Στην ταινία «Πιάσε με αν μπορείς», ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο υποδύεται έναν ευφυέστατο τύπο που μπορεί να αλλάζει τις περσόνες σαν σακάκια για να κάνει τη ζωή που θέλει. Αντίστοιχη περίπτωση στην πραγματικότητα ήταν ο Φέρντιναντ Γουάλντο Ντεμάρα (1921- 1982) που έπεισε τους πάντες ότι ήταν στρατιωτικός ιατρός - κάνοντας μάλιστα και επεμβάσεις! - μοναχός, καθηγητής, ψυχολόγος και μια σειρά από άλλα επαγγέλματα. Το κίνητρό του δεν ήταν η οικονομική εξαπάτηση των εργοδοτών του αλλά ένα είδος εφήμερου σεβασμού που κέρδιζε μέσα από τις ιδιότητές του. Αυτό που επιζητούσε περισσότερο ήταν να νιώθει κοινωνικό στάτους. Ξεχώριζε για τρία στοιχεία: την εξυπνάδα του, την φωτογραφική του μνήμη και την στρατηγική του. Κάθε φορά που τον στρίμωχναν στον τοίχο έκανε επίθεση και κατάφερνε να ξεφύγει.
Με τέτοιους τύπους ιδιοφυών απατεώνων ασχολείται ένα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε στην Αμερική με τίτλο: The Confidence Game (Το παιχνίδι της Εμπιστοσύνης) που υπογράφει η Μαρία Κονίκοβα. Το βασικό αφήγημα δεν είναι να τονίσει τις εξαιρετικές δυνατότητες ορισμένων ανθρώπων να πείθουν τους άλλους για οτιδήποτε μέσα από συγκεκριμένες περιπτώσεις σαν τον Ντεμάρα, αλλά πως μπορεί κανείς να αντισταθεί στην γοητεία και τις τεχνικές των απατεώνων. Και αν κάποιος πιστεύει ότι σήμερα στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας άτομα σαν τον προαναφερθέντα δεν θα είχαν καμιά τύχη, τότε πέφτει έξω. Είναι άπειρα τα παραδείγματα ανθρώπων έτοιμων να φάνε το δόλωμα, παρά την νοημοσύνη, την μόρφωση και την γνώση του κόσμου. Η ίδια η συγγραφέας του βιβλίου ομολογεί σε μια συνέντευξή της στους New York Times ότι αν και εντόπισε πολλούς αετονύχηδες που θα την βοηθούσαν να κάνει μια ολοκληρωμένη έρευνα γύρω από το θέμα αυτό, σταμάτησε να τους μιλάει διότι διαπίστωσε ότι σταδιακά της γίνονταν τόσο συμπαθείς που δεν μπορούσε να είναι αντικειμενική.
Η Κονίκοβα θεωρεί ότι οι περισσότεροι από τους - επιτυχημένους - απατεώνες έχουν μια ειδική πετριά, που συνδυάζει κυρίως τρία στοιχεία: το πρώτο είναι ο ναρκισσισμός που τους κάνει να έχουν την θεμελιωμένη πεποίθηση πως οι ίδιοι είναι ο,τι καλύτερο στον κόσμο και ότι αξίζουν τα πάντα. Το δεύτερο στοιχείο είναι πως έχουν τεράστιο ταλέντο χειραγώγησης των άλλων, με μακιαβελικές, σκοτεινές μεθόδους έτσι ώστε να τους καθοδηγούν εκεί όπου επιθυμούν για να τους βγει το σχέδιο που έχουν στο μυαλό. Το τρίτο είναι ότι ο τρόπος που είναι δομημένη η σκέψη και η συνείδησή τους δεν μοιάζει με τη δική μας. Άνθρωποι σαν και αυτούς δεν έχουν καθόλου συμπόνια και δεν αισθάνονται τύψεις για την συμπεριφορά τους. Αυτό τους δίνει το ελεύθερο να μπορούν να κάνουν ο,τι θέλουν χωρίς να υποφέρουν. Η τάση αυτή θα μπορούσε να έχει ψήγματα ψυχοπάθειας.
Η συγγραφέας πιστεύει ότι αυτό που φέρνει κοντά τους απατεώνες και τα θύματα είναι τα προβλήματα. Πολλοί από εμάς όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη κατάσταση στα επαγγελματικά, οικογενειακά ή προσωπικά, τότε είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι και ανοχύρωτοι στους επιτήδειους και την κολακεία τους. Χάνοντας τις βεβαιότητές μας, αισθανόμαστε χαμένοι και σε αυτήν την καίρια φάση μπορεί να στραφούμε για στήριξη σε άτομα που θα μας εκμεταλλευτούν. Σύμφωνα με την Κονίκοβα όταν είμαστε στα βαθιά ο κόσμος χάνει το νόημα που είχε και οι απατεώνες προσφέρονται να ανανοηματοδοτήσουν εκείνοι την ζωή μας με διάφορους τρόπους.
Ο άλλος λόγος για τον οποίον μπορεί να πέσουμε εύκολα στα νύχια τους είναι ότι έχουμε αποδεχθεί ως κοινωνική συνθήκη μια σειρά καθημερινών λευκών ψεμάτων, από το «Πόσο όμορφη δείχνεις σήμερα» μέχρι το «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω» ενώ έχουμε απέναντί μας κάποιον που δεν μας συμπαθεί καθόλου. Συχνά λοιπόν αναπτύσσουμε την αντίληψη ότι είμαστε καλοί κριτές χαρακτήρων και πως τα κίνητρα των τρίτων είναι σχεδόν πάντα ανιδιοτελή, διότι έτσι μας βολεύει. Διαφορετικά η ζωή μας θα ήταν αφόρητη, διότι θα έπρεπε να κοσκινίζουμε τα πάντα. Ετσι λοιπόν μπορούμε από το μικρό λευκό ψέμα να καταπιούμε πολύ σοβαρότερα διότι μας είναι δύσκολο να κάνουμε τον διαχωρισμό. Μεγαλώνουμε μαθαίνοντας από τους γονείς μας ότι πρέπει να δείχνουμε ένα ποσοστό εμπιστοσύνης για να μπορέσουμε να κάνουμε φιλίες, σχέσεις και δεσμούς. Αλλιώς κάποιος μπορεί να καταλήξει από τον αρνητισμό και την καχυποψία, στο να γίνει απολύτως μονήρης. Το κρίμα είναι ότι συχνά τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα και άτομα που έχουν πέσει θύματα απατεωνίας αφήνονται στην μοίρα τους ξανά και ξανά θεωρώντας ότι δεν πρόκειται να τους ξανασυμβεί.
Η Κονίκοβα πάντως τονίζει ότι είναι πολύ δύσκολο να μπορέσει κανείς να αμυνθεί απέναντι σε κάποιον απατεώνα, διότι ο τελευταίος μπορεί ακόμα και να έχει μάθει να ελέγχει και όλες τις εκφράσεις του προσώπου ακόμα και τις κινήσεις του σώματος που μπορεί να προδώσουν έναν ψεύτη. Συνεπώς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να είμαστε σε εγρήγορση όταν βρισκόμαστε σε μια κακή περίοδο και να διατηρούμε την επιφυλακτικότητά μας με ανθρώπους που δείχνουν τρομερά πρόθυμοι να μας συνδράμουν. Σε γενικές γραμμές πάντως, οι καλοί απατεώνες είναι χαρισματικές προσωπικότητες που ξέρουν να βγάζουν από την φαρέτρα τους τα κατάλληλα βέλη κάνοντας κάθε φορά, την κατάλληλη εκτίμηση μιας κατάστασης.
Περισσότερα χρήσιμα θέματα εδώ.