Η Καλλιπάτειρα ήταν κόρη του Διαγόρα του Ρόδιου του διάσημου Ολυμπιονίκη της αρχαιότητας. Έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η πρώτη γυναίκα που αψήφησε τις απαγορεύσεις και το άβατο της Ολυμπίας για τις γυναίκες, ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει τον γιό της τον Πεισίροδο να αγωνίζεται. Οι κανονισμοί των ολυμπιακών αγώνων όριζαν ότι απαγορεύονταν στις γυναίκες να παρακολουθούν τους γυμνικούς αγώνες. Η τιμωρία για τις γυναίκες που τολμούσαν να παραβιάσουν το άβατο, ήταν ο θάνατος. Ο νόμος όριζε ότι οι γυναίκες που θα τον αψηφούσαν, θα ρίχνονταν στο γκρεμό στο βουνό Τυπαίο.
Η Καλλιπάτειρα μεγάλωσε μέσα στο αθλητικό πνεύμα καθώς ο πατέρας και τα τρία αδέρφια της ήταν αθλητές και ολυμπιονίκες. Όταν έμεινε χήρα ανέλαβε μόνη της την προετοιμασία του γιού της. Πως ήταν δυνατόν αυτή η δυναμική γυναίκα, κόρη, αδερφή και θεία Ολυμπιονικών (και η αδερφή της είχε ένα γιό Ολυμπιονίκη), που μόνη της εκγύμνασε τον μονάκριβο γιό της για τους ολυμπιακούς αγώνες, να μην θελήσει να τον παρακολουθήσει να αγωνίζεται.
Αυτό και έκανε. Ταξίδεψε μαζί του το μακρύ ταξίδι από την Ρόδο στην Ολυμπία. Έζησε μαζί του τον πυρετό της μηνιαίας προετοιμασίας μεταμφιεσμένη σε άντρα προπονητή. Έτσι μεταμφιεσμένη μπήκε στο στάδιο την μέρα του αγώνα για να δει το παιδί της να αγωνίζεται. Μόλις στέφτηκε νικητής, από την χαρά της πήδηξε από την εξέδρα για να τον αγκαλιάσει. Κάπου πιάστηκε ο μανδύας της και έτσι αποκαλύφθηκε ότι ήταν γυναίκα και την συνέλαβαν.
Παρόλο το μεγάλο της ατόπημα, οι δικαστές συγκινήθηκαν από την απολογία της και επειδή ανήκε σε μια τέτοια φημισμένη οικογένεια Ολυμπιονικών, αθωώθηκε. Το επεισόδιο αυτό για την Καλλιπάτειρα πριν το διαβάσω στις αρχαίες πηγές, το είχα μάθει από ένα θαυμάσιο ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη του 1899, που πιστεύω ότι αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της Καλλιπάτειρας και όλης αυτής της ιστορίας, που αποθεώνει την πρώτη γυναίκα που τόλμησε δημόσια να διεκδικήσει τα αυτονόητα δικαιώματα της:
«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες
να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
και εγώ να καμαρώσω μέσ' στα ωραία
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.
Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.
Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.