Βρισκόμαστε στα Επτάνησα του περασμένου αιώνα όπου οι ευγενείς της εποχής έψαχναν να βρουν έναν τρόπο για να απαλλαγούν από τις δυσάρεστες αναθυμιάσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Η λύση βρέθηκε από κάποιον (τον οποίο σίγουρα θεοποίησαν μετά) και ονομάστηκε με το όχι και τόσο σικ όνομα «κλανιόλα» ή «κλανιόρα» όπως λεγόταν στη Ζάκυνθο.
Επρόκειτο για μια οικιακή συσκευή η οποία σίγουρα δεν έλειπε από κανένα συζυγικό κρεβάτι της εποχής. Η συσκευή αποτελούνταν από ένα χωνί και ένα μακρύ λάστιχο. Η μια άκρη του λάστιχου με το χωνί κρυβόταν κάτω από τα σκεπάσματα και έμπαινε... στο σημείο που φαντάζεστε και η άλλη άκρη έβγαινε από το δωμάτιο από μια τρύπα στον τοίχο (της οποίας η πρόβλεψη γινόταν ήδη από την κατασκευή του κτιρίου, τόσο σημαντική θεωρούνταν) ή σε φτωχότερα σπίτια από το παράθυρο. Με αυτόν τον τρόπο οι ανεπιθύμητοι ήχοι -και κυρίως οι οσμές- να φεύγουν εκτός σπιτιού μακριά από το κρεβάτι του αντρόγυνου. Συνήθως το εργαλείο ήταν δερμάτινο, υφασμάτινο ή και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ασημένιο.
Η ξακουστή κλανιόλα θεωρούνταν απαραίτητη σε κάθε σπίτι ζευγαριού και υπήρχε για αρκετά χρόνια σε όλα τα Επτάνησα. Αξίζει, μάλιστα να σημειωθεί και τι έπρεπε να έχει κάθε νιόπαντρο ζευγάρι στο σπίτι του για προίκα: κοκετίνα με ντεστιέρες και μπαλντακί (ένα κρεβάτι με κάγκελα και ουρανό), μαξιλάρια με ντεμέλες ρικαμάδες (δηλαδή με κεντημένες μαξιλαροθήκες), τσαγκούλι (δοχείο νυκτός), αναπαψόλια (βοηθήματα του συζυγικού κρεβατιού, η χρήση τους ήταν να βοηθούν τη γυναίκα κατά την διάρκεια της τέλεσης της ερωτικής πράξης, ξεκουράζοντας τα πόδια της), σκαλνταλέτο (μπακιρένιο δοχείο που περιείχε ζεστή στάχτη ώστε να ζεσταίνει το κρεβάτι) και φυσικά κλανιόλα.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.