Αναδημοσίευση από το project gutenberg
Η Φ Ο Ν I Σ Σ Α
* * *
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ
ΒIΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΦΕΞΗ
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η ΦΟΝΙΣΣΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ
1912
* * *
Η ΦΟΝΙΣΣΑ
Α'
Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρο», η θεια Χαδούλα, η κοινώς καλουμένη Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον διά την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της.
Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός ετρεμόσβυνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα. Οι τρεις μισοκαυμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν· «Αν είναι φίλος, να χαρή· αν είν' εχθρός, να σκάση . . . ».
Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμη άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγεινε σκλάβα του συζύγου της — και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγεινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγεινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.
Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμη βαρεία λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν, επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλλιτερεύη ολίγον, την πρώτην βραδειάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον. Επί πολλάς νύκτας η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της· «Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι' αυτό;»
Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.
Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια. Την είχαν κυνηγήσει δύο-τρεις φοράς οι κλέφταις, τα παλληκάρια του Καρατάσου και του Γάτσου και των άλλων οπλαρχηγών της Μακεδονίας. Έπραξαν τούτο διά να την εκδικηθούν, επειδή τους είχε κάμει μάγια, και δεν επήγαιναν καλά η δουλειές των. Επί τρεις μήνας εσχόλαζον εν αργία, και δεν ημπόρεσαν να κάμουν τίποτε πλιάτσικο, ούτε από Τούρκους, ούτε από Χριστιανούς. Ούτε η Κυβέρνησις της Κορίνθου τους είχε στείλη κανέν βοήθημα.
Την είχαν κυνηγήσει τον κατήφορον από την κορυφήν τ' Άι-Θανασού, εις το οροπέδιον του Προφήτου Ηλία, με τας πελωρίας πλατάνους και την πλουσίαν βρύσιν, κ' εκείθεν εις το Μεροβίλι, στο πλάγι του βουνού, ανάμεσα εις τα ορμάνια και τους λόγγους. Αυτή εδοκίμασε να κρυφθή εις μίαν λόχμην βαθείαν, πλην εκείνοι δεν εγελάσθησαν. Ο θρους των φύλλων και των κλάδων, ο ίδιος τρόμος της, όστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εις κλώνας και θάμνους, την επρόδωκεν. Ήκουσε τότε αγρίαν φωνήν·
— Αχ! μωρή τσούπα, και σ' επιάσαμε!
Αυτή ανεπήδησε τότε μέσ' απ' τους θάμνους, κ' έτρεξεν ως φοβισμένη τρυγών με το πτερύγισμα των λευκών πλατειών χειρίδων της. Δεν ήτο πλέον ελπίς να γλυτώση. Άλλοτε, την πρώτην φοράν ότε την είχον κυνηγήσει, είχε κατορθώσει να κρυφθή κάτω εις το Πυργί, επειδή το μέρος εκείνο είχε πολλά μονοπάτια. Εδώ στο Μεροβίλι, δεν υπήρχον δρομίσκοι και λαβύρινθοι, αλλά μόνον συστάδες δένδρων και λόχμαι απάτητοι. Η τότε νεαρά Δελχαρώ, η μήτηρ της Φραγκογιαννούς, επήδα ως δορκάς από θάμνου εις θάμνον, ανυπόδητος, επειδή προ πολλού είχε πετάξει τας εμβάδας της από τους πόδας, όπισθέν της, — την μίαν των οποίων είχεν αναλάβει ως λάφυρον ο είς εκ των διωκτών — και τ' αγκάθια εχώνοντο εις τας πτέρνας της, της έσχιζον κ' αιμάτωνον τους αστραγάλους και ταρσούς. Τότε, εν τη απελπισία, της ήλθε μία έμπνευσις.
Εκείθεν του λόγγου, εις το πλάγι του βουνού, ήτον είς και μόνος καλλιεργημένος ελαιών, καλούμενος ο Πεύκος του Μοραΐτη. Ο γέρο- Μοραΐτης, ο πάππος του κτήτορος, είχε μεταναστεύσει από τον Μιστράν εις τον τόπον αυτόν, περί τα τέλη του άλλου αιώνος — κατά την εποχήν της Αικατερίνης και του Ορλώφ. Ο φημισμένος Πεύκος ίστατο εις το μέσον των ελαιών ως γίγας μεταξύ νάνων. Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα. Και με την φοβεράν πληγήν εις τας ίνας, εις τα σπλάγχνα του, ο πεύκος επέζησεν άλλα τρία τέταρτα αιώνος, μέχρι του 1871. Κατά Ιούλιον του έτους εκείνου, μέγαν τοπικόν σεισμόν ησθάνθησαν οι κατοικούντες εις απόστασιν μιλίων, κάτω εις την παραθαλασσίαν. Την νύκτα εκείνην κατέρρευσεν ο γίγας.
Εις το κοίλωμα εκείνο, εντός του οποίου ηδύναντο να καθίσωσιν ανέτως δύο άνθρωποι, έτρεξε να κρυβή η τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, η μήτηρ της σημερινής Φραγκογιαννούς. Το μέσον ήτο άπελπι, και σχεδόν παιδαριώδες. Εκεί δεν εκρύπτετο άλλως, ειμή κατά φαντασίαν, με παιδικόν τρόπον, όπως παίζουσι τον κρυφτόν. Οι διώκται βεβαίως θα την έβλεπον, θ' ανεκάλυπτον το καταφύγιόν της. Μόνον εκ των νώτων ήτον αόρατος, αλλ' όχι κατά πρόσωπον. Άμα οι τρεις κλέφται έφθανον πέραν του πεύκου, θα την έβλεπον ως καρφωμένην εκεί.
Οι τρεις άνδρες έτρεξαν, το επροσπέρασαν, κ' εξηκολούθησαν να τρέχουν. Οι δύο εξ αυτών ουδ' εστράφησαν οπίσω να ιδούν. Εφαντάζοντο ότι η «τσούπα» έτρεχεν εμπρός. Μόνον την τελευταίαν στιγμήν, ο τρίτος εστράφη, οπωσούν σκοτισμένος, προς τα οπίσω, και εκύτταξε παντού αλλού, όχι όμως εις τον κορμόν του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκον συλλήβδην, με τ' άλλ' αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται, ότι ο κορμός του είχε κοιλίαν, και ότι εντός της κοιλίας εκρύπτετο άνθρωπος. Και αν εγνώριζε, και αν ηγνόει το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνην την στιγμήν δεν επέρασεν από τον νουν του. Εκύτταζε να ιδή μη ανακαλύψη που το χάσμα της γης, το οποίον θα την είχε καταπίη εξάπαντος — διότι καμμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχε όπου να κρυβή τις. Αι δρυάδες, αι νύμφαι των δασών, τας οποίας αυτή ίσως επεκαλείτο εις τας μαγείας της, την επροστάτευσαν, ετύφλωσαν τους διώκτας της, έρριψαν πρασινωπήν αχλύν, χλοερόν σκότος, εις τους οφθαλμούς των — και δεν την είδον.
Η νεαρά γυνή εσώθη από τους όνυχάς των. Και, όλον τον καιρόν ύστερον εξηκολούθησε να κάμνη μάγια, μάγια εναντίον των κλεφτών, και να φέρνη εις αυτούς πολλά «κεσσάτια», ώστε πουθενά πλέον δεν υπήρχε πλιάτσικο — εωσότου, έδωκεν ο Θεός και ησύχασαν τα πράγματα, και ο Σουλτάνος Μαχμούτ εχάρισε, καθώς λέγουν, τα «Διαβολονήσια» εις την Ελλάδα, κ' έκτοτε έπαυσαν να είναι ασύδοτα. Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα την «ώτα ουκ έχουσαν».
Η Χαδούλα η Φράγκισσα, αν και πολύ μικρά, ήτον γεννημένη τότε, και τα ενεθυμείτο όλα αυτά, τα οποία διηγείτο αργότερα η μάνα της. Ύστερον, όταν εμεγάλωσε, κ' έγεινε δεκαεπτά χρόνων, και ειρήνευσαν οπωσούν τα πράγματα, κατά τους χρόνους του Κυβερνήτου, την υπάνδρευσαν οι γονείς της, και της έδωκαν άνδρα τον Γιάννην τον Φράγκον, εκείνον τον οποίον η σύζυγός του επωνόμασεν αργότερον «τον Σκούφον» και «τον Λογαριασμόν».
Τα δύο ταύτα παραγκώμια δεν του τα είχε δώσει άνευ λόγου η σύζυγός του, η Χαδούλα. Σκούφον τον είχεν ονομάσει, ακόμη πριν τον υπανδρευθή, όταν τον ειρωνεύετο συνήθως, με την παρθενικήν πονηρίαν της — χωρίς να προγνωρίζη ότι αυτός θα ήτον η τύχη της και ο καλός της — επειδή, αντί φεσίου, εφόρει είδος μακρού σκούφου, τεφροκοκκίνου, με κοντήν φούνταν. «Λογαριασμόν» τον ωνόμασε αργότερα, αφού τον υπανδρεύθη, επειδή συνείθιζε πολλάκις την φράσιν, «αυτός είν' ο λογαριασμός», και διότι, άλλως, δεν ηδύνατο ορθώς να λογαριάση ούτε ποσόν δι' ολίγους παράδες, ούτε δύο ημεροκάματα. Αν έλειπεν αυτή, θα τον εγελούσαν καθημερινώς· ποτέ δεν θα του έδιδαν σωστόν τον κόπον του εις τα πλοία, εις το καρινάγιο ή εις τον ταρσανάν, όπου ειργάζετο ως μαραγκός ή ως καλαφάτης.
Είχεν υπάρξει επί μακρόν χρόνον μαθητής και κάλφας του πατρός της, εξασκούντος την ιδίαν τέχνην. Όταν τον είδεν ο γέρων τόσον απλοϊκόν, ολιγαρκή και μετριόφρονα, τον εξετίμησε, και απεφάσισε να τον κάμη γαμβρόν. Ως προίκα του έδωκε μίαν οικίαν έρημον, ετοιμόρροπον, εις το παλαιόν Κάστρον, όπου εκατοικούσαν ένα καιρόν οι άνθρωποι, προ του 21. Του έδωκε και ένα ονόματι Μποστάνι, το οποίον ευρίσκετο ακριβώς έξω του ερήμου Κάστρου, επί τινος κρημνώδους ακτής, και απείχε τρεις ώρας από την σημερινήν πολίχνην. Ομοίως, κ' «ένα πινάκι χωράφι», έν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια, διά τα οποία εμάλωναν οι δύο, ήσαν καταπατημένα, και ήσαν «καλογερικά», ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γέρο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη. Διά τον εαυτόν του, την συμβίαν και τον υιόν του, είχε κρατήσει τας δύο νεοδμήτους οικίας εις την νέαν πόλιν, τα δύο αμπέλια πλησίον ταύτης, δύο ελαιώνας, και ολίγα χωράφια — και όσα μετρητά είχεν.
Έως εδώ είχαν φθάσει αι αναμνήσεις της Φραγκογιαννούς, την νύκτα εκείνην. Ήτον η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει πάλιν, κ' έπασχε δεινώς. Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει . . . Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, και τα ξυπνητά όνειρα, αι αναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επί της πενιχράς στρωμνής, όπου ήτο ανακεκλιμένη, έκυψεν επί του παιδίου, και επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασεν εις το φως του λύχνου μικράν φιάλην. Εδοκίμασε να δώση μίαν κουταλιάν, εις τα χείλη του μωρού. Το μικρόν εγεύθη το ρευστόν, και μετά μίαν στιγμήν πάλιν το εξέρασε.
Η λεχώνα εκινήθη επί της χαμηλής και στενής κλίνης. Φαίνεται ότι δεν εκοιμάτο καλά. Ήτο μόνον ναρκωμένη, και είχε κλειστά τα βλέφαρα. Ήνοιξε τα όμματα, ανεσηκώθη δύο ή τρεις δακτύλους άνω του προσκεφάλου, και ηρώτησε·
— Πώς πάει, μάνα;
— Πώς να πάη! . . . είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ! . . . Τι θα κάμη! . . . δεν θα βήξη;
— Πώς το βλέπεις, μάνα;
— Πώς να το ιδώ; . . . Μωρό παιδί είναι . . . να, που ήρθε στον κόσμο κι' αυτό! επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία.
Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού. Εξύπνησεν από την φωνήν της κόρης της, της Αμέρσας, ήτις ήλθε λίαν πρωί από τον μικρόν οικίσκον, τον γειτονικόν, ανυπομονούσα να μάθη πώς είναι η λεχώνα και το μωρόν, και πώς είχε περάσει την νύκτα η μάνα της.
Η Αμέρσα, η δευτερότοκος, ήτον ανύπανδρη, γεροντοκόρη ήδη, αλλά προκομμένη πολύ «μορφοδούλα», ονομαστή δε υφάντρια· ήτον μελαψή, υψηλή, ανδρώδης, — και τα προικιά της και τα στολίδια τα κεντητά, τα οποία μόνη της είχε κατασκευάσει, ευρίσκοντο κλεισμένα από χρόνων πολλών εις μεγάλην άκομψον κασσέλαν, και τα έτρωγεν ο σκόρος και το σαράκι.
— Καλημέρα! . . . πώς είστε; . . . Πώς περάσατε;
— Εσύ 'σαι, Αμέρσα; Να, πέρασε κι' αυτή η νύχτα.
Η γραία μόλις είχεν εξυπνήσει, κ' έτριβε τα όμματα τραυλίζουσα. Ηκούσθη θόρυβος εις το πλαγινόν μικρόν χώρισμα. Ήτον ο Νταντής ο Τραχήλης, ο σύζυγος της λεχώνας, όστις εκοιμάτο εκείθεν του λεπτού ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ενός άλλου κορασίου κ' ενός παιδίου μικράς ηλικίας, και είχεν εξυπνήσει την στιγμήν εκείνην. Εμάζευε τα εργαλεία του — σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, και ητοιμάζετο να υπάγη στον ταρσανάν, ν' αρχίση το μεροκάματον.
— Ακούς, τι σαματά κάνει! είπεν η γραία. Δεν μπορεί να μαζώξη τα σιδερικά του, χωρίς ν' ακουστή. Όποιος τον ακούει, θαρεί τι γίνεται! . . .
— «Γύφτικο σπίτι καίεται», είπεν ειρωνικώς γελώσα η Αμέρσα.
Ο θόρυβος των εργαλείων, τα οποία ο Νταντής, χωρίς να είναι ορατός, όπισθεν του ξυλοτοίχου, έρριπτεν ανά ένα μέσα στο ζεμπίλι του — σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. — εξύπνησε και την λεχώ, την γυναίκα του.
— Τ' είναι, μάνα;
— Τι να είναι! . . . Ο Κωνσταντής ρίχνει τα σύνεργά του μέσ' το ζεμπίλι! . . . είπε μετά στεναγμού η γραία.
— «Και βιο λογαριάζεις;. . » συνεπλήρωσε την παροιμίαν η Αμέρσα.
Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος.
— Ξυπνήσατε, πεθερά; . . . έλεγε, πώς περάσατε;
— Πώς να περάσωμε! . . . «Σαν την κόττα στο μύλο». Έλα να πιής το ρακί σου.
Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, με άχαριν τον κορμόν, «αΐσκιωτος», όπως έλεγεν η γραία πενθερά του, και σχεδόν σπανός. Η γραία έδειξεν εις την Αμέρσαν την μικράν φιάλην με το ρακί, εις το μικρόν ράφι άνωθεν της εστίας, και της ένευσε να βάλη στο ποτηράκι, διά να πιή ο Κωνσταντής.
— Δεν έχει κανένα σύκο; . . . ηρώτησεν ούτος, άμα έλαβε το ρακοπότηρον από την χείρα της γυναικαδέλφης του.
— Πού να βρεθή τέτοιο πράμα! . . . είπεν η γραία Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μας χρειάζοντ' εδώ, επρόσθεσεν, εννοούσα την σπατάλην, ήτις συνήθως γίνεται κ' εις τα πτωχότερα σπίτια, εν καιρώ ενσκήψεως τοιούτου «αισίου γεγονότος», οποίον είναι και η γέννησις κόρης.
— Θέλεις εσύ γαμπρό με μάτια; είπεν ενθυμηθείσα άλλην παροιμίαν η γυναικαδέλφη του, η Αμέρσα.
— Τουλόου σ' μην τον θέλης τον σαστικό σου νάναι στραβός; είπε χωρίς να πειραχθή, ο Νταντής . . . Εβίβα! Καλή σαράντισι!
Κ' έπιεν απνευστί το μικρόν ποτήριον.
— Καλό σας βράδυ!
Εφορτώθη την ζεμπίλαν, κ' επήγε διά τον ταρσανάν.
Β'
Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λύχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο επί της κλίνης· το βρέφος έβηχεν εις το λίκνον, και η γραία Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της.
Ήτον περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, οπότε αι αναμνήσεις έρχονται εν είδει φαντασμάτων. Αφού την υπάνδρευσαν, και την «εκουκούλωσαν», και την επροίκισαν με το σπίτι το ετοιμόρροπον εις το παλαιόν ακατοίκητον Κάστρον, και με το μποστάνι το χέρσον εις την αγρίαν βορεινήν εσχατιάν, και με το αγριοχώραφον το διαφιλονεικούμενον από τον γείτονα και από το Μοναστήρι, η νεόνυμφος μετά του συζύγου της εκατοίκησεν εις το σπίτι της ανδραδέλφης της της χήρας, και άνοιξε νοικοκυριό με μικρά πράγματα. Το προικοσύμφωνόν της, ως τόσον, έγραφε λεπτομερώς ότι της είχαν δώσει τόσες φορεσιές ρούχα, τόσα υποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, όπως και δύο χαλκώματα, ένα τηγάνι, μίαν πυροστιά, κτλ. Ακόμη και μαχαιροπείρουνα και κουτάλια ανέγραφε το προικοσύμφωνον.
Η ανδραδέλφη, αμέσως την Δευτέραν την επιούσαν του γάμου, το εξήλεγξεν όλα, και εύρεν ότι έλειπον εκ των εν τω καταλόγω δύο σινδόνια, δύο μαξιλάρια, έν χάλκωμα, καθώς και μία πλήρης φορεσιά. Αυθημερόν δε παρήγγειλε της πενθεράς να φέρη τα ελλείποντα. Η ιδιοτελής γραία απήντησεν ότι «τα όσα έδωσεν, είναι καλώς δοσμένα, και είναι αρκετά». Τότε η ανδραδέλφη έβαλε στα λόγια τον αδελφόν της· ούτος παρεπονέθη εις την νεόνυμφον, εκείνη δε του απήντησεν «Αν αγροικούσε το συφέρο του, δεν θα εδέχετο να του γράψουν σπίτι στο Κάστρο, όπου μόνον τα Στοιχειά κατοικούν· και τι τον ωφελούν τα σινδόνια και τα 'ποκάμισα, αφού δεν ήτον ικανός να πάρη σπίτι κι' αμπέλι κ' εληώνα;».
Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ' αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ' εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γείνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της. Αλλ' η μάνα της, μυρισθείσα το πράγμα, και φοβουμένη μήπως αυτή, η μικρή Στριγλίτσα, καθώς ωνόμαζε συνήθως την κόρην της, του σηκώση τα μυαλά του γαμβρού, ώστε να πονηρέψη ούτος να ζητή προικιά περισσότερα, εξήσκησε τυραννικήν επιτήρισιν επί της κόρης και του αρραβωνιαστικού, μη επιτρέπουσα την ελαχίστην ιδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξύ των δύο. Τούτο έκαμνε, προσχήματι μεν διά την σεμνότητα:
— Δεν έχω. . . να μου σκαρώση κανένα πρωμάδι. . . αυτή η Στριγλίτσα! είχεν ειπεί.
Βλέπετε, την μεταφοράν του ρήματος την ελάμβανεν από το επάγγελμα της συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ισοδυναμεί με το «ναυπηγώ ναυν»)· αλλά πράγματι το έκαμνε, διά να μη αναγκασθή να δώση μεγαλειτέραν προίκα.
Μίαν εσπέραν, την παραμονήν του αρραβώνος, ότε ο γαμβρός μετά της αδελφής του είχον έλθει εις την οικίαν να συζητήσουν τα περί προικός, ενώ ο γέρων ναυπηγός υπηγόρευε το προικοσύμφωνον εις τον Αναγνώστην τον Συβίαν, ψάλτην της εκκλησίας, όστις είχε βγάλει το ορειχάλκινον καλαμάρι του από την ζώνην, την εκ πτερού χηνός πένναν από την μακράν θήκην του καλαμαριού, του ομοιάζοντος πολύ με πιστόλαν, και θέσας επί των γονάτων το βιβλίον του Αποστόλου, κ' επάνω εις το βιβλίον τεμάχιον χονδρού χαρτιού, είχε γράψει καθ' υπαγόρευσιν του γέροντος «Εις τόνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. . υπανδρεύω την κόρην μου Χαδούλαν με τον Ιωάννην Φράγκου, και της δίνω, πρώτον την ευχήν μου. . », η Χαδούλα ίστατο αντικρύ της εστίας, δίπλα εις την τέμπλαν — την στήλην τουτέστι των στρωμάτων, παπλωμάτων και προσκεφαλαίων την σκεπαστήν με μεταξωτήν σινδόνα, και επιστεφομένην με δύο τεραστίας προσκεφαλάδες — ακίνητος και καμαρώνουσα, κατά το φαινόμενον όπως η τέμπλα . . . αλλ' όμως ένευε κρυφά, ανυπομόνως, καίτοι με μεγάλην προφύλαξιν, ένευεν εις τον αρραβωνιαστικόν, ένευεν εις την ανδραδέλφην, να μη δεχθώσιν ως προίκα «σπίτι στο Κάστρο» και «χωράφι στο Στοιβωτό», αλλά ν' απαιτήσωσι σπίτι εις την νέαν πόλιν, και αμπέλι κ' ελαιώνα εις την περιοχήν της νέας πόλεως.
Εις μάτην. Ούτε ο γαμβρός, ούτε η ανδραδέλφη είδαν τ' απηλπισμένα νεύματα. Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέψη τα νώτα προς την κόρην, διά ν' αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαν — αίφνης ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της.
Πάραυτα ετόξευσε βλέμμα φοβεράς απειλής προς αυτήν.
— Ε! μωρή στριγλίτσα! υπεψιθύρισε μέσα της. Έννοια σου!. . . κ' εγώ σε σιάζω.
Ευθύς όμως κατόπιν, εσκέφθη ότι δεν θα εσύμφερε να κάμη λόγο δι' αυτό το πράγμα εις την κόρην της. Διότι εφοβήθη μην της δώση αφορμήν να παραπονεθή εις τον πατέρα της. Και τότε τα πράγματα θα εγίνοντο χειρότερα βεβαίως. Ο γέρων πιθανώς θα εκάμπτετο εις τας ικεσίας και τα κλαύματα της μοναχοκόρης, και θα έδιδε περισσοτέραν προίκα. Όθεν εσιώπησεν.
Η Χαδούλα εθαύμασε πώς, ενώ η μήτηρ της ολοφάνερα την είχεν ιδεί να κάμνη τα ριψοκίνδυνα εκείνα νεύματα, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν της, όταν ευρέθησαν μόναι, δεν της έδωκεν ούτε νυχιές, ούτε τσιμπιές, ούτε δαγκωματιές, πράγμα το οποίον, άλλως, συχνά συνείθιζε. Σημειωτέον ότι η προικοδοσία της οικίας εις το παλαιόν ακατοίκητον χωρίον είχε τούτο το ευλογοφανές, ότι πολλαί οικίαι εσώζοντο ακόμα εις το Κάστρον, ότι οικογένειαί τινες συνείθιζον να διατρίβωσι το θέρος εκεί, και ότι εις την φαντασίαν των ανθρώπων υπήρχε προκατάληψις υπέρ του «Παλαιού χωριού», το οποίον επονούσαν οι γεροντότεροι, και δεν είχαν συνειθίσει ακόμα ούτε εις την νέαν τάξιν των πραγμάτων, ούτε εις βίον ειρηνικόν, χωρίς επιδρομάς κλεφτών και πειρατών και της Τουρκικής αρμάδας, και η εγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ενομίζετο οριστική, αλλ' υπήρχε προσδοκία, ότι οι άνθρωποι θα εβιάζοντο και πάλιν να επανέλθουν εις τα παλαιά, τα «μαθημένα» των. Κ' ενώ όλο το Κάστρον ανεπόλουν, και το Κάστρον ελυπούντο και το ερρέμβαζον, και το είχον εις το στόμα, δεν έπαυον όμως να κτίζωσιν οικοδομάς εις τον νέον συνοικισμόν — όπως αποδειχθή διά μυριοστήν φοράν ότι οι άνθρωποι συνήθως άλλα σκέπτονται και άλλα κάμνουν, και ότι μιμούνται αλλήλους μηχανικώς.
Ούτω λοιπόν, μετά δύο εβδομάδας από του αρραβώνος ετελέσθη ο γάμος. Ούτως ηθέλησεν η πενθερά. Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και έν άλλο παιδίον κ' έν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ' οίκον το νέον ανδρόγυνον. Είτα, μετά έν έτος, εγεννήθη το πρώτον παιδίον, ο Στάθης, και δευτέρα η Δελχαρώ, ακολούθως ο Γιαλής, κατόπιν ο Μιχάλης, ακολούθως η Αμέρσα, μετ' αυτήν ο Μητράκης, και η τελευταία η Κρινιώ. Κατά τους πρώτους χρόνους εφαίνετο να βασιλεύη ειρήνη εντός της οικίας. Είτα, όταν ήρχισαν να μεγαλώνουν τα δύο πρώτα παιδιά της νύμφης, είχον δε μεγαλώσει αρκετά και τα δύο τελευταία της ανδραδέλφης, ήρχισε πόλεμος εντός του οίκου.
Τότε η Φραγκογιαννού, ήτις με την ηλικίαν και την πείραν του κόσμου εγένετο πολύ σοφωτέρα, είχεν αξιωθή, ως έλεγε μετριοφρόνως, ν' αποκτήση κι' αυτή ένα σπιτάκι δικό της, χάρις εις την επιδεξιότητα της και την οικονομίαν της. Την μίαν χρονιάν ημπόρεσε μόνον να κτίση τεσσάρας τοίχους λασποκτίστους, μικρούς και χαμηλούς, και να τους στεγάση· την δευτέραν χρονιάν κατώρθωσε να πετσώση κατά τα τρία τέταρτα το σπίτι, δηλ. να κατασκευάση μικρόν πάτωμα, με διαφορά σανίδια, ανόμοια, παλαιά και νέα, και, χωρίς να χάση καιρόν, ανυπομονούσα, πότε να «ξελευθερωθή» από την τυραννίαν της ανδραδέλφης, η οποία εγήραζε κ' εγίνετο παράξενη, εκουβαλήθη, κ' επήγε να εγκατασταθή, μαζί με τον σύζυγόν και τα τέκνα, εις την «γωνιάν» της, εις την «φωλιάν» της, εις την «άκρην» της. Την ημέραν εκείνην, όπως έλεγεν η ιδία, ησθάνθη την μεγαλειτέραν χαράν εις την «ζήσιν» της.
Όλ' αυτά τα ενθυμείτο, και οιονεί τα ανέζη η Φραγκογιαννού, κατά τας μακράς εκείνας αΰπνους νύκτας του Ιανουαρίου, ενώ ο βορράς ηκούετο εκ διαλειμμάτων να συρίζη έξω πλήττων τας κεράμους, και κάμνων να ηχώσι τα παράθυρα, οπότε ηγρύπνει παρά το λίκνον της μικράς εγγόνης της. Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει, προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει. Η Φραγκογιαννού απλήστως από ημερών παρεμόνευε να ίδη συμπτώματα σπασμών εις το μικρόν ασθενές πλάσμα — επειδή τότε ήξευρεν ότι αυτό δεν θα εσώζετο — πλην ευτυχώς τοιούτον πράγμα δεν έβλεπε. «Είναι για να βασανίζεται και να μας βασανίζη», είχεν υποψιθυρίσει, χωρίς κανείς να την ακούση, μέσα της.
Την στιγμήν ταύτην, η Φραγκογιαννού άνοιξε τα κλειστά αγρυπνούντα όμματα, κ' εκούνησε το λίκνον. Συγχρόνως ηθέλησε να δώση το σύνηθες ρευστόν εις το πάσχον μωρόν.
— Ποιος βήχει; ηκούσθη μία φωνή όπισθεν του μεσοτοίχου.
Η γραία δεν απήντησεν. Ήτο Σάββατον εσπέρας, και ο γαμβρός της είχε πίει ένα ρακί παραπάνω, πριν δειπνήση· ομοίως είχε πίει μετά το δείπνον κ' ένα μεγάλο ποτήρι από λάκυρον κρασί, διά να ξεκουρασθή από τα μεροκάματα όλης της εβδομάδος. Λοιπόν, ο Νταντής, επειδή είχε πίει αρκετά, αναλόγως, ωμιλούσε μέσα στον ύπνον του, ή μάλλον παραμιλούσε.
Το μωρόν δεν εδέχθη την ρανίδα του ρευστού εις το στόμα, αλλά την ελάκτισε με την γλωσσίτσαν του, εν τη ορμή του βηχός, όστις είχεν αυξήσει λίαν αλγεινώς.
— Σκασμός! . . . είπε πάλιν ο Κωνσταντής, ο πατήρ του βρέφους μέσα στον ύπνο του.
— Και πλαντασμός! . . . προσέθηκε μετ' ειρωνείας η Φραγκογιαννού.
Η λεχώνα εξαφνίσθη μέσα στον ύπνο της, ακούσασα ίσως τον βήχα του μικρού, και άμα τον αλλόκοτον βραχύν διάλογον, όστις διημείφθη μέσω του ξυλοτοίχου, μεταξύ του κοιμωμένου και της αγρυπνούσης.
— Τ' είναι, μάνα, είπεν ανασηκωθείσα η Δελχαρώ. Δεν είναι καλά το παιδί;
Η γραία εμειδίασε στρυφνώς εις το τρομώδες φως του μικρού λύχνου.
— Σα σ' ακούω, δυχατέρα! . . .
Αυτό το «σα σ' ακούω, δυχατέρα» ελέχθη με τόνον πολύ αλλόκοτον. Άλλως δεν ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην η νεαρά μήτηρ ήκουε τοιούτον τι εκ μέρους της μητρός της. Ενθυμείτο ότι και άλλοτε συνέβη, η γραία, μεταξύ γυναικών και γραϊδίων της γειτονιάς, να εκφράση, μετά σείσματος εκφραστικού της κεφαλής, εις ώρας καθ' ας εγίνετο λόγος περί της μεγάλης πληθώρας των νεαρών κορασίων, περί της σπάνεως, περί του ξενιτευμού και των υπερμέτρων απαιτήσεων των γαμβρών, περί των βασάνων όσα υπέφερε μία Χριστιανή διά να αποκαταστήση «τ' αδύνατα μέρη», τουτέστι τα θήλεα, να εκφράση, λέγω, παραπλήσια αισθήματα. Όταν μάλιστα η μήτηρ της ήκουε περί αρρώστιας μικρών κορασίδων είχεν ακουσθή, σείουσα την κεφαλήν, να λέγη·
— Σα σ' ακούω, γειτόνισσα! . . . «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος;», επειδή συνείθιζε πολύ συχνά να εκφράζεται με παροιμίας λίαν εκφραστικάς. Και άλλοτε πάλιν την ήκουσαν να δογματίζη ότι ο άνθρωπος δεν συμφέρει να κάμνη πολλά κορίτσια, και ότι το καλλίτερον είναι να μη 'πανδρεύεται κανείς. Η δε συνήθης ευχή της προς τα μικρά κοράσια ήτο «να μη σώσουν!. . να μην πάνε παραπάνω!»
Και άλλοτε προέβη επί τοσούτον ώστε να είπη· — Τι να σας ' πω! . . . Έτσι τούρχεται τ' ανθρώπου, την ώραν που γεννιώνται, να τα καρυδοπνίγη! . . .
Ναι μεν το είπεν, αλλά βεβαίως δεν θα ήτον ικανή να το κάμη ποτέ . . . Και η ιδία δεν το επίστευεν.
Γ'.
Ούτω είχον διαρρεύσει πολλαί νύκτες από του τοκετού της Δελχαρώς, της Τραχήλαινας. Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του — το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον. Οι λογισμοί και αι αναμνήσεις της, αμαυραί εικόνες του παρελθόντος, ήρχοντο αλλεπάλληλοι ως κύματα μέσα εις τον νουν της, προ των οφθαλμών της ψυχής της.
Είχε καρπογονήσει, λοιπόν, η Χαδούλα τόσα τέκνα, και είχε κτίσει μικρόν οσπίτιον διά να κατοικήση. Όσον ηύξανεν η οικογένεια, τόσον ηύξανον και τα «φαρμάκια». Ναι, από τας ιδίας οικονομίας της είχεν αποκτήσει την μικράν οικίαν η Γιαννού, και όχι από τα περισσεύματα του συζύγου της. Ο μάστρο-Γιάννης ο Σκούφος, ή ο «Λογαριασμός», δεν ήξευρε, πράγματι, να λογαριάση καλά ούτε πόσα μεροκάματα είχε δουλέψει, ούτε πόσα κάνουν τέσσαρα ή πέντε ή έξ μεροκάματα της εβδομάδος προς μιαν και 75 η μίαν και 80 — διότι τόσα έπαιρνεν ως τρίτης τάξεως μαραγκός. Όταν ενίοτε, ως καλαφάτης, επληρώνετο προς 2.35 ή 2.40, πάλιν δεν είξευρε να τα λογαριάση.
Μόνον του ήρεσκε να τα πίνη, σχεδόν όλα, την Κυριακήν. Πλην ευτυχώς η σύζυγός του είχε λάβει τα μέτρα της, κ' έπαιρνεν αυτή τα λεπτά στα χέρια της το Σάββατον το βράδυ. Ή τα εισέπραττε κατ' ευθείαν από τον πρωτομάστορην, όχι άνευ έριδος και δυσκολίας — επειδή ο πρωτομάστορης δεν ήθελε να της τα δώση προτιμών να τα εγχείριση εις τον μάστρο-Γιάννην τον ίδιον, από τον οποίον μάλιστα εκράτει, καθώς και απ' όλους τους άλλους, δέκα ή δεκαπέντε λεπτά ως έκτακτα ποσοστά, λέγων «έχω κορίτσια, βρε αδερφέ, έχω κορίτσια!» Αλλ' η Φραγκογιαννού πού να γελασθή! Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια, μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;»
Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν. Ή, τέλος, τον άφινε να κοιμηθή μισοζαλισμένος, και τα έκλεπτεν από τα φορέματά του, την νύκτα του Σαββάτου. Μόνον, την Κυριακήν πρωί, του έδιδε διά «χαρτζιλήκι» 40 ή 50 λεπτά.
Λοιπόν είχε κτίσει τον οικίσκον από τας οικονομίας της, αλλά ποία ήτο η πρώτη βάσις του μικρού εκείνου κεφαλαίου; Την ώραν ταύτην, κατά την νύκτα της αγρυπνίας, διά πρώτην φοράν το εξωμολογείτο καθ' εαυτήν. Ποτέ δεν το είχεν ειπεί ούτε εις τον πνευματικόν της, εις τον οποίον άλλως πολύ μικρά πράγματα έλεγεν· ακριβώς εκείνα μόνον τα συνήθη αμαρτήματα, όσα εκείνος ήξευρε προτού να τα είπη αυτή· δηλαδή κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας και τα τοιαύτα. Ποτέ δεν το είχεν ομολογήσει εις την μητέρα της, εφ' όσον έζη εκείνη — ήτις άλλως ήτο η μόνη που το υπώπτευε και το ήξευρε χωρίς να της τω είπη, αυτή. Ναι, είναι αληθές, ότι εμελέτα και είχεν απόφασιν να της τα είπη πατά τας τελευταίας στιγμάς της. Πλην δυστυχώς η γραία, πριν αποθάνη, συνέβη να βωβαθή και να κωφαθή και να μείνη αναίσθητη «σαν πράμμα», όπως περιέγραφε την κατάστασιν ταύτην η κόρη της, κ' έτσι δεν εδόθη ευκαιρία να της ομολογήση το πταίσμα της.
Ακόμη ολιγώτερον δεν το είπε ποτέ εις τον πατέρα της, ούτε εις τον σύζυγόν της. Ιδού ποίον ήτο το μυστικόν τούτο.
Προ του γάμου της η Χαδούλα είχεν αρχίσει να κλέπτη απ' ολίγα ολίγα εκ των χρημάτων του πατρός της απ' ολίγους παράδες, από μισόν γρόσι. Τόσον ολίγα, ώστε σχεδόν δεν το ησθάνθη, ούτε το υπώπτευσεν εκείνος. Μόνον δύο φοράς είχεν εννοήσει ο ίδιος ότι είχε κάμει εσφαλμένον τον λογαριασμόν του μικρού θησαυρού του. Τον θησαυρόν τούτον απέθετεν εις μίαν κρύπτην, την οποίαν προ πολλού είχεν ανακαλύψει η γραία, μετά χρόνον δε ανεκάλυψε και η κόρη. Τότε προς καιρόν, η Χαδούλα διέκοψε τας κλοπάς, διά να μη δώση λαβήν μεγαλειτέρας υπονοίας εις τον πατέρα της. Αργότερα πάλιν εξανάρχισε να κλέπτη περισσότερα, αλλά δεν «έπιανε χαρτωσιά» εμπρός εις τας κλοπάς της μητρός της.
Αύτη είχε κλέψει πολλά, αλλά με τέχνην και μέθοδον. Έκλεπτε τα περισσότερα από τας άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας είχε κατά μέγα μέρος την διαχείρισιν, καθώς από πώλησιν ελαίου και οίνου, προϊόντων των κτημάτων της οικογενείας, και ολίγα, σχεδόν όσα και η κόρη τους, από τα μεροκάματα του γέρου. Μετά χρόνους, όταν άνοιξαν η δουλειές, κι' ο γέρο-Στάθης έγεινε μικρό-αρχιναυπηγός — εσκάρωνε βάρκες και καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος από τον υιόν και από τον παραγυιόν του, εις το προαύλιον της οικίας — τότε η γραία ημπόρεσε να κλέψη αρκετά και από τα κέρδη της ναυπηγικής τέχνης.
Τελευταίον, ολίγους μήνας προ του γάμου της, η Χαδούλα είχε κατορθώσει ν' ανακαλύψη την κρύπτην όπου είχε το κομπόδεμα η μητέρα της. Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων. Η κόρη με φαιδράν έκπληξιν, και με συγκίνησιν τρομώδη, εμέτρησε τα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, και είτα τα έβαλε πάλιν εις την οπήν των, χωρίς να τολμήση να τα πειράξη.
Αλλά την παραμονήν του γάμου, το βράδυ, την ώραν που ενύχτωνεν — όταν είδε την επιμονήν των γονέων της, να μη θέλουν να της δώσουν αρκετήν προίκα, και είδε την απονιάν της μητρός της — παραφυλάξασα την ώραν οπότε η γραία εξήλθε προς στιγμήν από την οικίαν δι' έν θέλημα, κατέβη με παλμόν καρδίας κρυφά στο κατώγι· έψαξε και ανεύρε το κομπόδεμα, το σκυλοδεμένο, και το έλυσεν. Αυτήν την φοράν της εφάνησαν ωσάν ολίγα. Καιρόν δεν είχε να τα μετρήση. Ίσως η γραία να είχεν αφαιρέσει μερικά εκ των ταλλήρων, και είχε κάμει χρήσιν δι' αγνώστους σκοπούς. Της ήλθεν η ιδέα να πάρη το κομπόδεμα όλον, αυτούσιον μαζί με την λωρίδα της παλαιάς μανδήλας της μητρός της, αλλ' εφοβήθη· έλαβε μόνον οκτώ ή εννέα τάλληρα, καταρχάς — τόσα, όσα εφαντάζετο ότι η απουσία των δεν θα επέφερε μεγάλην διαφοράν εις τον όγκον και δεν θα ήτο αμέσως επαισθητή, είτα έκαμε να το δέση· ακολούθως πάλιν το ήνοιξε, έλαβεν άλλα πέντε ή έξ, το όλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του.
Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της.
Έμεινεν ευχαριστημένη, διότι εκείνη δεν τα επήρεν όλα. «Στραβομάρα είχεν!» είπε μεταξύ των οδόντων της.
Το ποσόν εκείνο, το οποίον η Χαδούλα είχε κλέψει κατά καιρούς από τους γονείς της, ανερχόμενον περίπου εις τετρακόσια γρόσια, το νόμισμα της εποχής εκείνης, έκρυπτεν επί τόσα έτη επιμελώς. Αλλά διά να κτίση την οικίαν, το ηύξησε με την ικανότητά της. Ήτον βεβαίως εργατική και επιδέξια. Όσον της επέτρεπον αι μέριμναι της ανατροφής τόσων αλλεπαλλήλων τέκνων, εξενοδούλευε. Πλην, εις τους μικρούς τόπους «δεν υπάρχουσιν ειδικοί, αλλά πολυτεχνίται», και όπως ένας μπακάλης κωμοπόλεως είναι συγχρόνως και έμπορος ψιλικών, και φαρμακοπώλης, αλλά και τοκογλύφος, ούτω και μία καλή υφάντρια, οποία ήτο η Φραγκογιαννού, ουδέν εκώλυε να κάμνη συγχρόνως και την μαμμήν ή την ψευδογιάτρισσαν, και άλλα επαγγέλματα ακόμη να εξασκή, ήρκει να είναι επιτήδεια. Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών.
Εδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας. Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθουμένη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην οκτώ ετών, και την Κρινιώ εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζε — την αγριοχρομμύδα, την δροκοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμη — τα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιόν της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν.
Με αυτά τα βότανα κατεσκεύαζε διαφορά μαντζούνια, τα οποία εσύσταινεν ως αλάνθαστα ιατρικά κατά των χρονίων πόνων, του στήθους, της κοιλίας, των εντέρων κτλ. Τη βοηθεία όλων αυτών των μέσων, ολίγα κερδίζουσα, αλλ' οικονόμος, κατώρθωσε, με τον καιρόν, να κτίση την μικράν φωλεάν της. Αλλ' οι νεοσσοί είχαν αρχίσει να ξεπετούν ήδη, να φεύγουν εις τα ξένα!
Κατά την εποχήν εκείνην, ο πρώτος υιός της, εικοσαετής ήδη, ο Σταθαρός, είχε ξενητευθή εις την Αμερικήν, αφού δε έστειλεν έν ή δύο γράμματα, εσιώπησε, και έκτοτε δεν είχε δώσει σημείον ζωής. Μετά τρία έτη ο δεύτερος υιός της, ο Γιαλής, είχε μεγαλώσει κι' αυτός, κ' εμβαρκαρίσθη.
Και οι δύο εις τα μικρά των χρόνια, είχαν δοκιμάσει την τέχνην του πατρός των, αλλ' ούτε ο είς ούτε ο άλλος επρόκοψαν πολύ, ουδέ ηρκέσθησαν εις αυτήν. Ο Γιαλής, ως φιλόστοργος υιός και αδελφός, έγραφε προς την μητέρα του εκ Μασσαλίας, όπου είχεν υπάγει μ' ένα πατριωτικό καράβι, ότι απεφάσισε κι' αυτός να υπάγη στην Αμερικήν, να ιδή τι γίνεται ο μεγάλος αδελφός του, ίσως τον ανακαλύψη κάπου. Αλλά παρήλθον καιροί και χρόνοι έκτοτε και ούτε ο είς ούτε ο άλλος ηκούσθησαν πλέον.
Τότε έλαβεν αφορμήν η μητέρα των να ενθυμήση ένα παραμύθι του λαού εκ των αστειοτέρων, εν ώ γίνεται λόγος περί στρώματος από μέλι, εις το οποίον εκόλλησαν διαδοχικώς και ο πρώτος αποσταλείς υιός της Γρηάς, διά να συλλέξη και φέρη εκείθεν το μέλι, και ο δεύτερος υιός, όστις είχε σταλή διά να ξεκολλήση τον πρώτον, και ο τρίτος, όστις εστάλη διά να φέρη οπίσω και τους δύο, και ο Γέρος, όστις επήγε να ιδή τι γίνονται οι υιοί του· τέλος, αυτή η Γρηά, η οποία εις το ύστερον απεφάσισε να υπάγη να ιδή, μακρόθεν όμως — διότι, ως γρηά, είχε τόσην πονηρίαν — τι έγειναν ο Γέρος και τα παιδιά και δεν εγύρισαν οπίσω από το «θέλημα», εις το οποίον τους είχε στείλει, μόλις αυτή εγλύτωσε και δεν εκόλλησε. Τότε στραφείσα προς τους τεσσάρας κολλημένους τους είπεν· «Α! αυτό σας μέλλει; εμένα δεν με μέλει!»
Εν τω μεταξύ, ενώ ο Σταθαρός κι' ο Γιαλής είχαν ξενιτευθή εις την Αμερικήν, και είχαν φάγη λωτόν, ή είχαν πίη τον Λήθην, η Δελχαρώ, η πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετά τους ξενιτευομένους αδελφούς της, εμεγάλωνεν, ολονέν εμεγάλωνε. Κ' η Αμέρσα, σχεδόν τέσσαρα έτη μικροτέρα της αδελφής της, εμεγάλωνε κι' αυτή εναμίλλως με την Δελχαρώ, κ' «έρριχνε μπόι»· εγίνετο ανδρώδης, μελαψή και ζωηρά, κ' η γειτόνισσες την ωνόμαζον «το σερνικοθήλυκο». Κ' εκείνη η μικρά, το Κρινάκι, ήτις δεν είχε φευ! του κρίνου το χρώμα, αν και φυσικά ισχνή, εδείκνυεν ήδη συμπτώματα αναπτύξεως.
Πώς μεγαλώνουν, Θεέ μου! εσκέπτετο η Φραγκογιαννού. Ποίος κήπος, ποίον λειβάδι, ποία άνοιξις παράγει αυτό το φυτόν!' Και πώς βλαστάνει και θάλλει και φυλλομανεί και φουντώνει! Και όλοι αυτοί οι βλαστοί, όλα τα νεόφυτα, θα γείνουν μίαν ημέραν πρασιαί, λόχμαι, κήποι; Και ούτω θα εξακολουθή; Και πάσα οικογένεια εις την γειτονιάν, και εις την συνοικίαν και εις την πόλιν είχαν από δύο έως τρία κοράσια. Μερικαί είχον τέσσαρα, άλλαι πέντε. Μία μητέρα είχεν έξ θυγατέρας χωρίς κανένα υιόν, άλλη μία είχεν επτά κ' ένα υιόν, ο οποίος εφαίνετο προωρισμένος να φανή άχρηστος.
Λοιπόν όλοι αυτοί οι γονείς, όλα τα ανδρόγυνα, όλαι αι χήραι, ανάγκη πάσα και χρέος απαραίτητον, να υπανδρεύσουν όλας αυτάς τας κόρας — και τας πέντε, και τας έξ, και τας επτά! Και να δώσουν εις όλας προίκα. Πάσα πτωχή οικογένεια, πάσα μήτηρ χήρα, με δύο στρέμματα αγρούς, μ' ένα πενιχρόν οικίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα — είτε κολλήγισα άλλων ευποροτέρων οικογενειών εις τα κτήματα, εις τας συκάς και τας μορέας — συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ολίγην μέταξαν — ή τρέφουσα δύο ή τρεις αίγας ή αμνάδας — γινομένη κακή με όλους τους γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διά μικράς ζημίας — φορολογουμένη ασπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον άρτον ποτισμένον με ιδρώτα αλμυρόν — ώφειλεν εξ άπαντος «ν' αποκαταστήση» όλα τα θήλεα ταύτα, και να δώση πέντε, έξ, ή επτά προίκας! Ω θεέ μου!
Και οποίας προίκας, κατά τα νησιωτικά έθιμα. «Σπίτι στα Κοτρώνια, αμπέλι στην Αμμουδιά, εληώνα στο Λεχούνι, χωράφι στα Στροφλιά». Αλλά κατά τους τελευταίους χρόνους, περί τα μέσα του αιώνος, είχε κολλήσει και άλλη ψώρα. Το «μέτρημα» εκείνο, το οποίον εις Κωνσταντινούπολιν ωνομάζετο «τράχωμα», συνήθεια την οποίαν, αν δεν απατώμαι, είχεν αφορίσει η Μεγάλη Εκκλησία. Ώφειλεν έκαστος να δώση και μετρητήν προίκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακόσιας, αδιάφορον. Άλλως ας είχε τας κόρας του να τας καμαρώνη. Ας τας έβαζε στο ράφι. Ας τας έκλεινε στο δουλάπι. Ας τας έστελνε στο Μουσείον.
Δ'.
Έως εδώ είχον φθάσει αι αναμνήσεις και οι λογισμοί της αγρυπνούσης γραίας. Ελάλησε το δεύτερον ο πετεινός, θα είχαν περάσει δύο μετά τα μεσάνυκτα. Ιανουάριος ο μην. Χρόνος η νύκτα. Βοράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβυνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου.
Την στιγμήν εκείνην τόσον παράωρα, ενώ είχε κλειστά τα όμματα, εκρούσθη παραδόξως έξωθεν η θύρα. Η γραία εξαφνίσθη. Δεν ήθελε να φωνάξη «ποιος είναι», διά να μην εξυπνήση την λεχώ, αλλ' απετίναξε την νάρκην της, διακοπείσαν ήδη αποτόμως διά του κρότου της θύρας τον οποίον είχε ακούσει, εσηκώθη σιγά, εξήλθε του θαλάμου. Πριν φθάση εις την έξω θύραν, ήκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν·
— Μάνα!
Ανεγνώρισε την φωνήν της Αμέρσας. Ήτο η δευτορότοκος κόρη της.
— Τι έπαθες, αρή;. . . Τι σου ήρθε, τέτοια ώρα;
Και ήνοιξε την θύραν.
Μάνα, επανέλαβε μετ' ασθμαινούσης φωνής η Αμέρσα. Τι κάνει το κορίτσι; . . . μην πέθανε;
— Όχι . . . κοιμάται. Τώρα ησύχασε, είπεν η γραία. Πώς σου ήρθε;
— Είδα στον ύπνο μου πως πέθανε, είπε με πάλλουσαν ακόμη φωνήν η υψηλή γεροντοκόρη.
— Αμμ' σαν είχε πεθάνει, τάχα τι; είπε κυνικώς η γραία . . . Κ' εσηκώθης . . . κ' ήρθες να ιδής;
Η οικία της Γιαννούς, όπου αυτή συνήθως εκατοίκει μετά των δύο αγάμων θυγατέρων της — καθότι προσωρινώς τώρα διενυκτέρευε πλησίον της λεχούς — έκειτο ολίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα παρέκει. Αυτή η οικία της Δελχαρώς είχε δοθή προικώα είς ταύτην, ήτο δε αυτή η παλαιά οικία, η κτισθείσα από τας οικονομίας της Χαδούλας, και από τον πρώτον πυρήνα, τον οποίον είχε σχηματίσει από το κομπόδεμα των αειμνήστων γονέων της. Ύστερον, ολίγα έτη μετά τον γάμον της Δελχαρώς, είχε κατορθώσει η μήτηρ της ν' αποκτήση και δευτέραν φωλεάν, μικροτέραν και αθλιεστέραν της πρώτης, εις την αυτήν συνοικίαν. Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης.
Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη,
— Κ' εσηκώθης; . . . κ' ήρθες να ιδής;
— Ξαφνίστηκα μέσ' τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου.
— Μαύρο σημάδι;
— Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου . . . και πως έβαλες τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση.
— Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα . . . Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα . . .
— Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα.
— Και δεν σ' έννοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες;
— Όχι· κοιμάται.
— Κι' αν ξυπνήση, κ' ιδή να λείπης από κοντά της, πώς θα της φανή;. . . Δε θα βάλη της φωνές;. . .Θα τρελλαθή, το κορίτσι!
Αι δύο αδελφαί εκοιμώντο τω όντι μόναι εις την μικράν οικίαν. Η Αμέρσα ήτο άφοβος, κ' ενέπνεε πεποίθησιν, ως να ήτο ανήρ. Ο πατήρ των είχεν αποθάνει προ πολλού, οι δε επιζώντες υιοί διαρκώς έλειπον εις τα ξένα.
— Πάω 'πίσω, μάνα, είπεν η Αμέρσα . . . Αλήθεια, δεν εσυλλογίστηκα πως μπορεί να ξυπνήση το Κρινιώ, αυτήν την ώρα, να τρομάξη, που θα λείπω.
— Μπορούσες να μείνης κ' εδώ, είπεν η μητέρα· μόνο μη ξυπνήση άξαφνα το Κρινιώ, και πάρη φόβο.
Η Αμέρσα εκοντοστάθη προς στιγμήν.
— Μάνα, είπε, θέλεις να καθίσω εγώ 'δω, να πας εσύ στο σπίτι; . . . για να ξεκουραστής, να ησυχάσης.
— Όχι, είπεν, αφού εσκέφθη προς στιγμήν η γραία. Τώρα κ' η νύχτα αυτή πέρασε. Αύριο βράδυ, πηγαίνω εγώ στο σπίτι, και κάθεσαι συ εδώ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλό ξημέρωμα!
Όλος ο διάλογος εγίνετο εις μικρόν, στενόν πρόδομον, κατέμπροσθεν του θαλαμίσκου, όπου ηκούοντο ηχηροί και πολύχορδοι οι ρογχαλισμοί του Κωνσιαντή. Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλυτη, με ελαφρότατον, άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν.
Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα. Αυτή να φοβηθή τα στοιχειά, ήτις δεν είχε φοβηθή τον αδελφόν της τον Μήτρον, τον κοινώς καλούμενον Μώρον ή Μούρον ή Μούτρον — τον σκιάν εκείνον, τον τρίτον υιόν της μητρός της, τον οποίον η τεκούσα ωνόμαζε συνήθως «το σκυλί τ' Αγαρηνό!» — τον κατά τρία έτη μεγαλείτερον αδελφόν της, όστις την είχε μαχαιρώσει ήδη άπαξ — αλλ' αυτή τον είχε σώσει, μη θέλουσα να τον παραδώση εις την εξουσίαν — και θα την εμαχαίρωνε βεβαίως και δευτέραν φοράν, εάν έμενεν έκτοτε ελεύθερος. Ευτυχώς είχεν αλλού εξασκήσει τας φονικάς ορμάς του, εν τω μεταξύ, και είχε κλεισθή εγκαίρως εις τας Βενετικάς ειρκτάς του παλαιού φρουρίου, εις την Χαλκίδα.
Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μώρος ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάνα του — νουν ο οποίος εγέννα. Παιδιόθεν ήτο ικανός μόνος του, να πλάττη, αυτοδίδακτος, πολλά ωραία μικρά πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, αγαλμάτια, κούκλες και άλλα ακόμη. Ήτο σκιάς της γειτονιάς, ο σημαιοφόρος όλων των μαγκών, και είχεν εις τους ορισμούς του όλους τους αγυιόπαιδας, όλα τα ξυπόλυτα του δρόμου. Είχε συνειθίσει ενωρίς την μέθην και την ασωτίαν, εξετέλει θορυβώδεις παιδιάς, διαδηλώσεις, παιδικάς οχλαγωγίας, μαζύ με τούς μικρούς φίλους του· επροκάλει καυγάδες εις τον δρόμον, επετροβόλει όσους συνήντα γέροντας και γραίας, όσους πτωχούς και αδυνάτους. Δεν άφηνε σχεδόν κανένα άνθρωπον απείρακτον.
Είχε κλέψει με το μάτι, από ένα διαβατικόν μαχαιροποιόν, την τέχνην του. Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάση μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον — κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτο ούτω σχεδιασμένον. Προσέτι εδοκίμαζε να κατασκευάζη κουμπούρες, πιστόλια, μικρά κανονάκια, και άλλα φονικά όργανα. Όλα τα λεπτά, όσα εκέρδιζεν από της κούκλες, τ' αγαλμάτια και τας προσωπίδας, και δεν τα έπινε, τα ηγόραζε πυρίτιδα. Και ο ίδιος είχε δοκιμάσει να κατασκευάζη έν τοιούτον προϊόν. Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμότερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευεν διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι.
Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον. Δύο χωροφύλακες, ακούσαντες τα παράπονα πολλών ανθρώπων, τον εκυνήγησαν διά να τον πιάσουν, και τον πάρουν «μέσα» ή «στην Καζάρμα». Αλλ' ο Μώρος, λίαν ευκίνητος, τους έφυγεν, εγύρισε και τους εμυκτήρισε μακρόθεν, και πάλιν τραπείς εις φυγήν, εκρύβη εις μέρος απρόσιτον — εις το μέσα μέρος του υποστέγου ταρσανά ενός ναυπηγού, εξαδέλφου του. Είτα, επειδή οι δύο άνδρες παρήτησαν την καταδίωξιν, ανέλαβε θάρρος κ' εξήλθεν εις τον δρόμον.
Την ημέραν εκείνην, ο Μώρος, επειδή δεν είχεν ξεμεθύσει ακόμα, κατήντησε να κυνηγήση εις τον δρόμον και την ιδίαν μητέρα του, απειλών να την σφάξη. Παρεπονείτο ότι η γραία του είχε κλέψει λεπτά από την τσέπην του. Την έφθασεν εις την αυλήν της οικίας, όπου έτρεχεν αύτη διά να κρυφθή, την άρπαξεν από τα μαλλιά, και την έσυρεν επί του εδάφους της οδού, εις διάστημα πενήντα βημάτων.
Αυτή είχε βάλει τας φωνάς, κ' εξήλθον οι γείτονες. Ήτον ώρα εσπερινού, μικρόν προ της δύσεως του ηλίου. Εις τας φωνάς των γειτόνων, έφθασαν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες από πριν κατεζήτουν τον Μούρον, και μόνον κατά το φαινόμενον είχον παραιτήσει το κυνήγημα — εξ εναντίας μάλιστα ήσαν λίαν εξοργισμένοι εναντίον του ταραξίου. Ο Μούρος, άμα τους είδεν, άφησε την μητέρα του κ' ετράπη εις φυγήν. Ετρεξε να κρυφθή εις την οικίαν, εξ ανάγκης, επειδή ευρέθη «στα στενά», και δεν έβλεπεν άλλο άσυλον πλέον μακρυσμένον αλλ' ασφαλέστερον.
Η γραία άμα εσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτού, είδε τους χωροφύλακας, κι' άρχισε να τους ικετεύη.
— Αφήστε τον, παιδιά! Παλαβός είναι, δεν είναι τίποτε. Μην τονε σκοτώνετε, παιδιά, με το καμτσί!
Τούτο είπεν, διότι είδε τον ένα χωροφύλακα εξηγριωμένον, κρατούντα εις την χείρα φοβερόν μαστίγιον. Οι δύο άνδρες δεν έδωκαν προσοχήν εις τας ικεσίας της, αλλ' εξηκολούθησαν να τρέχουν προς καταδίωξιν του Μώρου. Παρεβίασαν το άσυλον, το κατώγι της οικίας, όπου είχε το εργοστάσιόν του ο Μώρος. Εκεί είχε τρέξει διά να κρυφθή, και μόλις επρόφθασε να μανδαλώση την θύραν. Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζόμενη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διoρθώση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον. Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα. Η κλαβανή ήτο σιμά εις τον βόρειον τοίχον, ο δε βόρειος τοίχος ήτο εν μέρει θεμελιωμένος εις τον βράχον, ο βράχος εξείχε, και παρείχε πάτημα εις τους πόδας του Μώρου τους γοργούς, και άλλας εσοχάς επί του τοίχου είχε σκάψει ο ίδιος κατά καιρούς διά μόνων των ποδών του. Επειδή φαίνεται ότι συνείθιζε πολύ συχνά το είδος τούτο της γυμναστικής.
Η σανίς της καταρρακτής ήτο κλειστή. Ο Μώρος την ήνοιξε με ένα κτύπον της κεφαλής του και με μίαν προσπάθειαν του αριστερού του βραχίονος. Είτα ως ο κολυμβητής, ο αναδυόμενος εκ του κύματος, επήδησεν επάνω εις το πάτωμα, έκλεισε μετά κρότου την κλαβανήν, κ' εφάνη ότι έθεσεν εν βάρος, ίσως μικράν τινα κασσέλαν, επί της σανίδος.
Οι δύο χωροφύλακες, εν οργή και με πολλάς βρασφημίας, ήρχισαν να ψάχνουν εις το ισόγειον. Κατέσχον όσα μαχαίρια και κουμπούρια εύρον εκεί, όπως και τον τροχόν, και δύο άλλας μικράς ακόνας και ητοιμάζοντο να εξέλθουν ίσως διά να φύγουν, ίσως και διά ν' ανέλθουν επάνω εις την οικίαν.
Ο Μούτρος ή Μούρτος, επάνω στο πάτωμα, ήτον πλήρης οργής, μεθύων ακόμη, και αφρισμένος. Εφύσα από μανίαν και λύσσαν. Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων. Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι.
— Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.
— Σιώπα! . . . σιώπα! εψιθύρισεν η Αμέρσα. Πω πω, θεέ μου! Δύο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι . . . ψάχνουν . . . ψάχνουν . . . Τι γυρεύουν;
Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας. Είτα αίφνης τους είδε να κόπτουν προς την γωνίαν, όπου ίστατο ο υφαντικός ιστός της μητρός της, και είδε τον ένα χωροφύλακα να λαμβάνη εις τας χείρας του την σαΐτταν ή κερκίδα, ήτις θα του εφάνη ίσως και αυτή ως όπλον — αφού μάλιστα καλείται και σαΐττα. Ο άλλος εδοκίμασε ν' αποσπάση από τον εργαλειόν το αντίον, το μέγα κυλινδροειδές ξύλον, περί το οποίον τυλίγεται το νεοΰφαντον πανίον· ίσως δεν είχεν ιδεί παρόμοιον πράγμα εις την ζωήν του κ' εφαντάζετο ότι και αυτό ίσως θα ήτο καλόν διά να χρησιμεύση ως όπλον.
Η Αμέρσα, ιδούσα, αφήκε κραυγήν πεπνιγμένην. Ηθέλησε να φωνάξη ν' αφήσουν το αντί και την σαγίττα, αλλ' ο ήχος εξέπνευσεν εις το στόμα της.
— Σκάσε, μωρή! έγρυξεν ο Μούρτος. Τι λογιάζεις; Τι γλέπεις και γελάς;
Ο Μούρτος, εν τη μέθη του, είχεν εκλάβει ως γέλωτα την άναρθρον εκείνην κραυγήν της αδελφής του.
Μετ' ολίγα λεπτά, οι δύο χωροφύλακες, αφού έρριψαν τελευταίαν βλέμμα προς την κλαβανήν — την οποίαν είχον ιδεί να κλείεται ακριβώς καθ' ην στιγμήν εισήρχοντο εις το ισόγειον — εξήλθον. Η Αμέρσα ανεσηκώθη. Της εφάνη ότι ήκουσε τριγμόν εις το κάτω σκαλοπάτι της εξωτερικής σκάλας, ήτις ήτο ξυλίνη, σκεπαστή υπό το ευρύχωρον χαγιάτι, το υπόστεγον. Ετρεξε προς την θύραν.
Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, επροσποιήθη να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη.
Ο Μούρος βλέπων την Αμέρσαν να τρέχη προς την θύραν, εφαντάσθη, εν τω παραλογισμώ της μέθης του, ότι η αδελφή του ήθελε ν' ανοίξη την θύραν και τον παραδώση εις τους χωροφύλακας. Τότε τυφλός εκ μανίας, έσυρεν όπισθεν, από τα νώτα της οσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν, την οποίαν είχε και ορμήσας εκτύπησε την αδελφήν του εις το πλευρόν όπισθεν κατά την δεξιάν μασχάλην.
Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν.
Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τι να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκύτταξαν επάνω κ' έτρεξαν.
Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν.
— Εν ονόματι του Νόμου! ανοίξατε!
Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει·
— Έχε τον νουν σου, συ! Μη μας το στρήψη από κάτ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωσι! . . . Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε;
— Τι κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.
— Αυτό που σου κρένω! επέμενεν ο πρώτος . . . Κάμε κείνο που σε χουιάζουνε!
Ο δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρός ολίγον, έτρεξε κάτω όσον ταχύτερα ημπόρεσε, διά να κλείση την θύραν του ισογείου, ή διά να παραμονεύση. Αλλ' ήτον ήδη αργά. Ο Μούρος εν τω μεταξύ είχεν ανοίξει την κλαβανήν, αποσύρας την μικράν κασσέλαν, την οποίαν είχε βάλει επάνω της, και είχε πηδήσει κάτω. Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής.
Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών. Ήτο βραχώδης λόφος υψούμενος υπεράνω, εκ των νώτων της οικίας, όπου ήξευρεν όλα τα «κατατόπια» ο Μούρτος. Ούτε κατώρθωσέ τις ποτέ χωροφύλαξ ή άλλος να τον συλλάβη.
Την ώραν που είχε πηδήσει ο Μούτρος από την καταρρακτήν, παραδόξως είχεν ενθυμηθή — ίσως διότι είχε ξεμεθύσει ήδη από τα συμβάντα, ή είχε «ξεμουστώσει», όπως θα έλεγεν ο ίδιος — είχεν ενθυμηθή, λέγω, ότι, αφού εμαχαίρωσε την αδελφήν του η μάχαιρα του έπεσεν από την χείρα, και έκειτο εις το πάτωμα. Τούτο συνέβη ίσως διότι, του είχον έλθει τύψις και φόβος, την στιγμήν εκείνην — διά και επιπολής μόνον είχε θίξει με την λεπίδα την σάρκα της αδελφής του.
Καθώς του ήλθεν η ιδέα να φύγη κ' έτρεξε ν' ανοίξη την κλαβανήν, επειδή ενόησε πλέον ότι οι χωροφύλακες ανέβαινον εις το πάτωμα, μη έχων καιρόν να επανέλθη προς το μέρος της θύρας, διά να κύψη και αναλάβη την μάχαιραν, έτοιμος να πηδήση κάτω, εφώναξε προς την αδελφήν του·
— Το «χαμπέρ», μωρή! . . . Κύτταξε να κρύψης κείνο το «χαμπέρι»!
Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατά την φοβεράν στιγμήν, πταίστης και ένοχος, επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της αδελφής του διά να τον σώση, καθότι είχε πεποίθησιν εις αυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, και θα έβλεπον το αίμα οι διώκται. Και συνιστών την απόκρυψιν του οργάνου, ήλπιζε την απόκρυψιν του εγκλήματος.
Τω όντι η Αμέρσα, ενώ το αίμα έρρεεν ήδη εκ της πληγής της, βλέπουσα ότι εξάπαντος θα παρεβιάζετο η θύρα, εκ παλαιάς λεπτής σανίδος, μ' εσκωριασμένους σύρτας και μάνδαλα, σχεδόν λιποθυμούσα ήδη, έκυψε και ανέλαβε την μάχαιραν. Είτα εσύρθη μέχρι της γωνίας όπου ήτο μικρά τέμπλα, ήτοι σωρός εκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων και στρωμνών.
Έκρυψε την αιματωμένην μάχαιραν κάτωθεν όλου αυτού του σωρού των οθονίων, ετυλίχθη αυτή με παλαιόν, εμβαλωμένον, αλλά καθαρόν πάπλωμα, κ' εκάθησεν απάνω εις τον χαμηλόν σωρόν, όστις εβυθίσθη ακόμη χαμηλότερα. Έφερε την αριστεράν χείρα εις την μασχάλην της, κ' επροσπάθει να σταματήση το αίμα. Παραδόξως δεν είχε δειλιάσει όταν είχεν ιδεί το αίμα, αν και πρώτην φοράν της συνέβαινε το πάθημα. Το όλον της εφαίνετο ως όνειρον. Μόνον έσφιγγε τους οδόντας και ηπόρει πώς δεν ησθάνετο ακόμη πόνον. Αλλά μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, ησθάνθη οξείαν αλγηδόνα.
Την ιδίαν στιγμήν, η θύρα εβυθίσθη προς τα έσω. Ο είς χωροφύλαξ εισεπήδησε μετά κρότου εις το πάτωμα.
Η Αμέρσα δεν ανεσήκωσε την κεφαλήν, έκυπτε και ήτο τυλιγμένη έως την μύτην εις το πάπλωμα.
— Πού είναι αυτός, ο σκιάς; έκραξεν απειλητικώς ο χωροφύλαξ.
Η Αμέρσα δεν απήντησεν.
Ο στρατιωτικός, όστις δεν είχεν αντιληφθή ούτε την φυγήν του Μούρου, ούτε την ανατροπήν και πτώσιν του ιδίου συστρατιώτου του, ίσως διότι η στιγμή εκείνη συνέπεσεν ακριβώς με την παραβίασιν της θύρας, και ο είς κρότος έπνιγε και εβώβαινε τον άλλον, εξήτασεν όλον τον πρόδομον όπου ευρίσκετο η Αμέρσα, είτα μετέβη δρομαίως εις τον χειμερινόν θάλαμον, είτα εις τον θαλαμίσκον. Κανένα δεν εύρε. Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή.
Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ο μόσκηνός του.
— Τώστριψε;
— Τώδωκε απ' την καταρρήχωσι χάμω . . .
— Και τον εχούιαξες; . . . Δεν τον επρόκαμες;
— Έφαγα κατραπακιά! . . . Α! μα φευγάλα . . . Εφτά μίλια την ώρα! . . .
— Αχ! έκαμεν ο πρώτος χωροφύλαξ, κάμπτων τον λιχανόν της δεξιάς χειρός, και φέρων αυτόν εις το στόμα, ως διά να τον δαγκάση, μετά πείσματος βιαίου της κεφαλής. Μας πρέπει για να μας τα ξηλώσουνε.
Ο δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων να κάμη τον αυστηρόν, απέτεινε τον λόγον προς την κόρην.
— Για πού τώβαλε ο αδερφός σου, μωρή; της είπεν.
Η Αμέρσα δεν απήντησε. Πλην μέσα της με ακουσίαν ειρωνείαν ίσως θα εψιθύρισε με όλον τον δεινόν πόνον και την αγωνίαν ην ησθάνετο· «Εσύ ξέρεις».
— Τι κάθεσαι αυτού, κορίτσι μου; είπεν ημερώτερος ο πρώτος χωροφύλαξ. Μη σ' εχτύπησε τίποτα;
Η Αμέρσα ανένευσε.
— Τ' είχε και σε χάλευε; . . . Γύρευε να σε μαχαιρώση;
— Γιατί φώναξες! προσέθηκεν ο δεύτερος.
Η Αμέρσα απήντησεν εις την ερώτησιν του πρώτου χωροφύλακος.
— Όχι!
— Αλήθεια, μη σ' εμαχαίρωσε; επέμενεν ο άνθρωπος.
Η Αμέρσα, με φυσικήν επιφώνησιν, είπεν·
— Ο αδελφός μου, θελά με μαχαιρώση!
— Γιατί κάθεσ' αυτού, τι έχεις; Είσαι άρρωστη;
— Έχω θέρμη!
Η Αμέρσα δεν είχε συλλογισθή ότι το πάτωμα, ή και η ψάθα, θα είχαν ίσως κηλιδωθή με αίμα. Ήδη είχε δύσει ο ήλιος, και ήτο αμφιλύκη εντός της οικίας. Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς.
— Γιατί είχες βάλει μία φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ.
— Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.
Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμε ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας συγκινηθέντες, εκυττάχθησαν, και ο πρώτος είπε·
— Μα, πού είν' η μάνα της;
Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.
— Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ.
Είτα προσέθηκε·
— Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.
Όλα ταύτα ήρχοντο συχνά εις την μνήμην της Αμέρσας, κ' επανήλθον ακόμη και κατά τας μακράς ώρας, της νυκτός, τας εσπερινάς και ορθρίας, οπότε αύτη έχανε τον ύπνον της εις τον οικίσκον, πλησίον της κοιμωμένης Κρινιώς, της μικράς αδελφής, ενώ η μήτηρ των απούσα κατά τας αυτός ώρας ηγρύπνει επί νύκτας τώρα, εις τον θάλαμον της λεχούς, εις την οικίαν της άλλης, της μεγάλης κόρης της, και όταν επέστρεψεν εις τον οικίσκον μετά την νυκτερινήν έξοδον, την οποίαν είχεν επιχειρήσει, ως «αλαφροΐσκιωτη» που ήτον, κατ' ακολουθίαν του ονείρου εκείνου, είδεν εις το αμυδρόν φως της κανδήλας, της καιούσης εμπρός εις την μικράν παλαιάν και μαυρισμένην εικόνα της Παναγίας, είδεν ότι η μικρά αδελφή της, το Κρινιώ, εκοιμάτο ακόμη, και δεν εφαίνετο να είχε σεισθή από την θέσιν της. Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ηρέμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση.
Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι. Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτη;» Αυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι, και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι, ή ν' αφίνωσι παράδοξον εντύπωσιν. Και αυτά τα ψεύματά της, όσα έλεγεν, εγίνοντο ακούσιαι αλήθειαι δι' αυτήν. Όπως, φέρ' ειπείν, όταν, μετά το μαχαίρωμα το οποίον είχεν υποστή από τον αδελφόν της, απαντώσα εις τας εταστικάς ερωτήσεις του χωροφύλακος, έλεγεν: «Είχα πόνο και ζάλη!». Και συγχρόνως άμα τω λόγω αυτώ, της ήρχετο αληθής λιποθυμία, ωσεί ανωτέρα τις, δαιμονία θέλησις να ήθελε να καλύψη το ψεύδος της.
Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται ραγδαίαι, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνος ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.
Ε'.
Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλείτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ίδια και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθηκεύση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρια πρέπει ν' ανιχνεύση γαμβρόν, να τον κυνηγήση, να τον αλιεύση, να τον ζωγρήση. Και οποίον γαμβρόν!
Ένα ωσάν τον Κωνσταντήν, όστις ερρογχάλιζε τώρα, πέραν του μεσοτοίχου, εις τον πλαγινόν θαλαμίσκον, άνθρωπον σπανόν, «αΐσκιωτον», άγαρμπον. Και ο τοιούτος να έχη «καπρίτσια», απαιτήσεις, πείσματα· σήμερον να ζητή τούτο και αύριον εκείνο· την μίαν ημέραν να ζητή τόσα, την άλλην περισσότερα· και συχνά «να τον βάζουν στα λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή φθονεροί, ν' ακούη εντεύθεν κ' εκείθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» και να μη θέλη «να ταιριασθή». Και να εγκαθίσταται μετά τον αρραβώνα στης πενθεράς το σπίτι, και να «σκαρώνη» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι' όλον τον καιρόν «κόττα-πήττα».
Κι αυτόν τον γαμβρόν, με μυρίους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύν καιρόν, να τον πείθη τις να στεφανωθή επιτέλους. Κ' η νύφη να καμαρώνη, φέρουσα στολισμόν πολυτελή, καρπόν πολλής νηστείας και οικονομίας, κ' η νύφη να μην έχη πλέον μέσην, διά ν' αναδεικνύεται το πάλαι λιγυρόν ανάστημά της.
Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρην — μετά τρία ακόμη έτη ένα υιόν — μετά δύο έτη πάλιν κόρην — αυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη.
Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσα — κι' άλλα τόσα — κι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν.
Έμεινεν η καϋμένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπανδρη, (ας έχη την ευχήν της). Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα. Τι θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τι να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτο — την εκαίετο.
Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι' αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως κι' αν έχη, η μάνα της δεν έχει σκοπόν — δεν βαστά πλέον, δεν αντέχει — να υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερεν. Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα!»
Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, όταν συνέβαινε, μετά της μικράς πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν' ακολουθή βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύσπλαγχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας, ή μακρυνής συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν ημπορούσε να καταλαμβάνη τι εμυρμύριζεν ο ιερεύς, μασσών τας λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον . . . . Πολλάκις γάρ του μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν· Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν. Αλληλούια!» Και πάλιν· «Ω τέκνον, τίς ποτε μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!»
Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία έξοχη, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ω! ο Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας διά να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδια που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας, τα χρυσόλευκα, και σεις, ψυχαί των Αγίων, υποδεχθήτε το!
Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων.
Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο — μάλλον το εναντίον.
Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια. Άρα όλαι αι μάστιγες εκείναι, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κ' η οστρακιά κ' η διφθερίτις και άλλαι νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχονται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα.
Και χάνουν τον νουν των οι ταλαίπωροι γονείς, και πληρώνουν τόσον ακριβά τους ημιαγύρτας ιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, διά να σώσουν το παιδί τους. Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το τεκνίον. Και ο Χριστός είπεν, όπως είχεν ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγή ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση, κι' όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη.
Δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν την μάστιγα, την διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλ' ιδού, τ' Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως εις τον Παράδεισον αγόρια και κοράσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια — πόσα χαδευμένα και μοναχογέννητα! — αποθνήσκουν άωρα. Τα κορίτσια είν' εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν, και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν — αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου — παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του!»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμηρίζη. Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον σηνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτον όλον.
Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της!
Είχε «ψηλώσει» ο νους της!
ΣΤ'
Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνον της, μετά την επάνοδον εκ της οικίας της λεχώνας και είχε πλαγιάσει πάλιν, χωρίς να κοιμηθή, εις το πλάγι της μικράς αδελφής της, επί μακρόν εξηκολούθησε να σκέπτεται και πάλιν τον αδελφόν της, τον δυστυχή και ένοχον εκείνον. Έκτοτε μετά το πήδημα από της κλαβανής και την απόδρασίν του, δεν τον είχεν ιδεί πλέον. Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ ουδαμού τον εύρον.
Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.
Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακας, εκείνου τον οποίον είχεν ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, «γερόντισσα πού είναι ο γυιόκας σου», δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε·
— Κύτταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη.
— Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητας η Φραγκογιαννού. Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . .
— Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε;
— Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια.
Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά. Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά της κουκουβάγιες.
Οι δύο άνδρες απήλθαν δρομαίοι. Ο είς φεύγων έρριψε τελευταίαν φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας.
Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν. Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον.
— Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.
— Ω! αχ! ο φονιάς!. . . ο Θεός κ' η γης να τον εύρη! κατηράσθη ιδούσα το αίμα η μάνα της.
Και άρχισε να ψαύη την κόρην, και να ζητή να σταματήση το αίμα, και να επιδέση την πληγήν. Αφήρεσε την φανέλαν, εξέσυρε την χειρίδα του υποκαμίσου, κ' εφάνη ο δεξιός βραχίων της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης.
Το τραύμα ήτο μάλλον επιπόλαιον, αλλ' ουχ ήττον το αίμα έρρεεν. Η Χαδούλα μετεχειρίσθη ό,τι ίσχαιμον εγνώριζεν, ίσως τον «αιμοστάτην» αν είχε, κ' επέδεσε την πληγήν, Μετ' ολίγον έπαυσε το αίμα.
Η Αμέρσα είχεν αδυνατήσει οπωσούν, αλλά ήτο ισχυρά, θαρραλέα, και δεν εφοβείτο. Πράγματι μετ' ολίγας ημέρας, χάρις εις τας φροντίδας της μητρός της, επουλώθη το τραύμα.
Η Φραγκογιαννού ποτέ δεν θα εκάλει τον ιατρόν. Δεν ήθελε να γνωσθή ότι ο υιός της είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του. Εις όλας τας καλοθελητρίας, μεταξύ των γειτονισσών, όσαι την ηρώτων, πότε μετά προσποιητής αγανακτήσεως, πότε μετά γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρην της. Ενδιεφέρετο προ πάντων να μάθη αν ο Μητρός θα εγλύτωνεν από τας χείρας των χωροφυλάκων, και ας επήγαινεν εις το έλεος του Θεού!
Τω όντι μετ' ολίγας ημέρας εβεβαιώθη ότι ο υιός της εμβαρκάρησε κρυφά την νύκτα, με έν πλοίον, ως ναύτης, κ' έφυγεν από την νήσον. Ο γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήτον βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος, και δεν εδίστασε να τον ναυτολογήση. Ήτο δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε Αμέρσα ήτο μόλις δεκαεπτά ετών.
Παρήλθε χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβη ειδήσεις περί του φυγάδος. Τέλος μετά έτος και πλέον, ηκούσθη μία αόριστος φήμη, ότι ο Μώρος διέπραξε φόνον εντός του πλοίου, με το οποίον αρμένιζε. Αι αδελφαί του, όταν το ήκουσαν, εις τον κόσμον είπαν ότι δεν ηξεύρουν τίποτε, και ολοψύχως ηύχοντο να ήτο ψευδής η φήμη. Αλλ' η μήτηρ ενδομύχως επίστευεν εις το αληθές της ειδήσεως.
Ολίγας ημέρας ύστερον, έλαβον επιστολήν φέρουσαν την ταχυδρομικήν σφραγίδα Χαλκίδος. Ο Μώρος έγραφεν από των ειρκτών της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερον, εξετραγώδει εν πρώτοις τα βάσανά του και τα πάθη του εις τα μπουδρούμια του Βενετικού φρουρίου. Είτα, μετά συντριβής καρδίας, αλλά με διφορουμένας φράσεις και οιονεί μεταξύ των γραμμών, εξωμολογείτο ότι ίσως να εφόνευσε πράγματι τον άνθρωπον, τον γέρο-Πορταΐτην, τον λοστρόμον του πλοίου, αλλά χωρίς καλά να το εννοήση, και χωρίς να θέλη. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε φονεύσει). Ο εχθρός τον έβαλεν, αυτός δεν έπταιε τίποτε, το φονικό έγεινε στον καυγάν επάνω. Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα.
Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς. Ακολούθως επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της μητρός του, και την εξώρκιζε «να σηκωθή, — το δίχως άλλο — να πάη να βρη την Πορταΐτηνα», την χήραν του φονευθέντος, και την θυγατέρα του, και να τας παρακάλεση μετά δακρύων, «να κάμη νόμο-τρόπο», να τας καταφέρη όπως αι ίδιαι ζητήσουν την αθώωσιν του φονέως!
«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.
Λοιπόν δεν είναι παράδοξον αν η Φραγκογιαννού δεν εδίστασεν. Εχρεώθη ολίγα χρήματα, δούσα ενέχυρον ό,τι ασημικόν είχε, κ' εμβαρκάρησε, κ' επέρασε πέρα εις την αντικρυνήν νήσον, εις το χωρίον Πλατάναν, κ' επήγε να εύρη την Πορταΐταιναν. Αλλά παράδοξον είναι ότι, με την ευγλωττίαν της την περιπαθή, με την στωμυλίαν της την γυναικείαν, με τα χίλια ψεύματα όσα ήξευρεν — ήτο δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών, αλλ' ακμαία γυνή και με ζωηρούς χαρακτήρας — κατώρθωσε να πείση την γραίαν, την χήραν του φονευθέντος (σημειώσατε ότι η μήτηρ και η κόρη έδωκαν και ξενίαν ακόμη εις την μητέρα του φονέως) να την πείση, λέγω, καταβάλλουσα τα έξοδα του ταξειδίου αυτή, ν' απέλθωσιν ομού εις την Χαλκίδα, με σκοπόν να ενεργήσωσιν από κοινού πλησίον της Εισαγγελίας, του Δικαστηρίου και των ενόρκων υπέρ της απαλλαγής ή της αθωώσεως του υποδίκου. Όσον αφορά την κόρην, «τον Καρίκλειαν», αύτη εδήλωσεν ότι εκδίκησιν δεν επιζητεί, επειδή «ο πατέρας της δεν έρχεται 'πίσω», μόνον ποτέ δεν θα θέληση τον φονέα ως άνδρα της· προτιμά να μένη ανύπανδρη εις τον αιώνα.
Επήγαν ομού, αι δύο γραίαι, κ' έμειναν εις Χαλκίδα τρεις μήνας, κατοικούσαι εις τρώγλην, εις ένα τουρκόσπιστον — κοντά εις τα Εβραίικα, παρά την Άνω Πύλην του φρουρίου. Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ίδη κατά πρόσωπον τον φονέα. Διερχόμενοι έξω από τον μέγαν και άκομψον παλαιόν ναόν της Αγίας Παρασκευής, έκαμναν τον σταυρόν των, και η μήτηρ έφερεν εις τον υπόδικον σιμίθια και σύκα και σαρδέλλες, και καπνόν διά την πίπαν του. Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου.
Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των. Είτα διηυθύνοντο κατά την συνοικίαν Σουβάλαν, ή κατά τον Άγιον Δημήτριον, κ' επεσκέπτοντο τον Εισαγγελέα, όστις διά του γραφέως του τας απεδίωκε, και τους δικαστάς, οίτινες ενίοτε κατεδέχοντο να γελώσι μαζύ των.
Τέλος όταν ωρίσθη η δίκη, εζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, οίτινες είχον έλθει, άλλοι φουστανελλάδες, από τα ορεινά χωρία, άλλοι βρακάδες, από τας νήσους και τα παραθαλάσσια. Η Φραγκογιαννού υπέσχετο χιλίων λογιών δώρα εις όλους, και θα ήτον ικανή να τα δώση, αν είχε μοσχάτα κρασιά, ωραία, λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα και παν ό,τι ηδύνατο να παράγη η νήσος της.
Εις ένα των ενόρκων, άνθρωπον κίτρινον και βήχοντα, όστις εφαίνετο να πάσχη, υπεσχέθη αυτή να τον ιατρεύση, μ' ένα μαντζούνι που ήξευρεν. Όλ' αυτά δεν ίσχυσαν, και ο φονεύς κατεδικάσθη εις εικοσαετή δεσμά. Εναυάγησαν όλα τα σχέδια, ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητρός του φονέως και της χήρας του θύματος.
Τώρα ανάγκη ήτο να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα, αλλά τα ολίγα χρήματά των είχον εξαντληθή, και όσα είχον κομίσει μεθ' εαυτών και όσα είχε στείλει εν τω μεταξύ η Αμέρσα ξενοδουλεύουσα και υφαίνουσα εις την πατρίδα. Αφού η Φραγκογιαννού μάτην παρεκάλεσεν όσα πλοία έβλεπεν ετοιμαζόμενα να πλεύσωσι προς τον Μαλιακόν κόλπον ή προς την Ιστιαίαν, να παραλάβωσι τουλάχιστον την Πορταΐταιναν, ως γεροντοτέραν και ασθενεστέραν — αυτή διά τον εαυτόν της είχε το σχέδιόν της — όταν είδεν ότι οι διάφοροι κυβερνήται απήτουν όχι μόνον τον ναύλον, αλλά να έχη και τρόφιμα η επιβάτις, και αν την άφηναν εις την Στυλίδα ή τους Ωρεούς, ας κάμη καλά να εύρη πλοίον διά την πατρίδα της — εξεμυστηρεύθη το σχέδιόν της εις την Πορταΐταιναν.
— Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άννα — λένε πως είναι δύο μέρες δρόμος — κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη. Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι' αγριολάχανα, κι' όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω . . . Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου;
— Τι θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε.
Κ' εξεκίνησαν. Η Χαδούλα έκαμεν όπως είπε, μόνον πως αργοπόρησαν περισσότερον εις τον δρόμον, ένεκα της βραδυποδίας της Πορταΐταινας. Κ' επέτυχε μάλιστα υπέρ τας ελπίδας της. Όταν μετά μίαν εβδομάδα, έφθασεν εις την πατρίδα, είχε και περίσσευμα από την επιχείρησιν. Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.
Όλα ταύτα τα ενθυμείτο καλώς η Αμέρσα, επειδή η μάνα της δεν είχε παύσει να τα διηγήται έκτοτε. Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
Ζ'.
Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει. Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον.
Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας.
— Τ' είναι, μάνα; είπε.
Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;
— Μου φάνηκε πως κάτι είπες . . . πως μ' εφώναξες, μέσ' τον ύπνο μου.
— Εγώ; . . . όχι. Ταυτιά σου κάμανε.
— Τι ώρα να είναι, μάνα;
— Τι ώρα; ξέρω 'γώ; . . . Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι.
— Και συ δεν εκοιμήθης, μάνα;
— Εχόρτασα τον ύπνο καλά . . . Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν.
— Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες;
— Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά.
— Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε;
— Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.
— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα.
— Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία.
— Τι λες, μάνα;
Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη.
— Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα;
— Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . .
— Πώς!
— Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου.
— Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι;
Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας.
Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν.
— Τι έχεις, μάνα;
Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
— Δεν είναι καλά, το παιδί;
Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου.
Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον.
— Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς.
Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.
— Βρε! τι κάνετε σεις; . . . Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι . . . Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' της φωνές σας;
Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας του Κωνσταντή.
Η σύζυγός του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα. Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν.
— Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα.
Είτα προσέθηκε·
— Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . .
Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·
— Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε.
— Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ.
Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης.
— Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.
— Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα.
— Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του όμματος προς τον γαμβρόν της.
— Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον σύζυγόν της.
— Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε κι' όλας.
Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παληοπάπουτσά του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διαφορά ζεύγη παλαιών τσοκάρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος.
— Πού είναι τα παληοκατσάρια μου; είπε.
Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.
— Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά;
Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος·
— Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή!
Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του.
— Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!
Κ' εξήλθε δρομαίος.
Η'.
Την εβδομάδα των Βαΐων, μίαν πρωίαν, απήλθεν η Φραγκογιαννού ολομόναχη εις την εξοχήν, προς της Μαμούς το ρέμμα. Ήθελε να επισκεφθή τον μικρόν ελαιώνα, τον οποίον ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μίαν εύπορον οπωσούν κουμπάραν της αποθανούσαν άκληρον, και εις την οποίαν είχε προσφέρει εκδουλεύσεις. Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία.
Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γείνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν. Η μήτηρ του βρέφους, αν και είδε μέλανα τινα σημεία περί τον λαιμόν του μικρού παιδιού, δεν θα ετόλμα ποτέ να κάμη λόγον, ούτε άλλος θα επίστευε το έγκλημα της μητρός της. Προφανώς το παιδίον είχεν αποθάνει από τον κοκκίτην.
Ο μόνος ιατρός, όστις υπήρχεν από χρόνων εις το χωρίον, ο φιλάνθρωπος Βαυαρός Β. έτυχεν απών. Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνείθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου.
Αντ' αυτού η κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν είς απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω. Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκύτταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη, κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».
Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας. Όταν εμβήκεν η μεγάλη σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μισοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.
Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικό πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδας γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας. Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκλήσιον του Άγιου Αντωνίου. Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμον της. «Δεν είμαι άξια, είπε μέσα της, να μπω 'ς ένα ξωκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται . . . Ας πάω καλλίτερα στον Άι-Γιάννη τον Κρυφό».
Μετά τούτο έφθασεν εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν έν προς έν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουσκωμένα ήδη. Ήτο ήδη περί τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει η εληές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων.
Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνείθιζε. Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μήκητας και τας ακάνθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματος — το οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.
Αφού συνέλεξεν ικανά βότανα και εκ του είδους των ιαματικών τούτων, τα οποία ετύλιξεν εις χωριστόν μανδήλι εντός του καλαθιού, και η ώρα έκλινεν ήδη προς το δειλινόν, και ο ήλιος επλησίαζεν εις την κορυφήν του βουνού, εντός του ρεύματος βαθεία ήτο η σκιά, και ο θρους των βημάτων της αντήχει ως δούπος σκληρός εις το βάθος της ψυχής της.
Η γραία ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση. Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν, και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω — όπου ελέγετο ότι είς θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος εξέλιπε χωρίς ν' αφήση αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.
Επάνω εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άι-Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετό τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.
Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μία τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν. «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον του Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.
Τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της. Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην — ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις! Και δεν εφοβείτο τόσον μη την διώξη ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, όστις πάντοτε εγόγγυζε και ήτο τραχύς προς τας γραίας, αίτινες επέμενον μη θέλουσαι ν' ανέρχονται εις τον γυναικωνίτην, και απήτουν να έχουν διαρκώς μικρόν, περίφρακτον με σειράς στασιδίων διαμέρισμα εις την βορειοδυτικήν γωνίαν του ναού· αλλ' εφοβείτο τον Αρχάγγελον, τον αγριωπόν, όστις ήτο ζωγραφισμένος μεγαλωστί επί της βορείας πύλης του ναού, με την ρομφαίαν του την φλογίνην εις την χείρα.
Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνος, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Άι-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα. . να κάμω μία καλή πράξι, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου! . . . »
Θ'.
Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει. Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μάμους το ρέμμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλην βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της·
«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη . . . Τι θα χάσω;»
Συγχρόνως, ανεπόλησε την στιγμήν εκείνην, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηγνόει αν αύτη ευρίκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπε μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχομένη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του. Είτα ευθύς πάλιν είπε καθ' εαυτήν·
«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ', σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλληκαροβότανο! επέφερε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα!»
Είχεν ερευνήσει, τω όντι, επί χρόνους πολλούς, εις τα βουνά και τας φάραγγας, όπως εύρη «παλληκαροβότανο» διά την κόρην της, αλλ' εκείνο το οποίον της είχε δώσει δεν επέτυχεν εξ εναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και όμως εις αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκεν η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει, διότι έκαμε τέσσαρας υιούς, και μόνον τρεις θυγατέρας. Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία.
Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα. Ο αγρός ήτο σπαρμένος κριθήν λίαν χλοάζουσαν και σπιθαμιαίαν ήδη, εκείτο δε επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, ως ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος εις μίαν άκρην του αγρού, ως φαίνεται, εβοτάνιζεν, ήτοι εξερρίζωνε τ' άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα εις το σπαρτόν, ενόσω ήτο ακόμη ενωρίς, και ο ήλιος έδυεν ήδη. Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν.
Η γραία Χαδούλα εισήλθε. Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά. Μόνον είς φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».
Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπεν ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασιών. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το έν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και έν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
— Να! . . . μου έδωκε το σημείο ο Άι-Γιάννης, είπε μέσα της σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια . . . Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της Περιβολούς, αν ίσως έπεφταν μέσ' στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν! . . . Να ιδούμε, έχει νερό;
Πλησιάσασα έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτο σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.
— Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . .
Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα.
Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν. Το μικρότερον, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχει από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν.
— Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' εδώ;. . . Πού είν' η μάνα σας;
Το μεγαλείτερον κοράσιον απήντησε·
— Πίτι.
— Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό;
— Ζεν είναι ζω, είπε πάλιν το μικρόν.
Φαίνεται ότι εξετέλει εντολήν του πατρός της, μη θέλοντος να ενοχλώσιν οι διαβάται την άρρωστην. Αύτη, άλλως, ευρίσκετο πράγματι εντός της καλύβης, καίτοι τα παράθυρα ήσαν κλειστά, ίσως διά να μη την βλάπτη ο εσπερινός αήρ του ρεύματος. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθη εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωτικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου.
Η γραία Χαδούλα, ηρώτησε πάλιν:
— Κ' είναι στο χωριό η μάνα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας;
— Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά.
— Πού;
— Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά.
— Και τι κάνει;
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. Τέλος επρόφερεν:
— Έχει ζ' λειά· (έχει δουλειά).
— Πώς σε λένε, κορίτσι μου;
— Μένα; Μ' σούδα (Μυρσούδα).
— Και την αδερφή σου;
— Τούλα (Αρετούλα).
Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε 'λίγο, θάρθη 'δω, γιατί θα σουρουπώσει, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω . . . Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή όπως δεν με είδε ως τώρα».
Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην.
Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως· «Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση».
Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός.
Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας.
Η μεγαλειτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξίαν της εσπέρας.
— Μα . . .!
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία.
Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα.
Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν.
Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας.
— Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.
Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.
— Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!
Κ' εν τω άμα κύψασα και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίφθη βαρεία, μετά πάταγου μέσα εις το νερόν της στέρνας.
Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκοψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλειτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.
Τέλος η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος.
Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.
Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη σταζουσα.
— Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα!
Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία.
Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·
— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε . . . Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές! . . . Καλά που είναι γλυκό το νερό . . . Πού είναι ο άντρας σου, Χριστιανή μου;. . . Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας; Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον εληώνα . . . Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή! . . .
Πούναι ο άνδρας σου; Πούν' τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω. . .Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα . . . Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι . . . Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη . . . Την τρομάρα που πήρα! . . . Τώρα κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα . . . Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα . . . Πούναι . . . τος ο άντρας σου; Πούντος;
Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε.
— Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή.
Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·
— Μα πούναι ο πατέρας τους;
— Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού.
— Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής.
Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·
— Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .
Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·
— Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . .
«Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της.
— Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη! Γιάννη! . . .
Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το είπε τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε·
— Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη;
Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη.
— Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει;
— Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή.
Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος.
— Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης.
— Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου. Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε αυτοσχεδιάσει την ερμηνείαν ταύτην εκ του προχείρου, και εξ εμπνεύσεως). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . .
Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·
— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη. Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!
Και εν πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνειργάσθη εις τα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού μέσα, τα οποία συνίστα η πολύπειρος Φραγκογιαννού.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η γραία Χαδούλα εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλην εκείνην την νύκτα εις την καλύβην, όπου εδοκίμασεν όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας ματαβαλλομένης αίφνης εις ιάτρισσαν των ιδίων θυμάτων της. Με όλα τα κρεμάσματα. και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.
Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασιών. «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάζη την καλαμιά απ' την μεγαλείτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα μπλουμ! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα».
Ο παρεπίδημων ιατρός, κ. Μ., ήλθεν, είδε τα πτώματα και συνέταξε την έκθεσίν του· απεφάνθη ότι τα δύο κοράσια επνίγησαν εκ πτώσεως εις το ύδωρ.
Ουδεμία υποψία υπήρχε κατά της Φραγκογιαννούς. Τα δύο μικρά πλάσματα, τα εδιάβασεν είς ιερεύς ελθών, εις τον ναΐσκον του Αγ. Αντωνίου, και τα έθαψαν εκεί έξω, μεταξύ σχοίνων και θάμνων, πλησίον εις την βορείαν πλευράν του ναΐσκου.
Ι'.
Παρήλθον αι εορταί του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλεξάνδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα. Εις το υπόστεγον μέρος της αυλής το καλούμενον Λαδαρειό, δίπλα εις την πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ομοιάζουσαν πολύ με την Κιβωτόν του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, πλησίον εις το φρέαρ, και όπου η αναθάλλουσα τεραστία μορέα εξέτεινε τους μεγάλους καταπρασίνους κλώνους της, ως χιαστήν ευλογίαν διδομένην σταυροειδώς εις αξίους και αναξίους, ο μικρός κήπος φραγμένος με δρύφακτα εξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά άνθη εις δρόσον γλυκασμού και τρυφήν ομμάτων δι' όλα του Θεού τα πλάσματα· δίπλα εις την μικράν κάμινον με την κτιστήν στέρναν των στεμφύλων, είχεν η Φραγκογιαννού την μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης άλλην σκάφην η Κρινιώ, και ακούραστοι αι δύο από δύο ημερών έπλυνον, εμπουγάδιαζαν, εξέβγαιναν, άπλωναν, εστέγνωναν, εμάζευαν, και ακόμα δεν είχον τελειώσει την καλήν των εργασίαν.
Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδιών και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ' εθορύβουν. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ. Νάρκισοι διά να ιδούν την σκιάν των εις το ύδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ηχοί, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβος — και όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα μη αφίνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.
Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβαναν συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας. Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδιών. Αύται της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο 'σε ξένο βιο».
Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπεί ότι θα έβραζεν η Αμέρσα — ήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίας — διά να γευματίσουν.
Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη. Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι' αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν».
Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν. Το έν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος.
Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
— Ε Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θάκανες της μάνας σου!
— Ε! Σε μου, τσαι νάμπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου!
Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.
Το στόμιον του πηγαδιού τετράγωνον ήτο φραγμένον με σανίδας ανίσου πλάτους ώστε αι πλευραί δεν είχον το αυτό ύψος. Η μικρά σανίς, εφ' ης έκυπτεν η Ξενούλα, ήτο χαμηλοτέρα των άλλων τριών, φθαρμένη, ολισθηρά, φαγωμένη από την προστριβήν του σχοινιού του κουβά, δι' ου ήντλουν ύδωρ, με σκουργιασμένα καρφία, σαπρά και κινουμένη. Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυιάν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς.
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της, η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγεινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο και η ευχή της εισηκούετο.
Μετά μίαν στιγμήν, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ' εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση. Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο . . . αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξη τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο διά να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά διά να δείξη αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλλίτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμη. Αλλ' οποία κακή τύχη! Πώς την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτον τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο! Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν — διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράς — και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράν κορασίδα. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της — ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν — και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα.
Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη.
«Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της. Θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθη — ίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐ — πως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».
Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλιμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ' έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, διά της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν εις το μάνδαλον και απήλθεν.
ΙΑ'.
Αφού το σώμα της Ξενούλας ανεσύρθη από το φρέαρ, πνιγμένον και νεκρόν, η γραία Χαδούλα δεν ήτο πλέον ήσυχη, κρυερός φόβος ήρχισε να την κατατρύχη . . . Έλεγεν ότι τώρα, αν και δεν έπταιε, δεν θα εγλύτωνε πλέον.
Τω όντι, η εξουσία είχεν αρχίση να συλλαμβάνη υποψίας. Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασιών του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμμούς το ρέμμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του Παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων· «Κατά τσ' μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσάν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, και έτσι μου φαίνεται». Και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.
Κατά την πρώτην ανάκρισιν, ήτις είχε γείνη επί ποδός κ' επιτοπίως — τότε ο ειρηνοδίκης και ο αστυνόμος δεν είχον συλλάβη ακόμη ρητάς υποψίας, ή δεν τας είχον ανακοινώσει προς αλλήλους (οπότε διά της συνεπινεύσεως του ενός η πεποίθησις του άλλου, ως πάντοτε συμβαίνει, εδεκαπλασιάζετο) — η Φραγκογιαννού εν αταραξία είχε καταθέσει τα γνωστά ήδη γεγονότα, άνευ της εσωτερικής ψυχολογίας των ότι δηλ. αυτή, εκεί που έπλυνε, «σαν επέρασε το μεσημέρι, κ' επείνασε, κ' η κόρη της η Κρινιώ είχεν υπάγει στο σπίτι να φέρη το φαΐ, και σαν αργούσε, κι' αυτή είχε παραπεινάσει — και την είχαν καταζαλίσει το πλήθος εκείνο τα παιδιά και τα κορίτσια, που εχαλνούσαν τον κόσμον με τα παιγνίδια και τις αταξίες τους μέσ' την αυλή, και γύρω-γύρω στο λαδαρειό, και γύρω-τριγύρω στην καρούτα, και στο πηγάδι σιμά· εις τας φρονίμους νουθεσίας της αυτά, κακομαθημένα την επεριγελούσαν και την ηρέθιζαν, και την έκαμνον να χάση την υπομονήν — όλα τ' ανωτέρω επεβεβαίωσε κ' η Κρινιώ, η κόρη της — τότε αυτή, καταζαλισμένη και μη δυναμένη να σταθή στα πόδια της απ' την πείνα, απεφάσισε να υπάγη στο σπίτι, διά να φάγουν όλοι μαζύ εκεί, ν' απαλλάξη και την Κρινιώ από τον περισσόν κόπον της μεταφοράς του φαγητού, κι' αυτή να ησυχάση προς ώραν και να ξαποστάση. Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζύ με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδιών είχε κοπάσει προς ώραν τότε. Όταν όμως μετ' ολίγον εχρειάσθη ν' αντλήσουν νερόν από το φρέαρ, τότε το «γιουρδέλι», ήτοι το άντλημα της Κρινιώς προσέκρουσεν εις στερεόν σώμα εντός του ύδατος, κι' αυτή εν εκπλήξει και φόβω έκραξε την μητέρα της. Τότε αι δύο ομού ανέκάλυψαν το σώμα της μικρός κόρης επιπλέον ή μάλλον βυθισμένον ήδη εντός του ύδατος».
Η Κρινιώ ήτον εντελώς ειλικρινής βεβαιούσα τ' ανωτέρω. Ο ειρηνοδίκης ήκουσεν ευμενώς την κατάθεσιν ταύτης. Αλλ' όμως έκαμε μορφασμόν εις την μητέρα της. Εκείνος ο μορφασμός — εκείνα τα «μούτρα» του ειρηνοδίκου — δεν της ήρεσαν, της Φραγκογιαννούς, ήτις ήτο λίαν πεπειραμένη, και τότε μεγάλη αγωνία την εκυρίευσεν.
Εις την οικίαν της Τραχήλαινας της κόρης της, όπου ευρίσκετο μικρόν προ της δύσεως του ηλίου, δεν έπαυε να κυττάζη ανήσυχος από το παράθυρον. Διεύθυνε το βλέμμα προς την ιδίαν της μικράν οικίαν, ήτις καίτοι μη αντικρύζουσα, αλλά πλαγίως κειμένη, ήτο ορατή, επειδή εξείχε πέραν των ολίγων μεσολαβουσών, δύο ή τρεις πήχες προς τον δρόμον. Η Γιαννού, αν και συχνά εκύτταζε, δεν έβλεπε τίποτε.
Η κόρη της η Δελχαρώ, είδε την ανησυχίαν της, κι' άρχισε να κυττάζη, όπως η μήτηρ της, και αυτή. Την ώραν της δύσεως του ηλίου, αίφνης μετά κρυφίου φόβου την έκραξε.
— Μάνα! Μάνα!
— Τι είνε;
— Έλα να ιδής!
— Τι;
— Δυο ταχτικοί στέκονται και κυττάζουν έξω απ' την αυλή, στο σπίτι σας . . .
Η γραία Χαδούλα εσηκώθη, και είδεν εκείνο το οποίον εφοβείτο. Δύο «ταχτικοί», ήτοι χωροφύλακες, όπως εις τους χρόνους του υιού της, του Μώρου — οπότε ούτος, προ δεκαπέντε ετών περίπου είχε σύρει εκ της κόμης επί του λιθοστρώτου της οδού την μητέρα του, και είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του — ίσταντο παραμονεύοντες, κυττάζοντες απλήστως προς την οικίαν.
Η Φραγκογιαννού είδε και επείσθη ότι μέγας και επικείμενος κίνδυνος την ηπείλει.
— Πρέπει να πάρω τα βουνά, δυχατέρα! είπεν αίφνης. Αν προφτάσω!
— Γιατί, μάννα; είπεν εν αγωνία η Δελχαρώ.
— Γιατί . . . με γυρεύουν για να με φυλακώσουν.
— Αλήθεια; . . . Εσύ το έρριξες, μάνα, το κορίτσι στο πηγάδι;!
— Όχι, μάρτυς μου ο Θεός! . . . Αυτό δεν το έκαμα, είπεν η Φραγκογιαννού.
— Τότε; . . .
— Σιώπα!
— Η αμαρτία σε κυνηγά, μάνα, είπε δειλώς η Δελχαρώ.
— Σιώπα! Μουρλάθηκες; είπε βλοσυρά η μάνα της, υποπτεύσασα υπαινιγμόν τινα εις τον τόνον μεθ' ου ωμίλει η κόρη της.
— Τι να πω κ' εγώ, η καϋμένη! είπε συμπλέκουσα τας χείρας εν αμηχανία, η Δελχαρώ.
— Α! αυτό μην το λες! όχι! Δεν κάνει να το λες!
Και τρομερά, κατήλθε την σκάλαν να φύγη.
— Πού πας, μάνα;
— Στα βουνά, σου είπα! . . . Δώσε μου λίγο παξιμάδι.
Η Δελχαρώ έτρεξε ν' ανοίξη το ερμάριον, κ' έλαβεν εκείθεν ολίγα παξιμάδια.
— Δώσε μου και το καλάθι μου. . .κ' ένα μαχαιράκι, επανέλαβεν εν άκρα βία η Φρακκογιαννού . . . Βάλε μου κ' ένα χράμι μάλλινο μέσα . . . και τη μανδήλα μου . . . τα παληοτσόκαρά μου . . . Δώσε μου και το ραβδί μου . . . ψάξε να το βρης!
Η Δελχαρώ, εν άκρα σιγή και υπομονή, επροσπάθει να εκτελέση όλας τας ετοιμασίας ταύτας.
— Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου!
— Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου!
Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της.
Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·
— Ξέρεις τι να κάμης; . . . Θα πάω απ' τον απάνω δρόμο, για να γλυτώσω, να μη με ιδούν, τα σκυλιά . . . Και συ, αυτήν τη στιγμή, να τρέξης στο σπίτι . . . να καμωθής πως δεν τους βλέπεις, τους ταχτικούς . . . και να φωνάξης της Αμέρσας αποκάτ' απ' το δρόμο' «Αμέρσα, είνε απάνω η μάνα;» . . .
. . . Όχι, μη λες «είν' απάνω η μάνα» . . . μόνο να πης· «Αμέρσα, πώς είνε η μάνα, είνε καλλίτερα; έχει σηκωθή; . . . Στο στρώμα είν' ακόμα;» Για να πιστέψουν πως βρίσκομαι απάνω στο σπίτι, και πως είμαι άρρωστη . . . Για να μην υποπτευθούν τίποτα, και με κυνηγήσουν τα σκυλιά! . . . Τρέξε, γλήγορα!
Είτα προσέθηκε·
— Έχετε γεια . . . και καλή αντάμωση! . . . Ευθύς ύστερον εξήλθε κ' η Δελχαρώ, τρέχουσα μ' ελαφρόν βήμα, και διευθύνθη προς την μητρικήν της οικίαν, να εκτελέση την εντολήν.
Η Φραγκογιαννού επήρε τον απάνω δρόμον, κατά τα κοτρώνια, με δρομαίον βήμα. Εις την τελευταίαν απήχησιν του «καλή αντάμωσι», το οποίον ευχήθη εις την κόρην της, ακουσίως προσέθηκε καθ' εαυτήν μετά πικράς ειρωνείας· «Ή εσάς θ' ανταμώσω εδώ — ή, τον αδελφό σας στην φυλακή θα πάω ν' ανταμώσω — ή, στον άλλο κόσμο θ' ανταμώσω τον πατέρα σας . . . κι' αυτό είναι απ' τα τρία το σιγουρότερο!»
Καθώς ανέβαινεν ασθμαίνουσα τον πετρώδη λόφον, «Έλα, Παναγία μου, έλεγε μέσα της, ας είμαι κι' αμαρτωλή». Είτα εις τα ενδόμυχα της ψυχής της είπε· «Δεν το έκαμα για κακό».
Μόλις επροχώρησεν ολίγα βήματα, και εις τους τελευταίους σποραδικούς οικίσκους της πολίχνης, επάνω στους βράχους, καθώς εκατηφόριζε να φθάση στον αιγιαλόν, βλέπει τον Κυριάκον, τον κλήτορα της αστυνομίας, με το φέσι του με την κοντήν φούνταν, ή «γαλίπαν», όπως την έλεγαν, με τον καστανόν του στρημμένον μύστακα, και κρατούντα εις την χείρα το κοντόν ρόπαλόν του, πέριξ του οποίου εφαίνετο σκυταλοειδώς η επιγραφή «Ισχύς του Νόμου». Ούτος συνοδευόμενος από ένα γέροντα απόμαχον, με στρατιωτικήν στολήν, ήρχετο από ένα πλάγιον δρομίσκον, διευρυνόμενος εις τον αιγιαλόν, όπου κατήρχετο και η Φραγκογιαννού, και μετά μικρόν εξ άπαντος θα την έφθανον, ή θα της έπαιρνον τα νώτα.
Ίσως η παρουσία του Κυριάκου εκεί, μαζί με τον απόμαχον, να ήτο τυχαία. Αλλ' η ένοχος γυνή, ως τους είδεν, εταράχθη, κ' ετάχυνε το βήμα. Της εφάνη δε ότι κ' εκείνοι το αυτό έκαμαν.
Τότε η Γιαννού, καθώς έφθασεν εις τον αιγιαλόν, κατ' αγαθήν συγκυρίαν, αίφνης είδεν ενώπιόν της ανοικτήν την θύραν μιας οικίας, λίαν γνωρίμου εις αυτήν, και ουδέ στιγμήν εδίστασε να υπερβή το κατώφλιον. Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην.
— Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν.
Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα.
— Πού 'ς αυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.
— Μην τα ρωτάς, παιδί μου . . . Μεγάλη συφορά μου επενέβηκε, ήρχισε να λέγη η Γιαννού.
Είτα ανήσυχος ηρώτησε·
— Μην είν' εδώ ο κυρ Αναγνώστης;
— Όχι, δεν είν' εδώ· τόσο νωρίς δεν έρχεται, είναι στον καφενέ . . . Αχ! θεια Χαδούλα, κ' εγώ έλεγα πώς να κάμω να 'ρθώ στο σπίτι, να σου 'πω τα τρέχοντα . . .
— Έμαθες τίποτα;
— Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνειθίζουν.
— Και τι λέγανε;
— Ο ρηνοδίκης μαζύ με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν . . . Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες . . . Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μέσ' το πηγάδι.
— Ω! τρομάρα μου . . .
— Κ' έλεγα νάρθω να σου πω, για να κρυφτής, αν μπορέσης . . . Μα πώς βρέθηκες εδώ;
Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι' αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχεν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζύ μ' ένα γέρο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι, κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.
— Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα παιδάκι μου . . . απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τάπαθα.
Έτσι νάχης πολύ καλό, Μαρουσώ μου . . . Δεν κυττάζεις κρυφά, κρυφά απ' το παντζούρι εκείνο; . . . να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει;
Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκύτταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν·
— Είνε παραπέρα, εκεί . . . Στέκονται στο δρόμο μαζί μ' ένα γέρο απόμαχον . . . Έχουν πιάσει κουβέντα με τον γείτονά μας τον ψαρά, τον Φραγκούλη.
— Και κυττάζουν κατά ' δω;
— Κυττάζουν στην αμμουδιά, πέρα.
Η γραία ήτο έμφοβος, κ' έφερε τας χείρας περί το πρόσωπον, ως διά να τραβήξη τα τσουλούφια της, ή να σχίση τα μάγουλά της.
Η Μαρούσα την ώκτειρε.
— Δεν κάθεσαι, θεια Χαδούλα;,. . Μη φοβάσαι . . . Ό,τι είναι, θα περάση . . . Κάθισε να σου κάμω καφεδάκι να πιης.
Η Γιαννού μετά δισταγμού ερρίφθη επί τινος χαμηλού σκαμνιού, εις τα πρόθυρα του μαγειρείου, όπου εγίνετο ο διάλογος.
Η οικία εφαίνετο ευπορούσης οικογενείας, και είχε πολλά χωρίσματα, κ' επίπλωσιν ευπρεπή.
— Δε θυμάσαι τα δικά μου, θεια Χαδούλα; . . . είπε μυστηριωδώς η Μαρούσα, και το πρόσωπόν της αφ' ό,τι ήτο έγεινεν ακόμη ερυθρότερον . . . Θυμήσου τι τρομάρες, τι βάσανα πέρασα τότε κ' εγώ! Κι' ας είσαι καλά, πόσο μ' εβοήθησες! Έτσι θα περάσουν και τα δικά σου. — Γιατί είπα εγώ πως εσύ ξέρεις τα πάθια μου! επανέλαβεν η Φραγκογιαννού μετριόφρων.
— Εκείνα που λες, ήταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης η Μαρουσώ.
Έψησε τον καφέν και τον εκένωσε.
— Ο αφέντης μου, όπου είναι, θάρθη . . . Πιε τον καφέ σου. Βούτηξε και το ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.
Η γραία άρχισε να βουτά το ψωμί και να το μασά χωρίς όρεξιν.
— Πολύ καλό νάχης, έλεγε. Δεν πάει κάτω, παιδί μου. . . Απ' το χολοσκασμό που έχω . . . Φαρμάκι βγάζ' ο ουρανίσκος μου.
Είτα επέφερε·
— Δεν κάνεις τον κόπο να κυττάξης πάλι απ' το παραθυράκι, έξω;. . . Είναι ακόμη ο Κυριάκος κάτω;
Η Μαρούσα υπήκουσεν.
— Εκεί είναι, θεια Χαδούλα . . . Επιασαν μεγάλην κουβέντα με τον Φραγκούλη.
— Και τώρα, πού να πάω; . . . Σαν έρθ' ο πατέρας σου; . . . Βασίλεψ' ο ήλιος . . . σουρούπωσε . . . θα νυχτώση.
Η Μαρούσα εσκέφθη επί στιγμήν, είτα είπεν·
— Εγώ έχω μεγάλην υποχρέωσι 'σε λόγου σου, θεια Χαδούλα . . . Πώς να το ξεχάσω!
— Θυμάσαι; είπεν ακουσίως μειδιώσα η γραία.
— Και μπορώ να τ' αστοχήσω; . . . Ό,τι μπορέσω να κάμω, θα κάμω για σένα.
— Ας είσαι καλά.
— Μου φαίνεται πως το καλλίτερο είναι να σε κρύψω εδώ την νύχτα, τώρα, πριν έλθη ο αφέντης μου.
— Πού;
— Κάτω, στο μικρό κατωγάκι, στο σοφά . . . ξέρεις;
— Α! είπεν η Φραγκογιαννού, ως να της ήλθε μία ανάμνησις.
— Και τα μεσάνυχτα, σαν λαλήση ταρνίθι . . .
— Ε;
— Κοντά να φέξη, ό,τι ώρα νοιώσης . . .
— Καλά!
— Αν θέλης, σηκώνεσαι, και πας στο καλό, όπου σε φωτίση ο Θεός.
Ας είναι! είπε μετά στεναγμού η γραία.
— Την άλλη νύχτα πάλι, ανίσως και δεν εύρης άλλο καταφύγιο εις μέρος πλειο κρυφό, και πλειο σίγουρο, έρχεσαι, και μου ρίχνεις ένα πετραδάκι 'ς αυτό το παράθυρο, ή στο μικρό μπαλκονάκι κατά το γιαλό, κατεβαίνω, σου ανοίγω, και σε κρύφτω πάλι στο κατωγάκι.
— Καλά! . . . Μα, για κύτταξε, έφυγε ο Κυριάκος;
Η Μαρούσα επήγε πέραν του μεσοτοίχου, εις το παράθυρον προς τον δρόμον, αργοπόρησεν ολίγον, ίσως διότι είχε σκοτεινιάσει πλέον και δεν διέκρινε καλώς έξω, και επανήλθε.
— Δεν έφυγαν . . . εκεί είναι κ' οι τρεις.
— Τώρα ένα πράμμα δεν ξέρω, είπε σύννους η Φραγκογιαννού. Δεν ξέρω αν με είδε ο Κυριάκος να μβαίνω εδώ, ή όχι . . . .
Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να
φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα.
Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν.
— Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως. Κάθισε, θεία Χαδούλα, απόψε, στο κατωγάκι, για να με κάμης να θυμηθώ τα παληά μου βάσανα, θα μου έρθουν, τάχα, σαν όνειρο στον ύπνο μου;
— Έτσι τα θυμάται, πλειό, κανείς, παιδάκι μου, είπε με πονηράν αφέλειαν η γραία. Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της.
— Αλήθεια! . . . και πόση πίκρα φέρνει στο τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικώς η Μαρουσώ.
Η οικία ήτο διπλή. Εκτός του κυρίως κτιρίου, είχε μικρόν παράρτημα προς βορράν, όπου ήτο το μαγειρείον, και υπό το μαγειρείον ευρίσκετο «το μικρό κατωγάκι». Εκεί διά της καταπακτής και μικράς σκάλας ωδήγησε η Μαρούσα την ξένην της, πριν έλθη ο κυρ Αναγνώστης, ο οικοδεσπότης. Της έφερεν άρτον, τεμάχιον κρύου βραστού, υπόλοιπον του γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οίνου, και την εγκατέστησεν επάνω εις τον σοφάν του μικρού κατωγείου, του χρησιμεύοντος ως αποθήκη διαφόρων οικιακών σκευών. Της έστρωσεν ένα παλαιόν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ένα μικρόν σινδόνι, της έβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληράν, με γέμισμα από λινόξυλα, και της ευχήθη καλήν νύκτα και «ύπνον ελαφρόν».
Ελαφρός ή βαρύς, ο ύπνος της Φραγκογιαννούς δεν ήτο δυνατόν να ήτο εύκολος ούτε ευάρεστος, ευρισκομένης εις τοιαύτην ταραχήν και τοιούτον τρόμον. Αλλά το περιβάλλον την έκαμε προς ώραν να λησμονή σχεδόν τα ενεστώτα και την ιδίαν τρομεράν θέσιν της, και ν' αναπολή τα παρελθόντα. Εκείνο το οποίον μετριοφρόνως η Γιαννού είχεν ονομάσει δις «τα πάθια της», η δε Μαρούσα ειλικρινώς είχεν αναγνωρίσει μάλλον ως «πάθια» και «βάσανα» ιδικά της, είχε συμβή προ οκτώ ή δέκα ετών.
Ο κυρ Αναγνώστης Μπενίδης, άτεκνος, είχε λάβει ως ψυχοκόρην τη Μαρούσαν, και την είχεν αναθρέψει όσον αυστηρά ηδυνήθη η σύζυγός του, ήτις ήτον αποθαμμένη προ δέκα πέντε ετών.
Ο κ. Μπενίδης ήτον εις τον καιρόν του το σημαντικώτερον πρόσωπον του τόπου του. Είχε διατελέσει δημογέρων προ του Αγώνος, πληρεξούσιος εις τας πρώτας Συνελεύσεις Τροιζήνος, Προνοίας, Άργους, κτλ. δήμαρχος προ του Συντάγματος. Είτα μετά το Σύνταγμα διετέλεσεν ως ανώτερος υπάλληλος εις πολλά μέρη. Την Μαρούσαν Εβραιοπούλαν, ή κατ' άλλους Τουρκοπούλαν, είχε προσλάβει εις ηλικίαν σχεδόν βρεφικήν, και την είχε βαπτίσει.
Είτα, όταν κατά τα τελευταία έτη, ως συνταξιούχος απεσύρθη εις τον τόπον τον, την υπάνδρευσε μ' ένα ανεψιόν του, και της έδωκεν ως προίκα το μικρόν αυτό κολλητόν σπιτάκι, εις το ισόγειον του οποίου ευρίσκετο τώρα η Φραγκογιαννού, ικανά αγροτικά κτήματα, και ολίγα μετρητά, υποσχεθείς να της αφήσει ως κληρονομίαν και την κυρίως οικίαν, και ότι άλλο ήθελεν ευρεθή παρ' αυτώ μετά θάνατον.
Ο γαμβρός, αφού απέκτησεν έν τέκνον, έλειπεν όλον τον καιρόν, Εταξίδευε λοστρόμος με τα καράβια. Ήτον φημισμένος ναυτικός, αλλά σπάταλος κ' αξένοιαστος. Τώρα τελευταία, είχεν αργήσει τρία έτη να έλθη εις τον τόπον. Εν τω μεταξύ ο γηραιός κυρ Αναγνώστης είχε χηρεύσει, κ' η ψυχοκόρη, κατά την απουσίαν του συζύγου υπηρέτει διαρκώς εις την οικίαν τον θετόν πατέρα της, όπως και παιδιόθεν ήτο συνειθισμένη. Ο σύζυγος έγραφεν από καιρού εις καιρόν επιστολάς, υποσχόμενος ότι θα έλθη, αλλά δεν ήρχετο. Το θυγάτριον της Μαρούσας ήτο ήδη τεσσάρων ετών, και ούτε ο πατήρ είχεν ιδεί ποτέ το τέκνον, ούτε αυτό εγνώριζε την όψιν του πατρός.
Κατ' εκείνον τον καιρόν, μαζύ με την ανάπτυξιν του εμπορίου και της συγκοινωνίας, είχαν αρχίσει να ξανοίγουν κάπως και τα ήθη εις τον μικρόν, απόκεντρον τόπον. Ξένοι ερχόμενοι από τα άλλα μέρη της Ελλάδος, τα «πλέον πολιτισμένα», είτε υπάλληλοι της κυβερνήσεως, είτε έμποροι, εκόμιζον νέας, ελευθέρας θεωρίας περί όλων των πραγμάτων. Ούτοι την αιδώ και την συστολήν ωνόμαζον βλακείαν, την εγκράτειαν και την σωφροσύνην ευήθειαν. Την διαφθοράν και την λαγνείαν ωνόμαζον «φυσικά πράγματα». Η δύστηνος Μασούσα, ήτις δεν είχε γεννηθή εις τον τόπον, αρχήθεν δεν ήτο πολύ αυστηρά ούτε σεμνοπρεπής, είχε δε μικράν δόσιν ελαφρότητος.
Τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο εις την νήσον ένας γραμματεύς του ειρηνοδικείου, άγαμος, φουστανελλάς. Ένας γραμματεύς του Λιμεναρχείου, βρακάς, αξιωματικός του οικονομικού Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ένας ενωμοτάρχης κομψευτής, με λιγνήν μέσην και αγκιστροειδή μύστακα· ένας τελωνοφύλαξ έχων τριπλάσιον εισόδημα από τον μισθόν του, και δύο ή τρεις πράκτορες ξένων εμπορικών οίκων ή άλλοι μέτοικοι. Όλοι ούτοι είχον παντοτινήν συντροφίαν με δύο ή τρεις άλλους νεαρούς εμπορευομένους, κομψευομένους, μ' «ελληνικούρες» πολλές εις την γλώσσαν και με πολλάς «προσρήσεις». Με τους τελευταίους τούτους ηναγκάζοντο να έρχωνται συχνά εις επαφήν πολλαί γυναίκες, και σώφρονες άλλως του τόπου, χάριν των αφεύκτων και ατελειώτων οψωνισμάτων, από τα οποία αδύνατον ν' απαλλαγή ποτε ο γυναικείος κόσμος.
Από τα τόσα βρόχια, τα οποία της είχαν ρίψει εις τον δρόμον της, από τας τόσας ελεπόλεις, τας οποίας της είχον στήσει περί τους τοίχους της όλοι οι ειρημένοι επιχειρηματίαι δεν ηδυνήθη να γλυτώση η Μαρούσα· και μετ' ολίγον καιρόν αύτη, εν απουσία του συζύγου, ευρέθη έγκυος. Και το ενόησεν ότε ήτο ήδη δύο μηνών. Αλλά πριν το ανακαλύψη αύτη, όλη η γειτονιά, ως εικός, το είξευρεν ίσως και προτού να συμβή το πράγμα. Μόνον ο κυρ-Αναγνώστης ευρίσκετο εν αγνοία. «Ο κόσμος», όπως είπε τότε η πονηρή Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα «τώχε τούμπανο, κι' αυτός κρυφό καμάρι».
Υπήρξαν κ' αι κακαί γλώσσαι, αίτινες είπον άνευ της ελαχίστης πιθανότητας, ως εικός, ότι ο κυρ-Αναγνώστης εφήρμοζε την παλαιάν μέθοδον του Δαβίδ, και ότι διά νεαράς πνοής του θερμού αίματος εζήτει να «ξανανειώση». Αλλ' η ειρημένη Κοκκίτσα και δύο ή τρεις άλλαι γειτόνισσαι, αίτινες τα έλεγον σιγανά, κ' εγέλων συριστικά μεταξύ των, ισχυρίζοντο ότι, δήθεν «απ' το παιδί έχουν πολλοί μερδικό»· ότι το κεφάλι πρέπει να είναι του γραμματικού του φουστανελλά με το τεράστιον φέσι και την μακροτάτην φούντα, η μέση, θα είναι βέβαια του νωματάρχη, του σεβταλή, το ένα το ποδάρι (στο λάκκο!) του γέρο-κολασμένου, του βρακά, το ένα χέρι {μακρύ χέρι!) του τελωνοφύλακα, και το άλλο χέρι (παστρικό χέρι!) του ψιλικατζή, με της 'λληνικούρες.
Πρώτη η ρηθείσα Κοκκίτσα είχε προσκληθή μυστηριωδώς από την Μαρούσαν (σημειωτέον ότι αύτη, όσον και αν εφαίνετο απονήρευτη, είχεν εννοήσει ότι η Κοκκίτσα την υπωπτεύετο προ πολλού, όθεν επροσποιήθη κι' αυτή ευθηνήν, αναγκαστικήν εμπιστοσύνην διά να την κολακεύση, ελπίζουσα ότι θα την έπειθε, και διά δώρων, να σιωπήση) είχε προσκληθή, λέγω, να λάβη γνώσιν του μυστηρίου. Η Μαρούσα, «αδερφή να την κάμη, απ' το Θεό και στα χέρια της», έπεσε στον τράχηλόν της και την ικέτευε να κάμη έλεος αν ειξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διά να εξαφανισθή, ει δυνατόν, ο καρπός της αμαρτίας, κι' ο Θεός πλέον ας εγίνετο ίλεως! Διότι άλλως αυτή βέβαια — τι την ήθελε τέτοια ζωή; — θα έπεφτε βέβαια, στον γιαλό να πνιγή, καθώς ήτον μάλιστα και σιμά, από κάτω απ' το σπίτι, η θάλασσα. Η Κοκκίτσα την καθησύχασε με λόγια παρηγοριάς, και άρχισε να εφαρμόζη επ' αυτής διαφόρους αλοιφάς και έμπλαστρα, τα οποία ουδόλως ετελεσφόρουν.
Δευτέρα προσεκλήθη η Σταματώ, πτωχή χήρα, κ' η Κονδύλω η αδελφή της, αλβανόγλωσσοι αι δύο, καταγόμενοι από μίαν των νήσων του Σαρωνικού. Αύται εξήσκουν εντριβάς επί του σώματος της ατυχούς γυναικός. Και τας τρεις με ότι έκλεπτεν από τας οικονομίας του κυρ-Αναγνώστη, τας αντήμειβε. Κ' εκείναι εμάκρυνον τας αλοιφάς, και παρέτειναν τας εντριβάς, αλυσιτελώς πάντοτε.
Την εσπέραν, ανερχόμενοι αι τρεις εις την αυλήν της κυρά-Θωμαής, ολίγα σπίτια παραμέσα, όπου ήρχοντο κ' η γρηά Χιόνα, κ' η θεια Κυράννω, όλαι μετανάστιδες εκ Μακεδονίας του 1821, τα έλεγαν μεταξύ των. Αι τρεις πρώται έδιδαν καθ' εσπέραν τακτικήν αναφοράν εις την κυρά-Θωμαήν και εις τας δύο άλλας γραίας· και όλαι μαζύ εχασκογελούσαν.
Μάλιστα τα όψιμα ελληνικά της Σταμάτως, καθώς περιέγραφε την κατάστασιν της εγκύου («αυτή όλη κοντό είναι· και τα πόδια της κοντή το έχει!. . θα μην το ρίχνη, τάχατες!. . ») επέτεινον τους γέλωτάς των. Και εις τας εκθέσεις της Σταμάτως, η γραία Κυράννω επρόσθετε τα σχόλιά της, με την Μακεδονικήν της διάλεκτον.
— Αυτηνιές, ση λιέου, είνη παληοφουράδες! . . . Αχηλώνης, μαρή . . . Πού στα χουργιά, τα θ' κάμας! να του φτιάξ' καμμιά αυτ'νό, θε τ' βγάλ'νη, ση λιέου, στου γουμαρουπάζαρου! . . .
Τελευταία απ' όλας εκλήθη να λάβη μέρος η Φραγκογιαννού, ως σοφωτέρα όλων των άλλων. Η Μαρούσα είχεν αρχίσει ν' απελπίζεται από τας τρεις πρώτας «ψευτομαμμές», και κατέφυγεν εις ταύτην ως εις τελευταίαν ελπίδα. Τω όντι η γραία Χαδούλα με τα φάρμακά της, με τα μαντζούνια της και με τα ζεστά ή κρύα όσα έδιδε να πίη εις την πάσχουσαν, τη βοηθεία και των εντριβών τας οποίας εξετέλει μ' επιδεξιότητα πολύ υπερτέραν από τας άλλας, κατώρθωσεν εντός ολίγων ημερών να επιφέρη την έκτρωσιν. Ο κυρ-Αναγνώστης ουδέποτε έμαθε τίποτε.
Αυτή ήτον η παλαιά εκδούλευσις, και αυτή η ευγνωμοσύνη την οποίαν είχον υπαινιχθή σήμερον αι δύο. Αυτά ήσαν της Φραγκογιαννούς «τα παληά τα πάθια της», κι' αυτά ήσαν της Μαρούσης «τα βάσανά της».
Η ανάμνησις κατείχε τον νουν της Φραγκογιαννούς όλην την ώραν, ενώ έκειτο επί του σοφά, εις το σκότος· διότι λύχνον δεν της είχε φέρει η φιλοξενούσα, μόνον ένα κηράκι κι' ολίγα σπίρτα της είχεν αφήσει. Όλην αυτήν την παλαιάν ιστορίαν ανελογίζετο, και ο ύπνος ποτέ δεν της ήρχετο. Ερευνώσα την συνείδησίν της, έν πράγμα εύρισκεν ότι είχε κάμη και τότε και τώρα το είχε κάμη διά καλόν. Εκουλουριάζετο υποκάτω εις το μάλλινον σκέπασμα, επί του δεξιού πλευρού κειμένη, κ' έκυπτε την κεφαλήν εις το στέρνον, κ' επροσπάθει να ζαλισθή, να ναρκωθή, να της έλθη λήθαργος. Τότε, μετά χρόνους, ενθυμήθη και την σύντομον προσευχήν, την οποίαν της είχεν επιβάλη άλλοτε να λέγη συχνά ένας γέρων πνευματικός· το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Η συχνή επανάληψις της ευχής ενήργησε, και η Χαδούλα εναρκώθη επ' ολίγα λεπτά και απεκοιμήθη. Πλην πάραυτα εις τον ύπνον της, ή εις τα ξύπνα της, (δεν είξευρε καλά), της εφάνη ότι μέσα, εις το βάθος της ψυχής της, ήκουε φωνήν βρέφους, κλαύμα, μινυρισμόν θρηνώδη· τούτο ωμοίαζε με την φωνήν της μικράς εγγονής της, της προ ολίγων μηνών, διά χειρός αυτής . . . τελειωθείσης.
Η γραία εξύπνησεν έντρομος, ανετινάχθη όλη. Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.
ΙΒ'.
Η Μαρουσώ της είχε δώσει το κλειδί του μικρού κατωγείου, της είπε να εξέλθη διά της ιδιαιτέρας θύρας τούτου προς την οδόν, να κλειδώση έξωθεν, και να πάρη το κλειδί μαζί της, διά να το μεταχειρισθή πάλιν την άλλην νύκτα, αν έμελλε να επανέλθη. Όσον δι' αυτήν, αν ελάμβανεν ανάγκην να κατέλθη εις το κατωγάκι, θα κατήρχετο διά της οδού, δι' ης είχεν οδηγήσει εκεί την ξένην της, της εσωτερικής σκάλας και της θύρας του μεσοτοίχου.
Τω όντι, η Φρακογιαννού ησθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, και το στενόν κατωγάκι με τον υγρόν αέρα του την εστενοχώρει. Καιρός ήτο ν' αναπνεύση πλέον τον αέρα του βουνού, πριν οι διώκται χωροφύλακες την κλείσωσιν, ίσως διά βίου, εις τα υγρά και ανήλια υπόγεια της ανθρωπίνης θέμιδος.
Εξήλθε, και, κάτω εις τα βάθη της ψυχής της, εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή του βρέφους, του μικρού κορασίου του αδικοθανόντος. Εστάθη εις το χάσμα της θύρας, εκύτταξε μετά προφυλάξεως έξω, δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω του δρόμου· δεν είχε ψυχήν ούτε σκιάν. Έβαλε πτερά εις τους πόδας της.
Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζύ της. Κ' εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της. Ώρα ήτον ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, νυξ ασέληνος αστροφεγγής. Αρχάς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδα μετά όψιμον Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζεν, η αύρα εμυροβόλει. Ολίγα άγρυπνα πουλάκια έμελπον το όρθριον επάνω εις τα κλαδιά. Η Φραγκογιαννού επήρε τον δρομίσκον, τον λίαν γνωστόν εις αυτήν, στενόν και έρποντα, όπισθεν των κήπων και κάτωθεν των βράχων. Ο δρομίσκος μόλις ήτον ορατός εις την αστροφεγγιάν, καλυπτόμενος εν μέρει από τους προεξέχοντας ράμνους των θάμνων και των βάτων, οίτινες προέκυπτον από τους φράκτας των κήπων. Η ευκίνητος γραία επάτει επί χόρτων και χαμαιμήλων, κ' επί χλωρών ακανθών, ανήρχετο δε με βήμα κόρης, νεαράς βοσκοπούλας του βουνού, τον ανηφορικόν δρομίσκον.
Είχε τελειώσει η μακρά σειρά των κήπων και των περιβολίων προς τα δεξιά της, ενώ αριστερά της παρετείνετο ακόμη ο μικρός βραχώδης λόφος, τα Κοτρώνια, με τας τρεις γραφικάς κορυφάς των την μίαν κατόπιν της άλλης, τας επιστεφομένας από ανεμμύλους και μικρά λευκά καλύβια και σπιτάκια, έρποντα γύρω των. Τώρα πλέον έφθασεν εις μέρος όπου άρχιζαν αμπέλια, αγροί με οπωροφόρα δένδρα, όσον ήτον ακόμη πλαγινός ο ανήφορος, και ελαιώνες, οι αγροί με υψηλούς στάχυς, σειομένους από την νυκτερινήν αύραν, εκείθεν όπου ο ανήφορος καθίστατο αποτομώτερος και άνω. Η Φραγκογιαννού με ελαφρόν άσθμα, έτρεχεν, έτρεχε, μαστιζομένη το πρόσωπον από το απόγειον το πρωινόν, το αντίπνοον, του Βορρά το χαϊδεμένον εωθινόν τέκνον.
Έσπευδε να φθάση το ταχύτερον, πριν ανατείλη η ημέρα, εις τα μέρη τα οποία αυτή εγνώριζε. Υπήρχον, κατά τους βορείους αιγιαλούς της νήσου, πολλοί κλεφτότοποι, μέρη απάτητα, σπήλαια και βράχοι όπου εφύτρωνε το αγριοβότανον και η κάππαρις, και τα κρίταμα και η αρμυρήθρα, και όπου τους υπάρχοντας ολίγους δρόμους κατέστρεφον καθημερινώς τα κοπάδια των ερίφων και των αιγών. Εκεί θα ήτο το άσυλόν της, εκεί όπου ήσαν αι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας της. Εις εκείνους τους βορείους αιγιαλούς, σιμά εις το άγριον και γαλανόν πέλαγος, εις το παλαιόν Κάστρον, το κτισμένον επί γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, εκεί είχε γεννηθή η Χαδούλα, κ' εκεί είχεν ανατραφή ως δέκα ετών κόρη.
Είτα, όταν ειρήνευσαν τα πράγματα, και η νέα πολίχνη εκτίσθη εις τον λιμένα τον μεσημβρινόν, η μάνα της, η μάγισσα, η πολυκυνηγημένη από τους κλέφτες και τους λιάπηδες, συχνά την είχεν επαναφέρει εις τα μέρη εκείνα, της είχε δείξει όλους τους κλεφτότοπους, τους αβάτους βράχους και τα άντρα, και της είχε διηγηθή δι' ένα έκαστον των τόπων εκείνων ανά μίαν ιστορίαν, φανταστικήν ή αληθή. Εις εκείνα τα μέρη, όταν την υπάνδρευσαν και την «εκουκούλωσαν», και την «ενεκροβλόγησαν» κατά την συνήθη φρασεολογίον της μητρός της, της είχαν δώσει ακόμη και την προίκα της. Το σπίτι, το Κάστρο το έρημο, και το χωράφι στο Μποστάνι, στον απάτητον κρημνόν. Ύστερον, όταν αυτή ενοικοκυρεύθη, κ' έμαθε πολλά, κ' επρόκοψεν εις γυναικείαν σοφίαν, κ' εσυνείθισε να θηρεύη τα βότανα και τα τρίφυλλα και τας δρακοντιάς εις τους λόγγους και το βουνά, πολύ συχνά είχεν επισκεφθή τα μέρη εκείνα, χάριν των ερευνών της.
Εκεί λοιπόν επήγαινε και τώρα, αν έδιδεν ο Θεός να φθάση ασφαλώς, αλλ' εις ποίαν δεινοτάτην περίστασιν. Και ποία άρα θα ήτον η τύχη της από τούδε; Μόνος ο Θεός το είξευρε.
Πριν φθάση εις το μέρος, όπου ο δρόμος αποτόμως ανηφόριζε, καθώς διήρχετο έξω από ένα περιβόλι, φραγμένον με πυκνούς βάτους και θάμνους υψηλούς εν μέρει με τοιχογύρισμα, εντός του οποίου υπήρχον πολλών ειδών οπωροφόρα δένδρα, η Φραγκογιαννού κατά τύχην εσκόνταψεν εις τον δρόμον, έκαμε δε μικρόν θρουν, πεσούσα ελαφρώς επάνω εις ένα θάμνον. Αφήκε μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν.
Την ιδίαν στιγμήν ήκουσε πολύ πλησίον της, αλλ' έσωθεν του φράκτου, δυνατόν γαύγυσμα σκύλου. Ανωρθώθη, και με ταχύτερον βήμα εξηκολούθησε τον δρόμον της.
— «Ποιος να είναι;» είπε μέσα της.
Ηκούσθη τότε μία φωνή βραχνή και νυσταλέα, αλλ' απότομος.
— Ε! βάρδ' απ' τα περιβόλια! Ανοιχτά! . . . Ανοιχτά!
Ανεγνώρισε την φωνήν του Ταμπουρά, του δραγάτη. Ενόησε τότε τι συνέβαινε. Το περιβόλι, έξωθεν του οποίου είχε σκοντάψει, ανήκεν εις τον τότε Δήμαρχον του τόπου. Εντός αυτού, σιμά εις τ' άλλα δένδρα, υπήρχον και ολίγαι κερασέαι, με καρπούς σχεδόν ωρίμους ήδη και περκάζοντας, μελανωπούς εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τα μαυροπράσινα φύλλα, Ο Ταμπουράς, μη έχων τι άλλο να φυλάξη, επειδή δεν ήτο ακόμη η ώρα των οπωρών ούτε των καρπών, εκοιμάτο εις το περιβόλι του Δημάρχου, εντός μικράς καλύβης με τον σκύλον του, κ' εφύλαγε τα κεράσια, μην τα κλέψουν οι δημόται του άρχοντος.
Φεύγουσα, ήκουεν ακόμα το γαύγυσμα του σκύλου, συγχρόνως δε «αυτιάσθη», και της εφάνη ότι ήκουεν ανθρώπινα βήματα. Αλλ' ηπατήθη. Ίσως ήτο μάλλον αντίκτυπος και ηχώ των ιδίων βημάτων της. Φαίνεται ότι ο αγροφύλαξ μόλις είχε μισοξυπνήσει, κ' έβαλεν, ως εν υπνοβασία, μηχανικώς την συνήθη φωνήν του. Είτα ευθύς πάλιν απεκοιμήθη.
Η Χαδούλα έγεινε άφαντη εις το ύψος του λόφου, όπισθεν των δένδρων. Εκεί εστάθη μίαν στιγμήν κ' έτεινε το ους. Τίποτε δεν ήκουεν ειμή το λάλημα ενός πουλιού, το σύριγμα ενός νυκτερινού εντόμου, και το φύσημα της αύρας. Τότε της ήλθαν εις τον νουν τα κεράσια, τα οποία είχε διακρίνει αμυδρώς στύλβοντα εις ένα κρεμάμενον κλώνα, εξέχοντα ολίγον έξω του φράκτου του δημαρχικού περιβολιού, σιμά εκεί όπου είχε σκοντάψει, και είπεν·
— Αχ! και δεν έκαμα να φτάσω ένα κεράσι, να δροσίσω το στόμα μου, που είνε φαρμάκι. Ξέχασα να πιω μια σταξιά νερό πριν φύγω . . . Ας φτάσω στη βρύσι, μια!
Τότε μόνον ενθυμήθη ότι δεν είχε πίη νερόν πριν εξέλθη από το κατωγάκι, όπου είχε διέλθει ολίγας αλλά τόσον μακράς εναγωνίους ώρας. Η Χαδούλα ανελογίσθη μετά πικρίας ότι όλα, και τα μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα και ανάποδα της ήρχοντο εις αυτόν τον κόσμον. Εάν είχε προμελετήση να κλέψη ολίγα κεράσια από την κερασιά του Δημάρχου, θα επάτει μετά προσοχής, θα επλησίαζε μετά προφυλάξεως, και τότε πιθανώς ούτε ο δραγάτης ήθελεν εξυπνήσει, ούτε ο σκύλος ίσως θα εγαύγυζε. Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κυττάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο!
Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μέσ' το στόμα της.
Εβάδιζεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή. Αφού έφθασεν εις την κορυφήν του λόφου, κατήλθε πάλιν εις το ρεύμα, εις την υπώρειαν του βουνού με τας πολυσχιδείς πλευράς, το οποίον εκαλείτο η Βίγλες. Τις οίδε ποίοι παλαιοί κλέφταις εφύλαγαν άγρυπνοι καραούλια εκεί, και εντεύθεν είχε λάβη το όνομα. Έφθασεν εις την μικράν βρύσιν, εις την ρίζαν του βουνού. Έφεγγεν ήδη. Έπιε νερόν, εδροσίσθη, κ' ευθύς έφυγεν. Εις το μέρος εκείνο εσύχναζον πολλοί, άνθρωποι, βοσκοί και 'ξωμερίται κι' άλλοι. Η Γιαννού ήθελεν όσον το δυνατόν να μείνη αόρατος. Εκατηφόρισεν ακόμη, εισήλθεν εις το κάτω ρεύμα το βαθύ, το βαίνον προς την θάλασσαν, το καλούμενον Λεχούνι.
Εκεί έφθασε μικρόν προ της ανατολής του ηλίου. Υπήρχον εκεί δύο ή τρεις νερόμυλοι, μάλλον παλαιοί και άχρηστοι, εκ των οποίων ο είς μόνον εδούλευε, και τούτο σπανίως. Όλα εδείκνυον την ερημίαν, δεν εφαίνετο ίχνος ανθρώπου εκεί. Η Φραγκογιαννού, από περισσήν προφύλαξιν, δεν ηθέλησε να πλησιάση. Απέφυγε το μέρος εκείνο, εβάδισεν όπισθεν λόχμης, κ' έφθασεν εις γούρναν βαθείαν, με διαυγές νερόν, γνωστήν εις ολίγους. Ήτο μέρος κρυφόν και απάτητον. Εσχηματίζετο εκεί οιονεί άντρον, αποτελούμεναν εκ χλόης, εκ κορμών και κισσού. Άντρον νύμφης, Δρυάδος των παλαιών χρόνων ή Ναϊάδος, ευρούσης ίσως καταφύγιον εκεί.
Διά να κατέλθη τις εις την μικράν πτυχήν της γης, όπου ήτο η γούρνα του νερού, έπρεπε να έχη την τύχην διώκτριαν και τους πόδας της Φραγκογιαννούς, τους ανυποδήτους, τους σχισμένους κ' αιματωμένους από τας κνίδας και τας ακάνθας. Εκεί εκάθισε ν' αναπαυθή. Έβγαλεν από το καλάθι της το ψωμί και το τυρί και ολίγον κρέας, τα οποία την είχε φιλεύσει η Μαρούσα, επειδή την εσπέραν δεν είχε δυνηθή να φάγη τίποτε, μετά τον καφέν όπου είχε πίη εις το μαγειρείον. Εφύλαξε μόνον τα δίπυρα, τα οποία είχε λάβει από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς. Έφαγεν, έπιε δροσερόν νερόν, κ' έλαβε μικράν αναψυχήν.
Εκείνην την στιγμήν, ανέτελλεν ο ήλιος. Ο δίσκος του εφάνη ν' αναδύεται από τα κύματα, αντικρύ, εις το μακρινόν πέλαγος, του οποίου μίαν λωρίδα έβλεπεν από την κρύπτην της η Χαδούλα. Τα όρνεα του βουνού, του πετρώδους και ηχώδους, το οποίον ηγείρετο όπισθέν της, έρρηξαν μακρούς κρωγμούς, και τα πουλάκια της κοιλάδος, της λόχμης, του μικρού δάσους, αφήκαν φαιδράς μελωδίας.
Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.
Η Γιαννού έβγαλε το χράμι το μάλλινον, το διπλωμένον εις πολλάς πτυχάς, από το καλάθι της, το εξεδίπλωσεν, ετυλίχθη μ' αυτό, κ' έκλινε την κεφαλήν προς την ρίζαν του γηραιού πλατάνου. Απεκοιμήθη.
Της εφάνη εις τον ύπνον της ότι ήτον νέα ακόμα· ότι ο πατήρ της και η μάνα της την υπάνδρευον, όπως την είχαν υπανδρεύσει και την είχαν «νεκροβλοήσει» τον καιρόν εκείνον, και την επροίκιζαν, δίδοντες αυτή και τον κήπον τον πατρώον, όπου αυτή εσκάλιζε κ' επότιζε τα κουκιά και τα λάχανα, όταν ήτον μικρή· και ο πατήρ της την εφίλευε τάχα, διά τον κόπον της και της έδιδε «τέσσερα κεφάλια» κεφάλια από λαχανίδες. Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσαρα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκύτταξε, είδεν, ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσερα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά . . .
Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . » Πάλιν απεκοιμήθη. Ωνειρεύθη ότι η μητέρα της την συνελάμβανεν επ' αυτοφώρω ερευνώσαν να εύρη το κομπόδεμα, κάτω εις το ισόγειον, ανάμεσα εις τα βαρέλια και τα πιθάρια και τον σωρόν των καυσοξύλων ως την είδεν, εμειδίασε πικρώς, το σύνηθες μειδίαμά της, και διά να την εβγάλη τάχα από τον κόπον, επήρε μοναχή της το κομπόδεμα, έβγαλε και της εχάρισεν από τα τόσα τάλληρα, τα σκυλοδεμένα, τρία γερμανικά τάλληρα, τρεις ρηγίνες, απ' εκείνας που είχαν και την εικόνα της Παναγίας επάνω, με την επιγραφήν «Patrona Bavariae». Η Φραγκογιαννού, μετά χαράς μεμιγμένης μ' εντροπήν, επήρε τα τρία νομίσματα, από τα χέρια της μητρός της πλην όταν τα εκύτταξε, είδεν ότι τα τρία εκείνα νομίσματα, με τα πρόσωπα που έφερον επάνω, ήσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, με σβυσμένα ματάκια . . . . Ω! τρόμος! προσωπάκια μικρών κορασίδων!
Εξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ήτον ήδη μεσημβρία. Ο ήλιος έκαιεν υπεράνω της κεφαλής της άνωθεν της κορυφής του δροσερού πλατάνου. Με όλον το θάλπος του ηλίου, και την φαιδρότητα της ημέρας της μαγιάτικης η εντύπωσις του ονείρου έμεινεν επί μακρόν εις τον νουν της. Της εφαίνετο παράξενον μάλιστα πως, εν ημέρα, είδε τα όνειρα αυτά. Οσάκις είχε κοιμηθή εν καιρώ ημέρας, εις την ζωήν της δεν ενθυμείτο ποτέ να είδεν όνειρον.
Έβρεξεν εις την γούρναν δύο δίπυρα, τα απέθηκεν επί της πέτρας της πλακαρής παρά το χείλος του λάκκου, και τα ελησμόνησεν εκεί επί μακρόν, εωσότου έλυωσαν από το βρέξιμον κ' εσάπισαν. Μετά ώραν, εγέμισε την φούχταν της με τα ψιχία, και τα έφαγε.
Όταν ο ήλιος εκρύβη εις την κορυφήν του βραχώδους βουνού, κ' εσκίασεν η κοιλάς, και ήτο δειλινόν πλέον, εστενοχωρήθη και προέκυψε την κεφαλήν έξω της κρύπτης. Εκύτταξεν άνω και κάτω, εις την κοιλάδα την κατάφυτον από ελαιώνας, αλλά ψυχή δεν εφαίνετο. Τότε εσκέφθη να πάρη το καλάθι της και το ραβδί της, να εξέλθη από την μικράν κόγχην, ν' αναβή επάνω εις την λόχμην την σύδενδρον, και να πάρη σιγά το ρέμμα-ρέμμα, και ν' αρχίση πάλιν, την παλαιάν της τέχνην, να ψάχνη προς ανεύρεσιν βοτάνων — τα οποία δεν ήξευρε πλέον εις τι θα της εχρησίμευον, αφού δεν είχε πλέον εις τον κόσμον άλλο άσυλον, ειμή την ειρκτήν και μόνην.
Αλλ' όμως έτρεφεν αόριστον ελπίδα, ότι θα εύρισκεν ίσως ξενίαν εις καμμίαν μάνδραν ή καλύβην βοσκού, και τότε τα βότανα θα τα επρόσφερεν εις την σύζυγον του φιλοξενούντος ως μικρόν αντάλλαγμα. Το περισσότερον όμως, θα το έκαμνε διά να περάση η βαρεία ανία, ήτις εβασάνιζε την ψυχήν της.
Την ώραν εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος. Διότι, και αν τα πολλά των αρνίων ή των εριφίων εσκορπίζοντο, κ' επήγαινον να πίωσιν εις το μέγα ρεύμα, το οποίον έρρεεν επάνω μέχρι της στέρνας, και ύστερον κάτω από τον νερόμυλον, μερικά εξ αυτών βεβαίως θα κατήρχοντο εις το μικρόν ρεύμα, το γείτον της γούρνας. Είτα τα ζώα θα εσκιάζοντο, θα εξαφνίζοντο, θα ωπισθοχώρουν πηδώντα, και ο βοσκός, όστις και αν ήτο, θα την ανεκάλυπτε, θα επαραξενεύετο, και ίσως θα συνελάμβανεν υποψίας.
Το καλλίτερον άρα θα ήτο ν' αντιμετωπίση, με την άφευκτον προσποίησιν, με το ψεύδος εις τα χείλη, την παρουσίαν του βοσκού. Άλλως ήτο πολύ πιθανόν, ο αγροδίαιτος εκείνος να μην είχε προ ημερών ειδήσεις από την πόλιν, και να μην εγνώριζε τίποτε περί του διωγμού, τον οποίον υπέφερεν η Φραγκογιαννού.
ΙΓ'.
Μετ' ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ' εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη. Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος.
Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν·
— Και πού 'ς αυτόν τον κόσμο, θεια Γαρουφαλιά; (Ο Λυρίγκος ανεγνώρισε το πρόσωπον, αλλά, φαίνεται, δεν ενθυμείτο καλώς το όνομα). Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε!
— Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου.
— Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.
Τι να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτα επέφερεν. — Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέμματα.
— Άκουσε, θεια Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι.
— Γεννήσατε;
— Σπαργανίσαμε! Είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια . . . όλο κοριτσούδια, το έρμο!
— Να σας ζήση! είπεν η γραία. Καλή σαράντισι της φαμιλιάς σου!
— Ως τόσο, το κοριτσάκι ήρθε στον κόσμο άρρωστο, κι' όλο κλαίει, και στο βυζί δεν κολλάει. Κ' η μάνα του η καψερή, τόσο καλά δεν είναι . . . Όλο κάψι και σεκλέτι, το έρμο!
Αλήθεια;
— Να ήθελες να μας έκανες τη χάρι να περνούσες απ' το καλύβι, να έκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεια Γαρουφαλιά; . . . . Εκείνη η πεθερά μου δε 'φελάει τίποτα, τι να σου κάμη;
— Μα τώρα κοντεύει να νυχτώση. . . είπε με υποκρισίαν η Φραγκογιαννού.
Και μέσα της έλεγε — «Το ροιζικό μου είναι πλειο! Ωχ Θε μου»!
— Ας νυχτώση . . . Αν θέλης, κοιμάσαι στο καλύβι.
Η Φραγκογιαννού εστάθη ως να εδίσταζεν. Αλλ' ήτον ετοίμη να συναινέση. Την ιδίαν στιγμήν, με την τελευταίαν ακτίνα του ηλίου ήτις εχρύσωνε την κορυφήν του ανατολικού λόφου με τους ελαιώνας τους πολλούς, κ' έκαμνε να στίλβη το φύλλωμα των ελαιών, εφάνησαν δύο άνθρωποι κατερχόμενοι δρομαίοι από ένα μονοπάτι, μεταξύ δύο ελαιώνων.
Η Φραγκογιαννού τους είδε πρώτη κ' ετρόμαξεν. Ο ήλιος όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες.
Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεψε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς.
Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος·
— Πού πας, θεια Γαρουφαλιά;
— Σιώπα! παιδί μου του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό! Έρχονται ταχτικοί!. . . Να μην πης πως με είδες!
— Ταχτικοί;
— Να μη με μαρτυρήσης παιδί μου, χάνομαι! Ησύχασε! Αν γλυτώσω τώρα, την νύχτα θα 'ρθώ στο καλύβι σας . . .
Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν' αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν' αναρριχηθώσι.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύψος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη.
Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός, ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμης — και την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννού — έφθασαν πλησίον του Λυρίγκου. Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όι!» Επροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του.
Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού».
Ο Λυρίγκος είπεν όχι.
Ο είς των χωροφυλάκων ύβρισε τον βοσκόν.
— Ψέμματα λες! εγώ την είδα!. . ,
Ούτος επέμενεν ότι είχεν ιδεί τον ήσκιον, τον «διακαμόν» ή το «διάνεμα», καθώς έλεγε, της γραίας ν' αναρριχάται ως γάττα εις το ύψος του κρημνού. Ο άλλος δεν είχεν ιδεί ούτε ισχυρίζετο τίποτε.
Ο πρώτος, με τα τσαρούχια του εδοκίμασε ν' αναρριχηθή εις τον βράχον. Αλλά μετά τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ' έπεσε, κτυπήσας ελαφρώς εις το γόνυ.
Εκεί όπου είχεν αναβή η Φραγκογιαννού, ήτο το βουνόν του Κουρούπη, βορεινόν, βραχώδες, απάτητον, και τους πόδας του εφίλει και έπληττε το κύμα του πελάγους. Η θέα ηνοίγετο προς την ακτήν της Μακεδονίας, την Χαλκιδικήν, και τον μέγαν Άθωνα.
Η θέσις όπου έφθασεν η καταδιωκομένη γυνή εκαλείτο το Κοχύλι. Ανθρώπινος πους σπανίως επάτει εκεί. Μόνον όταν απεπλανάτο ή «εβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανείς βοσκός ερριψοκινδύνευε ν' ανέλθη προς την άβατον εκείνην σκοπιάν. Η Φραγκογιαννού ανεκάλυψε μικρόν σπήλαιον, όλον ανοικτόν εις την θέαν του πελάγους, το οποίον ήτο το κυρίως Κοχύλι, κ' εκάθησεν ανέτως εις την χιβάδα εκείνην. Ήτο σχεδόν βεβαία ότι οι διώκται της δεν θα την έφθανον εκεί. Εάν τυχόν κανείς απ' αυτούς ήτο τόσον «μάνας γυιός», ώστε ν' αποφασίση και να κατορθώση ν' αναρριχηθη εις τον βράχον, αυτή είχεν ετοίμην και την «υποχώρησιν». Εγνώριζεν έν άλλο μονοπάτι, έσωθεν της διπλής κορυφής του πετρώδους βουνού, σχίζον εις δύο τας συστάδας των βράχων, το οποίον γνωστόν εις μόνους τους αιγοβοσκούς των μερών τούτων, έφερε κατ' ευθείαν εις τας μάνδρας και τας κατοικίας των.
Εκάθισεν εις την κόγχην του βράχου, κάτω από τους πόδας της έχουσα την βοήν και την μελωδίαν των κυμάτων, και άνω της κεφαλής της ήκουε την κλαγγήν των αετών και τους κρωγμούς του ιέρακος. Καθώς απλώθη η νύκτα, εφεγγοβόλησεν από άστρα το αχανές στερέωμα, και ο αήρ ο ευώδης θα ήτον ικανός να βαλσαμώση και αυτά της γυναικός ταύτης τα «πάθια». Το κογχυλοειδές άντρον ήτο μόνον ως τρία μπόια άνω από το κύμα, αλλ' ο βράχος έως κάτω ήτο τόσον κάθετος, ώστε αδύνατον ήτο «βροτός ανήρ» ν' ανέλθη ή να κατέλθη. Ήτο θέσις καλή μόνον διά να πέση τις εις την θάλασσαν να πνιγή, εάν το είχεν αποφασίση.
Η γραία έβγαλεν από το καλάθι της τα ολίγα παξιμάδια όσα της είχον μείνη, ελαίας και τυρίον, κ' εδείπνησεν. Ευτυχώς το φλασκί της, ήτο γεμάτο νερόν, επειδή το δειλινόν το είχε γεμίσει από την γούρναν.
Έκλεισε τα όμματα, και ήρχισε να ναναρίζεται μόνη της, υποψιθυρίζουσα ένα τραγούδι ωσάν μοιρολόγι, αλλά δεν είχεν ύπνον. Επανήλθαν πάλιν και της έστησαν πολιορκίαν οι φόβοι και τα φαντάσματα. Τον κλαυθμηρισμόν εκείνον του νηπίου τον ήκουε συχνά μέσα της, βαθειά στα σωθικά της. Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, πάω να φύγω να μισέψω
του ροιζικού μου από μακρυά την πόρτα ν' αγναντέψω.
στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ' εκεί να βρω τη Μοίρα μου, και να την ερωτήσω . . .
του ροιζικού μου από μακρυά την πόρτα ν' αγναντέψω.
στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ' εκεί να βρω τη Μοίρα μου, και να την ερωτήσω . . .
Της ήλθεν εις τον νουν ότι, ίσως οι «ταχτικοί» να την εκυνήγουν και την νύκτα ακόμη. Εάν αυτοί ανήρχοντο επάνω, εις τα μανδριά των βοσκών, κ' έμεναν εκεί να διανυκτερεύσουν;. . . Μήπως δεν είχαν χλωρήν μυζήθραν οι βοσκοί, ή μήπως δεν είχαν γάλα και στρογγυλιάτα, ή ακόμα και κόττες διά στραγγάλισμα και ψήσιμον, εις πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Εάν τυχόν κανείς από τους βοσκούς εγελάτο, κ' εδείκνυεν εις τους χωροφύλακας το μέσα μονοπάτι, τότε η αποχώρησίς της δεν θα εκόπτετο; Και ήτο απείρως δυσκολώτερον να καταβή, οπόθεν ανέβη, εκτός αν εγίνετο πτερόπους κ' έφευγε . . .
Είχε μέγα ενδιαφέρον να εμάνθανε τι του είπαν του Λυρίγκου οι δύο «ταχτικοί», και τι αυτός είπε. Το καλύβι του Λυρίγκου, το εγνώριζεν, ήτον επάνω στην ράχην, όπισθεν του βουνού, και απείχεν ως είκοσι λεπτά της ώρας. Τώρα, βέβαια, ο Λυρίγκος θα είχε μάθη το διατί αυτή κατεδιώκετο να συλληφθή, και διά ποίαν πράξιν κατηγορείτο. Και με τι μούτρα να παρουσιασθή, τότε, στο καλύβι, αυτή; Αλλά πιθανόν ο ίδιος να μην εκοιμάτο στο καλύβι, αλλά μάλλον εις την μάνδραν της αγέλης του, ήτις θα ευρίσκετο εκεί κάπου, όχι πολύ μακράν. Και τότε αυτή θα εύρισκε τας δύο γυναίκας, την λεχώ και την μητέρα της, θα τας εξάφνιζε . . . Τι να κάμη; Ποίαν απόφασιν να λάβη;
Απεναρκώθη, και χωρίς να κοιμάται εντελώς, ωνειρεύετο. Της εφάνη ότι ευρίσκετο αλλού, εις άλλον τόπον. Σιμά εις τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν, εκείνον τον Άγιον όστις εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους, κ' εδέχετο την εξαγόρευσιν των κρυφών αμαρτιών εκεί έξαφνα ευρέθη. Αντίκρυζε τον κήπον του Περιβολά, με την γυναίκα την κατάκλειστον εις την καλύβαν, την άρρωστην. Έβλεπε την θύραν του φραγμένου κήπου, το πηγάδι, την στέραν, το μάγγανον. Άκουσε ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μια βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν «Φόνισσα! . . . Φόνισσα! . . . »
Ανετινάχθη φρίσσουσα, εξύπνησε, και διετύπωσε προς εαυτήν, ως εις παραμίλημα πυρετού, μίαν αλλόκοτον ερώτησιν. «Τάχα το αίμα το πνιγμένο φωνάζει, όπως και το αίμα που χύθηκε;»
Είτα ευθύς συνήλθεν εις εαυτήν, εδοκίμασε πάλιν να προφέρη της προσευχής τα καταπραϋντικά λόγια. «Κύριε Ιησού . . . » Την ιδίαν στιγμήν ανεπόλησε τα λησμονημένα λόγια ενός τροπαρίου, το οποίον είχεν ακούσει πολλάς φοράς εις την νεότητα της να ψάλλη ένας γέρων ιερεύς «Ιησού γλυκύτατε Χριστέ. . . Ιησού μακρόθυμε!»
Τότε ευθύς της ήλθε πάλιν ο ύπνος, βαθύς και διαρκέστερος. Και τότε ωνειρεύθη οιονεί ότι εξαναέζη όλην την περασμένην ζωήν της. Και παραδόξως, μέσα εις τον ύπνον της, έβλεπε τα επίλοιπα εκ των ονείρων της παρελθούσης ημέρας. Έβλεπεν όχι πλέον ότι υπανδρεύετο ή επροικίζετο, αλλά ότι εγέννα, και της εφάνη ότι είχε και τας τρεις κόρας της συγχρόνως, την Δελχαρώ, την Αμέρσαν και την Κρινιώ, μικράς, σχεδόν ομήλικας, ως να ήσαν τρίδυμοι. Ότι αι τρεις, κρατούμενοι εκ των χειρών, ίσταντο έμπροσθέν της, και της εζήτουν θωπείας, ασπασμούς και φιλεύματα. Αίφνης, τα πρόσωπά των, αλλοιωθέντα, δεν ωμοίαζον πλέον ως των τριών θυγατέρων της, αλλά προσέλαβαν όλους τους χαρακτήρας των τριών εκείνων κορασίων, των πνιγμένων, και, ως κομβολόγιον εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της.
— Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη, — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησέ μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε . . . στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάμε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!
Ω! αλήθεια, της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα! Αύται αι τρεις μικραί κορασίδες ήσαν τα τέκνα της! οποίος ορμαθός έμψυχος, ανθρώπινος! . . . Νεκρωμένος, βαρύς από το ύδωρ, αφρισμένος!. . , Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της!
Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι' αποδώ»!
Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι. Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλλίτερον ήτο να τρέξη προ του κίνδυνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδας των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.
Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοήν, είτα έκρουσε την θύραν.
Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφίαν της μητρός της. Εάν έμειναν την νύκτα εις το βουνόν, θα ευρίσκοντο εις έν από τα μανδριά των ποιμνίων.
Η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, ήτις δεν είχεν ύπνον να κοιμηθή, όπως δεν εκοιμάτο και η Φραγκογιαννού προ ημερών, όταν εσυντρόφευε την λεχώ, την κόρην της, εσηκώθη και ηρώτησε :
— Ποιος είνε;
— Μ' έστειλε ο Γιάννης, απήντησεν έξωθεν της κλειστής θύρας η Χαδούλα, χωρίς να είπη τ' όνομά της, για να κάμω γιατρικά της λεχώνας.
— Τέτοιαν ώρα;
— Δεν 'μπόρεσα 'νωρίτερα να 'ρθώ.
— Πού τον ηύρες;
— Κάτω στο Λεχούνι, στο ρέμμα.
Η γραία απέσυρε τον μοχλόν και ήνοιξε την θύραν.
— Αυτοί δεν ξέρουν τίποτε, εσκέφθη καθ' εαυτήν η Φραγκογιαννού· 'ς αυτές «περνάει η μπογιά μου» ακόμα. Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις έν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ' ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν της λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτο μισοσβυσμένη. Επήρε ξυλάρια και ξυλόκλαδα, από ένα σωρόν παρά την γωνίαν, έρριψεν ολίγα εις την εστίαν, εφύσησε κ' εξάναψε την φλόγα. Έλαβεν ένα ιμβρίκι, το οποίον ευρίσκετο επί της εστίας, το εγέμισε νερόν, έψαξεν εις το καλάθι της, επήρε δύο ή τρία κλωναράκια βοτάνων, τα έρριψε μέσα, κ' έβαλε το αγγείον εις το πυρ.
Είτα, νεύουσα προς το μέρος της λεχώνας, είπε σιγά εις την γραίαν·
— Μην την εξυπνάς . . . Σαν ξυπνήση, ύστερα, να το πιη αυτό.
Η γυνή απήντησε διά νεύματος. Η Φραγκογιαννού εξηκοκολούθει να φυσά το πυρ. Η γραία εν αμηχανία, επεθύμει να την ερωτήση και πάλιν πώς ευρέθη εκεί τοιαύτην ώραν, αλλά δεν ετόλμα. Η κόρη της έκαμε κακή λεχωσιά· κ' εφοβείτο μην εξυπνήση έξαφνα και θορυβηθή.
Το θυγάτριον, μικρόν ράκος δύο ημερών ζωής, το οποίον είχεν έλθη κι' αυτό εις τον κόσμον δι' αμαρτίας και βάσανα, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ' η αναπνοή του ήτο δύσκολος και ηκούετο εν μέσω της σιωπής. Από καιρού εις καιρόν, όταν το φύσημά του εγίνετο οπωσούν σφοδρότερον, και το βρέφος εφαίνετο έτοιμον να ξυπνήση και να φωνάξη, η μάμμη το ενανούριζε δι' ενός μονοσυλλάβου, «Κοι, κοι, κοι, κοι!» εφαίνετο δε τω όντι η συλλαβή αύτη ήτις φαίνεται να είναι η πρώτη συλλαβή του «κοιμήσου!», ή η ρίζα του «κείμαι» εφαίνετο, λέγω, πολλάκις επαναλαμβανομένη, να εξασκή παράδοξον υποβολήν και γοητείαν.
Η ώρα παρήρχετο. Είχον λαλήσει ήδη δύο φοράς τα ορνίθια. Η Πούλια είχεν υπερβή προ πολλού το μεσουράνημα. Από την αντικρυνήν κορυφήν της ράχης, όπου ήσαν άλλα καλύβια κατοικούμενα από τας οικογενείας βοσκών ηκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εις ταύτα απήντησεν ευθύς το λάλημα των πετεινόν από τον ορνιθώνα του καλυβιού του Λυρίγκου.
Η λεχώνα εξύπνησε. Η μάνα της της έδωκε να πίη το φάρμακον, το οποίον είχε παρασκευάση η Φραγκογιαννού.
— Κουράγιο, κοπέλλα μ', είπεν αύτη με πραείαν φωνήν.
— Πού βρέθηκες εδώ; είπεν η λεχώνα.
Την εκύτταζε με απορίαν, κ' εδυσκολεύετο να την αναγνωρίση.
— Ο Θεός μ' έστειλε, είπε μετά πεποιθήσεως η Γιαννού.
— Καλά που ήρθες, εδήλωσε τότε και η γραία.
Τω όντι, αύτη, αν και είχε παραξενευθή καταρχάς, εσκέφθη, και ανεγνώρισεν ότι η παρουσία της Γιαννους ήτο μία παρηγορία εις την μοναξίαν των.
ΙΔ'.
Περί τα πρώτα γλυκοχαράγματα, το βρέφος είχεν εξυπνήσει, κι' άρχισε να κλαυθμηρίζη. Η Φραγκογιαννού έκαμε και πάλιν «κουμάντο». Εσυμβουλεύσε την λεχώ να βάλη το παιδίον εις το βυζί, διά να δοκιμάση αν κατέβη το γάλα. Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μία φωνή.
— Γρηά! . . . Γρηά! . . . κοιμάστε;
Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθεράν του.
Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν.
— Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μονάχος.
Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά.
— Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . .
— Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.
Η γραία εξήλθε τρέχουσα. Η Φραγκογιαννού έμεινε μόνη, με την λεχώ και το βρέφος.
Η νεαρά γυνή είχε λαγοκοιμηθή πάλιν, και δεν είχεν αντιληφθή καλώς την απουσίαν της μητρός της. Μετ' ολίγας στιγμάς εξύπνησε και είπε·
— Πού πάει η μάνα, θα ' πω;
Η Φραγκογιαννού, φρονούσα ότι το καλλίτερον ήτον η λεχώνα να κοιμάται διά να ησυχάζη, και γνωρίζουσα ότι η απόκρισις η διδομένη εις τους πυρέσσοντας και εις τους ως εν υπνοβασία παραμιλούντας βλάπτει μάλλον ή ωφελεί, δεν απήντησε τίποτε. Η λεχώ ευθύς και πάλιν απεκοιμήθη.
Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμηρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος. Η Φραγκογιαννού, ήτις είχε λησμονήσει όλας τας τύψεις, τας οποίας είχεν αισθανθή αλγεινώς υπό τας μέλανας πτέρυγας των ονείρων της, και εσπαράσσετο και πάλιν από τους όνυχας της πραγματικότητος, άρχισε να σκέπτεται μέσα της. — Αχ! δίκηο έχει, ο καϋμένος, ο Λυρίγκος . . . «Όλο κοριτσούδια, το έρμο, όλο κοριτσούδια!» . . . Και τι ξαλάφρωμα θα ήτον τώρα γι' αυτόν, για την άμοιρη τη γυναίκα του, να του τώπαιρνε τώρα, ο Μεγαλοδύναμος! . . . αυτό καν πούνε μικρό, και δεν έχει ν' αφήση μεγάλον καϋμό 'πίσω του!
Την στιγμήν εκείνην της ήλθεν εις τον νουν μία μικρά απορία· πού ευρίσκοντο τάλλα κοράσια του Λυρίγκου, τα μεγαλείτερα. Τότε ενθυμήθη ότι πριν ν' αναβή εις το καλύβι, όπου ευρίσκετο τώρα, το οποίον ήτο χαμηλόν ανώγειον, επέρασεν έξω από την θύραν ενός άλλου μικροτέρου καλυβίου, το οποίον ήτο χαμόγειον, και ήτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με το πρώτον. Ήτο το μικρόν καλυβάκι της γραίας, της πενθεράς του Λυρίγκου, κ' εκεί μέσα της είχε φανή ότι ήκουεν αναπνοάς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Εκεί βέβαια θα εκοιμώντο, μαζύ με την μικράν θείαν τους την άγαμον, τα άλλα κοράσια του Λυρίγκου.
Ως εν αλλοφροσύνη και εν πλάνη ονείρου, έτεινε την χείρα προς το λίκνον, εντός του οποίου ωλόλυζε το μικρόν . . . Έκαμε χειρονομίαν ως διά να σχηματίση τους δακτύλους της εις διλαβίδα, εις αρπάγην και στραγγαλιάν.
Ησθάνετο την στιγμήν εκείνην αγρίαν χαράν να πνίξη το μικρόν θυγάτριον . . . Της ήλθεν εις τον νουν ότι ήτο αβάπτιστον, και αν το έπνιγε, θα είχε διπλήν αμαρτίαν . . . Η σκέψις αύτη επί μίαν στιγμήν την ανεχαίτισεν, αλλ' όμως απεφάσισε να υπερπηδήση τον φραγμόν τούτον . . . Παρά ένα δάκτυλον, η χειρ της έψαυε τον λαιμόν του μικρού πλάσματος . . .
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη φωνή, βήμα, κρότος, εις το μικρόν χαγιάτι έξω, και η θύρα, την οποίαν η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου, αναχωρήσασα δεν είχε κλείσει εις το μάνδαλον, αλλά μόνον την είχε γείρη, ηνοίχθη πέραν και πέραν, ενδίδουσα εις ώθησιν έξωθεν.
— Εδώ είναι, ηρώτησεν ο εμφανισθείς άνθρωπος, εδώ είναι, το σπίτι του Λυρίγκου, του τσοπάνη;
Ήτον χωροφύλαξ, με το χιτώνιον μεσοκουμβωμένον, φουσκωτόν επί του στήθους, με το κασκέττον στραβά, με στρημμένον τον μύστακα, και με την κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι επί του αριστερού ώμου.
Μέσα στο καλύβι, η κανδήλα ετρεμόσβυνεν εμπρός εις τα εικονίσματα. Η φωτιά είχε καλυφθή και πάλιν από την τέφραν. Το λυχνάρι σβυστόν εκρέματο από το μικρόν ράφι της εστίας. Ήτο σκότος. Έξω, είχεν εξημερώσει, και παρά δύο λεπτά ο ήλιος θ' ανέτελλεν.
Ο άνθρωπος δεν έβλεπεν ειμή αμυδράς σκιάς μέσα. Την λεχώναν εις την στρωμνήν της, ως αμαυρόν όγκον κατακειμένην, το βρέφος, το οποίον εσάλευε και ανάσαινεν εντός της σκάφης, ήτις εχρησίμευεν ως λίκνον . . . και την Φραγκογιαννού καθημένην ως φάντασμα, και τείνουσαν την χείρα προς το λίκνον.
Η Φραγκογιαννού έμεινε με την χείρα τεταμένην. Την κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Εντός δευτερολέπτου ήλθεν εις εαυτήν, και είδε τον φοβερόν κίνδυνον.
Ακριβώς όπισθέν της ήτο έν μικρόν παράθυρον βλέπον προς βορράν, υπόσαθρον, νοτισμένον και κακοκλεισμένον. Ως να είχε τιναχθή από έκρηξιν, εστράφη μηχανικώς, άνοιξε το παράθυρον, κ' επήδησεν έξω. Έπεσεν επάνω εις χόρτα και άχυρα, και ο δούπος της πτώσεως της ούτε ηκούσθη. Το χαμηλόν παράθυρον μόλις ανείχε μισήν οργυιάν από του εδάφους.
Μόνον είχε ξεχάσει να πάρη μαζί το ραβδί της και το καλάθι της, τα οποία ως τόσον ευρίσκοντο δίπλα της, εις το πάτωμα. Ήτον άξιον απορίας, πώς τόσον είχε σαστίσει. Τα ενθυμήθη ακριβώς την στιγμήν καθ' ην άρχισε να τρέχη μετά το πήδημά της, κ' έτσι της ήρχετο αν ήτον τρόπος, να γυρίση 'πίσω να τα πάρη, και να στραβωθούν, να μην την ιδούν οι διώκται της.
Ως τόσον έτρεχεν, έτρεχεν . . . είχεν εισέλθη μέσα εις το δάσος, του οποίου τα διάφορα μονοπάτια της ήσαν πολύ γνωστά. Δεν εγύριζε να ιδή οπίσω της . . . Ήτο βεβαία ότι οι δύο «ταχτικοί» θα αργήσουν να εννοήσουν τι συνέβη, και να βαλθούν να την κυνηγήσουν.
Τω όντι οι δύο εκείνοι άνδρες της δημοσίας ανάγκης δεν ενόησαν κατ' αρχάς τι είχε συμβή. Τους είχε στείλη, «κατεπείγον» οπίσω ο ειρηνοδίκης, από κοινού με τον πάρεδρον τον αστυνόμον, όστις, εις όσα απεφαίνετο ο εμπνευσμένος εκείνος λειτουργός της Θέμιδος, έλεγε πάντοτε ναι, και με τον ενωμοτάρχην, όστις δεν έλεγε ποτέ όχι, τους είχε στείλη να υπάγουν εις την αγροτικήν οικίαν του Ιωάννου Λυρίγκου, διά να τον προσκαλέσουν να εμφανισθή ενώπιον των αρχών, κ' εν ανάγκη να τον φέρουν διά της βίας επειδή εξ όσων είχον διηγηθή την εσπέραν της προτεραίας, εις την πολίχνην, οι δύο χωροφύλακες, οι ειρημένοι φωστήρες συνέλαβον την υπόνοιαν ότι ο Λυρίγκος ενείχετο εις την υπόθεσιν της φυγής της γυναικός Χαδούλας, χήρας Ιωάννου Φράγκου, χριστιανής, και εκτελούσης οικιακά έργα, την οποίαν έλεγον ότι είχον ιδεί ν' αναρριχάται εις τον κρημνόν του πετρώδους βουνού οι δύο στρατιωτικοί άνδρες.
Όθεν αμέσως, περί όρθρον βαθύν, αφού εκοιμήθησαν επί δύο ή τρεις ώρας, φορούντες όλην την στολήν των, οι δύο χωροφύλακες, εις τα ισόγεια της δημαρχίας, τα γεμάτα από βλατούδες, σαρανταποδαρούσες και σαμαμίθια, τα οποία εχρησίμευον ως καζάρμα (η καζάρμα αυτή ήτον ο τρόμος των αγυιοπαίδων των μοσχομαγκών, ως και όλων των οφειλετών του δημοσίου), εις έν σφύριγμα του ενωμοτάρχου εσηκώθησαν, επήραν τις κάπες των, και το έβαλαν δρόμον διά το βουνόν.
Εστέλλοντο ιδίως διά να φέρουν τον Λυρίγκον (καθώς και πάντα άλλον βοσκόν, τον οποίον θα εξήταζον οι ίδιοι και όστις θα έλεγε «μπερδεμμένα λόγια», εφρόντισε να προσθέση ο ειρηνοδίκης), αλλά προ πάντων διά να μυρισθούν τα ίχνη της Φραγκογιαννούς και κατορθώσουν να την ανακαλύψουν. Διά τούτο είχον πληρεξουσιότητα να ψάξουν όλα τα μανδριά και της στάνες και να εξετάσουν όλους τους βοσκούς του βουνού. Όθεν, διά καλόν και διά κακόν, επήραν μαζύ και της κάπες των.
Όταν ο πρώτος χωροφύλαξ ώθησε την θύραν του οικίσκου, και είδε σκότος και σκιάν μέσα, ήκουσε τον κρότον του βορεινού παραθύρου ανοιγομένου, είδεν ακτίνας φωτός εκείθεν να εισδύωσι, κ' ευθύς έν μαύρον σώμα να φράττη τας ακτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένου, άμορφον, και ήκουσε τον ασθενή δούπον της πτώσεως. Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της.
— Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος.
Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν.
— Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;
ΙΕ'.
Επάνω, εις τα Καμπιά, εις το υψηλόν οροπέδιον, όταν έφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη η Φραγκογιαννού, εστάθη, εγύρισε προς τον κατήφορον, οπόθεν είχεν έλθη, κ' εκύτταξε μην ίδη ή ακούση σκιάν ή βήμα τρέχοντος λαγωνικού, χωροφύλακος. Δεν εφαίνετο τίποτε. Αλλ' όμως δεν ησθάνετο εαυτήν εν ασφαλεία.
Εστάθη ως αφηρημένη κ' εσκέπτετο. Έκαμνε κάτι ως μαθηματικόν υπολογισμόν. Ελογάριαζε τον χρόνον όσος θ' απητείτο ως έγγιστα, διά να συνέλθουν από την έκπληξίν των οι δύο ταχτικοί (τον δεύτερον δεν τον είδεν, αλλά τον εμάντευε), διά να εννοήσουν τι συνέβη, ίσως να ζητήσουν πληροφορίας (η λεχώνα θα ετρόμαζεν άδικα, και δεν θα ήξευρε τίποτε να τους ειπή· αλλά τότε, θα έτρεχον ίσως προς την στάνην, όπου ευρίσκετο ο Λυρίγκος κ' η πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' αργοπορούσαν) είτα να πετάξουν της κάπες των κάτω, και να το βάλουν στα πόδια να την κυνηγήσουν.
Αλλ' είδαν τάχα ακριβώς, ή ενόησαν, ή εγνώριζαν το μονοπάτι το οποίον είχε πάρη αυτή; Και μήπως είχε τρέξει όλην την ώραν ένα και τον αυτόν δρόμον; Καταρχάς είχε στραφή δεξιά, ως να ήθελε να πάρη τον κατήφορον, είτα εστράφη αριστερά, κ' έτρεξε τον ανήφορον — με όλον το μειονέκτημα το οποίον είχεν ο ανηφορικός δρόμος διά να λαχανιάση τις, όταν καταδιωκόμενος βιάζεται να τρέχη. Αλλ' εάν αυτή ελαχάνιζε, μήπως εκείνοι καίτοι νέοι, δεν υπέκειντο εις το πάθημα τούτο; Η Χαδούλα είξευρε μάλιστα, κατά σύμπτωσιν, ότι ο είς των δύο εκείνων νέων έπασχεν από άσθμα . . . Δεν ήτο πολύς καιρός αφότου αυτός είχε παρακαλέσει τον γαμβρόν της να ειπή της γρηάς να του κάμη ένα μαντζούνι διά το νόσημα τούτο.
Αλλά με όλην την εκδούλευσιν αυτήν, η Γιαννού είξευρεν ότι δεν έπρεπε να περιμένη έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος έκαμνε το καθήκον του. Ας έλειπαν αι περιποιήσεις τας οποίας θα της έκαμναν, αν αυτή έπεφτε στα χέρια των, και αν έμελλον να την ονομάζουν «σταυρομάνα»! Είχε παρατηρήσει άλλοτε, εις τας περιπετείας και τα βάσανα όσα είχεν υποφέρει εξ αιτίας του υιού της, του Μούρτου, ότι το είδος αυτών των ανθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν όταν ο καταζητούμενος ανθίσταται, όταν αυθαδιάζη, πολύ δε περισσότερον όταν φεύγη, και αναγκάζονται αυτοί να τον κυνηγούν, ώστε να βγαίνη η ψυχή τους ανάποδα . . . Ω! βέβαια έχουν δίκαιον τότε να σκληρύνωνται, και να γίνωνται θηρία ανήμερα· όθεν και η Φραγκογιαννού, φεύγουσα, και βιάζουσα αυτούς να τρέχουν δεν επερίμενεν έλεος απ' αυτούς.
Εκεί όπου ίστατο συλλογισμένη, ακούει βήματα όπισθέν της, απ' το μέρος το αντίθετον προς εκείνο εξ ου αυτή ήλθε. Στρέφεται και βλέπει ένα άνθρωπον, ένα βοσκόν. Η Φραγκογιαννού τον ανεγνώρισεν. Ήτο ο καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ήρχετο με πατήματα λοξά, ακολουθούμενος από τον σκύλον του, όστις εγρύλλισεν άμα είδε την γυναίκα. Αλλ' ο αφέντης του τον εμάλωσε.
Είδε την Φραγκογιαννού κ' εστάθη. Ήρχετο από το καλύβι κ' επήγαινεν εις το μανδρί του. Υψηλός, μελαψός, ισχνός, ευρύστερνος, την κόμην και το γένειον με χρώμα αχύρου καψαλισμένου, κρατών την ράβδον του την κυρτήν, υψηλήν ίσα με το μπόι του, εστάθη ενώπιον της Φραγκογιαννούς. Ο άνθρωπος εφαίνετο να ευρίσκεται εις μεγάλην θλίψιν και αδημονίαν.
— Α! πούθε αυτό το καλό! είπε με την φωνήν του την δυσδιάκριτον και τραχείαν, σφίγγων τους οδόντας ενώ ωμίλει. Τόμ' σ' αγροίκησα, ταμάμ σε προσήφερα, κυρά Γιαννού . . . Ο Γεραμπής σε στέλνει!
— Τι λες γυιε μου; είπε με το υποκριτικόν ήθος της η Χαδούλα.
— Καλά που σ' εσταύρωσα! είπα, αυτήνη είναι κείν' η καλή γυναίκα κάτ' απ' τη χώρα, που γρουνίζει τα γιατρικά και διώχνει κάθε γρουσουζλιά αλάργα! Τόμ' σ' απείκασα μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα! . . . Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρά Γιαννού μ'!
— Τι τρέχει παιδί μου;
— Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε, να' χω το συμπάθεια, θεια Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι! Η φαμιλιά μ', όξ' από λόου σου, βγήκε την νύχτα προς νερού της, όξ απ' το καλύβι, κυρά Γιαννού μ', κ' εγύρισε 'πίσω κακά κι' αδέξια . . . Ντούρμα βγήκε, κ' εγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, αγρούνιστη . . . Χτυπήθηκε, μακρυά από λόγου σου . . . Η γλώσσα της κρεμασμένη, όξ' απ' το σιαγόνι της, τη λαλιά της την έχασε, την ηύρε κακή θερμασιά και κρυάδα κι' ασπασμοί . . . Κείτεται στο στρώμα μισοπεθαμμένη!
— Αλήθεια; . . . Ω, αμαρτίες! . . . και πότε έγεινε αυτό;
— Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια Γιαννού! Όξου από λόου σου, νάχω το συμπάθειο . . . Ντούρμα βγήκε όξ' απ' το καλύβι, κ' εγύρισε ' πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη . . . Κοπιάζεις ως το καλύβι μπάριμ, τώρα εδώ που σ' εσταύρωσα, κυρά Γιαννού μ'! Μονάχα να την θωρήσης ν' αγροικήσης ' σε τι χάλι βρίσκεται . . . Ελμπέτ, καλό θα της κάμης· με τα γιατρικά σου, θα διώξης κάθε ενάντιο, ένα κ' ένα.
— Και πώς της ήρθε αυτό; είπεν η Φραγκογιαννού.
— Ποιος ξέρει τι αμαρτίες, κυρά Γιαννού μ'. Ο Γεραμπής το ξέρει.
Η Χαδούλα εσκέφθη επί στιγμήν. Είτα είπε·
— Καλά· θα πάω αποκεί, τώρα-τώρα.
— Νάχης πολλή ζωή και καλή ψυχή, θεια Γιαννού! είπεν ο Καμπαναχμάκης. Ο Γεραμπής σ' έστειλε.
Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι.
Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν. Εκεί συνήντησεν ένα γέροντα μοναχόν, τον πάτερ Ιωάσαφ, κηπουρόν του μοναστηρίου του Ευαγγελισμού, το οποίον διέγραφε προς τα άνω την σεμνήν κατατομήν του, εις την κορυφήν του ρεύματος.
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων.
Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
— Πού βρέθηκες εδώ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σε βλέπω . . .
— Αχ! γυιε μου! . . . είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια . . .
— Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο, γερόντισσα . . . Όσο και να κάμη ο άνθρωπος, δεν μπορεί να τ' αποφύγη . . . — Αχ! πάτερ-Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Νάμουν πουλί να πέταγα!!!
— «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
— Ήθελα να έφευγα απ' τον κόσμο, γέροντα μου . . . . Δεν μπορώ να υποφέρω πλεια!
— «Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπε πάλιν ο γέρων μοναχός.
— Μεγάλη φουρτούνα μ' ηύρε, γέροντά μου, και μεγάλη λιγοψυχιά μ' εκόλλησε.
— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν.
— Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος.
— «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ-Ιωάσαφ.
Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του, είπε·
— Αν περάσης από τους κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με να σε φιλέψω κανένα μαρούλι, κι' ολίγα κουκιά.
Και απεμακρύνθη.
Την εσπέραν η Φραγκογιαννού ευρίσκετο εις την Πέρα-Ράχην, εις το καλύβι του Κσμπαναχμάκη, Η σύζυγός του βοσκού, γυνή πλέον ή τριάκοντα ετών και μήτηρ πέντε τέκνων, έκειτο επί της κλίνης. Ήτο εις αθλίαν κατάστασιν. Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς.
— Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος.
Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν. Δεν είχε πλέον το καλάθι της, αλλά είχε γεμίσει τους κόλπους της από διάφορα μικροσκοπικά χόρτα, τα οποία είχε συλλέξει την ημέραν κάτω εις τα ρέμματα των κοιλάδων.
Τα δύο μικρά κοράσια της ασθενούς εκάθισαν σιμά εις τα γόνατα της Φραγκογιαννούς, γλυφίδικα και ζητούντα θωπείας. Η Γιαννού εθώπευσε τα σιαγόνια των και τους λαιμούς των, τόσον δυνατά, ώστε ησθάνθησαν πόνον, και το έν εφώναξε·
— Μάνα!
Αλλ' η μάνα ήτον δι' αυτά ως να μην υπήρχε, και τα δυστυχή πλάσματα δεν ήσαν εις ηλικίαν ούτε να αισθανθώσι την έλλειψιν, ούτε να δύνανται τουλάχιστον να την αναπληρώσωσι. Το μικρόν αγόρι, το οποίον εφαίνετο να είναι ομήλικον με το κοράσιον το έν, ως να ήσαν δίδυμα, έκλαιε κ' εζήτει «να σηκωθή η μάνα του να του κάμη γρηά στο τηγάνι».
— Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γρηά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού.
— Δεν έχουμε αλεύρι, θεια, είπε το μεγαλείτερον εκ των δύο κορασίων.
— Καλά· να έλθη ο πατέρας, να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γρηά»! Ησύχασε τώρα.
Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά.
— Γρηά θέλω, και νάνε ζαρωμένη γρηά! Νάχη και πετμέζι!
— Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε;
— Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον.
— Εσένα;
— Δαφνώ.
— Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον.
— Ανθή.
— Να ζήσετε!
— Και πότε θα κόψουμε, θεια, τα σταφύλια; εφώναξε το αγόρι. Δεν πάμε τώρα στ' αμπέλι να τα κόψουμε;
— Όχι τώρα, γυιε μου, ταχιά.
— Ταχιά το — ταχύ; είπεν ο Γεώργης.
— Ναι, γυιόκα μου. Απόψε θα δέσουν η ράγες, και θα γλυκάνουν, και θα μαυρίσουν, και ταχιά το — ταχύ θα πάρουμε τους τρυγολόγους να τρέξουμε στ' αμπέλι, να τρυγήσουμε, να τα κάμωμε κότσι-κότσι, τα σταφύλια, τα ξεκούδουνα, να τα πατήσουμε, να τα λυώσουμε, και θα κάμουμε μουστόπητες και πετμέζια και χίλιων λογιών καλά . . . και τότε, θα σου κάμω εγώ μια γρηά, ζαρωμένη, ίσα με το τηγάνι μεγάλη!
— Σέλω νάναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός.
— Μεγάλη γρηά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού.
Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκύτταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη. Η Γιαννού επιμόνως το εχάδευεν υπό το κατωσάγονον, και πότε η χειρ της εγλίστρα προς τον τράχηλον, και ίσως είχε κλίσιν να θλίψη κάπως δυνατώτερα τον λαιμόν του κορασίου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη δρομαίον βήμα έξωθεν, η θύρα ηνοίχθη, και εισήλθεν ο Καμπαναχμάκης.
— 'Δώ είσαι, κυρά Γιαννού! είπεν εν άκρα ταραχή. Σύκου! Να φύγης! να κρυφτής!
— Τι τρέχει; είπεν η γραία, προσπαθούσα να φανή ατάραχος. ·
— Οι ταχτικοί σε χαλεύουν; Τι ζαράρ έκαμες, χριστιανή; Τρέχουν οι ταχτικοί γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! να κρυφτής πουθενά, μπάριμ! Σε λυπούμαι καϋμένη! Τι κρίμα έκαμες;
— Εγώ; κρίματα πολλά . . . Μα δεν ξέρω γιατί να με γυρεύουν οι ταχτικοί, που μου λες;
— Τρέχα, κατά 'δω έρχονται τόρα. Δε γρουνίζω πως σ' αγροίκησαν πως τα πρύμισες κατά 'δω, θάρθουν τώρα να χαλέψουν. Όπου κι' αν είναι, πλάκωσαν! Ακούς κάτου, στη Σκοτ'νή Σπ'λιά, στο κακόρρεμμα, κατακεί να πάρης το φύσημά σου! Στο Κλίμα στο Μονοπάτι, στου Π'λιού τη Βρύση, εκεί, να σε πάρουν στο κοντό, δεν μπορούν να σε πιάσ'ν! Αποκεί μπορείς να κατεβής στο Γέροντα, στο Ερμητήριο, να ξαγορευθής τα κρίματά σ', καϋμένη. Τρέχα! . . .
Έτρεξεν η αθλία αλλά δεν ησθάνετο πλέον δυνάμεις ακμαίας. Η αϋπνία των περασμένων νυκτών, η κακοπάθεια, αι συγκινήσεις την είχον καταβάλει. Τα μέρη, τα οποία είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης, απείχον πολύ, δεν ηδύνατο να οδοιπορήση προς τα εκεί εις την ασέληνον νύκτα.
Καθώς έτρεχεν, αυτιαζομένη κατά πάσαν στιγμήν, εξαφνιζομένη, και νομίζουσα ότι ακούει παντού βήματα, εις το μονοπάτι, ανάμεσα εις δένδρα και θάμνους, ήκουσε βήματα αληθή, ερχόμενα από διακοσίων βημάτων, από τον κύριον δρόμον. Εκρύβη όπισθεν των θάμνων, και της εφάνη ότι ήσαν πράγματι οι χωροφύλακες, βαδίζοντες προς την καλύβαν του Καμπαναχμάκη, προς το μέρος οπόθεν αυτή ήρχετο. Εάν ούτως είχεν, η θέσις της καθίστατο ασφαλεστέρα προς το παρόν, καθότι δεν εφοβείτο πλέον να τους συναντήση, διά την νύκτα εκείνην.
Επροχώρησε προς το μέρος, οπόθεν είχεν έλθει την πρωίαν. Έφθασεν εις τον μικρόν ναΐσκον της Ζωοδόχου Πηγής, εις το Κοιμητήριον των Καλογήρων, εις τ' Αλώνι του Μοναστηρίου. Επέρασαν έξω από το βουρδουναριό, αντικρύ της σιδηράς πύλης του Κοινοβίου, ήτις ήτο κατάκλειστος. Άλλως, γυναίκες ποτέ δεν επήρχοντο εις το ιερόν περίβολον. Κατήλθεν εις τους κήπους όπου είχε συναντήσει την πρωίαν τον καλόγηρον, τον κηπουρόν, όστις της είχε ειπεί διάφορα ρητά από το Ψαλτήριον, τα οποία αυτή δεν ενόει, αλλ' αορίστως υπώπτευεν ότι προσηρμόζοντο κάπως εις την θέσιν της. Και πράγματι της είχον αφήσει ως ένα βόμβον περί τα ώτα της· «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς; . . . Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω. Προσεδεχόμην τον Θεόν, τον σώζοντά με από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος . . . »
Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, πέραν των Κήπων, άνω του ρεύματος, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονή την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Μεσονυκτικού, ώρα του Όρθρου! Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλλίτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουν — το να μη φέρουν δηλαδή άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς! . . . και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα. Την φιλοσοφίαν, αυτοί, την είχον λάβει ως εκ κληρονομίας, χωρίς να σκοτίσουν τον νουν των εις την «ζήτησιν της αληθείας», όπου ποτέ δεν ευρίσκεται.
Ανέβη υψηλότερα την ράχιν, χωρίς να έχη σκοπόν ή απόφασιν πού επήγαινε. Και έξω από τον δρόμον, ολίγα βήματα μακράν, είδε μίαν στάνην, την οποίαν ανεγνώρισεν ότι ήτον του Γιάννη του Λυρίγκου. Ο σκύλος αισθανθείς μακρόθεν την παρουσίαν της, ήρχισε να γαυγίζη.
Είχεν έλθει άρα, πλησίον εις το κατάλυμα της παρελθούσης νυκτός χωρίς να το σκεφθή! Και τώρα μόνον ήρχισε να το σκέπτεται. Έως την στιγμήν το ένστικτον την είχεν οδηγήσει. Αλλά τώρα ο συλλογισμός της διετυπούτο καθαρά. «Πού άλλου θα είμαι πλέον ασφαλής, για την ώρα, παρά εδώ; Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστεύσουν ότι ξαναήλθα πάλιν προς το ίδιο μέρος, που με είχαν ευρή χθες, και μ' εκυνήγησαν. Ο Γιάννης κοιμάται στο μανδρί του. Στο καλύβι θάναι η λεχώνα, κ' η γρηά. Την νύκτα χθες, από τον σαστισμό κι' από τη βία μου, ξέχασα εκεί το καλαθάκι μου. Δεν θα είναι καλλίτερα να πάω να χτύπησω την πόρτα, να τους πουλήσω πάλι δούλεψι με κανένα ψευτογιατρικό, να πάρω και το καλαθάκι μου, και σα φέξη να πάω να κρυφθώ κάτω στο Κακόρρεμμα, εκεί που λέει ο Καμπαναχμάκης; . . . »
Βεβαίως η γραία, η πενθερά του Λυρίγκου κάτι θα είχεν ακούσει εις βάρος της από χωροφύλακας ή από τρίτους, αλλά τι μ' αυτό;
Δεν θα είχε τόσην κακίαν ούτε τόσον θάρρος, ώστε να την προδώση. Άλλως, αυτή ως κυρίαν πρόφασιν διά να εισέλθη θα προέταττεν ότι ήλθε να ζητήση το λησμονημένον καλάθι της.
Εκρύωνε πολύ από τον αέρα του βουνού, και είχεν ανάγκην να στεγασθή πουθενά, προς ώραν. Δεν εδίστασε πλέον. Διέβη τον ζυγόν, τον ενούντα τας δύο ράχεις, επί της μεσημβρινωτέρας των οποίων ήτο η μάνδρα, επί δε της βορειοτέρας η οικία του Λυρίγκου, κ' έφθασεν εις το καλύβι.
Έκρουσε την θύραν. Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη.
— Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;
Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·
— Πού βρέθηκες εδώ; είπε.
— Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσει 'ς έν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα;
— Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;
— Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι.
— Ε;
— Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ;
— Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.
Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο, του μικρού θυγατρίου ηκούετο η αναπνοή μέσα εις την σκάφην την χρησιμεύουσαν ως λίκνον, υπό το στέφανον του βαρελιού το ανέχον υψηλά έν λεπτόν πανίον. Ενίοτε εκλαυθμήριζε. «Κοι, κοι, κοι!» επρόφερεν η γραία, η προμήτωρ, ήτις είχε κλείσει το έν όμμα, και με το άλλο, εις το ασθενές φως του κανδηλίου και εις την διαλείπουσαν της εστίας αναλαμπήν, δεν έπαυσε να κυττάζη την Φραγκογιαννού. Τέλος, μετά ώραν, η γραία, καίτοι εφαίνετο απόφασιν έχουσα να μη κοιμηθή, της ήλθεν ο προδότης ο ύπνος, — ίσως δι' αυτό τούτο, ότι εκύτταζε λίαν επιμόνως την ύποπτον γυναίκα και απεκοιμήθη επάνω εις το τρίτον λάλημα του πετεινού.
Το βρέφος εκλαυθμήριζεν ακόμη. Η μάμμη δεν ηγρύπνει πλέον διά ν' απαγγέλλη το μονότονον «Κοι, κοι, κοι!»
— «Όλο κοριτσούδια, το έρμο!» Το παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς.
Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν. Έφραξε με την χείρα της το μικρόν στόμα, διά να μη φωνάζη, εκύτταξε προς το μέρος της λεχώνας, είτα προς την στρωμνήν εφ' ης έκειτο κουβαριασμένη η γραία.
Η φωνή του βρέφους επνίγη. Μίαν χεριάν ακόμη εχρειάζετο να κάμη η Φραγκογιαννού. Με την άλλην χείρα, του έσφιγξε δυνατά τον λαιμόν . . . Είτα εμάζωξε το λεπτόν πανίον διά να το ρίψη πάλιν επάνω της στεφάνης. Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της.
— Τι κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία.
Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε.
— Τι είναι, μάνα;
Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.
— Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν.
Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν.
— Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη!
Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.
Ήτο γλυκεία αυγή του Μαΐου. Η κυανωπή και ροδίνη ανταύγεια του ουρανού έχριε με απόχρωσιν μελιχράν τα χόρτα και τους θάμνους. Ηκούετο ο μινυρισμός των αηδόνων εις το δάσος, και τ' αναρίθμητα μικρά πουλιά ετέλουν εκθύμως, απλήστως, την συναυλίαν των την άφατον.
Αφού η Φραγκογιαννού απεμακρύνθη πολλά βήματα, ήκουσε βραχνήν κραυγήν όπισθέν της. Ήτο η γραία, η μήτηρ της λεχώνας έξαλλος, τραβούσα τα μαλλιά της, είχε τρέξει έξω της καλύβης, κ' εφώναζε·
— Πιάστε την! . . . Πιάστε την! Μας έκαμε φονικό!
Η Φραγκογιαννού έτρεχεν, έτρεχεν. Ήλπιζε να χωθή το ταχύτερον εις το δάσος, όπου, και αν τυχόν έτρεχον κατόπιν της, τα ίχνη της τάχιστα θα εχάνοντο.
Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν. Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσους — τότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·
— Τι είναι; . . . Τι τρέχει;
Τότε η Χαδούλα εστάθη, κ' εφώναξε μακρόθεν προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον·
— Φεύγω! . . . Πάω να . . .
Ο Γιάννης ο Λυρίγκος είχε τρέξει ακόμη ολίγα βήματα, κ' ήλθε πλησιέστερα προς την Φραγκογιαννού. Τότε κι' αυτή, αποφασιστικώς, προέβη δύο ή τρία βήματα πλησιέστερα προς εκείνον.
Η Φραγκογιαννού επεκαλέσθη εις βοήθειαν όλην την ετοιμότητά της. Ηυτοσχεδίασε.
— Γιάννη! η γυναίκα σου έχει τους πόνους! Είναι άσκημα.
— Έχει τους πόνους! . . . ανέκραξεν εν άκρα απορία ο άνθρωπος. Τι λες, χριστιανή μου;
— Έχει κι' άλλο παιδί στην κοιλιά της! εσχυρίσθη με τόλμην η Φραγκογιαννού.
— Άλλο παιδί στην κοιλιά της!
— Ναι, αυτό που σου λέω. Μόνο τρέχα στο χωριό, να φωνάξης τη μαμμή! . . . να πης και του γιατρού ναρθή!
Ο Λυρίγκος εστάθη. Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε.
— Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου;
— Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού. Ούλες της φορές τα διπλάρικα δεν πέφτουν μαζύ, απ' την κοιλιά. Το ένα, το πλειό αδύνατο απ' τα δυο, αργεί και ώρες και 'μέρες να πέση.
— Αλήθεια! Έχω ακουστά μου, είπεν ο Γιάννης.
— Κατά πώς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρά η Φραγκογιαννού, αυτήν την φορά το ένα το παιδί θα πιάστηκε ύστερ' απ' το άλλο.
— Αυτό είναι τάχα; είπε με ήθος οίκτου ο Λυρίγκος.
— Τρέχα το γληγορώτερο! να πας να φέρης το γιατρό! . . .
— Εσύ πού πας; ηρώτησεν ο Λυρίγκος.
— Εγώ πάω στον Άι-Χαράλαμπο . . . πάω να φωνάξω τον παπά-Μακάριο, ναρθή να της κάμη μια παράκλησι, της γυναίκας!
— Καλά! τρέξε!
Και η Φραγκογιαννού έτρεξε.
ΙΖ'.
Κάτω εις το Κακόρρεμμα, χαμηλά εις το βάθος, σιμά εις την σκοτεινήν Σπηλιάν, οι λίθοι εχόρευον δαιμονικόν χορόν την νύκτα. Ανωρθούντο, ως έμψυχοι, και κατεδίωκον την Φραγκογιαννού, και την ελιθοβόλουν, ως να εσφενδονίζοντο από αοράτους τιμωρούς χείρας.
Είχον παρέλθει τρεις ημέραι από την τελευταίαν φυγήν της, από την καλύβην του Λυρίγκου. Η ένοχος γυνή είχε κρυφθή εκεί, με την ελπίδα ότι θα διέφευγε προς καιρόν τους όνυχας των διωκτών της. Με τα ολίγα δίπυρα τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις το καλάθι της, με τας καυκαλήθρας, τον άνηθον, και τα μυρόνια όσα συνέλεγε, και με το γλυφό νερόν της Σκοτεινής Σπηλιάς, είχε διατηρηθή. Το μέρος ήτο σχεδόν άβατον. Το Κακόρρεμμα εσχηματίζετο από ένα βράχον απάτητον προς δυσμάς, και από ένα κρημνόν, ή μίαν σάρραν ολισθηράν εξ ανατολών. Κάτω εις το βάθος ανέβλυζε το Γλυφονέρι. Δύο άντρα, με το στόμιον πολύ στενόν, έχασκον ένθεν και ένθεν. Εκεί εκοιμάτο την νύκτα· την ημέραν κατήρχετο εις την Σκοτεινήν Σπηλιάν. Διά ν' ανέλθη και διά να κατέλθη, ούτε δρομίσκος, ούτε μονοπάτι υπήρχεν. Επάτει επί της σάρρας, εις την βάσιν του κρημνού. Τότε η σάρρα εταράσσετο, εφαίνετο ως να εθύμωνε. Οι λίθοι τους οποίους εξετόπιζε πατούσα, ήσαν ως βάσις και θεμέλιον εις όλον τον άπειρον σωρόν των λίθων, τον απλούμενον επί του πρανούς του κρημνού. Καθώς έφευγον οι πρώτοι λίθοι, άλλοι λίθοι ήρχοντο να λάβωσι την θέσιν των, μετ' αυτούς δε άλλοι. Και ούτω η παλίρροια όλη του κρημνού ήρχετο κατ' επάνω της, έπιπτεν εις τας κνήμας και τα σκέλη της, εις τας χείρας και το στέρνον της. Ενίοτε, λίθοι τινές, από ύψος κατερχόμενοι, έπιπτον με ορμήν και κακίαν κατά του προσώπου της. Τους τελευταίους τούτους εφαίνετο πράγματι ως να τους εσφενδόνιζεν αόρατος χειρ κατά της κεφαλής της.
Αφού τέλος, μετά τόσον λιθοβόλημα, έφθασεν εις την Σκοτινήν Σπηλιάν, την πρώτην ημέραν, εκάθισε κι' αγνάντευε το πέλαγος. Η Σπηλιά, η θαλασσόπληκτος, έχει διπλήν είσοδον, εκ τε της ξηράς και της θαλάσσης. Προς την θάλασσαν, το στόμιόν της χαμηλόν και στενόν, όσον διά να διέλθη μικρή βάρκα αλιέως. Η Φραγκογιαννού, αόρατος από το μέρος της ξηράς, ήκουε τον υπόκωφον, επίμονον παφλασμόν του κύματος εις το στόμιον του άντρου. Το κύμα ανωρθούτο, επήδα, έπληττε την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ανεπήδα, εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας από της αποθαλασσιές του βορρά, πότε στεναγμούς πόνου και πάθους από την φουσκοθάλασσαν. Κάτω εις το βάθος το άπατον, μυστήριον και σκότος σαλεύον. Μία ποτέ βάρκα, ως διηγούντο, εισπλεύσασα διά να συλλέξη καραβίδας και παγούρια, ενώ είς των ναυβατών είχεν αναρριχηθή εις το τρομερόν ύψος του βράχου διά να συλλέξη κρίταμα, εκάθισεν επάνω εις μίαν φώκην ζωντανήν φράττουσαν ακριβώς το πλάτος του στομίου. Το σκοτεινόν ζώον ανεταράσσετο, ήσπαιρεν, η μικρά σκάφη επάλλετο, έτρεμε, και δεν ημπορούσε να υπάγη ούτε εμπρός ούτε οπίσω. Ο ναυβάτης ο εντός της βάρκας εκτύπησε την φώκην μ' ένα πέλεκυν, την αιμάτωσε, το κύμα εκοκκίνισεν επ' ολίγον. Η φώκη ήσπαιρεν εν αγωνία. Ο νεαρός αλιεύς κατώρθωσε να σφίξη τον λαιμόν με μίαν θηλειάν, και καλέσας τον άλλον σύντροφόν του εις βοήθειαν κατώρθωσε τη βοήθεια αυτού, με κίνδυνον να βουλιάξη η φελλούκα, ν' ανασύρη επάνω την φώκην.
Η γραία Χαδούλα αγνάντευεν, αγνάντευεν εις το πέλαγος. Ας ήτον και τώρα να φανή, να πλησιάση μία βάρκα! . . . Η Φραγκογιαννού θα παρεκάλει τους νέους αλιείς, τους πατριώτας της, να την επάρουν μαζύ, μέσ' την βάρκα . . . Και πού θα επήγαινε;. . . Ω, βέβαια στα πέρα χώματα, στα μέρη τ' αντικρυνά, στην μεγάλη στεριά . . . Κ' εκεί τι θα έκαμνε; Ω είχεν ο Θεός, θ' άρχιζ' εκεί νέον βίον!
Έβλεπεν, έβλεπεν, ανοιχτά εις το πέλαγος, μακράν έξω, πολλά πανιά, λευκά ιστία, σαν του γλάρου τα φτερά. Βρατσέρες, γολέττες, μικρά καΐκια, τα έβλεπε ν' αρμενίζουν, να οργώνουν τα κύματα, ωσάν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Άλλα έπλεον πόρρω προς βορράν, άλλα κατήρχοντο προς νότον, άλλα αρμένιζαν προς ανατολάς ή προς δυσμάς, τέμνοντα σταυροειδώς τας ολκούς, τας βαθείας ορατάς αύλακας, τας οποίας άφηναν όπισθέν των τα πρώτα. Είτα πολλά ρεύματα διαχαράσσοντα το πέλαγος, από τα οποία εφαίνετο η θάλασσα ωσάν κεντητή, πεποικιλμένη. Έβλεπεν, εωσότου τα μάτια της «έκαμαν γυαλιά» να βλέπη.
Η Φραγκογιαννού έβγαλεν από το καλάθι της το παλαιόν κιτρινωπόν χράμι, το μάλλινον, το οποίον είχε διά να τυλίγεται όταν ήθελε να κοιμηθή και δεν είχεν ύπνον, εσηκώθη ορθή, ανεπέτασε την μαλλίνην σινδόνα, κι' άρχισεν εκθύμως να την σείη. Έκαμνε σήματα, απηλπισμένα σήματα προς τους ναυτίλους, να έλθουν να την επάρουν μαζύ των. Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .
Το λευκάζον και κιτρινωπόν ράκος της έφυγεν από την χείρα· το επήρεν ο άνεμος, και το έρριψεν επί της κεφαλής και των ώμων της γυναικός.
— Αυτό θα είναι το σάβανό μου! εψιθύρισε πικρώς μειδιώσα η Φραγκογιαννού.
Τέλος, καθώς εκάθησε κάτω επί του βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικράν φελλούκαν, να έρχεται, παραπλέουσα την ακτήν. Είχε μικρόν ιστίον και δύο κουπιά, τα οποία έτυπτον ραθύμως το κύμα. Έπλεεν εξ ανατολών κ' επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελλούκα επλησίασεν, είδεν ότι είς εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από της πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν. Κάποιος παρεπίδημων απόστρατος, αγαπών τ' οψάρευμα, είχεν εξέλθει προς άγραν, ομού με δύο εξ επαγγέλματος αλιείς. Η Φραγκογιαννού, μόνον είδεν ότι ήτο «ταχτικός», και γαλασμένη εκρύβη βαθύτερα όπισθεν του βράχου.
Την νύκτα απεκοιμήθη εις την κρύπτην της, μέσα εις την υγράν άλμην της Σπηλιάς. Βόμβοι εθορύβουν εις τα ώτα της. Το κύμα υπό τους πόδας της ερρόχθει, με παρατεταμένους ωρυγμούς λύσσης. Βαθειά, μέσα εις τα στέρνα της ήκουε τα κλαυθμηρίσματα των ακάκων νηπίων. Υπόκωφοι συριγμοί του μακρινού ανέμου ήρχοντο εις τας ακοάς της. Ο νεκρώσιμος χορός των κορασίδων, με ηυξημένον τον φρικώδη ορμαθόν, εχοροπήδα τριγύρω της: «Είμαστε παιδιά σου! — Μας εγέννησες! — Φίλησέ μας! — Δώσε μας μαμμά! — Πάρε μας στολίδια, στολίδια ώμορφα! — Χάιδεψέ μας! — Δεν μας αγαπάς;»
Η γραία πενθερά του Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τας χείρας, την ηπείλει τρομερά, και ο γαμβρός της, με ήθος παραπονεμένον, την επέπληττε . . . Κάτω εις τους πόδας, εις το βάθος της Σπηλιάς, ερρόχθει το κύμα . . . Έβραζεν, έβραζε, και το άντρον μετεβάλλετο εις στέρναν, και το νερόν της στέρνας εβρυχάτο μ' έναθρον φωνήν· — Φόνισσα! — Φόνισσα!
Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον, και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνων — αρκεί να μην έχη κακά όνειρα! Τις οίδε! — Μόλις το εσκέφθη, και μετ' ολίγον απεναρκώθη πάλιν. Τότε της εφάνη ότι έβλεπεν εμπρός της τον Καμπαναχμάκην, τον άγροικον εκείνον του βουνού· ίστατο ενώπιόν της με την στραβολέκαν του την ποιμενικήν, με το σκαιόν ήθος του, με την όψιν του την τραχείαν και με λαρυγγώδη φωνήν της έλεγε : «Στο Κακόρρεμμα! Στο Μονοπάτι, στη Βρύσι του Πουλιού! Στου Γέροντα το Ερμητήριο!»
Και καθώς εγίνετο άφαντος, ακόμη επανέλαβε· — «Στο Ερμητήριο! Στου Γέροντα το Ερμητήριο!»
Η Φραγκογιαννού εξύπνησε την ώραν του λυκαυγούς με μικράν γαλήνην εις την ψυχήν, ενώ το κυανούν και πορφυρίζον του στερεώματος καταντικρύ της συνεχέετο με το μαυρογάλανον του πόντου, και αύρα, δρόσος, φλοίσβος, κελάρυσμα απετέλουν ηδείαν συζυγίαν αρμονίας εις τας αισθήσεις της.
Από της προχθές δεν είχε παύσει να σκέπτεται το ερημητήριον εκείνο, περί ου της είχεν ομιλήσει προ τριών ημερών ο Καμπαναχμάκης. Είχεν ακούσει πολλά να λέγουν γυναίκες ευλαβείς περί των αρετών του Γέροντος εκείνου, του παπ' Ακακίου, όστις προ ολίγου καιρού μόνον είχεν έλθει εις την νήσον, και είχε κατοικήσει εις τον Άγιον Σώστην, παλαιόν αναχωρητήριον μετά ερήμου ναΐσκου, το οποίον έκειτο επί μικρού θαλασσοπλήκτου βράχου, όστις απετέλει σκόπελον ή μικρόν νησίδιον παρά την βορείαν, μικρόν προς δυσμάς κλίνουσαν, κρημνώδη ακτήν, και με την άμπωτιν των υδάτων, το νησίδιον εγένετο μικρά χερσόνησος. Ο γέρων παπ' Ακάκιος ήτο, έλεγαν, αυστηρός πνευματικός, πλην είχε το σπάνιον χάρισμα της διακρίσεως των λογισμών, κ' έφθανε μέχρι προορατικότητος. Αι γυναίκες εβεβαίουν ότι ήτο σωστός κρυφιογνώστης, και σου έλεγε τι είχες μέσα σου. Και πολλάκις εξωμολόγει τον μετανοοούντα πολύ περισσότερον ή όσον αυτός ήθελε να εξομολογηθή.
Διά την Φραγκογιαννού θα ήτο ευτύχημα, αν είχεν ειλικρινή απόφασιν να εξομολογηθή, να ευρίσκετο είς πνευματικός, όστις να την απήλλαττεν από τον κόπον και από το φοβερόν βάσανον του δισταγμού, λέγων «Αυτό κι' αυτό έκαμες!». Ήρκει να μη την απήλπιζεν, αλλά να ήτο ικανός να την βοηθήση και να την σώση — ακόμη και εις τον πρόσκαιρον κόσμον, ει δυνατόν! Τάχα δεν υπήρξεν είς Άγιος όστις έκρυψε και έσωσε μη θελήσας να τον παραδώση εις την εξουσίαν, τον φονέα του ιδίου αδελφού του; Πόσω μάλλον ο παπ' Ακάκιος δεν θα έσωζε και θα έκρυπτεν αυτήν, ήτις δεν είχε κάμει κακόν ατομικώς εις τον σεβάσμιον ερημίτην; Μήπως δεν επερνούσαν καθημερινώς πλοία, γιαλό ή ανοιχτά από τον Άι Σώστην, και δεν θα ηδύνατο να την φυγαδεύση αν ήθελε;
Η Χαδούλα είχε βαρυνθή την μονοτονίαν της Σκοτεινής Σπηλιάς, και είχεν αρχίσει ν' αδυνατίζη πολύ από την ανεπαρκή τροφήν. Έλαβεν απόφασιν, άμα φέξη καλά, να πάρη το καλαθάκι της, και να εξέλθη από το άσυλόν της, όπως διευθυνθή προς τον Άγιον Σώστην. Εκεί θα εξωμολογείτο όλα τα «πάθια της». Καιρός μετανοίας πλέον . . .
Έφθασαν, έφθασαν, οι χωροφύλακες! Είτε διά προδοσίας, είτε δι' ιχνηλασίας, την είχαν ανακαλύψει . . . Κατόρθωσαν να κατέλθουν εις το Κακόρρεμμα, χωρίς να ενοχληθούν από τον κρημνόν, χωρίς οι λίθοι της σάρρας να σηκωθούν και να ριφθούν κατεπάνω τους, να τους κυνηγήσουν!
Ήτο την αυγήν άμα έφεξεν, ενώ η Φραγκογιαννού ητοιμάζετο να διευθυνθή διά του συντομοτέρου δρόμου, εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Ο ήλιος δεν είχεν ανατείλει διά να φωτίση ακόμη την φαλακράν ακτήν, το Κουρούπι, και να στείλη χρυσάς ακτίνας εις την απότομον κλιτύν του Στοιβωτού. Η Φραγκογιαννού τους είδεν, ετρόμαξεν, επήρε το καλάθι της, και ασθμαίνουσα, ξεκλωσσασμένη, έτρεξε τον ανήφορον, επάνω εις τον βράχον τον άβατον, εις το Κλήμα, προς το δυτικόν μέρος. Επέταξε, με λάκτισμα των ποδών προς τα οπίσω, τας φθαρμένας εμβάδας, «τα παληοκατσάρια της», και ξυπόλητη ανερριχήθη επάνω εις τον κρημνόν. Οι δύο «νομάτοι» έβγαλαν κι' αυτοί, τα τσαρούχια τους, κ' έτρεξαν κατόπιν της, εις τον βράχον τον απάτητον, εις τον χώρον της απελπισίας, όπου εβάδιζεν εκείνη.
Μίαν μόνην στιγμήν, η δύστηνος έστρεψε την κεφαλήν οπίσω. Τότε είδεν ότι οι διώκται ήσαν μεν δύο, αλλά μόνον ο είς εφόρει την στρατιωτικήν στολήν. Ο άλλος έφερεν εγχώριον ένδυμα, με σελάχι, εφωδιασμένον με πιστόλια και χαρμπιά, περί την μέσην. Εφαίνετο να είναι είς των αγροφυλάκων.
Τούτο την επτόησε και την εφόβισεν. Η απουσία του ενός χωροφύλακος έδιδεν αφορμήν εις υποψίας. Μήπως από την άλλην πλευράν του κρημνού, πέραν του βράχου του αξένου της απορρώγος ακτής την επερίμενεν ενέδρα τις, ώστε να την κλείσωσιν οι σκληροί διώκται μεταξύ δύο πυρών;
Και πάλιν η σύμπτωσις αυτή την επαρηγόρησε και της ενέπνευσε μικράν ελπίδα. Εάν ο ένας από τους δύο «νομάτους»· ήτον πατριώτης, χωρικός άνθρωπος εις την υπηρεσίαν της δημαρχίας, τούτο ίσως εσήμαινεν ότι ούτος θα εξετέλει μάλλον ως αγγαρείαν το κυνήγημα το οποίον του είχαν επιβάλει και ίσως μάλλον θα έκοπτε την ορμήν του άλλου, του χωροφύλακος. Δεν ήτον δε απίθανον ο αγροφύλαξ εκείνος και να ησθάνετο μέσα του κρυφήν συμπάθειαν προς την φεύγουσαν, την διωκομένην, την τρέχουσαν επάνω εις τα κατσάβραχα, μ' αιματωμένους τους πόδας, δυστυχή γυναίκα — περί της ενοχής της οποίας ουδέ ήτο καν βέβαιος.
ΙΗ'.
Ύστερον απ' ολίγων λεπτών της ώρας κυνηγητόν, η Φραγκογιαννού έφθασεν εις την τοποθεσίαν, την οποίαν ο Καμπαναχμάκης είχεν ονομάσει «το Μονοπάτι στο Κλήμα». Ήτον βράχος, εισέχων αποτόμως προς τα έσω, σχηματίζων μικρόν ζύγωμα, κάτωθεν του οποίου έχασκεν η άβυσσος, η θάλασσα. Άνω του ζυγώματος τούτου υπήρχε πάτημα ημισείας παλάμης το πλάτος, όλον δε το πέραμα ήτο τριών ή τεσσάρων βημάτων. Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τ' αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα.
Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου. Η γυνή επήρε το καλάθι της εις τους οδόντας, επήδησεν αποφασιστικώς, και διέβη αισίως το φοβερόν πέραμα.
Έφθασαν κατόπιν ασθμαίνοντες οι δύο νομάτοι. Ο χωροφύλαξ είδε το πέραμα κ' εστάθη.
— Σου βαστά, η καρδιά σου; είπε με κρυφήν χαιρεκακίαν ο σύντροφός του.
— Δεν είναι άλλος δρόμος;
— Δεν είναι.
— Εσύ θα τώχης περάσει πολλές φορές, είπεν ο στρατιώτης.
— Εγώ, όχι! ηρνήθη ο αγροφύλαξ.
— Δεν ήσουν τσομπάνης;
— Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο.
Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη.
— Και να μας ρίξη κάτω μια γυναίκα! είπε.
— Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σούκανε καρδιά.
— Αληθινά;
— Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα η γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. 'Σε καμπόσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.
— Κ' εγώ θα περάσω! είπεν ο χωροφύλαξ.
— Εμπρός!
Ο χωροφύλαξ έβγαλε το αμπέχονόν του, και το έτεινεν εις τον σύντροφόν του, μείνας με το υποκάμισον. Έκαμε το σημείον του Σταυρού.
— Αν περάσω πέρα, μου το ρίχνεις, είπε.
Εδοκίμασε να πατήση επί του στενού, επιάσθη από τον βράχον. Μετά έν βήμα ωπισθοδρόμησε.
— Μ' έπιασε ζαλάδα, είπεν.
Εν τω μεταξύ η Φραγκογιννού, τρέχουσα, είχεν ανηφορίσει, και ανήρχετο υψηλότερα εις την ακτήν. Αποκαμωμένη, ήσθμαινεν, εφύσα. Επήγαινε, κ' εστέκετο επί μίαν ανεπαίσθητον στιγμήν, κ' έτεινε τα ώτα ακροωμένη. Ήθελε να βεβαιωθή αν θα διέβαινον το πέραμα οι δύο διώκται της. Αλλά δεν ήκουε τίποτε. Από την βραδύτητα αυτήν εσυμπέρανεν ότι οι δύο «νομάτοι» εδίσταζον πολύ να περάσουν το μονοπάτι.
Τέλος έφθασεν εις του Πουλιού τη Βρύσι, όπως την είχεν ονομάσει ο Καμπαναχμάκης. Ήτο μία πηγή επάνω εις υψηλόν βράχον, επί του οποίου εσχηματίζετο μικρόν ολισθηρόν οροπέδιον από χώμα, γεμάτον από βρύα και άλλα υγρά χόρτα, τα οποία εφαίνοντο ως να έπλεον εις το νερόν. Η Φραγκογιαννού επάτει καλά να μη γλυστρήση και πέση. Από την βρύσιν εκείνην, πράγματι, μόνον τα πετεινά τ' ουρανού ηδύναντο να πίνουν. Η Χαδούλα έκυψε κ' έπιε . . .
— Αχ! καθώς πίνω απ' τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, είπε, δώστε μου και τη χάρι σας να πετάξω! . . .
Κ' εγέλασε μονάχη της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κ' επέταξαν έντρομα . . .
Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα.
Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον. Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν.
Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ' έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ' εδίστασε. «Τάχα δεν θα . . . ξαναγείνη ρήχη σε λίγη ώρα, είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμμα;»
Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες ο είς στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια, επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον. Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν.
Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κ' επάτησεν επάνω εις το πέρασμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε.
Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν.
Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.
Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλυστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.
Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.
Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Άι-Σώστην.
Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.
Τα κύματα εφούσκωναν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα της Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεάνιδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.
— Ω! να το προικιό μου! είπε.
Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.
ΤΕΛΟΣ ΦΟΝΙΣΣΑΣ
Ο Ν Ε Ι Ρ Ο ΣΤΟ ΚΥΜΑ
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήμην ευτυχής. Την τελευταίαν φοράν οπού εγεύθην την ευτυχίαν ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187. . . Ήμην ωραίος έφηβος, κ' έβλεπα το πρωίμως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν μου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και τας βρύσεις, κ' εγύμναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστημά μου ανά τους βράχους και τα βουνά.
Τον χειμώνα που ήρχισ' ευθύς κατόπιν μ' επήρε πλησίον του ο γηραιός πάτερ-Σισώης, ή Σισώνης, καθώς τον ωνόμαζον οι χωρικοί μας, και μ' έμαθε γράμματα. Ήτον πρώην διδάσκαλος, και μέχρι τέλους τον προσηγόρευον όλοι εις την κλητικήν «δάσκαλε». Εις τους χρόνους της Επαναστάσεως ήτον μοναχός και διάκονος. Είτα ηγάπησε μίαν Τουρκοπούλαν, καθώς έλεγαν, την έκλεψεν, από ένα χαρέμι της Σμύρνης, την εβάπτισε και την ενυμφεύθη.
Ευθύς μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, επί Καποδίστρια κυβερνήτου, εδίδασκεν εις διάφορα σχολεία ανά την Ελλάδα, και είχεν ου μικράν φήμην, υπό το όνομα «ο Σωτηράκης ο δάσκαλος». Αργότερα αφού εξησφάλισε την οικογένειάν του, ενεθυμήθη την παλαιάν υποχρέωσίν του, εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη, κ' εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη.
Αφού έμαθα τα πρώτα γράμματα πλησίον του γηραιού Σισώη, εστάλην ως υπότροφος της Μονής είς τινα κατ' επαρχίαν ιερατικήν σχολήν, όπου κατετάχθην αμέσως εις την ανωτέραν τάξιν, είτα εις την εν Αθήναις Ριζάρειον. Τέλος, αρχίσας τας σπουδάς μου σχεδόν εικοσαετής, εξήλθα τριακοντούτης από το Πανεπιστήμιον· εξήλθα δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου . . .
Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ, αγνοώ εκ ποίας σκοτεινής αφορμής, αλλά πιθανώς επειδή τον έχω ως προστάτην και ευεργέτην. Και είμαι περιωρισμένος και ανεπιτήδειος, ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ από την θέσιν την οποίαν κατέχω πλησίον του δικηγόρου μου, θέσιν οιονεί αυλικού.
Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ειμπορεί να γαυγύζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' ενώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ' όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.
Η τελευταία χρονιά που ήμην ακόμη φυσικός άνθρωπος ήτον το θέρος εκείνο του έτους 187 . . . Ήμην ωραίος έφηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τανερχόμενα αποτόμως διά κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του Κράτους του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο, από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας τρικυμίας, ήτον εδικόν μου.
Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός, το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν. Εφαινόμην κ' εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ' αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημά των, με το αιώνιον της πνοής των φραγγέλιον.
Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγγοι, αι φάραγγες, αι κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη, κ' έκαμνε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' έλεγεν· «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ' οι ξένοι κ' οι διαβάτες, και τα πετεινά τουρανού, και να πάρω κ' εγώ τον κόπο μου!»
Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος κ' έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.
Της πτωχής χήρας ήτον η άμπελος μόνον εις τας ώρας που ήρχετο η ιδία διά να θειαφίση, ν' αργολογήση, να γεμίση ένα καλάθι σταφύλια, ή να τρυγήση, αν έμενε τίποτε διά τρύγημα. Όλον τον άλλον καιρόν ήτον κτήμα ιδικόν μου.
Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποίοι επί τη προφάσει, ότι εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλλιτέρας οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου. Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι' εμέ.
Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην «παραγυιός», αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις έξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι.
Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ-Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον. Ο κυρ-Μόσχος εκατοίκει εις την εξοχήν, εις ένα ωραίον μικρόν πύργον μαζύ με την ανεψιάν του την Μοσχούλαν, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, επειδή ήτον χηρευμένος και άτεκνος. Την είχε προσλάβει πλησίον του, μονογενή, ορφανήν εκ κοιλίας μητρός, και την ηγάπα ως να ήτο θυγάτηρ του.
Ο κυρ-Μόσχος είχεν αποκτήσει περιουσίαν εις επιχειρήσεις και ταξίδια. Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ ή δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν έν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν. Ο περίβολος διά να κτισθή εστοίχισε πολλά, ίσως περισσότερα ή όσα ήξιζε το κτήμα· αλλά δεν τον έμελε δι' αυτά τον κυρ Μόσχον θέλοντα να έχη χωριστόν οιονεί βασίλειον δι' εαυτόν και διά την ανεψιάν του.
Έκτισεν εις την άκρην πυργοειδή υψηλόν οικίσκον, με δύο πατώματα, εκαθάρισε και περιεμάζευσε τους εσκορπισμένους κρουνούς του νερού, ήνοιξε και πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά το πότισμα. Διήρεσε το κτήμα εις τέσσαρα μέρη· εις άμπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον με πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους με αιμασιάς ή μποστάνια.
Εγκατεστάθη εκεί, κ' έζη διαρκώς εις την εξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εις την πολίχνην. Το κτήμα ήτον παρά το χείλος της θαλάσσης, κ' ενώ ο επάνω τοίχος έφθανεν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ο κάτω τοίχος, με σφοδρόν βορράν πνέοντα, σχεδόν εβρέχετο από το κύμα.
Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού. Ήτον ωραία μελαγχροινή, κ' ενθύμιζε την νύμφην του Άσματος την ηλιοκαυμένην, την οποίαν οι υιοί της μητρός, της είχαν βάλει να φυλάη ταμπέλια «Ιδού ει καλή, η πλησίον μου. Ιδού ει καλή· οφθαλμοί σου περιστεραί . . . » Ο λαιμός της, καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της.
Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποίαν εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν. Το παράθυρον του πύργου το δυτικόν ηνοίγετο προς τον λόγγον, ο οποίος ήρχιζε να βαθύνεται πέραν της κορυφής του βουνού, όπου ήσαν χαμόκλαδα, ευώδεις θάμνοι, και αργιλλώδης γη τραχεία. Εκεί ήρχιζεν η περιοχή μου. Έως εκεί κατηρχόμην συχνά, κ' έβοσκα τας αίγας των καλογήρων, των πνευματικών πατέρων μου.
Μίαν ημέραν, δεν ηξεύρω πώς, ενώ εμέτρουν καθώς εσυνήθιζα τας αίγας μου (ήσαν όλαι πενηνταέξ κατ' εκείνον τον χρόνον άλλοτε ανεβοκατέβαινεν ο αριθμός των μεταξύ εξήντα και σαρανταπέντε), η Μοσχούλα, η ευνοούμενη μου κατσίκα, είχε μείνει οπίσω, και δεν ευρέθη εις το μέτρημα. Τας εύρισκα όλας πενηνταπέντε. Εάν έλειπεν άλλη κατσίκα, δεν θα παρετήρουν αμέσως την ταυτότητα, αλλά μόνον την μονάδα που έλειπεν αλλ' η απουσία της Μοσχούλας ήτον επαισθητή. Ετρόμαξα. Τάχα ο αετός μου την επήρε;
Εις τα μέρη εκείνα, τα κάπως χαμηλότερα, οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά. Το μέγα ορμητήριόν των ήτον υψηλά προς δυσμάς, εις το κατάλευκον πετρώδες βουνόν, το καλούμενου Αετοφωληά φερωνύμως. Αλλά δεν μου εφαίνετο όμως όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.
Εφώναζα ως τρελλός.
— Μοσχούλα! . . . πού είν' η Μοσχούλα;
Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·
— Τι έχεις και φωνάζεις;
Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα·
— Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω.
Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη.
Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν. Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν.
Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη·
— Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . .
Είχα εγώ σουραύλι (ήτοι φλογέραν), αλλά δεν είχα αρκετόν θράσος ώστε να παίζω εν γνώσει ότι θα με ήκουεν αυτή . . . Την φοράν ταύτην εφιλοτιμήθην να παίξω προς χάριν της, αλλά δεν ηξεύρω πώς της εφάνη η τέχνη μου η αυλητική. Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και άλλου εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' «αρμυρίσουν» εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την «ελιμπίστηκα», κ' ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Αύγουστον μήνα.
Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι' αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σιγά διά να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κ' εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κ' έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρυνής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν.
Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, διά να καθίση να δειπνήση.
Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευπρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ' έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων! Όσον αφορά την Μοσχούλαν, διά να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ω να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον με το κόκκινον περιδέραιον από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ' ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου, ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, έκαμα ένα βήμα διά να αναβώ. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός ήτον δι' εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω αμιλλώμενα τα παιδιά της γειτονιάς.
Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο δεξιόθεν, από το μέρος του άντρου του κογχυλυστρώτου και νυμφοστολίστου, όπου ήξευρα ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ Μόσχου κ' ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσον σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, αν ήξευρα ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα ότι το πρωί, άμα τη ανατολή του ηλίου συνήθως ελούετο.
Έκαμα δύο-τρία βήματα χωρίς τον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπτόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα πράγματι, ότι η Μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κ' ελούετο . . .
Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ' εκινείτο εδώ κ' εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα. Ήξευρε καλώς να κολυμβά.
Διά να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γείνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.
Το ανάστημά μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήτον εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο, θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!
Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω· « — Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω . . . Μην τρομάζης! φεύγω αμέσως, κοπέλλα μου!»
Πλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.
«Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη . . . Θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ' εγώ τον κρημνό μου! . . . »
Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπά-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε τον γυναικείον πειρασμόν!
Εκ της ιδέας του να περιμένω, δεν υπήρχεν άλλο μέσον ή προσφυγή, ειμή ν' αποφασίσω να ριφθώ εις την θάλασσαν, με τα ρούχα, όπως ήμην, να κολυμβήσω εις τα βαθέα, άπατα νερά, όλον το προς δυσμάς διάστημα, το από της ακτής όπου ευρισκόμην, εντεύθεν του μέρους όπου ελούετο η νεάνις, μέχρι του κυρίως όρμου και της άμμου, επειδή εις όλον εκείνο το διάστημα, ως ημίσεος μιλίου, η ακρογιαλιά ήτον άβατος, απάτητος, όλη βράχος και κρημνός. Μόνον εις το μέρος όπου ήμην εσχηματίζετο το λίκνον εκείνο του θαλασσίου νερού, μεταξύ σπηλαίων και βράχων.
Θ' άφινα την Μοσχούλαν μου, την αίγα εις την τύχην της, δεμένην εκεί επάνω, άνωθεν του βράχου, και άμα έφθανα εις την άμμον με διάβροχα τα ρούχα μου (διότι ήτον ανάγκη να πλεύσω με τα ρούχα), στάζων άλμην και αφρόν, θα εβάδιζα δισχίλια βήματα διά να επιστρέψω από άλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον του κοπαδιού μου, θα κατέβαινα τον κρημνόν παρακάτω διά να λύσω την Μοσχούλαν την αίγα μου, οπότε η ανεψιά του κυρ Μόσχου θα είχε φύγει χωρίς ν' αφήση βεβαίως κανέν ίχνος εις τον αιγιαλόν. Το σχέδιον τούτο αν το εξετέλουν, θα ήτον μέγας κόπος, αληθής άθλος, θα εχρειάζετο δε και μίαν ώραν και πλέον. Ουδέ θα ήμην πλέον βέβαιος περί της ασφαλείας του κοπαδιού μου.
Δεν υπήρχεν άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω. Θα εκράτουν την αναπνοήν μου. Η κόρη εκείνη δεν θα υπώπτευε την παρουσίαν μου. Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος.
Εν τοσούτω όσον αθώος και αν ήμην, η περιέργεια δεν μου έλειπε. Και ανερριχήθην πάλιν σιγά-σιγά προς τα επάνω και εις την κορυφήν του βράχου, καλυπτόμενος όπισθεν των θάμνων έκυψα να ίδω την κολυμβώσαν νεανίδα.
Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ' έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας τας αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων. . .
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν επάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτον σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ' έβλεπε, και θα ημπορούσα ν' αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς όπισθέν της. Ούτε η σκιά μου δεν θα την ετάραττεν. Αύτη, επειδή η σελήνη ήτον εις τ' ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κ' εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
Δεν δύναμαι να είπω αν μου ήλθον πονηροί, και συνάμα παιδικοί ανόητοι λογισμοί, εν είδει ευχών κατάραι· «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε μια φωνήν να έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθμένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν! . . . ».
Είναι αληθές, ότι δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον, το πλέον εις το κύμα. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, αλλοκότως, μου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα . . . Να ριφθώ εις τα κύματα, προς το αντίθετον μέρος, εις τα όπισθεν, να κολυμβήσω όλον εκείνο το διάστημα έως την άμμον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασμόν! . . .
Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον . . . Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγματικού κόσμου μ' επανέφερεν η φωνή της κατσίκας μου. Η μικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη!. . .
Ω, αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ημπορούσα να σιωπώ εγώ, αλλά δυστυχώς δεν ήτο εύκολον να επιβάλω σιωπήν εις την αίγα μου. Δεν ήξευρα καλά αν υπήρχον πρόχειροι φιμώσεις διά τα θρέμματα, επειδή δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά πράγματα, καθώς ο άγνωστος εχθρός, ο οποίος της είχε κλέψει τον κωδωνίσκον αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν διά να μη βελάζη. — Με ράμνον πολύκλαδον εις το στόμα, ή με σπαρτίον περί το ρύγχος, ή όπως άλλως· αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ.
Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη . . . Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην ότι ήτον φόβος να με ιδή, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.
Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην «εσχοινιάσθη», μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλός της, μην ήτον κίνδυνος να πνιγή το ταλαίπωρον ζώον;
Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουομένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου. Αλλά και αν την είχεν ακούσει, τι το παράδοξον; ποίος φόβος ήτον; το ν' ακούη τις φωνήν ζώου εκεί που κολυμβά, αφού δεν απέχει ειμή ολίγας οργυιάς από την ξηράν, δεν είναι τίποτε έκτακτον.
Αλλ' όμως, η στιγμή εκείνη, που είχα πατήσει εις την κορυφήν του βράχου, ήρκεσεν. Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκας — μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . .
Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν. Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα·
— Μη φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε . . . δεν σου θέλω κακόν!
Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον διά να έλθω εις βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω . . . . Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλείτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.
Συγχρόνως τότε, κατά συγκυρίαν όχι παράδοξον, καθότι όλοι οι αιγιαλοί και αι θάλασσαι εκείναι εσυχνάζοντο από τους αλιείς, μία βάρκα εφάνη να προβάλλη αντικρύ, προς το ανατολικομεσημβρινόν μέρος, από τον πέρα κάβον, τον σχηματίζοντα το δεξιόν οιονεί κέρας του κολπίσκου. Εφάνη πλέουσα αργά, ερχομένη προς τα εδώ, με τας κώπας· πλην η εμφάνισίς της, αντί να δώση θάρρος εις την κόρην, επέτεινε τον τρόμον της.
Αφήκε δευτέραν κραυγήν μεγαλειτέρας αγωνίας. Εν ακαρεί την είδα να βυθίζεται, και να γίνεται άφαντη εις το κύμα.
Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή έξ οργυιάς. Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην εις την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από το ύψος του βράχου.
Το βάθος του νερού ήτον υπέρ τα δύο αναστήματα. Έφθασα σχεδόν εις τον πυθμένα, ο οποίος ήτο αμμόστρωτος, ελεύθερος βράχων και πετρών, και δεν ήτο φόβος να κτυπήσω. Πάραυτα ανέδυν και ανήλθον εις τον αφρόν του κύματος.
Απείχον τώρα ολιγώτερον ή πέντε οργυιάς από το μέρος του πόντου, όπου εσχηματίζοντο δίναι και κύκλοι συστρεφόμενοι εις τον αφρόν της θαλάσσης, οι οποίοι θα ήσαν ως μνήμα υγρόν και ακαριαίον διά την ατυχή παιδίσκην· τα μόνα ίχνη τα οποία αφίνει ποτέ εις την θάλασσαν αγωνιών ανθρώπινον πλάσμα! . . . Με τρία στιβαρά πηδήματα και πλευσίματα, εντός ολίγων στιγμών, έφθασα πλησίον της . . .
Είδα το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής· εβυθίσθην, ήρπασα την κόρην εις τας αγκάλας μου και ανήλθον.
Καθώς την είχα περιβάλει με τον αριστερόν βραχίονα, μου εφάνη ότι ησθάνθην ασθενή την χλιαράν πνοήν της εις την παρειάν μου. Είχα φθάσει εγκαίρως, δόξα τω Θεώ! . . . Εν τούτοις δεν παρείχε σημεία ζωής ολοφάνερα . . . Την ετίναξα με σφοδρόν κίνημα αυθορμήτως, διά να δυνηθή ν' αναπνεύση, την έκαμα να στηριχθή επί της πλάτης μου, και έπλευσα, με την χείρα την δεξιάν και με τους δύο πόδας, έπλευσα ισχυρώς προς την ξηράν. Αι δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.
Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου· ήθελε την ζωήν της· ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδείας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ' ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας εδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφυλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ' ήτο ανακούφισις και αναψυχή. Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ' όσον εβάσταζον το βάρος εκείνο . . . Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς στιγμήν έν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του . . .
Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε. Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.
Αλλ' εγώ επλήρωσα τα λύτρα διά την ζωήν της. Η ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, την οποίαν είχα λησμονήσει προς χάριν της, πράγματι «εσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εις το σχοινίον, με το οποίον την είχα δεμένην, και επνίγη! . . . Μετρίως ελυπήθην, και την έκαμα θυσίαν προς χάριν της.
Κ' εγώ έμαθα γράμματα, εξ ευνοίας και ελέους των καλογήρων, κ' έγεινα δικηγόρος . . . Αφού επέρασα από δύο ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!
Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουσμένης κόρης, μ' έκαμε να μη γείνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γείνω μοναχός.
Ορθώς έλεγεν ο γηραιός Σισώης ότι «αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπε να με στείλουν έξω από το μοναστήρι . . . » Διά την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν το ολίγα εκείνα κολυβογράμματα, τα οποία αυτός με είχε διδάξει, και μάλιστα ήσαν και πολλά! . . .
Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν «ως σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει·
Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη! . . .
(Διά την αντιγραφήν)
Α. Παπαδιαμάντης
Α. Παπαδιαμάντης
Η ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑ
« . . . Την νύκτα εκείνην είχον αναβή και πάλιν εις το βουνόν διά να συναντήσω την εξαδέλφην Μαχούλαν. Την αλήθειαν να είπω, δεν ήξευρα μετά βεβαιότητος ότι έμελλον να την συναντήσω, αλλ' ηλαυνόμην από το πάθος, έφερα τα βήματά μου εις προσκύνησιν, και ησθανόμην την ανάγκην ν' αναζωπυρήσω αρχαίας αναμνήσεις.
Ήτον η τελευταία φορά όπου θα έβλεπα εις τα ερημικά εκείνα μέρη την εξαδέλφην μου Μαχούλαν. Την πρώτην φοράν, προ ετών είκοσι, την είχα συναντήσει εις το βάθος δρυμώνος, πλησίον αρχαίου παμμεγέθους σηκού ή τεμένους εκ γιγαντιαίων μαρμάρων, το οποίον πιθανόν να ήτο ναός των θεών, της προ του Προμηθέως εποχής. Σύρεται εις το παράδοξον εκείνο κτίριον το προβάλλον ως πρόσωπον σφιγγός την πρόσοψίν του την γριφώδη, ήτο έν μεταγενέστερον πενιχρόν παρεκκλήσιον, τιμώμενον επ' ονόματι της Αγίας Μάρτυρος Αναστασίας. Εκεί είχα συναντήσει προ είκοσιν ετών την εξαδέλφην μου Μαχούλαν.
Περί τα τέλη του φθινοπώρου, είχεν υπάγει ομού με ένα παπάν, διά να λειτουργήση τον ναΐσκον. Είτα, αφού απέλυσεν η λειτουργία, ο παπάς έπιε τον καφέν και την ρακήν του, έξωθεν ακριβώς της θύρας του ναΐσκου, εις το ύπαιθρον, πλησίον της φωτιάς της αναμμένης διά την υπηρεσίαν του θυμιατηρίου, και διά το ζέον, απεχαιρέτισε την γυναίκα και απήλθεν. Η εξαδέλφη μου Μαχούλα έμεινε, μαζύ με την μικράν επταετή παιδίσκην της, και με δύο άλλας γυναίκας, γειτόνισσές της, αι οποίαι την είχον συνοδεύσει εις την εκδρομήν. Αύται περιήρχοντο εις τους λοφίσκους και εις τα ρεύματα, εις τα πέριξ του ναού συλλέγουσαι αγριολάχανα και μανιτάρια. Η εξαδέλφη μου Μαχούλα, ιδού τι έκαμεν.
Αύτη ήναψεν επτά κηρία εις τα δύο μανουάλια του ναΐσκου, εμπρός εις τας εικόνας του Χριστού, της Παναγίας, του Προδρόμου, και της Αγίας Αναστασίας. Εφαίνετο, ότι ήθελε μετά την αναχώρησιν του παπά, να τελέση αυτή νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. Αφού ήναψε τα επτά κηρία, έβγαλεν από το παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον υπέρ τας εκατόν οργυιάς, λεπτόν σχοινίον, ολοκίτρινον, ευωδιάζον, κηρόπλαστον. Ήτο γιγαντιαίον φιτύλιον βαμβακερόν, το οποίον είχε κλώσει όλον με τας χείρας της, και με τας χείρας της το είχε περιβάλει με μελικήριον πρόσφατον.
Τούτο λοιπόν το τεράστιον κηρίον το έδεσεν από την κρικέλλαν της παλαιάς σαρακωμένης θύρας του ναού, είτα ήρχισε να το ελκύη, και να το εκτυλίσση κατ' ολίγον από το καλάθιον, όπου το είχε τυλιγμένον εις έντεχνον και ευδιάλυτον κουβάριον, και παραπορευομένη εξωτερικώς τον τοίχον του ναΐσκου, να το προσαρμόζη σύρριζα εις τον τοίχον, πρώτον εις το ήμισυ πλάτος του δυτικού τοίχου, μέχρι της γωνίας της μεσημβρινοδυτικής, είτα καθ' όλον το μήκος του μεσημβρινού τοίχου, είτα μετά την καμπήν της γωνίας της νοτιανατολικής, ανά τον τοίχον του πλάτους τον ανατολικόν, μεθ' όλης της καμπύλης την οποίαν εσχημάτιζεν η χιβάδα του θυσιαστηρίου, είτα έκαμψε την αριστεράν γωνίαν, παρεπορεύθη τον βορεινόν τοίχον, και διά της γωνίας της βορειοδυτικής επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του ναΐσκου. Κατόπιν πάλιν έφερε νέαν γύραν, απαράλλακτα όπως την πρώτην, και προσήρμοσε το νέον έμβολον του κηρωμένου νήματος, παραλλήλως και εγγύτατα υπό το πρώτον. Εις την τρίτην γύραν και τετάρτην, και καθεξής μέχρι της εβδόμης.
Επτάκις έκαμε τον γύρον του κτιρίου, και με επτά έμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν, η εξαδέλφη μου Μαχούλα, όλον τον ναΐσκον.
Και αι γυναίκες, αι επιστρέψασαι άρτι με τα καλάθια πλήρη εκ βοτάνων και αμανιτών, έκαμνον τον σταυρόν των, και την ηύχοντο λέγουσαι·
— Ας δείξη η Φαρμακολύτρα το θάμμα της! Βοήθειά σου!
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια είν' εκείνη, ήτις χαλνά τα μάγια, ήτοι λύει πάσαν γοητείαν και μεθοδείαν πονηράν υπ' εχθρών γινομένην. Εις εμέ, παρευρεθέντα κατά τύχην εκεί, το πράγμα εφαίνετο παράξενον, όσον ήθελε φανή εις μαθητήν της γ' τάξεως επαρχιακού γυμνασίου, δραπετεύσαντα άμα τη ενάρξει των μαθημάτων, εις το μέσον του έτους. Αλλ' η εξαδέλφη μου Μαχούλα ήξευρε τι έκαμνεν.
Ένα υιόν, μονάκριβον, τον είχεν. Και είχε τεσσάρας κόρας μικράς, των οποίων η μεγαλειτέρα ήτον ήδη δεκαέξ χρόνων. Και ο υιός της, πρωτότοκος, ήγγιζεν ήδη το εικοστόν έτος. Και ήδη έχανε τον νουν του κ' εζητούσε να νυμφευθή.
Του είχαν κάμει μάγια, αι γυναίκες, από τον Πέρα Μαχαλάν.
Και του είχαν σηκώσει τα μυαλά του. Ποιος ηξεύρει τι μαγγανείας του έκαμαν, και τι του έδωκαν να πίη. Εγνώριζαν εκείναι από μαγείας . . .
Κι' αγάπησε μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλειτέρα απ' αυτόν στα χρόνια, και ήθελε να την λάβη σύζυγον.
«Ή θα την πάρω, μάνα, ή θα σκοτωθώ». Το είχε πάρει κατάκαρδα. Ήτον «ερωτοχτυπημένος». Τώρα, τι να κάμη η εξαδέλφη μου Μαχούλα; Ν' αφήση τον υιόν της να εμβή στα βάσανα, τόσον νέος, κι' αυτή να έχη τεσσάρας κόρας ανυπάνδρους, να τας καμαρώνη; Και ποιος γονιός το δέχεται αυτό;
Λοιπόν έπεσε στα θεωτικά πράγματα. Έκαμε λειτουργίας πολλάς, και αγιασμούς, και παρακλήσεις. Επήρε τα ρούχα του γυιου της, και τα έβαλε να λειτουργηθούν υπό την Αγίαν Τράπεζαν. Επαίδευσε τον εαυτόν της με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας, και γονυκλισίας.
Τελευταίον προσέφυγεν εις την χάριν της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας. Αύτη είχε παρά θεού το χάρισμα να διαλύη τας μαγείας και γοητείας. Επήγε, την ελειτούργησεν, έζωσε τον ναόν της επτά φοράς (τελούσα μόνη της ιδιαιτέραν λειτουργίαν περιπαθή εκ μητρικής στοργής) με κηρίον εκατονταόργυιον, το οποίον η ιδία είχε παρασκευάσει με τας χείρας της, και παρεκάλει την Αγίαν να χαλάση τα μάγια, να έλθη στον νου του ο υιός της, ο ερωτοχτυπημένος και ποτισμένος από κακάς μαγγανείας και να μη χάνη τα μυαλά του άδικα . . .
Όλ' αυτά τ' ανεπόλουν και τ' αναπαρίστων με τον νουν μου, ως να είχαν συμβή χθες, και είχαν παρέλθει ήδη περισσότερα των είκοσιν ετών από τότε, είχαν εξέλθει της πολίχνης άμα τη δύσει του ηλίου, και είχαν πορευθή με την αμφιλύκην έως του Δράκου το ρέμμα, εκεί οπόθεν αρχίζει ο υψηλός, κάθετος ανήφορος του Βαραντά. Η σελήνη δεν είχεν ανατείλει ακόμη, επειδή ήτο δύο ή τρεις ημέρας μετά την πανσέληνον. Μέσα εις το ρέμμα, βαθειά κάτω, αντήχει ο ρύχθος του χειμάρρου, του σχηματιζομένου από τας χιόνας τας λυομένας. Και είς υληλός μαύρος βράχος ίστατο απέναντί μου, μυστηριώδης εις το σκότος.
Ήτο κατά Μάρτιον μήνα. Ο χείμαρρος ερρόχθη, έβρυχε, και κατεφέρετο μετά κρότου, κ' εκυλίετο σχηματίζων δύο καταρράκτας, κυρίαρχος εις την σιγήν της νυκτός. Ο κρότος εκείνος ενέσπειρε φόβον εις την ψυχήν μου, ήτις ανεγνώριζε παρ' εαυτή ομοιότητα με το ρεύμα εκείνο. Εδεσπόζετο όλη από εν ύπουλον πάθος, καθώς το βαθύ ρεύμα και η σιγή της νυκτός εδεσπόζοντο από ένα δούπον υπόκωφον.
Μετά δυσκολίας διέκρινα το μονοπάτι το χαρασσόμενον ανά μέσον βρύων και θάμνων πυκνών. Είτα, αντικρύ μου, εις την κλιτύν την κρημνώδη, ήρχισα να βλέπω μίαν ανταύγειαν. Αι πρώται ακτίνες της σελήνης επηργύρωνον τας κορυφάς των δένδρων. Έφθασα εις την βάσιν του όρους, και ήρχισα ν' ανέρχωμαι τον ανήφορον. Αφού ανέβην υπέρ τα δισχίλια βήματα, σπεύδων και ασθμαίνων, είδα πέραν αντικρύ την σελήνην, εκείθεν του συδένδρου λόφου του κρύπτοντος όπισθέν μου τον ορίζοντα, είδα την σελήνην απαλλαγείσαν της λοφιάς του αντικρυνού, μεμακρυσμένου βουνού, όπου επί τινα λεπτά εφαίνετο ως να είχε βάλει φωτιάν εις έν δένδρον μεμονωμένον, όρθιον επί της κορυφής του υψηλού λόφου, του φράσσοντος τον λιμένα· το δένδρον εφαίνετο ως να καίεται· είτα η Εκάτη, αφήσασα το δένδρον μαύρον και σκοτεινόν απόκαυμα, ανήλθε βραδεία, εν αγλαΐα και αποθεώσει φαεινή, ύπερθεν της λοφιάς του όρους.
Μετά ώραν έφθασα εις την κορυφήν του βουνού, είτα ώδευσα επί του οροπεδίου, εν παμφαεί σελήνη. Είτα έφθασα εις την αντίθετον κλιτύν, όπου πάλιν εύρον σκιάς και σύνδενδρα μέρη και φόβητρα εμπρός μου. Εκεί παρακάτω ήτον η μικρά έπαυλις του Γιάννη του Στόγιου, αγρότου απλοϊκού φίλου μου.
Υπερέβην τον χαμηλόν φράκτην, εισήλθον εις την αυλήν κ' έκρουσα την θύραν.
Ο Στόγιος δεν είχε κοιμηθή ακόμη, φως έλαμπε διά του φεγγίτου. Τον εκάλεσα ονομαστί. Εγνώρισε την φωνήν μου και ελθών μου ήνοιξε. Μοι παρέσχε πρόθυμον ξενίαν και στέγην.
Εγώ εν τούτοις δεν ήξευρα διατί είχα κρούσει την θύραν του, αφού δεν είχα ύπνον ούτε νυσταγμόν. Αφού εκείνος απεκοιμήθη, έλαβα την ράβδον και τον πίλον μου και εξήλθον κράξας προς αυτόν να κλείση, αν ήθελε, την θύραν εκείνος, επειδή «ελαγοκοιμάτο» πολύ ελαφρά, μου απήντησε δι' ηρέμου γογγυσμού, μέσα εις τον ύπνον του.
Κατέβην ακόμη χαμηλότερα το βουνόν. Η σελήνη εμεσουράνει ήδη, κ' έφεγγεν εις όλην την κλιτύν. Εις τας ποιμενικάς επαύλεις οι πετεινοί είχον λαλήσει. Κατήλθον εις σύνδενδρον στενωπόν, εστράφην αριστερά, και έφθασα εις τον έρημον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.
. . . Και τώρα, μετά είκοσιν έτη, όταν ήρχισα ήδη να φθίνω, αφού κατά κόρον εγεύθην της ζωής όλην την τρύγα και την πικρίαν, εάν εγώ εζήτουν να ζώσω με κηρίον τον ναόν της Μάρτυρος, ούτε κηρίον πλέον αγνόν θα ηδυνάμην να εύρω, διότι από πολλού όλοι οι κηροπλάσται επώλουν νοθευμένα κηρία, και οι μελισσοτρόφοι αυτοί είχον μάθει να νοθεύωσι το κηρίον πριν το πωλήσουν. Και ο ναΐσκος της Αγίας είχε περιέλθει εις παρακμήν και ατημελησίαν οικτράν, διότι η θρησκευτική ευλάβεια μεγάλως είχεν εκπέσει εν τω μεταξύ. Δύο εικόνες λαδωμέναι και φθαρμέναι υπήρχον μόνον εις το τέμπλον το σαπρόν, η μορφή του Σωτήρος Χριστού δεξιά, και αριστερά η εικών της αμνάδος του, της στρεφούσης προς αυτόν το πρόσωπον, και φαινομένης ως να έκραζε μεγάλη τη φωνή· «Σε, νυμφίε μου, ποθώ!» Αι εικόνες της Παναγίας και του τιμίου Προδρόμου είχον γείνει άφαντοι. Ίσως είχον αφαιρεθή από τας χείρας φιλαρχαίων ή εραστών της Βυζαντινής τέχνης . . .
Υπήρχον μόνον δύο κανδήλια ηλιθραυσμένα ή ραγισμένα, η βορεία πύλη του ιερού ήτο άνευ θυρίδος, το μόνον παράθυρον το μεσημβρινόν του ναού άνευ παραθυροφύλλου, το θυσιαστήριον και η προσκομιδή, γυμνά και ανεπίστρωτα, ήσαν πλήρη κονιορτού . . . Ο ναΐσκος ο επταζωσμένος και αγιασμένος δεν ελειτουργείτο πλέον.
«Ου θυσία, ουχ ολοκαύτωμα, ου τόπος τού καρπώσαι». Και η μυστική λειτουργία, την οποίαν ετέλει προ χρόνων πολλών περί τους τοίχους του η φιλόστοργος Μαχούλα, η εξαδέλφη μου, δεν θα είχε ξαναγείνει πλέον από πολλού.
Ω! επτάκις μόνον! . . . εβδομηκοντάκις επτά θα είχον τώρα ανάγκην να περιζώσω τον ναόν της Αγίας Αναστασίας! . . . Τοσάκις είχε περιεζωσμένην την καρδίαν μου η άκανθα της πικράς αγάπης, τοσάκις την είχε περισφύγξει το ερπετόν πάθος, το δολερόν . . . ευλαβούμην να είπω εις την Αγίαν, ησχυνόμην να ομολογήσω προς εμαυτόν, ότι ήμην, οψέ ήδη της ηλικίας, λεία του πειθούς και έρμαιον . . .
Αλλά προς τι να προσφέρω λαμπάδας και μοσχολίβανον, προς τι να περιζώσω με κηρία τον ναόν; Η Αγία ηδύνατο ίσως να με θεραπεύση, αλλ' εγώ δεν επεθύμουν να θεραπευθώ. Θα επροτίμων να καίωμαι εις την φλόγα την βραδείαν . . . Υπάρχουν εις του Παράδεισου Άγιοι δεχόμενοι τας ευχάς των ερώντων; . . . Τάχα εκεί, δίπλα εις το παρεκκλησίου της Φαρμακολυτρίας, εις το παλαιόν εκείνο μεγαλομάρμαρον κτίριον, το αινιγματώδες, να υπήρχε το πάλαι ιερόν της Αφροδίτης, να υπήρχε βωμός του Έρωτος;
Ω! και όμως ετηκόμην . . . ώρας-ώρας επεθύμουν, ει δυνατόν, να ιατρευθώ. Βοήθει, Αγία Αναστασία.
Καθώς είχα περιεργασθή τον ναΐσκον, είχεν εξημερώσει ήδη. Αι ώραι είχον παρέλθει χωρίς να τας αισθανθώ, κ' εγώ εν τη νάρκη και τη ρέμβη της νυκτός, χωρίς να αισθάνωμαι το ψύχος, είχον διέλθει όλην σχεδόν την νύκτα του Μαρτίου εκείνην εις το ύπαιθρον. Απεμακρύνθην του παρεκκλησίου αισθανόμενος ακουσίαν ανακούφισιν ότι, έρημον καθώς ήτο το ιερόν της, η Άγια δεν θα ήθελε πλέον να με θεραπεύση.
Εκεί παρ' ελπίδα, συναντώ την εξαδέλφην μου Μαχούλαν . . . Ήτο τοιαύτη οποία και προ είκοσι χρόνων, σχεδόν δεν είχε μεταβληθή το πρόσωπόν της, ούτε λευκήν τρίχα είχεν εις την κόμην, ούτε ρυτίδα εις το μέτωπον. Ήτον εκ των γυναικών εκείνων των εχουσών δευτέραν νεότητα, ανθηροτέραν της πρώτης· ωχρά, και αφελής, και άπλαστος, εφαίνετο άσχημη εκ πρώτης όψεως, αλλά μετά δεύτερον βλέμμα ανεκάλυπτέ τις εις το πρόσωπον της άφατον γλυκύτητα. Ήτο νύμφη και ιέρεια και γυνή.
— Πού 'ς αυτόν τον κόσμο, εξάδελφε! μου λέγει.
Η εξαδέλφη Μαχούλα είχεν ελαιώνα εις τα μέρη εκείνα. Την χρονιάν εκείνην ήτο πλουσιωτάτη ελαιοφορία, και αν και ήτο Μάρτιος ήδη, το μικρόν καλάθιον, το οποίον εκράτει περί τον αγκώνα της τον αριστερόν, ήτο γεμάτον από ελαίας χαμάδας (ή θρούμπες) ωραίας και στιλβούσας· αι τελευταίαι ελαίαι έπιπτον από τα δένδρα ακόμη περί την άνοιξιν. Εθεώρει την εξοχήν εκείνην ως γειτονίαν ιδικήν της και δι' αυτό έλεγε· «Πού 'ς αυτόν τον κόσμο».
Εγώ την εχαιρέτησα κ' εκάθισα επί τινος όχθου, υπό δένδρον ελαίας, εις την εσχατιάν του ελαιώνος. Εκείνη ελθούσα απέθεσε το καλάθιόν της πλησίον μου, και περιστείλασα επιμελώς με τας δύο χείρας τα κράσπεδα της εσθήτος της, εκάθισεν ολίγον παραπέρα.
— Τρως χαμάδες, να σε φιλέψω, εξάδελφε;
— Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας;
— Θυμούμαι, απήντησε.
— Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;
— Το είχα τάξιμο, γιατί ο Μανωλάκης ήτον ερωτοχτυπημένος' κ' επειδή η Αγία Αναστασία είναι που λυώνει τα μάγια, μεγάλ' η χάρη της, έζωσα το κλησιδάκι της, και την επερικαλούσα, μην τυχόν ήτο μαγεμμένο το παιδί μου, για να χαλάση τα μάγια.
— Κ' ύστερα, τι απόγεινε; Πες μου τα όλα, σαν να είμαι πνεμματικός, γιατί εγώ, ξέρεις, τον περισσότερον καιρό έλειπα απ' την πατρίδα, και δεν τα παρηκολούθησα καλά.
— Φαίνεται ότι δεν του είχαν καμωμένα μάγια, μόνο ο ίδιος είχε πέσει στον έρωτα, κ' η Αγία, σαν δεν ήτον από μάγια, δεν μπορούσε με το στανιό να του αλλάξη τα μυαλά, γιατί μοναχός του και θέλοντας έβαλε σεβντά μέσα του. Το λοιπόν η Αγία έδειξε το θάμμα της με άλλον τρόπο· σαν ετέλεψα το τάξιμό μου, τον μήνα απάνω, το κορίτσι αρρεβωνιάστηκε με άλλον και 'ς ολίγον καιρό έγεινεν ο γάμος. Τότε, επειδή ήτον φόβος να τρελλαθή ή να χτικιάση το παιδί μου, απ' το κακό του, τον έταξα στην Παναγιά την Κοννίστρα, μεγάλ' η χάρη της, για να τον γλυτώση απ' την τρέλλα κι' απ' την αρρώστια . . . Του κόστισε πολύ, επόνεσε, έχασε την όρεξί του, κιτρίνισε σαν το κερί, έλυωσε στον απάν' κόσμο . . . Ως τόσο, η Παναγία έδειξε το θάμμα της, και το παιδί δεν ετρελλάθη ούτε χτίκιασε . . . 'Σ ολίγον καιρό, ήρθε στον εαυτό του.
— Και τώρα τι γίνεται;
— Τώρα ταξειδεύει με τη γολέττα μας, στα μέρη της Ανατολής . . . Επήρε δίπλωμα πλοιαρχίας και την κυβερνά ο ίδιος, επειδή ο πατέρας του γέρασε κ' εκάθισε έξω . . . Φαίνεται πως το έρριξε λιγάκι στο πιόμα, ο Μανωλάκης, μα δεν το παρακάνει πιστεύω . . . Άσπρισε, και δεν θέλει να παντρευτή . . . Καλλίτερα για μένα να σου πω, εξάδελφε. Μ' εβόηθησε κ' οικονόμισα τα δυο κορίτσια· τώρα έχω ακόμη άλλα δυο. Καλλίτερα που γλύτωσε από τα βάσανα . . . Δεν συμφέρει να παραπληθαίνη και πολύ ο κόσμος. Ο γείτονάς μου ο Κωνσταντής ο Ρήγας, έξυπνος και κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ιδή να γεννηθή κανέν αγόρι στη γειτονιά, και βλέπει της γυναίκες κι' όλους τους συγγενείς νάχουνε χαρές, συνειθίζει να λέη· «Χαρήτε, βρε παιδιά· γεννήθηκε κι' άλλος χαμάλης!»
Ακολούθως ηρώτησα την εξαδέλφην μου αν τυχόν συνέβησαν και άλλα τινά περίεργα εν σχέσει με την υπόθεσιν ταύτην. Η Μαχούλα απήντησεν·
— Ένα βράδυ, 'ς εκείνην την εποχή, ενώ εγύριζα από τον ελαιώνα, κ' επέρασα απ' την Αγία Αναστασία να κάμω τον σταυρό μου, και να ανάψω τα καντήλια, καθώς ενύχτωνε, άκουσα κάτι κρότους, μα κρότους παράξενους πολύ, 'ς εκείνο το διπλανό το χτίριο με τα μάρμαρα, που λένε πως είναι στοιχειωμένο . . . Πάλι μια νύχτα, έβλεπα στ' όνειρό μου πως βρισκόμουν στο ξωκκλήσι της Αγίας, κ' εκεί είδα τάχα ένα πράμμα παράξενο πολύ, να προβάλη και να βγη έξω και να κυλιστή, από κείνο το στοιχειωμένο χτίριο . . . Και μου εφάνη τάχα, πως ήρθ' ένα κορίτσι ώμορφο, μα ώμορφο πολύ, έλαμπε το πρόσωπό του, και μου έδωκε ένα λουλουδάκι, λευκό, μοσχομυρωδάτο, και μου είπε· «Να, δος το αυτό του γυιου σου, να μυριστή· είναι άνθος της Εδέμ». Έξαφνα, γυρίζει 'πίσω εκείνο το πράμμα, το παράξενο, το μαύρο και κατακόκκινο, που είχε πηδήσει από το χτίριο το παληό, γυρίζει πίσω θεριωμένο και ρίχνετ' επάνω μου κ' εζητούσε να μου αρπάξη απ' τα χέρια το λουλούδι που μου είχε δώσει η ώμορφη κοπέλλα, που φαίνεται να ήτον η Αγία Αναστασία . . . Στην ίδια στιγμή η Αγία φαίνεται πάλι, σαν νάβγαινε απ' την Αγία Πύλη του Ιερού, και μ' ένα κλωναράκι από βάιο που βαστούσε στα χέρια, δίνει μια και του κόφτει το χέρι, του τρισκατάρατου, που γύρευε να μου αρπάξη το λουλούδι . . . Αυτά είδα.
Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θαλασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου διά να κοιμηθώ ολίγας ώρας. Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλ' είχα χάσει τον ύπνον μου δι' όλην την νύκτα.
Τα βήματά μου μ' έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας. Ήναψα τεμάχιον λαμπάδος εκ κηρού μετρίως νοθευμένου, την οποίαν είχον αγοράσει την προτεραίαν εις την πολίχνην, την είχα δε κόψει εις τέσσαρα τεμάχια χάριν ευκολίας, και περιτυλίξας εις χαρτίον, την είχα βάλει εις το θυλάκιόν μου. Την προλαβούσαν νύκτα είχα λησμονήσει εις το θυλάκιόν μου τα τεμάχια της λαμπάδος.
Εκόλλησα το κηρίον τούτο εις το μανουάλιον, κ' εκάθισα εις έν των δύο ή τριών στασειδίων, όσα υπήρχον διά να ξεκουρασθώ . . . Είτα ηθέλησα να γονυπετήσω και προσεπάθησα να δεηθώ, αλλ' ερρέμβαζον. Έκλεισα τα όμματα, επαιτών ένα ύπνον, αλλ' ο πόνος ηγρύπνει εντός μου.
Εις τας ώρας της μοναξίας της νυκτός εκείνης, των ασυναρτήτων προσευχών και των ακουσίων βλασφημιών, έπλεον ως εν ονείρω εις άλλον κόσμον. Ήκουον ήχους, ψιθύρους και φωνάς. Μου εφαίνετο ότι αι αναμνήσεις και αι εικόνες, αι πολιορκούσαι τον νουν μου, ελάμβανον μορφήν και σώμα, εβόμβουν περί τα ώτα μου ως σμήνος απειράριθμον πτερωτών ψυχών, προσέβλεπον την εικόνα της Αγίας, και μου εφαίνετο τόσον ωραία, όσον εφάνη εν ονείρω εις την εξαδέλφην Μαχούλαν. Είτα μία άλλη μορφή μου εφάνη ότι εστάθη έμπροσθεν της εικόνος, και την απέκρυψε.
Την στιγμήν εκείνην ήκουσα μέγαν θόρυβον έξω, δεξιόθεν του ναού, εις το μέρος όπου ήτο το παλαιόν κτίριον, το «στοιχειωμένον». Πάραυτα ήλθεν εις τον νουν μου η διήγησις της εξαδέλφης Μαχούλας. Έλαβον την λαμπάδα, και έτρεξα έξω της θύρας.
Αύρα έπνεε ψυχρά, και ηπείλει να σβύση την λαμπάδα. Επειδή εδέησε να περιστεγάσω το φως διά της παλάμης, δεν έβλεπον τίποτε πέραν του τοίχου του ναού. Η σελήνη είχε περικαλυφθή εις νέφη. Διέκρινον εις το σκιόφως το μαρμάρινον κτίριον, και δεν ενόουν τίποτε. Μου εφάνη ότι πράγμα τι εξεπήδησεν εκείθεν του τοίχου και ετράπη εις φυγήν ίσως ήτον αγριόγατος ή νυφίτσα θηρεύουσα εις το σκότος.
Επανήλθον εις τον ναόν, κ' έκαμα τον σταυρόν μου. Εκάθισα πάλιν εις το στασείδιον. Η μορφή ήτις μου εφαίνετο παρεστώσα εκεί, η φέρουσα την αγνότητα εις τα όμματα τα κάτω νεύοντα, και τον γλυκασμόν περί τα χείλη τα αβρά και μελιχρά, μου εφάνη ότι αντήλλασσε νεύματα με την εικόνα της Αγίας. Μου εφάνη ότι τα χείλη της εψιθύριζον ικεσίαν, και το βλέμμα της εικόνος ένευε συγκατάθεσιν . . .
Ύπνος τότε με κατέλαβεν, εις το στασείδιον όπου εκαθήμην. Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζη· «Ύπάγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου . . . »
Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου.
(Διά την αντιγραφήν)
Α. Παπαδιαμάντης
Α. Παπαδιαμάντης
ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ
Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, διά να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου . . .
Από το φύλλα της εστάλαζε κ' έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κ' έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθην». Μ' έθελγε, μ' εκήλει, μ' εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα διά πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν' αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν' αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν' ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας . . . Και αν δεν μ' εδέχετο, και αν μ' απέβαλλεν από το σώμα της και μ' έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν, αλλ' η συνοδεία των οικείων μου, μεθ' ων ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μου το επιτρέψη. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 180 . . . . καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· — ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου διά δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου, ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ήχους ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.
Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλοτέρου της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν . . . και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας — καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ' αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν . . . Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελλά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων . . . είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγεινα άφαντος.
Διά πλαγίου, κρυφού δρομίσκου, τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την ράχιν του βουνού . . . διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κ' εγώ έτρεχον, έτρεχον διά να φθάσω ταχέως, ν' ασπασθώ την ερωμένην μου — επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη — και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν' ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, διά να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφαν προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ' οδόν. Πλην παρ' ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδεία γυναικών και παίδων και υποζυγίων ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως διά να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κ' έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστόν που, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ' έπειθον να κατέλθω μετ' αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδί.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κ' εγώ ανέλαβα του δρόμον μου, αλλά μετ' ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα του δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξε ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ' εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας . . . Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.
Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ' όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνους της τους κραταιούς, και ανοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελλά τραγούδια . . . Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου . . .
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακόκκινων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον — έσωζον καθ' ύπνον την έννοιαν του δένδρου — μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ' ολίγον εξεκόλλησαν και εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μου εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμενοι, συγκαταβατικώς προς την γην, εφ' ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τάνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο· «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Όταν μετ' ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν· «Κατ' αρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά . . . »
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν·
— Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν . . . διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ' εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον . . .
Εξύπνησα έντρομος, κ' έφυγον . . . Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος . . . Από τον αντικρυνόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος.
Ήτον είς μικρός βοσκός με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω . . .
Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη . . .
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κ' επεσκέφθην τα χωρία εκείνα, τα προσκυνητήρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γείνει το «Μεγάλο Δέντρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν·
— Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε . . . μα κ' εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεώρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράμματα . . . Σαν τώκοψε κ' ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγαις μέραις 'πέθανε . . . Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.
Η ΣΥΝΤΕΚΝΙΣΣΑ
Γεννήσατε;
— Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
Ήτον η γυνή απ' τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάς — της πρωτινές ή παλαιινές, καθώς τας έλεγαν. Είχε ζήσει εις τα ήμερα βουνά τα εγγύς της πολίχνης, όπου ο παράσιτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια διά ν' αναρριχηθή, ωνόμαζε το πιάτο, πινάκι, την σουπιέρα,λοπάδα, το μπαρμπούνι, τριγλί, το τσεκούρι, αξινάρι. την πουλάδα, νοσσίδα, και την κουμπάρα, εις την οποίαν ωμίλει, την προσηγόρευε «συντέκνισσα». Πλην τούτων, είχεν άλλας τινάς αφελείς λεπτότητας και ευφημισμούς εις την γλώσσαν, και τον τοκετόν απεκάλει «σπαργάνισμα».
Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύν, άγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιών έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λειβάδια, επάνω, εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως.
Η γραία είχε διευθυνθή εις του παπά το σπίτι. Ο παπά-Βαγγέλης ήτο ακόμη στην εκκλησιά, δεν είχεν απολύσει η λειτουργία. Ήτον σαρανταήμερον, παραμοναί των Χριστουγέννων, και, κατά το έθος, η μυσταγωγία ετελείτο καθημερινώς εις τους ναούς. Όλ' αι ενορίτισσαι του παπά-Βαγγέλη του εκουβαλούσαν στο σπίτι τα συνήθη «βλογούδια». Ήσαν δε ταύτα ψωμάκια ενσφράγιστα με το σημείον του Σταυρού, προσφερόμενα κατ' οίκον εις τους ιερείς διά τας ψυχάς των τεθνεώτων, κατά την διάρκειαν της τεσσαρακοστής. Πολλαί ενορίτισσαι, αντί να φέρουν ψωμάκια, έφεραν ένα σακκούλι αλεύρι, και τούτο επροτιμούσαν εν γένει η παπαδιές. Όχι διότι θα επεθυμούσαν να «μβαίνουν σε κόπους», να ζυμώνουν, αλλά διότι τα βλογούδια ποτέ δεν εφτουρούσαν, κ' εμοιράζοντο συνήθως εις τα πτωχά και τα ξυπόλυτα της γειτονιάς, όπως και τα κόλυβα.
Η περί ης ο λόγος γραία τσομπάνισσα, η Τσολοβίκαινα, ήτον από τες καλές ενορίτισσες. Προ ολίγων ημερών είχε φέρει εις την οικίαν του παπά, όπως κατ' έτος εσυνήθιζεν, ογκώδη οπωσούν σάκκον με αλεύρι από εντόπιον σίτον, παραγωγήν από τους κόπους των ιδίων τέκνων της, και διά τον λόγον τούτον, ως και διότι ήτο συντέκνισσα της, απήλαυε της εύνοιας της παπαδιάς.
— Θ' αργήσ' ου παππάς, συντέκνισσα;
— Όπου είναι, έρχεται, κουμπάρα.
Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, εντός καλάθου, μίαν φιάλην γεμάτην . . . όχι γάλα, αλλά καθαρόν νερόν, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, το αναβλύζον υπ' αυτό το ιερόν βήμα του εξοχικού ναΐσκου. Διηγήθη εν ολίγοις εις την πρεσβυτέραν ότι η κόρη της, η Κρατήρα, ήτις είχεν υπανδρευθή προ τριών ετών, εγέννησε την νύκτα αυτήν το δεύτερον παιδί της, αγόρι. Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήση αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.
Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος διά τον παπάν ν' ανέλθη να δώση την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλίου, κατά το κατώμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν. Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κ' εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κ' ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον. Ούτω εγίνετο ήσυχος ότι είχε την ευχήν της εκκλησίας, και, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακράν. Υπήρχεν ευσέβεια και εις τα βουνά.
Μετ' ολίγον ήλθεν ο παπάς από την εκκλησίαν, ήκουσε την ιστορίαν από την συντέκνισσαν, έπιε την φασκομηλιάν του μ' ένα μικρόν δίπυρον, είτα έβαλε το επιτραχήλι, και εδιάβασε τας ευχάς. Η γυνή έλαβε την φιάλην του νερού και απήλθε.
Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.
Η συντέκνισσα είχεν έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη» την ώραν που ο παπάς ητοιμάζετο να υπάγη στον εσπερινόν. Άρχισε να διηγήται·
— Την άλλη φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου νάχω, μ' εμάλωσες· μούπες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κ' είπα «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό . . . και μούπες πως το παιδί, σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφή 'ς άγια χώματα, και δεν μπορούσες, η αγιωσύνη σου, νάρθης να το διαβάσης. Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά . . . Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα, να πω του παπά, αν θέλη νάρθη, και σεις σαν ιδήτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι' αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πήτε «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος» . . . Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσης, παπά μου . . . μόνε φοβήθηκα μην τελειώση στο δρόμο το παιδί, και πάη αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου . . . Έτσι, απεφάσισα να 'ρθώ να σου πω, κι' όπως πης η Αγιωσύνη σου, έτσι να γείνη . . . Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλης για τα ιερά σου, και για καβάλλα.
Άμα ήκουσε την εξήγησιν της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τας χείρας και υπεψιθύρισε·
— Πω, πω! θα κρυώσης, παπά μου!
Ο παπάς εσκέφθη προς στιγμήν, είτα είπεν
— Ας είναι· θα έλθω να το βαφτίσω.
Στραφείς εν σπουδή προς την πρεσβυτέραν είπεν·
— Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάη να διαβάση εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ . . . Φώναξε το παιδί . . . να πάη ως την εκκλησιά, να του δώση ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ' Άγιο Μύρο . . .
Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του·
— Όχι, μην τον στέλνης, παπαδιά . . . μην του λες χαμπάρι . . . θα γυρεύη να μας ακλουθήση, ναρθή μαζή μας . . . Θα πάω μοναχός μου καλλίτερα . . . για να πάρω και τ' Αρτοφόριο . . . για να το κοινωνήσουμε κι' όλα, κατά την βάφτισι, το παιδί.
Έβαλεν εις μικρόν δισσάκιον μιαν δεσμίδα με τα παλαιά του άμφια, το Ευαγγέλιον, το μικρόν Ευχολόγιον, και το θυμιατόν.
— Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου.
— Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι.
Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·
— Τουλόου σ' θα το βαφτίσης, κουμπάρα! . . . Τι κρίμα που δεν μπορώ κ' εγώ νάρθω, να γείνω νουνά.
— Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δύο παιδιά απ' το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε . . . Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά.
Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν. Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθή, επειδή έπαιζεν εκείνην την στιγμήν της χιονιές μαζύ με άλλα παιδιά. Άλλως θα έτρεχε κατόπιν τους, και θα ήθελε να τους συνοδεύση εις την εκδρομήν, με όλον το ψύχος και τα χιόνια.
Όταν εβγήκαν εις τα Λειβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στης κουμαριές και στα σχοινιά, όλα βαροφορτωμένα από χιόνια, δένδρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρός θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κ' εκεί. Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι' ο παπάς καβάλλα . . . Έτρεχε κ' η συντέκνισσα απ' οπίσω απ' την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνη το υποζύγιον να τρέχη.
Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμμα-ρέμμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι. Πλησίον εις το ρεύμα του μικρού χειμάρρου, εις το αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπιπτεν, έλυωνε. Η συντέκνισσα έλεγεν
— Ο Χριστός μαζί μας!
Ενόει πρώτον το Άγιον Αρτοφόριον, το οποίον ο παπάς είχε βάλει εις τον κόλπον του, είτα το Άγιον Μύρον και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιον και Σταυρόν. Σαν ανηφόρισαν από το ρέμμα, επήραν τον πλαγινόν δρόμον, εις το υπήνεμον, όπου επί μάλλον έτριζεν υπό τους πόδας το χιόνι. Πουλί δεν εκελαδούσε, μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου, σιμά εις ένα βράχον προσκύπτοντα εις την οφρύν του βουνού, με μίαν σπηλιάν υποκάτω. Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και Παναγιά!»
Και η φωνή του κόρακος εσίγησε.
Έφθασαν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ενύχτωνε. Χάσιμο φεγγαριού. Ολίγα άστρα έλαμπον άνω, εντός άχνης, ως κοσμήματα εις πέπλον χηρείας, και το χιόνια κάτω αντέλαμπον εις την αστροφεγγίαν. Ηκούσθη μία φωνή αγριόγατου θρηνώδους. Η συντέκνισσα είπε πάλιν·
— Χριστός!
Και ο αγριόγατος έπαυσε να ουρλιάζη. Η μικρά συνοδεία εβάδισεν ακόμα ολίγον, και τέλος έφθασαν εις το καλύβι.
Δύο ανθρώπιναι φωναί ηκούσθησαν εις τα παράθυρα της επαύλεως. Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφός του, ο αδελφός εκείνης — οίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατα — τους επερίμεναν.
— Έρχονται, έρχονται!
— Είναι κι' ο παπάς μαζύ.
Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύση, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης.
— Ας γείνη χριστιανός, εψιθύρισεν.
— Ας μβη στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.
Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίαν. Ητοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ' άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων.
Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονάς της το νεογνόν, ανίδεον, μελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κ' εστάθη πλησίον του παπά. Μετ' ολίγον εκείνος της είπε να στραφή προς δυσμάς.
— «Απετάξω τω Σατανά;»
Η γερόντισσα είχε βαφτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυτα
— Απεταξάμενος.
— «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ».
Η ανάδοχος έκαμε φφ! πφ!
Ο ιερεύς της είπε να στραφή προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος.
— «Συντάσσει τω Χριστώ;,» . . . «Και πιστεύεις αυτώ;».
Είπεν ολίγα λόγια από το «Πιστεύω», άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν. Τα λοιπά συνεπλήρωσεν ο ιερεύς.
— «Συντάξω τω Χριστώ;»
— Συνεταξάμενος . . .
Είτα, επάνω εις την πρόχειρον κολυμβήθραν, ανεγνώσθησαν αι ευχαί. Ευθύς ύστερον, «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού . . . » Το βρέφος εκλαυθμήρισεν ολίγον, πλην ανέπνεεν ελευθεριώτερον. Έπειτα «Σφραγίς δωράς», ακολούθως «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», και οι τρεις γύροι περί την κολυμβήθραν. Τελευταίον «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν» έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν».
Τέλος, ο παπάς επήρε το Αρτοφόριον, από την σανίδα του εικονοστασίου, όπου το είχεν αποθέσει, και μετέδωκεν εις το νήπιον το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είτα εξεδύθη, εσκεύασεν όλα τα ιερά του, εκάθισεν, είπε τας ιδιαιτέρας ευχάς του, έφαγε δύο ή τρία σύκα, τα οποία προσεφέρθησαν, έπιεν ολίγον ρακίον από στέμφυλα, έργον των χειρών της συντέκνισσας, και απήλθε, δύο ώρας νύκτα καβάλλα πάλι στο γαϊδουράκι, συνοδευόμενος την φοράν ταύτην από τον νεαρόν βοσκόν, τον υιόν της γραίας.
Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές.
Το παιδίον είχεν αποθάνει.
— Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμε 'ς άγιο χώμα;
— Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς.
— Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.
— Δεν είχε μεγαλώσει ακόμη για να φορέση τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάη και ξυπόλυτος.
Είτα επέφερεν·
— Ας είναι, συντέκνισσα. Θαρθώ να το θάψω.
Ο παπάς εκαβαλλίκεψε και πάλιν εις το ονάριον. Ήτο ημέρα, την φοράν ταύτην. Τα χιόνια δεν είχαν λυώσει, αλλ' ήτο νηνεμία, και μάλλον γλύκα.
Την φοράν όμως αυτήν ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά.
Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν. Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κ' εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας.
Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα. Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.
Το μικρόν νήπιον είχε ζήσει πέντε ημέρας εις τον κόσμον, εν μέσω χιόνων και παγετών. Ο παπάς εφόρεσε το επιτραχήλι, και άρχισε την ακολουθίαν των νηπίων· «Των του κόσμου ηδέων, αναρπασθέν άγευστον . . . Εβόας τοις Αποστόλοις άφετε τα παιδία ίνα έρχωνται προς με . . . » «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν έστι μητρός αθλιώτερον . . . »
Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκύτταζεν ανάλγητος μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του·
— «Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον», όπως και για τον πατέρα;
Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια, του Ασπασμού. «Ω! Τις με θρηνήσει, τέκνον μου . . . ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας . . . Ω τέκνον, τίς ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν! . . . »
Και πάλιν το παπαδόπουλον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κ' εμουρμούριζε τας λέξεις μαζύ με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήση·
— Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια;
Ως απάντησις εις την ερώτησιν επήλθε το τροπάριον, το «Δόξα».
«Άγγελος του Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ . . . δι' αυτού γάρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον . . . »
Είτα η εκφορά έγεινεν έξω του ναΐσκου των Ταξιαρχών. Η γραία, η συντέκνισσα, εκράτει το μικρόν πρόχειρον φέρετρον, εν είδει λίκνου. Ο ιερεύς με μαχαιρίδιον εχάραξεν επάνω εις ένα κεραμίδι σταυροειδώς «Είτα Γή ει και εις γην απελεύσει», και τα λοιπά. Το μικρόν πλάσμα κατήλθε να κοιμηθή τον χρόνιον ύπνον υποκάτω από τας χιόνας.
ΤΑ ΚΡΟΥΣΜΑΤΑ
Γενικόν προσκύνημα των κυμάτων, καθολική σύναξις όλων των ανέμων των βρυχηθμών και όλων των αλαλητών των καταιγίδων, ήτον ο ορφνός και φαλακρός, ο υψίνωτος της πέτρας πάγος. Παλάτιον της ερημίας και της σιγής, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, επάνω του οποίου ήτο κτισμένον ποτέ το παλαιόν, το κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον. Δεν υπήρχε κύμα του θρακικού πελάγους και των κόλπων της Χαλκιδικής, δεν υπήρχε κύμα εξωσμένον εκ της Μαύρης Θαλάσσης και της Προποντίδος, διωγμένον από τους κόλπους και διυλισμένον διά των πορθμών, αποπτυσμένον από τους αφρούς του πελάγους και εξερευγμένον από τα αβόλιστα βάθη του πόντου, τα κάτωθεν του πολιού, καταπληκτικού Άθωνος, το οποίον να μην ήρχετο να φιλήση τα κράσπεδα του αμαυρού τιτανείου βράχου.
Ανέτεινεν επάνω της θαλάσσης εις ύφος έμπληκτον, πλήρες ιλίγγου και σκοτοδίνης, και ήτο ποτε καλιά πλήρης ψυχών και φωνών, και τώρα ήτο έρημος πλήρης ερειπίων. Και δύο μεγάλοι αιγιαλοί ένθεν και ένθεν, απλώνονται, κάτω, εις τα θεμέλια δύο φοβερών κρημνών. Ο είς σπαρμένος με βράχους κομμένους εις σχήματα πρανή και κωνοειδή, ως λείψανα παλαιάς γιγαντομαχίας σωζόμενα εις το πεδίον της μάχης, στρωμένος με χαλίκια λευκά, ερυθρά, μαργαρώδη, επίχρυσα, και με άμμον φαιάν στίλβουσαν· και η άμμος κυρτούται διά μιας, και ο βυθός αποτόμως βαθύνεται· ο κολυμβητής αν ήθελε τολμήσει να επιβή εις το κύμα, έλκεται προς την σύρτιν την βαθείαν, την λευκήν και πρασινίζουσαν και γαλανήν, την ούσαν λίκνον του μικρού Τρίτωνος και παστάδα της μελαγχολικής Σειρήνος, όπου αφρός και πόντος, όπου κύμα και άβυσσος, φαιδρώς παίζουσι ποικίλην και ενίοτε φοβεράν παιδιάν.
Δεξιά προς ανατολάς αντικρύζει ο μέγας βράχος, εις δέκα πρυμνησίων εναέριον απόστασιν με την ακτήν του Κουρούπη την λευκήν και κυρτήν, όπου φαντάσματα και δαίμονες, σπανίως ορατοί, δεν παύουν να κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, από την σάρραν και τον κρημνόν τον ευόλισθον. Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια. Και το νερόν όλην την ημέραν μένει ψυχρόν και παγωμένον μέσα εις τα βαρέλια, κατά Ιούλιον μήνα, υπό τας φλεγούσας ακτίνας του ηλίου, από τας οποίας ψήνονται πεταλίδες και πορφύραι και οστρείδια επάνω του μικρού φατνώματος της πλώρης της βάρκας.
Πλην ανίσως, την νύκτα, οι ψαράδες, απόκοτοι, τολμήσουν να πλησιάσουν διά να υδρευθούν εις την δροσεράν βρύσιν την μαγικήν, κάτω εις τα κράσπεδα της ακτής, επί της προβλήτος χθαμαλής πέτρας, τότε βρόντος και πάταγος ριγηλός αντηχεί από του κρημνού άνωθεν, και λίθοι και βράχια τρομακτικά κυλίονται κατερχόμενα κατά των κεφαλών των ψαράδων . . . Τότε μόλις ούτοι προφθάνουν να κάνουν τον σταυρόν των και να τραπώσιν εις φυγήν . . . Οι λίθοι εκείνοι θα ήσαν ικανοί και αυτομάτως να κυλίονται από τον κρημνόν εκείνον . . . πόσω μάλλον όταν αόρατοι δυνάμεις δαιμονίων τους ωθούσι προσκολλώμενοι εις το ολισθηρόν της ακτής, όπως συνήθως προσκολλώνται εις το ασθενές μέρος, εις έρωτας και μίση, εξάπτοντες το πάθος εις φλεγμονήν, και τρέποντες την οργήν εις λύσσαν . . .
Αριστερόθεν του γιγαντιαίου βράχου του Ερήμου Χωριού, προς δυσμάς, άλλος αιγιαλός απρόσιτος, άνορμος απλώνεται. Δεν φαίνεται εκεί στρώμα κομψών χαλικίων και άμμου στιλπνής ούτε είναι ορατή της θαλασσίας νύμφης η παστάς, ο θάλαμος της Νηρηίδος. Πέλαγος βαθύ έως την αντικρινήν στερεάν απλούται, και μονόχορδος υμνωδός δεν παύει να το οργώνη ο άνεμος, ο Αργέστης. Και κατέμπροσθεν, ολίγον βορειοδυτικώς εις τον βράχον του Ερήμου Χωριού, απεσπασμένοι, βαπτισμένοι εις το κύμα δύο βράχοι παντέρημοι ανακύπτουσι. Κάτω εις τους πόδας τούτων, εις τα άντρα τα θαλάσσια και τας σπιλάδας τας θαλασσογλύπτους, εκεί βόσκουσι και λοξοπατούσι τα θαυμασιώτερα πετροκάβουρα και παγούρια του κόσμου, με τα ερυθρά προέχοντα ως κλαδωτά αυγά των, ψηνόμενα, ψάλλοντα μελωδικώς εις την ανθρακιάν, μεγάλα, εύχυμα την γεύσιν. Κ' επάνω εις τους δύο εκείνους υψηλοκρήμνους σκοπέλους, όστις θα ετόλμα ποτέ ν' αναρριχηθή, διά να συλλέξη αν δύναται εξαίσια λάχανα και θαυμάσιας αγριοκράμβας, οφείλει να ζωσθή καλώς με χονδρόν σχοινίον περί την μέσην, να προσδέση το έν άκρον εις τον χονδρόν κορμόν του γηραιού θαλασσίου θάμνου, του προσφυομένου επί της οφρύος του βράχου, είτα ν' αναρριχηθή εις το μέτωπον του κρημνού αργά και με άκραν προφύλαξιν, και πάλιν βέβαιος δεν θα είναι αν θα ευτυχήση να κατέλθη σώος και υγιής από το ύψος, εκείνο, όπου οι γλάροι θρηνωδώς κρώζοντες περιίπτανται περί τας γωνίας του βράχου και τας εξοχάς, περί το μέρος όπου κρύπτεται η φωλεά των, εις την θέαν του ξένου επιδρομέως.
Είναι τόσον πολύτιμα τα αγριολάχανα του θαυμασίου εκείνου βράχου, ώστε ποτέ δεν αγοράζονται αντί οσουδήποτε ποσού χρημάτων . . . Μόνον πληρώνονται ή με αγάπην και με φιλίαν, ή ενίοτε με κεράσματα, εις τον αφωσιωμένον κουμπάρον μας, τον Τζενεγόν, ή κάποτε και με ψήφους, όταν επίκεινται εκλογαί, επειδή ο κουμπάρος Τζενεγός είναι λίαν βαθέως αφωσιωμένος εις τους φίλους του, και τότε μόνον θα σε φιλέψη «λάχανα θαλασσινά», όταν είναι βέβαιος ότι θα δώσης ψήφον εις το «κόμμα μας».
Ολίγον απωτέρω, προς νότον των δύο βράχων, εις το μέσον του πόντου, πάντοτε σχεδόν εν γαλήνη και εν τρικυμία, ακούεται μία ορχήστρα, ήτις έχει πάντοτε «δικό της σκοπό», καθώς λέγουν. Είναι μία ύφαλος, ήτις καλείται κοινώς Καλαφάτης. Διά τινος οπής εκβλύζει υποβρυχίως το νερόν, είτα αναπηδά και αποτελεί κρότον όμοιον με τον της «ματσόλας» ή ξυλίνης σφύρας του καλαφάτη, — ή του «διανάκτου» όπως λέγουν εις τον Β. Ναύσταθμον, — επί των πλευρών επισκευαζομένου πλοίου. Η ματσόλα ή η σφύρα αυτή δεν παύει, ημέραν και νύκτα, ακούραστος, ακοίμητος ν' ακούεται. Κατ' άλλους ο Καλαφάτης ωνομάσθη ούτω μετ' είρωνος ευφημισμού, ως καλαφατίζων τάχα τα πλοία τα οποία θα εξέπιπτον σιμά εις την δικαιοδοσίαν του — οιονεί, εις το «Καρινάγιο» του.
Όλον το παλαιόν χωρίον ήτον ερείπιον, απλωμένον επί των νώτων του γίγαντος, του με τους πόδας θαλασσωμένους βράχου. Μέρος αυτού είχε κατεδαφίσει ο χρόνος, μέρος οι άνθρωποι. Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερον τα τέκνα των, πότε οι μαστόροι, οι κτίσται, κατ' εντολήν ή άνευ εντολής, έπαιρναν από τα παλαιά κτίρια ό,τι στερεόν είχον ταύτα, την ξυλείαν της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τούβλα και κεραμίδια, βιαζόμενοι εκ της αχρηματίας, επειδή «η ξύντροφος πενία» εμάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικόν, και μάλιστα τους κατοίκους της νήσου, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνος — τα μετεκόμιζον δε διά ξηράς ή διά θαλάσσης εις την πολίχνην την νεόκτιστον, προς νότον, απέχουσαν δρόμον τριών ωρών. Αλλ' όμως η θεια Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι' αυτή ένα καιρόν, όταν το χωρίον εκατοικείτο ακόμη, περί τους χρόνους του Αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμην έτη της παιδικής ηλικίας. Διά τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπον να διατηρήση το παλαιό σπιτάκι, την φωλεάν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας. Με πολλήν επιμέλειαν και καθαριότητα, και με συχνά ασβεστώματα, είχε κατορθώσει να διασώση την μικράν αυτήν γωνίαν, όπου ήρχετο ενίοτε να λάβη αναψυχήν και να κοιμηθή την νύκτα, συνήθως ομού με την μητέρα της, ή με συντροφίαν άλλων γυναικών.
Ο μικρός οικίσκος, μία επάνοδος εις το παρελθόν, μία οπή διά της οποίας έβλεπέ τις τα περασμένα ως εις πανόραμα, ζωντανή ανάμνησις μέσα εις την τέφραν της λήθης, ορθή σκοπιά μεταξύ κοιμωμένων σωμάτων, έκειτο πλησίον εις τον σωζόμενον τότε ωραίον ναΐσκον της Παναγίας της Μεγαλομμάτας, πέριξ του οποίου υπήρχον και δύο ή τρεις οικίαι ακόμη διατηρούμεναι, από άλλας γυναίκας, ζηλωτρίας του παρελθόντος. Ο ναΐσκος, εορτάζων το Σάββατον του Ακαθίστου, ήτον ευπρεπής, κ' εδέχετο συχνά τον φόρον της ευλαβείας αυτών των οικοκυράδων, όστις διετήρει και τας σωζομένας τριγύρω μικράς οικίας, όπως και άλλων γυναικών.
Η Μαχώ το Φαλκάκι έφθασεν ενωρίς, περί δύσιν ηλίου, την εσπέραν εκείνην του Οκτωβρίου μηνός, κρατούσα το καλαθάκι της, το οποίον περιείχεν άρτον, ελαίας χαμάδας, ολίγα κυδώνια καί τινας τομάτας. Είχεν αναχωρήσει από την πόλιν το πρωί. Όλην την ημέραν διήλθεν εις τον ελαιώνα συλλέγουσα ελαίας, είτα τας έβαλεν εις σάκκους, και δι' ημιόνου τας έστειλεν εις τα ελαιοτριβεία της πόλεως. Ο ελαιών ήτο πολύ πλησίον εις το παλαιόν χωρίον, απείχε δε πολύ από την σημερινήν πολίχνην. Επειδή έμελλε και την επιούσαν να εξακολουθήση την αυτήν εργασίαν εις τον ελαιώνα, ήλθεν εις το παλαιόν έρημον χωρίον, διά ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας και διανυκτερεύση, όπως ενίοτε συνείθιζεν, εις ερημικόν οικίσκον της, διά να επιστρέψη πάλιν το πρωί εις τον ελαιώνα.
Η Μαχώ το Φαλκάκι συνωδεύετο εις την εκδρομήν αυτήν από τον υιόν της τον Φάλκον, παιδίον δεκατριών ετών. Ο μικρός μάγκας είχεν ακούσει πολύ συχνά από παιδία μεγαλείτερα απ' αυτόν παμπόλλας διηγήσεις περί φαντασμάτων, το οποία έβγαιναν τακτικά την νύκτα εις το παλαιόν έρημον χωρίον, εν μέσω τόσων ερειπίων, επάνω εις τον βράχον τον υψηλόν, τον με θαλασσωμένα τα σκέλη γίγαντα, όπου η ηχώ των κυμάτων, το οποία εχόρευε μαινόμενος ο βορράς νύκτα και ημέραν, αντήχει εις τα καθίσματα των βράχων, κάτω, εις τα άντρα τα θαλάσσια.
Τα φαντάσματα ταύτα, στοιχειά, εξωτικά, λογιών — των — λογιών κρούσματα, δεν έπαυαν να εμφανίζωνται την νύκτα, να επισκέπτωνται μελαγχολικώς τα ερείπια, να περιφοιτώσιν εις τας κατεδαφισμένας οικίας, αίτινες εστέγασαν ποτέ ζωάς και ψυχάς, και τώρα εκάλυπτον μυστήρια άγνωστα υπό τους σωρούς των λίθων. Εκάστη παλαιά οικία είχε το ζώδιόν της. Το ζώδιον τούτο ελάμβανε την μορφήν εκείνου του σφαγίου, το οποίον είχε θυσιαστή κατά την θεμελίωσιν της οικίας της κτιζομένης εκάστοτε, μετά τον ψαλέντα αγιασμόν. Εάν το σφαγέν ζώον ήτο πετεινός, ο πετεινός έβγαινε συχνά την νύκτα, εξαφνίζων τους ενοίκους, ενόσω η οικία ήτον ορθία ακόμη, και εξακολουθούσε και τώρα να βγαίνη παραπονετικώς, λαλών με φωνήν θρηνώδη επάνω εις τα ερείπια. Εάν το θυσιασθέν ήτο αρνίον, έν πράγμα λευκόν, πράον, ήμερον, ομοιάζον με αρνίον, δεν έπαυε να βγαίνη ακόμη γύρω εις τα θεμέλια της οικίας βελάζον θλιβερώς. Εάν το θύμα ήτο μοσχάριον, ένα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον, επαρουσιάζετο τριγύρω εις τα ερείπια. Εμούγκριζε με σιγανήν φωνήν, και πολλάκις, ενόσω η οικία εκατοικείτο, το μούγκρισμά του προεσήμαινε κακόν διά τους οικοκυραίους.
Όλ' αυτά τα διηγούντο οι μάγκες όπως τα είχον ακούσει από τας προμήτοράς των, και μάλιστα το αυγάτιζαν κ' οι ίδιοι με την παιδικήν ψευδομανίαν των. Και τώρ' ακόμη πολλοί τα έβλεπον. Αυτή η Μαχώ είχε διηγηθή άλλοτε εις τον υιόν της, τον Φάλκον, ότι είδε με τα μάτια της, ένα μεσημέρι, νεράιδες να χορεύουν, από το ύψος του Ερήμου Χωριού, όπου ευρίσκετο, μίαν φοράν, όταν ήτο μικρά κόρη ακόμη, καταντικρύ, επί της κρημνώδους ακτής του Κουρούπη. Εκεί επάνω, εις τον κρημνόν, έβλεπε της νεράιδες, ένα πλήθος λευκοφορεμένων γυναικών, που ήσαν πιασμέναι εις χορόν, κ' εχόρευαν «στον καλό τους καιρό», κ' ετραγωδούσαν.
— Και τι τραγούδι, έλεγαν, μάνα; ηρώτησεν η μικρά Τσιτσώ, εννέα ετών παιδίσκη, την μητέρα της.
— Έλεγαν, κορίτσι μου : «Ακούτε μας· μιλάτε μας· ημείς, καλές κυράδες . . .»
— Ήθελα κ' εγώ να τώβλεπ' αυτό, μάνα, είπεν ο Φάλκος.
— Ο Θεός να μη σ' αξιώση, παιδάκι μου. Εγώ έπεσ' άρρωστη στο κρεββάτι, που το είδα, κ' επιάστηκε σαράντα μέραις η γλώσσα μου.
— Και δε μου λες, θεια, υπέλαβεν ο ανεψιός της, ο Σταμάτης το Παπαδόπουλο, ένας άλλος μάγκας ομήλικος σχεδόν με τον Φάλκον, — πού τον ηύραν τον τόπο, για να χορέψουν; Απάνω εκεί, στον κρημνό, στην σάρρα, πώς δε γλυστρούσαν να πέσουν;
— Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.
Ο Φάλκος διά πρώτην φοράν εύρισκε την ευκαιρίαν αυτήν, να διανυκτερεύση εις το Έρημο Χωριό, χωρίς να είναι πολύς κόσμος, η παρουσία του οποίου θα ήτον ικανή να διώξη τα στοιχειά. Είχε μεγάλην περιέργειαν μεμιγμένην με μεγαλείτερον φόβον, να έβλεπε στοιχειά.
Διά να λάβη ολίγον θάρρος, είχεν ερωτήσει την μάμμην του αν όλα τα φαντάσματα κάμνουν κακόν εις όσους τα ιδούν, καθώς είχαν κάμει άλλοτε η νεράιδες εις την μητέρα του. Η γραία του απήντησε ότι είναι και στοιχειά αβλαβή και ακίνδυνα, και μάλιστα τα ζώδια των σπιτιών ωρισμένως δεν κάμνουν ποτέ κακόν.
Μόλις είχαν φθάσει, και ήρχισε να νυκτώνη. Η Μαχώ επίστευεν ότι θα εύρισκεν εις το Έρημο Χωριό δύο ή τρεις άλλας γυναίκας μαζύ με άλλα τόσα παιδία ή κοράσια, αίτινες διενυκτέρευον από ημερών εις τον τόπον, διά τον αυτόν λόγον και η Μαχώ. Ησχολούντο την ημέραν εις την συλλογήν του ελαιοκάρπου, κ' επειδή το παλαιόν χωρίον ευρίσκετο σιμά εις τα κτήματά των, μη θέλουσαι να κοιμώνται εις το ύπαιθρον, και διότι έπιπτεν άφθονος δρόσος και υγρασία την νύκτα, και διότι ήσαν γυναίκες, χάριν ευκολίας κατήρχοντο και διενυκτέρευον αυτόθι, εις τας δύο ή τρεις σωζομένας μικρός οικίας, διά ν' αναλάβουν ενωρίς την εργασίαν την επαύριον.
Ήλπιζε λοιπόν η Μαχώ να εύρη συνστροφιάν, καθόσον δεν θα ευχαριστείτο να μείνη μόνη της με το παιδίον την νύκτα εις το έρημον μέρος, όπου «κροτίζει ο τόπος», από τας τόσας παλαιάς αναμνήσεις και τα τόσα στοιχειά. Αλλ' η Μαχώ εγελάσθη. Αι γυναίκες είχον τελειώσει προς το παρόν την πρώτην συλλογήν των ελαιών, και δι' άλλης οδού είχον επιστρέψει το βράδυ εις την πολίχνην.
Η Μαχώ δεν εύρε ψυχήν εις το Έρημον Χωρίον. Ενύκτωνεν ήδη, η πανσέληνος ήτον περασμένη, και η σελήνη θ' ανέτελλε δύο ή τρείς ώρας νύκτα. Άλλως, ο Φάλκος επεθύμει να διανυκτερεύση εις το άγριον μέρος, κ' επέμενε να μείνωσιν. Ήθελε να κάμη κι' αυτός τον ανδρειωμένον εις τον εξάδελφόν του Σταμάτην, — όστις συνήθως έκαμνε τον άφοβον μεταξύ όλων των παιδιών, — και να έχη να του διηγήται ότι είδε τόσα κρούσματα, τόσα στοιχειά, εις το Έρημο Χωριό, και «δεν ίδρωσε το μάτι του».
Η Μαχώ έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν κ' έμεινεν. Εν πρώτοις, άναψε τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας. Ήτον μία μεγάλη εικών της Θεοτόκου, αρχαϊκή, με ανδρός χαρακτήρας, με πρόσωπον το διπλάσιον του φυσικού, με μεγάλους, πολύ μεγάλους οφθαλμούς, και με τον Χριστόν, έν βρέφος με παμμεγίστην κεφαλήν, φορούν χιτώνα επίχρυσον, φωτεινόν, τον «αναβαλλόμενον το φως ως ιμάτιον».
Είτα άναψε φωτιάν εις το στενόν, μεταξύ δύο ερειπίων, αντικρύ του ναΐσκου, και κατέμπροσθεν εις την θύραν του οικίσκου της. Έψησε καφέ διά τον Φάλκον της, τον καλομαθημένον, είτα εμαγείρευσε φαγητόν από τομάτες και κρόμμυα με λάδι. Αφού έφαγαν, εκλείσθησαν εις τον οικίσκον διά να κοιμηθούν.
Η Μαχώ ήτον κουρασμένη, και δεν άργησε ν' αποκοιμηθή. Ο Φάλκος όμως έκαμε τον ψόφιον κατ' αρχάς κι' άρχισε να ροχαλίζη. Άμα ενόησεν ότι η μητέρα του είχεν αποκοιμηθή, εσηκώθη, κι' άνοιξε την πόρταν. Θα ήτο κρίμα, εφαντάζετο, να μην απολαύση αυτό το θέαμα, τα πρωτοφανές δι' αυτόν, αν και δεν ήξευρε καλά πώς να το παραστήση· την νύκτα την μυστηριώδη και σιγηλήν, τον άπειρον ουρανόν, την αχανή θάλασσαν, υψηλά, άνωθεν του ερήμου μαγικού βράχου. Και ήτον, επί τέλους, πιθανόν να ίδη και κανέν φάντασμα . . .
Ερρίγησεν . . . Ας έλειπαν τα φαντάσματα! Καθώς εξήλθεν εις το ύπαιθρον ο Φάλκος, κατ' αρχάς εστράφη οπίσω προς την θύραν του οικίσκου την οποίαν αφήκεν ανοικτήν, και ηκροάτο διά ν' ακούση την αναπνοήν της μητρός του κοιμωμένης. Ησθάνετο την ανάγκην να έχη συντροφιάν την πνοήν της μητρός του,. . Ευτυχώς η μήτηρ του τού είχεν αφήσει και άλλην συντροφιάν, την φωτιάν την οποίαν είχε θρέψει με ξύλα πολλά και κουτσούρες επίτηδες, και αφού την περιώρισε μεταξύ πλακών και λίθων, μακράν παντός ξηρού χόρτου ή θάμνου χλωρού ή ρίζης δένδρου, είπεν ότι την αφίνει «για συντροφιά» και δεν την έσβυσε. Τώρα, όσον προέβαινεν η νυξ, ο βρόμος του πυρός και η λάμψις των καιόντων δαυλών, και το θάλπος το οποίον διέχυνεν η ανθρακιά, ήτο πράγματι ανεκτίμητος παρηγορία, εις την ερημίαν εκείνην, αναμέσον των τόσων ερειπίων.
Καθώς εξήλθεν ο Φάλκος έξω εις το ύπαιθρον, αντικρύ της θύρας του οικίσκου είδε να φαίνεται ένα μαύρον πράγμα, το οποίον δεν είχε παρατηρήσει αφ' εσπέρας. Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα. Παραπέρα εκεί ίστατο έν πράγμα όρθιον, το οποίον εφαίνετο ως άνθρωπος με τον ένα βραχίονα άνω απλωμένον. Κρατών τον δαυλόν επλησίασε, και είδε καλά, κ' εβεβαιώθη ότι αυτό ήτο κορμός αγριοσυκής ξηραδιάρας, της οποίας τα φύλλα εφαίνοντο να είχον φαγωθή ή μαδηθή προσφάτως, και το ένα κλωνάρι ήτο σπασμένον, κ' έγερνε κάτω, το δε άλλο ευρισκόμενον εις την θέσιν του, έτεινε πέραν οριζοντίως.
Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγειαν των κανδηλίων του εκκλησιδίου, τα οποία είχεν ανάψει ενωρίς η μήτηρ του. Ο Φάλκος, προέκυψε κ' εκύτταξε διά της υάλου του παραθύρου. Είδε την σκιάν και το ιερόν θάμβος των εικόνων και των θυρίδων και των γωνιών, τας αμαυράς μορφάς των Αγίων, ωσφράνθη το μικτόν άρωμα του κηρίου, του ελαίου και του θυμιάματος, κ' εκύτταξεν επί μακρόν, εις το φρίσσον φως των πυρσών της κανδήλας, τα μεγάλα όμματα της Παναγίας, τα οποία εφαίνοντο να τον προσβλέπουν μετ' αΰλου θωπείας και επιεικείας βασιλοπρεπώς, μέσον των υάλων του παραθύρου. Έκαμε ταχέως δύο σταυρούς και απεμακρύνθη.
Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφος, μονότονος, ανήρχετο από τα θεμέλια των βράχων, από τα θαλάσσια άντρα. Ο ουρανός άνω εσελάγιζεν από άστρα, και κάτω εκεί, εις την ανταύγειαν των άστρων εφαίνετο να γυαλίζη το πέλαγος φρίσσον, και η ακτή του Κουρούπη, άσπριζεν απέναντι, μελαγχολική, επάνω εις την οποίαν εχόρευον η νεράιδες το μεσημέρι, ενώ την νύκτα έπιπτον μετά κρότου οι λίθοι, τους οποίους εκύλιον τα δαιμόνια, φυγαδεύοντα τους τολμώντας να πλησιάσουν εις την βρύσιν αλιείς . . . Ζέφυρος λεπτός, ευώδης, δρόσος ζωηφόρος έπνεεν. Ο Φάλκος ησθάνετο κάτι ως ελαφρότητα, ως διάθεσιν προς πτήσιν, την οποίαν ποτέ δεν είχε δοκιμάσει εις το χωρίον του, όταν εκυλίετο μέσα εις τα ποτόκια και τ' αυλάκια των λιθοστρώτων στενών δρομίσκων, παίζων ομού με τ' άλλα παιδία.
Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος.
Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.
— Μητέρα, τι πράμμα είν' αυτό που κάνει τακ, τακ, στη θάλασσα, κάτω; Μην είναι κανένα στοιχειό;
Η Μαχώ εσάλευσεν, έτριψε τα μάτια της και είπεν·
— Είν' ο Καλαφάτης, παιδί μου.
Κ' έκαμε να γυρίση από το άλλον πλευρόν.
— Και τι πράμμα είν' ο Καλαφάτης; επανέλαβεν ο Φάλκος.
Η Μαχώ εχασμήθη, έκλεισε τα μάτια, και δεν απήντησεν.
Ο Φάλκος επέμεινε.
— Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης.
— Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου.
Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.
Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη.
Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.
Την στιγμήν εκείνην, ο Φάλκος ήκουσε λάλημα πετεινού, το οποίον δεν εφαίνετο να είναι από πολύ πλησίον, αλλ' ούτε και μακρόθεν. Αν δεν έπλεε καμμία βρατσέρα ή καμμία γολετίτσα την νύκτα εκείνην εις το πέλαγος, ολίγον ανοικτά από την ακτήν, η οποία θα έτυχε να έχη ορνιθώνα εις το κατάστρωμά της, το λάλημα πιθανόν να ήρχετο από το Καλύβι μιας ποιμενίδος, της Κοκκινίτσας λεγομένης, το οποίον δεν απείχε πολύ, ευρισκόμενον επάνω εις την ράχιν του βουνού, και αντικρύζον με το Έρημον Χωρίον.
Ο Φάλκος ενθυμήθη τας διηγήσεις των παιδίων, τας παραδόσεις όσας είχον παραλάβει από τας γραίας προμήτορας σχετικώς με τα «ζώδια» των οικιών, τα εμφανιζόμενα κάποτε την νύκτα.
Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει ότι τα ζώδια ταύτα δεν ηδύναντο να βλάψουν, ησθάνθη αληθή τρόμον, έτρεξεν, εισήλθεν εις την θύραν έσωθεν, έκαμε τον σταυρόν του κ' επλάγιασε πλησίον της μητρός του.
— Μητέρα, είπεν έντρομος· άκουσα έναν πετεινό . . . είναι το ζώδιο του σπιτιού μας!
Η μήτηρ του δεν απεκρίθη, εκοιμάτο βαθειά.
— Πες μου, μητέρα, επανέλαβεν ο Φάλκος, σείων αυτήν διά να την εξυπνήση — επειδή ησθάνετο τώρα μεγαλειτέραν ανάγκην συντροφιάς, και προ πάντων της ανθρωπίνης ομιλίας — πες μου, τι πράγμα είχαν σφάξει όταν το έχτισαν αυτό το σπιτάκι; Δεν έσφαξαν πετεινό;
Η Μαχώ εξύπνησε, και ανεσηκώθη επί της μαλλίνης τσέργας, εφ' ης ήτο πλαγιασμένη,
— Τι έχεις, παιδί μου, και δεν κοιμάσαι είπε. Δεν έχεις ύπνο;
— Όχι, όχι . . . είπεν ο Φάλκος. Άκουσα έναν πετεινό.
— Πού τον άκουσες;
— Εδώ έξω.
— Στο καλύβι της Κοκκινίτσας θα λάλησε . . . Έχει ένα σωρό πετεινάρια . . . θέλεις να σου αγοράσω ένα αύριο και να σου το σφάξω την Κυριακή . . .
— Ακούς εκεί; Μακάρι . . .
— Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγώ θα σε φιλέψω πετεινό . . .
Τώρα ο Φάλκος ησθάνετο νυσταγμόν, τον οποίον το πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλιν θα επεθύμει να σηκωθή και να εξέλθη, πλην ήρχισε να ζαλίζεται και να ναρκούται από την έφοδον του ύπνου. Τουναντίον η μήτηρ του, αφού είχε μισοχορτάσει τον ύπνον, εξενύσταξε, κ' έμεινε ανακαθισμένη και συλλογισμένη, σιμά εις το προσκέφαλον του Φάλκου της.
Μετ' ολίγον είχεν αποκοιμηθή ο Φάλκος, η δε μήτηρ του, καθισμένη καθώς ήτον, και στηρίζουσα με την χείρα κεκυφυίαν την κεφαλήν, ήρχισε να νυστάζη πάλιν και να λαγοκοιμάται.
Και οι δύο μετ' ολίγον εξύπνησαν από ένα κρότον και μίαν αλλόκοτον φωνήν.
Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·
— Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου!
Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι;
Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα.
Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.
Αλλ' ο Φάλκος, παραδόξως, μέσα εις τον φόβον του εγέλασε.
— Αν είναι στοιχειό, είπε, θα μοιάζη με τον εξάδελφό μου το Σταμάτη . . .
Τω όντι είχεν αναγνωρίσει την φωνήν και τον γέλωτα του ομήλικος εξαδέλφου του.
— Βρε παιδί, παλάβωσες, θα τους σκιάξης . . . θα κοπή το αίμα τους, απήντησε φωνή έξωθεν εις τον ακουσθέντα καγχασμόν.
Δεύτερος γέλως αντήχησεν, είτα δροσερά, νεανική φωνή είπε·
— Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ.
Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν.
Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς.
Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν.
Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.
— Καλώς σας ηύραμε! . . .
Για χατήρι σας, κόντεψαν να μας φάνε τα στοιχειά!
Ο Φάλκος ηρώτησε την μάμμην του·
— Ξέρεις να μου πης, μάνα, τον καιρόν που έκτιζαν αυτό το σπίτι, τι είχαν σφάξει στα θεμέλια; . . . Μην έσφαξαν πετεινό; . . . Γιατί άκουσα έναν πετεινό να μιλή, πολυώρα . . .
Η γρηά Φαλκίτσα απήντησεν ευθύμως·
— Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε!
— Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.
— Και τι να μας κάμη ένα πετεινάρι, θεια, είπεν ο Σταμάτης, που έχουμε κι' άλλους δικούς μας κάτω στο χωριό; Μισό μοναχά θέλω εγώ στο μερδικό μου . . .
— Θα πάρω δύο απ' την Κοκκινίτσα, Σταματάκη μου, φτάνει να μου δίνη, είπεν η Μαχώ.
Ευθύς τώρα η γρηά Φαλκίτσα ήρχισε να διηγήται πώς και διατί ήλθε, μαζύ με τον εγγονόν της εις τοιαύτην ώραν.
— Σαν είδαμε, πλειο, παιδάκι μ', πως αργήσατε, και καταλάβαμε πως ήθελε κοιμηθήτε στο χωριό το δικό μας πλειό, και θα ήσαστε μοναχοί σας, γιατί η Διόμαινα και η Μπάλαινα κ' η γειτόνισσα μας το Γηρακώ είχαν φύγει νωρίς, γιατί δεν είχαν άλλες εληές να μαζέψουν, πλειό, κ' ήρθε το Γηρακώ, η γειτόνισσα, και μας είπε πως, να τάξερε, ήθελε καθίσει στο χωριό μας, για να σας κάμη συντροφιά (χωριό της ωνόμαζεν η γραία το παλαιόν Έρημον Χωρίον) και της κακοφάνηκε που δεν τώξερε, για να καθίση· σαν τάκουσε κι' ο Σταματάκης, αυτό το αγιόπαιδο, δεν ήθελε να βασταχθή, κ' εφοβέριζε να κινήση ναρθή στο χωριό μεσάνυχτα, μοναχός του· σαν εβγήκε το φεγγάρι, κ' εβλέπαμε να περπατούμε, πλειό, για να μην κινήση νάρθη μοναχός του ο Σταματάκης, ο απόκοτος, κ' έχω δυο καϋμούς, και για τ' εσάς και για τ' αυτόνε, είπα κ' εγώ, ας κινήσουμε να πάμε, τώρα που βγήκε το φεγγάρι, πλειό . . . Κ' έτσ' ήρθαμε.
Είχαν έλθει ψηλά από την ράχιν, από τα Καλύβια του βουνού, όπου είχαν μείνει να διανυκτερεύσουν, η γραία κ' ο εγγονός της. Από το πρωί ευρίσκοντο εις την μάνδραν, εις το βουνόν. Είχαν υπάγει διά να ζητήσουν από δύο βοσκούς κολλήγας των ολίγα καθυστερούμενα, εις μυζήθρες και τραχανάν, προερχόμενα από αντισπόρους και από ενοίκια βοσκών. Το βράδυ, αι τρεις γυναίκες, αίτινες είχον αναχωρήσει από την γειτονιάν του Ερήμου Χωριού, επιστρέφουσαι εις την πολίχνην επέρασαν από τα Καλύβια, και η Φαλκίτσα γνωρίζουσα ότι η κόρη της η Μαχώ είχε πρόθεσιν να μείνη εις το Έρμο Χωριό την νύκτα εκείνην, εξηγήθη με τας τρεις γυναίκας, αίτινες εξέφρασαν λύπην διότι δεν το ήξευραν να μείνουν χάριν συντροφιάς. Τότε, σαν ενύκτωσε, ο Σταμάτης, τ' αγιόπαιδο, καθώς τον επωνόμαζεν η μάμμη του, εσήκωσεν επανάστασιν, απαιτών να υπάγουν ομού εις το Παλαιόν Χωρίον, άλλως ηπείλει ότι θα επήγαινεν αυτός ή μόνος ή με δύο βοσκόπουλα τα οποία θα ωδήγουν τα μικρά κοπάδια τους προς το μέρος εκείνο.
Η γραία ενέδωκε, και άμα τη ανατολή της σελήνης ανεχώρησαν ομού.
Ο Σταμάτης τώρα άρχισε να διηγήται εις τον εξάδελφόν του το πώς εγέλασε τα δυο βοσκόπουλα, τα οποία είχαν σχεδιάσει να τον «σκιάξουν», και ματαιώσας τα σχέδιά των, τα έσκιαξεν αυτός, αντί να τον σκιάξουν εκείνα.
— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειό — Πού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλος — Να, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — Σώπα!» Παίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι. Μια πετριά· δεύτερη πετριά· κ' εχώθηκα στα κλαριά μέσα . . . Ξαφνίζονται, γυρίζουν να ιδούν πόθεν έρχονται η πετριές, σηκώνομαι, τους βάζω στο κοντό, τους αρχινώ με τα βράχια . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τώκοψαν κουμπούρι . . . κ' ελάκκησαν, κι' ακόμα λακκούν . . . Πίστεψαν πως ήτον στοιχειό που τους κυνήγησε. Τρέχω, ηύρα τη μανού μου, και το βάλαμε στα πόδια· για 'δω. Και να μας, ήρθαμε . . . Α! δεν φοβούμαι τα κρούσματα, θεια Μαχώ!
Κι' αφού είπε ταύτα, ο Σταμάτης το παπαδοπαίδι, τ' αγιόπαιδο, ήρπασε την φλάσκαν την γεμάτην νερόν, και την άδειασε σχεδόν όλην διά να ξεδιψάση . . . Είτα εξηπλώθη πρηνής, παρά το κατώφλιον της θύρας, και ήρχισε να ροχαλίζη ακόμη πριν κοιμηθή.
ΤΕΛΟΣ
Περισσότερα βιβλία εδώ.