Χαρατσώματα
Όταν θέλομε σήμερα να πούμε ότι επιβλήθηκε υπερβολική φορολογία ή ότι το ποσό που ζητήθηκε για μια υπηρεσία ή για μια κοινωνική εκδήλωση ήταν πολύ μεγάλο χρησιμοποιούμε συνήθως τη λέξη «χαράτσωμα». Η λέξη αυτή προέρχεται από τον
προσωπικό, κεφαλικό φόρο, που πλήρωναν οι υπόδουλοι και λεγόταν «χαράτσι». Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση, αλλά και την ηλικία κλιμακωνόταν. Με τον καιρό διαμορφώθηκαν τρία επίπεδα. Χαράτσι δεν πλήρωναν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι γέροι, και οι ανάπηροι. Επρόκειτο για τακτικό φόρο, επιβάλλονταν όμως και άλλοι φόροι σε έκτακτες περιστάσεις για τους δρόμους, τα γεφύρια, τις δαπάνες του στρατού, των δημοσίων υπαλλήλων κ.λπ. Ακόμη πλήρωναν φόρους εκείνοι που είχαν η νομή και κατοχή γαιών, των λεγομένων άφθαρτων, γιατί κυριότητα των φθαρτών ονομαζόμενων γαιών είχαν μόνο μουσουλμάνοι.
Εκτός από τις ιδιωτικές εκτάσεις (μούλκια), υπήρχαν δημόσιες που παραχωρούνταν με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών στους μπέηδες, ζαΐμηδες και σπαχήδες και εκείνες που ανήκαν σε θρησκευτικά ιδρύματα (τα βακούφια). Η είσπραξη των φόρων από αυτούς γινόταν μέσω των βοεβόδων.
Τα 33 μικρά νησιά του Αρχιπελάγους, όπως είδαμε, είχαν δοθεί στον Αρχιναύαρχο του τουρκικού στόλου (Καπουδάν πασά). Οι φόροι όμως που πλήρωναν οι Ρωμιοί δεν τελειώνουν εδώ, καθώς υπήρχαν έγγειοι φόροι, η δεκάτη και τα δοσίματα. Από προϊόντα, όπως το βαμβάκι, το λάδι, ο καπνός, το σιτάρι και το κριθάρι, έδιναν το ένα δέκατο. Υπήρχαν, εξ άλλου, φόροι για τα βοσκοτόπια, τα αμπέλια, ταχυδρομικά τέλη, τελωνειακοί δασμοί κ.λπ.
«Η γη που αφέθηκε στους χριστιανούς, γράφει ο Σβορώνος (όπ. παρ., σελ. 41), περιοριζόταν στις ορεινές περιοχές της Μακεδονίας και της Δυτικής Θεσσαλίας, στην Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Στις περιοχές αυτές, που κατακτήθηκαν αργότερα και όταν οι Τούρκοι εφοδιασμένοι ήδη με γαίες, ήταν πολύ λίγοι, ακόμα και εύφορες πεδιάδες αφήνονται στους χριστιανούς και Έλληνες, μεγαλο-γαιοκτήμονες εισέρχονται στην τουρκική ιεραρχία».
Όταν καταργήθηκε το παιδομάζωμα της πρώτης περιόδου, επιβλήθηκε οτα παιδιά από ηλικίας 9 έως 18 χρόνων, η σπέντζα, που την εισέπρατταν κι αυτήν οι σπαχήδες. 'Οπως γίνεται αντιληπτό, το φορολογικό σύστημα ποίκιλλε και δε λειτουργούσε πάντοτε. Στα Δωδεκάνησα, που λέγονταν Νότιες Σποράδες, είχε επιβληθεί ένα προνομιακό καθεστώς. Πλήρωναν κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό, που λεγόταν «μακτού» και ήταν απαλλαγμένο από κάθε άλλο φόρο πού κατέβαλλαν οι κάτοικοι των άλλων διαμερισμάτων της Αυτοκρατορίας.
Εκτός από τη δεκάτη σε είδος, κάθε πέντε και αργότερα κάθε τέσσερα χρόνια, οι υπόδουλοι 'Ελληνες απέδιδαν την αποκληθείσα από τον Babinger «ανθρώπινη δεκάτη» ή αλλιώς «δεκάτη του αίματος», το φοβερό παιδομάζωμα που στερούσε από το σκλαβωμένο γένος τους ανθούς και τις ελπίδες της ανάκαμψής του, αφού στρατολογούνταν για το σώμα των γενιτσάρων οι «από 15 έως 20 ετών καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι νέοι των απίστων», όπως διέτασσε το 1601 ο σουλτάνος τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης. Ο επιφανής λόγιος Κωνσταντίνος Κούμας στο έργο του “Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων (τόμος 12ος, Βιέννη 18 32) διεκτραγωδώντας τα δεινά των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία σημειώνει:
«Εκ μέρους της εξουσίας δεν εδοκίμαζαν πολλά βάρη. Οι φόροι ήσαν μέτριοι και πολλαχού μετά το ετήσιον χαράτσιον μικροτάτη ποσότης γροσίων ήτο το επίλοιπον δόσιμον. Αλλ ’ οι άγριοι Γιανίτσαροι κατέτρωγαν τους πτωχούς Χριστιανούς ασπλάγχνως. Εζήτουν κρασία, φαγητά, ενδύματα, αργύριον, στέλλοντες το ρινόμακτρόν των με δύο σφαιρίδια πιστόλας εγκομδωδεμένον. Τις ηδύνατο να αντισταθή εις τοιούτους απαιτητάς; Πολλοί έπιπταν θύματα των Γιανιτσάρων ατιμωρητί εις τους δρόμους, διότι δεν ηδυνήθησαν να εκπληρώσωσι τα ζητήματά των".
Μπροστά στην οδυνηρή αυτή κατάσταση οι υπόδουλοι αναγκάζονταν, όταν δεν ήταν σε θέση να δώσουν όσα τους ζητούσαν, να φυγαδεύουν τα παιδιά τους, στα οποία ξεσπούσαν οι γενίτσαροι ή να μεταναστεύουν οι ίδιοι. Δεν έλειψαν όμως και ξεσηκωμοί, όπως το 1705 στη Νάουσα, που οι κάτοικοί της πήραν τα όπλα αρνούμενοι να ανταποκριθούν στο παιδομάζωμα. Σε έγγραφο του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης προς τις τοπικές αρχές αναφέρεται:
«... οι άπιστοι κάτοικοι της ειρημένης πόλεως, επαναστατήσαντες και λέγοντες, ημείς δεν παραδίδομεν τους υιούς μας εις τους μουσουλμάνους, απετόλμησαν να φονεύσουν δημοσία και εν μέση σουλτανική οδώ, τον σιλιχτάρην μετά των δύο συνοδών του μουσουλμάνων, εν τέλει δε σχηματίσαντες συμμορίαν εξ εκατόν και πλέον κακούργων, οι άπιστοι ούτοι φονείς και έχοντες επικεφαλής τον αρματολόν Ζήσην Καραδήμον και τους δύο αυτού υιούς ύψωσαν την σημαίαν της ανταρσίας και διατρέχοντες ήδη τα όρη και τας πεδιάδας των καζάδων Βεροίας και Ναούσης μύρια διέπρατταν και εξακολουθούν να διαπράττουν κακουργήματα, ήτοι φόνους και ληστείας εις βάρος των μουσουλμάνων πιστών του Ισλάμ».
Η έδρα του «Υψηλού Διβανίου» του μπεηλέρμπεη της Ρούμελης, από όπου εξαπολύθηκε η διαταγή αυτή, βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη (βλ.Ι. Κ. Βασδραβέλλη: Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, Θεσσαλονίκη 1948, σσ. 69-71),
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.