, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποφάσισε να κλείσει τις κασέτες στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας για τουλάχιστον 30 χρόνια. Αν και τουλάχιστον 100 λεπτά εξορκισμού είδαν τελικά το φως της δημοσιότητας και πολλά από αυτά μπορεί κανείς να τα βρει πλέον στο ίντερνετ.
Οι απανωτοί εξορκισμοί της Ανελίζ Μίχελ τέθηκαν κάποια στιγμή στο στόχαστρο της τοπικής κοινωνίας αλλά και της επιστημονικής κοινότητας, αν και οι πάστορες συνέχιζαν ακάθεκτοι, κάτω από τις ευλογίες του επισκόπου, μιας και ο δαιμονισμός της Ανελίζ κλιμακωνόταν και πλέον τα μάτια της κοπέλας στριφογύριζαν, η ίδια έμοιαζε δηλητηριώδης μέσα στο τοξικό της μίσος για τον Χριστό και τον Θεό και παρουσίαζε μια εκκεντρική συμπεριφορά που δεν μπορούσε να είναι ανθρώπινη: τώρα έτρωγε ζωύφια από το πάτωμα, γευόταν τα ούρα και τα κόπρανά της, έσκιζε τα ρούχα της και κυκλοφορούσε γυμνή.
Πλέον αντιδρούσε επιθετικά στον αγιασμό και έμοιαζε να κατέχει υπερφυσικές δυνάμεις, καθώς οι αγιασμένες σταγόνες του νερού δεν έφταναν καν στο πρόσωπό της: ακινητοποιούνταν στον αέρα και έπεφταν αδρανείς στο έδαφος! Παρά τα κινητικά της προβλήματα, η κοπέλα μπορούσε να στέκεται όρθια και να περπατά με άνεση, ακόμα και να μετεωρίζεται, σύμφωνα πάντα με τις καταγραφές και τους ισχυρισμούς οικογένειας και εξορκιστών.
Οι απόκοσμες δυνάμεις της έκαναν τα έπιπλα να ανασηκώνονται από το έδαφος και να στροβιλίζονται χωρίς καν να τα αγγίζει. Οι ψυχοκινητικές αυτές ικανότητες της Ανελίζ έδειχναν ότι τα έξι δαιμόνια που την είχαν καταλάβει παραήταν δυνατά για το τυπικό λειτουργικό του εξορκισμού, κι έτσι το πράγμα έπρεπε να κλιμακωθεί. Η Ανελίζ εμφάνιζε λέει μια ανεξήγητη επιθετικότητα για μια οικογενειακή φίλη, η οποία ήταν ίσως η πρώτη που είχε διαγνώσει τον δαιμονισμό της κοπέλας σε μια θρησκευτική γιορτή που είχαν πάει μαζί, όταν η έφηβη δεν μπορούσε να βρεθεί δίπλα στις ιερές εικόνες της χριστιανοσύνης. Τώρα η Ανελίζ εξοργιζόταν με το που την έβλεπε απειλώντας τη ότι θα της τσακίσει τον λαιμό.
Ο σύντροφος της Ανελίζ, Πίτερ, πήρε μέρος σε αρκετές εξορκιστικές τελετές και έγινε κι αυτός θύμα της φονικής της μανίας αλλά και της υπεράνθρωπης δύναμής της, όπως εξάλλου οι δύο παπάδες, οι γονείς και οι τρεις αδερφές της. Κανείς δεν ήταν ασφαλής δίπλα στη δαιμονισμένη κοπέλα…
Οι τίτλοι τέλους, ο «Εξορκιστής» και η δίκη
Αρκετοί εφημέριοι και θεολόγοι που βρέθηκαν σε κάποιον από τους 67 εξορκισμούς που λάμβαναν ανελλιπώς χώρα σε εβδομαδιαία βάση κατά το 1975 και 1976, αφήνοντας την Ανελίζ ερείπιο, αντιτάχθηκαν στην πρακτική και κατηγόρησαν τους δύο εξορκιστές για θρησκευτικό φανατισμό και υπερβάλλοντα ζήλο. Κατά τις υποδείξεις τους, η κοπέλα λιμοκτονούσε πια, μπας και αποφασίσουν τα δαιμόνια να την εγκαταλείψουν, και υποβλήθηκε σε αρκετά μαρτύρια, για το καλό της πάντα.
Οι πάστορες ισχυρίστηκαν στο δικαστήριο ότι ανεξήγητες δυνάμεις ήταν αυτές που έριχναν την κοπέλα με ορμή από τοίχο σε τοίχο, την έκαναν να κακοποιεί βαρύτατα τον εαυτό της και την άφηναν μελανιασμένη από την κορφή ως τα νύχια. Τα μάτια της ήταν πια τόσο πρησμένα που δεν μπορούσε να δει καλά-καλά, τα δόντια της είχαν σπάσει και η σιλουέτα της ήταν τόσο παραμορφωμένη που δεν την αναγνώριζαν καν όσοι τολμηροί φίλοι της αποπειράθηκαν να την επισκεφτούν.
Την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1976 (31/12/1975), οι δύο εξορκιστές αποφάσισαν ότι οι δαίμονες πρέπει επιτέλους να φύγουν: «Φύγετε! Πρέπει να φύγετε! Σας διατάζω να φύγετε!», είπε ο πατέρας Ρεντζ, αν και απάντηση δεν πήρε. Σύντομα βέβαια οι δαίμονες άρχισαν να εκδηλώνουν και πάλι την απόκοσμη παρουσία τους, τώρα όμως με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Κάτι πήγαινε στραβά ή μήπως κέρδιζαν τελικά τη μάχη με το κακό; Χρόνια αργότερα, ο πατέρας Αλτ συνεχίζει να πιστεύει ότι εκείνη τη μέρα εγκατέλειψαν το σώμα της Ανελίζ οι περισσότεροι δαίμονες, γιατί εκείνη ακριβώς τη στιγμή το κορίτσι αποδέχτηκε και πάλι την ευεργετική επίδραση της Παναγίας στη ζωή της.
Όχι ότι αυτό έλυσε το μαρτύριό της, καθώς δεν είχαν φύγει όλοι οι δαίμονες από μέσα της και οι εξορκισμοί συνεχίστηκαν κανονικά και το 1976. Μόνο ο θάνατος θα τη λύτρωνε από τη δεινά της, που ήρθε τελικά την 1η Ιουλίου 1976: εκείνο το βράδυ η 23χρονη πέθανε στον ύπνο της, σκιά πια του εαυτού της, σκελετωμένη και καταβεβλημένη από την εντεκάμηνη οδύσσειά της, βαρύτατα αφυδατωμένη και υποσιτισμένη. Ο εύθραυστος οργανισμός της δεν άντεξε άλλο τις κακουχίες. Ο τελευταίος εξορκισμός είχε λάβει χώρα την προηγούμενη μέρα, με την Ανελίζ να έχει χτυπηθεί από πνευμονία και να εμφανίζει υψηλότατο πυρετό.
Εκείνη τη μέρα οι δύο παπάδες έλειπαν από το χωριό και δεν πίστεψαν καν την είδηση του θανάτου της, ζητώντας από γιατρό να βεβαιώσει τον χαμό της! Ο ιατροδικαστής αναγκάστηκε να ενημερώσει την εισαγγελία ότι δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο θάνατός της είχε προέλθει από φυσικά αίτια. Η εισαγγελική έρευνα θα έφερνε στο εδώλιο του κατηγορουμένου τους δύο ιερωμένους και τους γονείς της δύσμοιρης κοπέλας.
Λίγο πριν αποκαλυφθεί η ιστορία του εξορκισμού της Ανελίζ Μίχελ, είχε βγει στις σκοτεινές αίθουσες ο «Εξορκιστής» (1974) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου λαϊκή υστερία με το παραφυσικό. Οι ψυχίατροι της Ευρώπης κατέγραφαν τώρα μια πρωτόγνωρη ψύχωση των πελατών τους με δαιμονισμούς και υπερφυσικές εκδηλώσεις στον ψυχισμό τους!
Μέσα στο κλίμα αυτό ξεκίνησε η δίκη τον Απρίλιο του 1978, εν μέσω γενικής κατακραυγής και δύο σχεδόν χρόνια μετά τον θάνατο της Ανελίζ. Οι κατηγορίες που βάρυναν εξορκιστές και γονείς ήταν ανθρωποκτονία από αμέλεια και η «Υπόθεση Κλίνγκενμπεργκ», όπως έμεινε γνωστή στα δικαστικά χρονικά, έβαλε σκοπό να αποκαλύψει δύο πράγματα: τι προκάλεσε τον θάνατο της κοπέλας και ποιος ευθυνόταν γι’ αυτό.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, η Ανελίζ «πέθανε από ασιτία». Οι εξορκιστές προσπάθησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους αναπαράγοντας το ηχογραφημένο υλικό στην αίθουσα, όταν άκουσε το εμβρόντητο ακροατήριο δύο δαίμονες να μαλώνουν για το ποιος θα έπαιρνε πρώτος την ψυχή της κοπέλας. Ο ένας ήταν ο Χίτλερ, που μιλούσε με αυστριακή προφορά!
Οι ψυχίατροι που κατέθεσαν κατηγόρησαν τους εξορκιστές για δογματική συμπεριφορά, ισχυριζόμενοι ότι εκείνοι έκαναν την Ανελίζ να πιστέψει στον δαιμονισμό της, υιοθετώντας κατόπιν τη συμπεριφορά της δαιμονισμένης. Η επιληψία της κοπέλας, κάτω από τις υπερφυσικές επικλήσεις και τους βάρβαρους χειρισμούς των εξορκιστών, εξελίχθηκε σε ψύχωση, ήταν η ετυμηγορία της ψυχιατρικής κοινότητας.
Η ετυμηγορία των δικαστών λογίστηκε από πολλούς «χάδι»: τόσο οι γονείς όσο και οι εξορκιστές καταδικάστηκαν σε έξι μήνες φυλάκιση με αναστολή για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Κι αυτό γιατί θεωρήθηκε ότι απλώς επιβάρυναν τον ήδη καταπονημένο οργανισμό της Ανελίζ και την ψυχική της νόσο.
Αμέσως μετά την πολύκροτη δίκη, η Αρχιεπισκοπή της Γερμανίας δημοσίευσε τη δική της έρευνα, κατά την οποία η κοπέλα δεν είχε καταληφθεί από κανένα δαιμόνιο! Το τελευταίο επεισόδιο του δράματος θα λάμβανε χώρα 11 χρόνια αργότερα, όταν η σορός της ξεθάφτηκε για να διαπιστωθεί αν είχε αποσυντεθεί με φυσιολογικό τρόπο. Όλα πήγαν ως όφειλαν, αν και το μνήμα της είχε ήδη μετατραπεί σε τόπο προσκυνήματος όσων πίστευαν ακράδαντα ότι η Ανελίζ Μίχελ έχασε τη μάχη με τον Σατανά…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.