Τι σημαίνει αμελλητί;
1. Αμέσως
2. Αφρόντιστα
3. Απρόσεχτα
4. Χωρίς να με νοιάζει
Δείτε παρακάτω την απάντηση:
Το σωστό είναι το 1. Αμελλητί σημαίνει αμέσως.
Ετυμολογία
αμελλητί < ελληνιστική κοινή ἀμελλητί < ἀμέλλητος < ἀ- (στερητικό) + αρχαία ελληνική μέλλω
Επίρρημα
αμελλητί
γρήγορα, αμέσως, δίχως αργοπορία
Σε δηλώσεις του μετά τις διαδοχικές συναντήσεις στη Βουλή (...) μίλησε για αναγκαιότητα λήψης, αμελλητί, μέτρων για την καταπολέμηση της ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων. (*)
(νομικός όρος) (ανακριτική) χωρίς υπαίτια βραδύτητα
ο ανακριτικός υπάλληλος υποχρεούται όπως ανακοινώσει αμελλητί στον αρμόδιο εισαγγελέα αξιόποινη πράξη.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Κάνε περισσότερα γλωσσικά κουίζ εδώ.