Θρῆνοι τῆς Ἁλώσεως (29 Μαΐου 1453)
Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς
Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως
Πάρθεν ἡ Ρωμανία
Τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης
Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
Τὰ Εὐζωνάκια
Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)
Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος
Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ
Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1969)
Ὁ μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς
Τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς
(Δημοτικό)
Τὸ δημοτικὸ αὐτὸ τραγούδι εἶναι ὁ παλαιότερος θρῆνος γιὰ τὴν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης. Πιθανὸν νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν Κρήτη. Βρέθηκε σὲ χειρόγραφό του 15ου αἰῶνα· ὁ τίτλος ἦταν: «Ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινούπολης». Ἀνήκει στὴ δεύτερη περίοδο (1453-1821) τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας καὶ στὸ ἱστορικὸ εἶδος. Στὴν παρακάτω μορφὴ τοῦ δημοσιεύτηκε τὸ 1914 ἀπὸ τὸ Ν. Πολίτη στὴν συλλογή του «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ». Γιὰ τὴν σύνθεσή του ὁ Ν. Πολίτης χρησιμοποίησε τὴν παραλλαγὴ ποὺ δημοσίευσε ὁ Φωρὲλ καὶ ἄλλοι εἴκοσι τέσσερις. Ὅμως, μόνο ὁ 4ος καὶ 18ος στίχος ἔχουν παρθεῖ αὐτούσιοι ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Φωριέλ
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».
Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως
Ἔνι τοῦ κόσμου χαλασμὸς καὶ συντελειὰ μεγάλη,
συντελεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, τῶν ταπεινῶν Ρωμαίων·
ὅμως ἂς τὸ θλίβουν πολλὰ καὶ τὰ γένη Λατίνων
διὰ τοῦτο ποὺ συνέβηκε βασιλείαν Ρωμαίων,
διότ᾿ ἦτον σπίτιν ὀλωνῶν, Ρωμαίων καὶ Λατίνων
ἡ πόλις ἡ κακότυχος καὶ ὁ βασιλεὺς ὁμάδιν.
Ποὖναι λοιπὸν τὰ λείψανα, ποῦ οἱ ἁγίαι εἰκόνες,
ἡ ὁδηγήτρια ἡ κυρά, ἡ δέσποινα τοῦ κόσμου;
Λέγουσιν ἀναλήφθησαν στὸν οὐρανὸ ἀπάνω
τὰ λείψανα τὰ ἅγια καὶ τοῦ Χριστοῦ τὰ πάθη,
οἱ ἄγγελοι τὰ πήρασιν ἐμπρὸς εἰς τὸν δεσπότην...
Ποῦ εἶν᾿ τὰ μοναστήρια, ποῦ ἡ ὀρθοδοξία;
ἀφῆκες, ἐξαπόλυκες, πανύμνητε, τὸν κόσμον;
Τίς εἶδεν ἢ τίς ἤκουσεν ποτέ του τέτοιον πρᾶμα,
οἱ ἀσεβεῖς νὰ πάρουσι τὸ σπίτι τῶν ἁγίων,
νὰ σὲ δοξάζουν, Κύριε, οἱ Τοῦρκοι σοδομῖτες;
Θεέ μου, πῶς ἀπόμεινες τὴν τόσην ἀνομίαν
καὶ πῶς τὸ καταδέχθηκες, δύναμις τῶν ἀγγέλων;
Ἐχάθησαν οἱ χριστιανοί· Θεὲ πῶς τὸ ἀπομένεις;
Μηδὲ κατηγορήσετε τὸν βασιλέαν, αὐθέντες,
οὐδὲ τοὺς ἄρχοντας αὐτοῦ, οὐδὲ τοὺς στρατιώτας,
μικροὺς μεγάλους ἢ πτωχούς, πλουσίους, ἀνδρειωμένους.
Τὸ θάρρος ὁποῦ ἤλπιζαν οἱ χριστιανοὶ στὴν πόλιν
ἦτον στὸν ἁγιώτατον πάπαν τε τῆς Ρώμης
καὶ εἰς τοὺς ῥηγάδες τῆς φραγκιᾶς τῶν αὐθεντῶν τῶν ὅλων,
δουκᾶδες, κούντους, πρίγκιπες καὶ τὰ κουμούνια ὅλα
μετὰ τοῦ βασιλέως τε τοῦ τῆς Ἀλαμανίας...
Ἐκείν᾿ ἡ μέρα σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη,
τῆς Τρίτης της ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυτης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε ἡ μάννα τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὴν μάνναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμέν᾿ ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρήνισμον καρδίας.
Τρέμουν ὡς φυλλοκάλαμον ἐξετραχηλισμένα,
γυμνά, χωρὶς πουκάμισον, ἐξάγκωνα δεμένα,
βλέπουν ἐπρὸς καὶ πίσω των, μὴ νὰ δοῦν τοὺς γονεῖς των,
καὶ βλέπουν τοὺς πατέρες των ἐξάγκωνα δεμένους.
Ὁ κύρης βλέπει τὸ παιδὶν καὶ τὸ παιδὶν τὸν κύρην,
ἄφωνοι, δίχως ὁμιλίαν, διαβαίνουν τὸ μαγκούριν.
Οἱ μάνες οἱ ταλαίπωρες ὑπᾶν ξεγυμνωμένες,
τῆς πόλης οἱ πολίτισσες ἐξανασκεπασμένες,
πλούσιες πτωχὲς ἀνάκατα, μὲ τὸ σκοινὶ δεμένες,
τῆς πόλης οἱ εὐγενικές, οἱ ἀστραποκαϊμένες.
Ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν βλέπει σιδηρωμένον,
θωροῦν καὶ τὸν πατέρα των μὲ ἅλυσον δεμένον,
καὶ δυ᾿ ἀδερφάδες εὔμορφες, πολλὰ ὡραιωμένες,
ἐντροπιασμένα ἐπήγαιναν μὲ τὸ σχοινὶν δεμένες.
Προέλευση: ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 13ος, σελ. 67
Πάρθεν ἡ Ρωμανία
(Δημοτικὸ τοῦ Πόντου)
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν,
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν,
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον.
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον,
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον,
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει.
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν.
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν.
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.
* * *
Ἑτέρα ἐκδοχή
(Πρόλογος, χωρίς ρυθμό)
Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν,
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν,
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν, σ᾿ Ἁγιά-Σοφιᾶς τὴν πόρταν.
Ἔδειξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερόν, στὸ αἷμα βουτεμένον,
καὶ σ᾿ ἄλλον τὸ φτερὸν μαθέ, χαρτὶν βαστᾷ γραμμένον,
ἀτό, κανεὶς κι ἀναγνῶθ᾿, κανεὶς καὶ ξέρ᾿ντὸ λέγει,
μηδὲ κι ὁ Πατριάρχης μου, μ᾿ ὅλους τοὺς πουπᾶδες.
Κ᾿ ἕνα παιδίν, καλὸν παιδίν, πάει κι ἀναγνώθει,
σίντα ἀναγνώθει, σίντα κλαίει, σίντα κλούει τὴν καρδίαν:
- Νὰ ἠλὶ ἐμᾶς, νὰ βάι ἐμᾶς, πᾶρθεν ἡ Ρωμανίαν,
(ἀρχίζει ὁ ρυθμός)
νὰ ἠλὶ ἐμᾶς, νὰ βάι ἐμᾶς, οἱ Τοῦρκοι τὴ Πόλη ἐπέραν, (δίς)
ἐπέραν τὸ βασιλοσκᾶν καὶ ἕνα, ἕνα παιδία (δίς)
μοιρολογοῦν τὰ ἐγκλησίας, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια, (δίς)
κι ἀ᾿ γιὰ δὲς τὸ Χρυσόστομον, κλαίγνει δε᾿γνὸ μὴ ῾σκᾶτε (δίς)
μὴν κλαὶς Ἅη-Γιάννε μου, καὶ δε᾿γνὸ μὴ ῾σκάσε (δίς)
ἡ Ρωμανίαν ἐπέρασεν, ἡ Ρωμανίαν ἐπάρθεν. (δίς)
(συνεχὴς ἀλλαγὴ τοῦ ρυθμοῦ)
Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλο.
Τὸ Πάρσιμο τῆς Πόλης
(του Πόντου)
Ἀπ᾿ οὐρανοῦ κλειδὶν ἔρθεν᾿ς σ᾿ Ἁγι᾿ Σοφιᾶς τὴν πόρταν.
Χρόνους ἔρθαν κ’ ἐπέρασαν, καιροὶ ἔρθαν κ’ ἐδέβαν,
’νεσπάλθεν τὸ κλειδὶν ἀθές, κ’ ἐπέμ’νεν κλειδωμένον.
Θελ’ ἀπ’ οὐρανοῦ μάστοραν κι ἀπὸ τὴν γῆν ἀργάτεν.
(ΓΙΟΒΑΝΗ, Μεγάλη ἐγκυκλοπαίδεια, ἔκδ. 1982, τόμ. 1ος, σελ. 95)
Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(Δημοτικό, ἀπόσπασμα)
Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη,
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις.
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία,
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους.
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε ῾λθεν τὸ μαντάτο;
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το:
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα.
[καὶ σὲ ἔκδοση: Ἐμμ. Κριαρᾶς, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31]
...
- Καράβιν πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τ᾿ ἀνάθεμα κ᾿ ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὸ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάρι δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα:
Οἱ Τοῦρκοι ὅτε ἤρθασιν, ἐπήρασιν τὴν Πόλην
ἀπώλεσαν τοὺς χριστιανοὺς ἐκεῖ καὶ πανταχόθεν.
Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(δημοτικό, ἔκδοση W. Wagner, Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149)
Ἐκείνη ἡ μέρα ἡ σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη
τῆς τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴ μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸ σφόνδυλα ὅλα ἁλυσοδεμένα
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν.
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας·
[...]
νὰ πᾶτε ὅλοι κατ᾿ ἐχθρῶν, κατὰ τῶν Μουσουλμάνων,
καὶ δεῦτε εἰς ἐκδίκησιν, τρέχετε μὴ σταθῆτε,
τὸν Μαχουμέτην σφάξετε, μηδὲν ἀναμελεῖτε,
τὴν πίστιν των τὴν σκυλικὴν νὰ τὴν λακτοπατῆτε.
[...]
ὤ, Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην ὁποῦ ῾χες,
καὶ τί νὰ λέγω, οὐκ ἠμπορῶ, καὶ τί νὰ γράφω οὐκ οἶδα,
σκοτίζει μου τὸ λογισμὸν ὁ χαλασμὸς τῆς πόλης.
Τὰ Εὐζωνάκια
(Δημοτικό)
Στὴν Ἅγια-Σοφιὰ ἀγνάντια βλέπω τὰ εὐζωνάκια. (δίς)
Τὰ εὐζωνάκια τὰ καημένα στοὺς πολέμους μαυρισμένα.
Κλέφτικο χορὸ χορεύουν καὶ ἀντίπερα ἀγναντεύουν. (δίς)
Κι ἀγναντεύοντας τὴν Πόλη τραγουδοῦν καὶ λένε:
-Τοῦτοι εἶναι οἱ χρυσοὶ οἱ θόλοι, ἄχ! κατακαημένη Πόλη, (δίς)
νὰ ἡ μεγάλη Ἐκκλησιά μας, πάλι θὰ γενεῖ δικιά μας.
Στὴν κυρὰ τὴ Δέσποινά μας, πὲς νὰ μὴ λυπᾶται. (δίς)
Στὶς εἰκόνες νὰ μὴν κλαῖνε, τὰ εὐζωνάκια μας τὸ λένε.
Κι ὁ παπὰς ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα στὸ ἅγιο βῆμα, (δίς)
τὰ εὐζωνάκια δὲ θ᾿ ἀργήσει νὰ βγεῖ νὰ τὰ κοινωνήσει.
Καὶ σὲ λίγο βγαίνουν τ᾿ ἅγια μέσα ἀπὸ μυρτιὲς καὶ βάγια.
Γεώργιος Βιζυηνός - Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος (1882)
Στοὺς συμβολισμοὺς τῆς παραδόσεως, γιαγιὰ εἶναι οἱ παλαιὲς γενεὲς
καὶ ἐγγονὸς ἡ νέα γενιά, ἡ ὁποία πρέπει νὰ κάνει τὸ καθῆκον της.
- Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιὰ τὸν Βασιλέα
ἢ μήπως καὶ σοῦ φάνηκε, σὰν ὄνειρο νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;
- Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰν καὶ σένα νέα,
Πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶν, κι ἀκόμα τὸ θυμοῦμαι
σὰν νἄταν χθὲς μονάχα.
- Ἀπέθανε, γιαγιά;
- Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται.
- Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ
γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;
- Ὤ, βέβαια! Καιροὺς καιρούς,
σηκώνει τὸ κεφάλι,
καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή,
πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει.
- Πότε, γιαγιά μου, πότε;
- Ὅταν τρανέψῃς, γιόκα μου,
νὰ ἀρματωθῇς, καὶ κάμῃς,
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά,
σὺ κι ὅλη ἡ νεολαία,
θὰ σώσετε τὴν χώρα.
Κι ὁ βασιλιὰς θὰ σηκωθεῖ
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.
Καὶ χτύπα-χτύπα, θὰ τὸν πά
πίσω στὴν κόκκινη μηλιά,
καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!
Κωνσταντῖνος Π. Καβάφης - Θεόφιλος Παλαιολόγος
Ὁ τελευταῖος χρόνος εἶν᾿ αὐτός. Ὁ τελευταῖος τῶν Γραικῶν
αὐτοκρατόρων εἶν᾿ αὐτός. Κι᾿ ἀλλοίμονον
τί θλιβερὰ ποὺ ὁμιλοῦν πλησίον του.
Ἐν τῇ ἀπογνώσει του, ἐν τῇ ὀδύνῃ
ὁ Κὺρ Θεόφιλος Παλαιολόγος
λέγει «Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν».
Ἂ Κὺρ Θεόφιλε Παλαιολόγο
πόσον καϋμὸ τοῦ γένους μας, καὶ πόση ἐξάντλησι
(πόσην ἀπηύδησιν ἀπὸ ἀδικίες καὶ κατατρεγμό)
ἡ τραγικές σου πέντε λέξεις περιεῖχαν.
Πάρθεν
Αὐτὲς τὲς μέρες διάβαζα δημοτικὰ τραγούδια,
γιὰ τ᾿ ἄθλα τῶν κλεφτῶν καὶ τοὺς πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα καὶ τὰ πένθιμα γιὰ τὸν χαμὸ τῆς Πόλης
«Πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη».
Καὶ τὴν Φωνὴ ποὺ ἐκεῖ ποὺ οἱ δυὸ ἐψέλναν,
«ζερβὰ ὁ βασιληᾶς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης»,
ἀκούσθηκε κ᾿ εἶπε νὰ πάψουν πιὰ
«πάψτε παπάδες τὰ χαρτιὰ καὶ κλεῖστε τὰ βαγγέλια»
πῆραν τὴν Πόλη, πῆραν την· πῆραν τὴν Σαλονίκη.
Ὅμως ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα πιὸ πολὺ μὲ ἄγγιξε τὸ ᾄσμα
τὸ Τραπεζούντιον μὲ τὴν παράξενή του γλώσσα
καὶ μὲ τὴν λύπη τῶν Γραικῶν τῶν μακρυνῶν ἐκείνων
ποὺ ἴσως ὅλο πίστευαν ποὺ θὰ σωθοῦμε ἀκόμη.
Μὰ ἀλοίμονον μοιραῖον πουλὶ «ἀπαὶ τὴν Πόλην ἔρται»
μὲ στὸ «φτερούλιν ἀθε χαρτὶν περιγραμμένον
κι οὐδὲ στὴν ἄμπελον κονεύ᾿ μηδὲ στὸ περιβόλι
ἐπῆγεν καὶ ἐκόνεψεν στοῦ κυπαρίσ᾿ τὴν ρίζαν».
Οἱ ἀρχιερεῖς δὲν δύνανται (ἢ δὲν θέλουν) νὰ διαβάσουν
«Χέρας υἱὸς Γιανίκας ἕν» αὐτὸς τὸ παίρνει τὸ χαρτί,
καὶ τὸ διαβάζει κι ὀλοφύρεται.
«Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτ᾿ ἀνακλαῖγ᾿ σίτ᾿ ἀνακροῦγ᾿ τὴν κάρδιαν.
Ν᾿ ἀοιλλὴ ἐμᾶς νὰ βάϊ ἐμᾶς ἡ Ρωμανία πάρθεν».
Κωνσταντῖνος Καρυωτάκης - Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ
Καὶ ρίχτηκε μὲ τ᾿ ἄτι του μὲς στῶν ἐχθρῶν τὰ πλήθια,
τὸ πύρινο τὸ βλέμμα του σκορποῦσε τὴν τρομάρα,
καὶ τὸ σπαθί του τὴ θανή. Στὰ χάλκινά του στήθια,
ἐξέσπασε ἡ ὄργητα σὲ βροντερὴ κατάρα.
Ἐθόλωσαν τὰ μάτια του. Τ᾿ ἁγνὸ τὸ μέτωπό του,
θαρρεῖς ὁ φωτοστέφανος τῆς Δόξας τ᾿ ἀγκαλιάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τὸ χαμό του.
Μά, μή! Σὲ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δὲν ταιριάζει.
Κι ἔπεσε χάμου ὁ Τρανός! Κυλίστηκε στὸ χῶμα,
ἕνας Τιτᾶν π᾿ ἀκόμα χτὲς ἐστόλιζ᾿ ἕνα θρόνο,
κι ἐσφάλισε - ὀϊμένανε! - γιὰ πάντ᾿ αὐτὸ τὸ στόμα,
ποὺ κάθε πίκρα ρούφαγε κι ἔχυν᾿ ἐλπίδες μόνο,
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις.
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!
Ὀδυσσέας Ἐλύτης - Θάνατος καὶ Ἀνάστασις τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1969)
Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του
Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα
Κι ὅπως περνοῦσε μὲ τὸ βλέμμα του λίγο πιὸ πάνω ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώ-
πους κι ἔβγανε ἀπ᾿ ὅλους Ἔναν ποὺ τοῦ χαμογελούσε τὸν
Ἀληθινόν ποὺ ὁ χάρος δὲν τὸν ἔπιανε
Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει
Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν Καὶ μιὰ νύχτα θυμᾶται σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ
Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.
II
Θεέ μου καὶ τώρα τι Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του ποιός αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει τί
Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι
Καὶ μία φούχτα λουίζα ποὺ τὴν εἶχε τρίψει στὰ μάγουλα ἑνὸς κορι-
τσιοῦ μεσάνυχτα νὰ τὸ φιλήσει (πῶς κουρναλίζαν τὰ νερά τοῦ
φεγγαριοῦ στὰ πέτρινα τὰ σκαλοπάτια τρεῖς γκρεμοὺς πάνω ἀπ᾿ τὴ
θάλασσα...)
Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς
Καὶ ἀντίκρυ σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του
«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!» φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη
Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε ξεκινημένη ἀπὸ μακριά ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.
III
Τώρα καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια
Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών πιὸ μακρινῶν τὸ εἰκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας ἡ ἀγκαλιὰ τοὺς ἕνα θερινὸ ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα καὶ τῆς μυρσίνης τῆς ξεριζωμένης τῶν βυθῶν
σταλάζοντας ἰώδιο τὰ κλωνάρια
Τοῦ ῾φερναν Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται πλῶρες μαύρων καραβιών τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα ὄθε μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε
Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του ἄσπαστη κειτάμενος
Αὐτὸς
ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!
Ὁ μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς
(νεότερο τραγούδι)
Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ ποὺ λένε τὰ γραμμένα
τὅνα σκοτώθηκε, τ᾿ ἄλλο λαβώθηκε δὲ γύρισε κανένα.
Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.
Ἔστειλα δυὸ πουλιὰ στὴν κόκκινη μηλιὰ δυὸ πετροχελιδόνια,
μὰ κεῖ ἐμμείνανε κι ὄνειρο γίνανε σὲ δακρυσμένα χρόνια.
Γιὰ τὸ μαρμαρωμένο βασιλιὰ οὔτε φωνή, οὔτε λαλιά,
τὸν τραγουδάει τώρα στὰ παιδιά, σὰν παραμύθι ἡ γιαγιά.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.