Το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο τελεί υπό τουρκική κατοχή από το 1974 κατά παράβαση των Διεθνών Κανόνων Δικαίου. Η Τουρκία προέβη στην ανακήρυξη σε κράτος των κατεχομένων αυτών εδαφών, με την ονομασία: Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) (στα τουρκικά Kuzey Kıbrıs Türk Cumhuriyeti), κατά παράβαση του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών το 1983, διαμελίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ανακήρυξη αυτή έγινε εννιά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο με αφορμή την κατευθυνόμενη από την ελληνική Χούντα των Συνταγματαρχών του Δημήτριου Ιωαννίδη, ελληνοκυπριακή απόπειρα ανατροπής του Προέδρου Μακαρίου και την εγκατάσταση στην θέση του ενός πρωθυπουργού-μαριονέτα των Χουντικών.
Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, από την οποία και εξαρτάται πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά. Τα Ηνωμένα Έθνη εξακολουθούν να αναγνωρίζουν την κυριαρχία της νόμιμης Κυπριακής Δημοκρατίας σε όλη την επικράτεια του νησιού και έχουν ανακηρύξει την προσπάθεια απόσχισης ως παράνομη. Στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, η ΤΔΒΚ αποκαλείται «ψευδοκράτος» και «κατεχόμενα». O Οργανισμός της Ισλαμικής Διάσκεψης (OIC) αναβάθμισε το 2004 την εκπροσώπηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στον Οργανισμό, την οποία είχε αναγνωρίσει ως "μωαμεθανική κοινότητα-παρατηρητή" από το 1979, σε τουρκοκυπριακό κράτος-παρατηρητή, σύμφωνα με την επωνυμία που προέβλεπε για την τουρκοκυπριακή διοίκηση το απορριφθέν Σχέδιο Ανάν για την Κύπρο. Η χρήση του όρου τουρκοκυπριακό κράτος στο Σχέδιο Ανάν αφορούσε το ένα από τα δύο συστατικά κράτη της προβλεπόμενης ομόσπονδης κυπριακής δημοκρατίας και δεν προοριζόταν για ανεξάρτητη χρήση με την έννοια του κυρίαρχου κράτους, όπως εμμέσως αναγνωρίζει ο Οργανισμός στην ΤΔΒΚ ως κρατικό εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων στις εργασίες του.
Ιστορικό
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, η Τουρκία κατέχει το 37% περίπου του νησιού. Εκεί είχε εγκαταστήσει μία διοίκηση που της ήταν υποτελής. Στις 15 Νοεμβρίου 1983 η διοίκηση αυτή ανακήρυξε τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου ανεξάρτητο κράτος. Η ΤΔΒΚ (Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου) δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα κράτος, εκτός από την Τουρκία.
Η αυθαίρετη αυτή ανακήρυξη ανεξαρτησίας, πάνω σε μια περιοχή που κατείχετο στρατιωτικά από μία άλλη χώρα, δεν έγινε δεκτή ούτε από τα Ηνωμένα Έθνη, τα οποία καταδίκασαν την ενέργεια αυτή με τα Ψηφίσματα 541/1983 και 550/1984 του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη θεώρησαν νομικά άκυρη. Ζήτησαν επίσης την άμεση ανάκλησή της και παράλληλα προέτρεψαν όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν.
Η Τουρκία υποστηρίζει πως η τουρκοκυπριακή πλευρά οδηγήθηκε στην ανακήρυξη εξαιτίας των αξιώσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς για κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί.
Εκτός από τα Ηνωμένα Έθνη, την ανακήρυξη ανεξαρτησίας δεν αναγνώρισε ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με την απόφασή του στην υπόθεση της Τιτίνας Λοϊζίδου, το Ε.Δ.Α.Δ. αποφάσισε πως, λόγω της παρουσίας 30.000 Τούρκων στρατιωτών στο νησί, η διοίκηση στα κατεχόμενα από την Τουρκία εδάφη της Κύπρου είναι μια υποτελής στην Τουρκία διοίκηση και πως η Τουρκία ευθύνεται για τις πράξεις και παραλείψεις της (τουλάχιστον στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Παρόλα αυτά, ο Οργανισμός Ισλαμικών Συνδιασκέψεων αναγνώρισε την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ως κράτος και τη δέχθηκε ως παρατηρητή στον οργανισμό, με την ονομασία "Τουρκικό Κυπριακό κράτος".
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιδίκασε ποινή-αποζημίωση 90 εκατομμυρίων δολαρίων στο τουρκικό κράτος για την εισβολή του 1974, ποινή μη δεσμευτική για την Τουρκία, σύμφωνα με την άποψη του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου.
Πληθυσμός και πολιτική εποικισμού
Σε μια προσπάθεια αλλοίωσης της πληθυσμιακής ισορροπίας της βόρειας Κύπρου, οι αρχές της ΤΔΒΚ εξακολουθούν να εμποδίζουν την επιστροφή των Ελληνοκύπριων προσφύγων στα σπίτια τους. Επιπλέον, οι τουρκικές αρχές μετέφεραν την περίοδο 1975-1995 ικανό αριθμό Τούρκων υπηκόων (εκτιμώνται σε περίπου 36.000) από τις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας και τους εγκατέστησαν στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο, σε σπίτια Ελληνοκυπρίων που προηγουμένως είχαν αναγκαστεί να τα εγκαταλείψουν σαν αποτέλεσμα της εισβολής. Υπολογίζεται δηλαδή ότι πάνω από το 1/3 του τότε τουρκοκυπριακού πληθυσμού εγκαταστάθηκε την περίοδο εκείνη στη Β. Κύπρο, με αποτέλεσμα σήμερα οι έποικοι να υπερτερούν των γηγενών Τουρκοκυπρίων.
Σύμφωνα με τις τουρκοκυπριακές αρχές, ο πληθυσμός της περιοχής ελεγχόμενης από την ΤΔΒΚ ανέρχεται σε 264.172 κατοίκους, από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος αποτελούν γηγενείς Τουρκοκύπριοι. Συγκεκριμένα, κατά την τουρκοκυπριακή πλευρά, από τους 178.000 Τουρκοκύπριους πολίτες, το 74% είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι. Από τους υπόλοιπους, περίπου 16,000 έχουν γεννηθεί στην Κύπρο. Οι υπόλοιποι, περίπου 78,000, είναι έποικοι, ξένοι εργάτες, φοιτητές κ.λπ.
Σύμφωνα με υπολογισμούς των Αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πληθυσμός της ΤΔΒΚ είναι 200.000, εκ των οποίων 80-89.000 είναι γηγενείς Τουρκοκύπριοι και 109.000-117.000 είναι Τούρκοι έποικοι.
Οι στατιστικές πάντως του 1960 τοποθετούσαν τον αριθμό τον Τουρκοκυπρίων σε 102.000 και των Ελληνοκυπρίων σε 450.000.
Μικρός αριθμός Ελληνοκυπρίων και Μαρωνιτών (περίπου 3.000) εξακολουθούν να ζουν στο Ριζοκάρπασο και τον Κορμακίτη.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.