Σχολικός εκφοβισμός: Φωτίζοντας κάποιες άλλες όψεις του φαινομένου.
Με αφορμή την 6η Μαρτίου η οποία έχει θεσπιστεί στη χώρα μας ως η σχολική μέρα κατά του σχολικού εκφοβισμού είναι αναμενόμενο η κουβέντα για το εν λόγω φαινόμενο να δυναμώνει, τόσο εντός της σχολικής κοινότητας όσο και γενικότερα στο δημόσιο λόγο.
Αυτός ο «ντόρος» που δημιουργείται συχνά έχει φανεί ότι δεν βοηθά ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση του υπο-φαινομένου του ευρύτερου φαινομένου της σχολικής βίας, αφού περισσότερο μπερδεύει το όλο θέμα παρά το αποσαφηνίζει. Διότι αυτό ακριβώς είναι ο σχολικός εκφοβισμός: ένα υπο-φαινόμενο της σχολικής βίας. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ για μια ακόμη φορά ορισμούς κλπ. Θα σημειώσουμε όμως καταρχάς την παραπάνω σχέση του εκφοβισμού με τη σχολική βία, θέλοντας να τονίσουμε κάτι που επαναλαμβάνουμε και στις καθημερινές παρεμβάσεις-ομιλίες μας στην εκπαιδευτική κοινότητα ως Τμήμα Ενημέρωσης Παιδιών, Γονέων και Εκπαιδευτικών αλλά και στην συμβουλευτική μας σε γονείς και εκπαιδευτικούς στην «Εθνική Γραμμή για τα παιδιά SOS1056». Με απλά λόγια, ό,τι είναι σχολικός εκφοβισμός είναι και σχολική βία, όχι όμως το αντίστροφο:ΔΕΝ αποτελεί κάθε συμβάν ή κατάσταση σχολική βίας και κάθε διένεξη μεταξύ των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον και γύρω από αυτό (πχ. σε εξωσχολικές δραστηριότητες, στη διαδικτυακή επικοινωνία) και πράξη/κατάσταση σχολικού εκφοβισμού.
Οι μορφές που μπορεί να πάρει ο σχολικός εκφοβισμός είναι οποιαδήποτε μορφή σχολικής βίας όπωςσωματική, λεκτική, ψυχολογική, ηλεκτρονική. Πιο χαρακτηριστικές μορφές του, πάντως, είναι αυτές της έμμεσης βίας/επιθετικότητας όπως όταν ένας/μια μαθητής/τρια αποκλείεται από παρέες και δραστηριότητες, όταν γίνεται αντικείμενο εξευτελισμού με παρατσούκλια κλπ, όταν τον/την καθιστούν «αόρατο»… Θυμίζουμε ότι για να μιλάμε για σχολικό εκφοβισμό πρέπει το παιδί που εκφοβίζεται να είναι συγκεκριμένο, να είναι εμφανώς πιο αδύναμο σωματικά ψυχολογικά ή κοινωνικά, να υπάρχει διάρκεια και επανάληψη, να συμβαίνει όλο αυτό απρόκλητα και τέλος να βιώνεται και από το ίδιο το παιδί με αρνητικά συναισθήματα. Και είναι αυτές οι μορφές έμμεσης επιθετικότητας που καθιστούν τον σχολικό εκφοβισμό ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, αφού, 1ον είναι πιο δύσκολα ανιχνεύσιμες από τους ενηλίκους σε θέση ευθύνης προς τα παιδιά, και 2ο, ακόμη και όταν εντοπιστούν η όποια αντιμετώπισή τους απαιτεί χειρισμούς διαφορετικούς από αυτούς για άλλες εκδηλώσεις του ευρύτερου φαινομένου της σχολικής βίας.
Η εμπειρία μας από τα πάρα πολλά σχετικά με το θέμα τηλεφωνήματα από γονείς και εκπαιδευτικούς στην «Εθνική Γραμμή για τα παιδιά SOS 1056» όλα αυτά τα χρόνια αλλά και αυτά που συζητούμε μαζί τους καθημερινά στις παρεμβάσεις μας στο πλαίσιο της πρόληψης στα σχολεία μάς δείχνει ότι δεν είναι λίγες οι φορές που η κλιμάκωση μιας κατάστασης μεταξύ παιδιών η οποία ενέχει μεν στοιχεία εκφοβισμού αλλά είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο (ή τελικά πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό), οφείλεται στη λανθασμένη εμπλοκή και παρέμβαση των ενηλίκων. Για παράδειγμα, συχνά οι γονείς του παιδιού που φαίνεται να εκφοβίζεται, με το που μαθαίνουν κάτι τέτοιο, λόγω ίσως της κατανοητής συναισθηματικής φόρτισης δεν απευθύνονται άμεσα στον/στην εκπαιδευτικό της τάξης για να τον/την ενημερώσουν αν ο ίδιος/ η ίδια δεν έχει αντιληφθεί κάτι, να ενημερωθούν περαιτέρω αλλά και, το κυριότερο, να χαράξουν μια κοινή στρατηγική μαζί του/της για την αντιμετώπιση της όποιας κατάστασης. Αντίθετα, παρακάμπτουν ακόμη και τον/την διευθυντή/-ντρια της σχολικής μονάδας και προσφεύγουν κατευθείαν στα γραφεία εκπαίδευσης, στο υπουργείο ή όπου αλλού. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού, όπως και κάθε ρόλος, ορίζεται από ένα ποσό ευθύνης και από ένα ποσό ισχύος. Μόνο όταν η ευθύνη ισούται με την ισχύ μπορεί ένας ρόλος να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Όταν λοιπόν με οποιοδήποτε τρόπο –συνειδητά ή ασυνείδητα- έχουμε αφαιρέσει την ισχύ από το ρόλο του εκπαιδευτικού αφήνοντας όμως αυτούσια την ευθύνη του (αφού αυτή ορίζεται ως τέτοια από το νόμο για όση ώρα είναι το παιδί στο σχολείο), ο ρόλος του καθίσταται τελείως αδύναμος. Όταν, για παράδειγμα, ένας γονιός παρεμβαίνει ο ίδιος εντός του σχολείου και σε ώρα σχολικής λειτουργίας ή στο σχόλασμα στην πόρτα του σχολείου σε μια διένεξη μεταξύ των παιδιών, και μάλιστα επιτιθέμενος προς το παιδί που θεωρεί ότι στοχοποιεί το δικό του, «κλέβει» αυτόματα όλη την ισχύ από τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Μάλιστα, όχι μόνο στα ματιά των παιδιών που εμπλέκονται αλλά και όλων των παρευρισκόμενων, μικρών και μεγάλων. Άρα, πώς, στη συνέχεια, θα ζητήσει από τον/την εκπαιδευτικό να λειτουργήσει αποτελεσματικά στο ρόλο του/της; Δηλαδή, με ποια ισχύ ο εκπαιδευτικός θα (επανα)θέσει τα απαραίτητα όρια στην τάξη και στο σχολείο, θα εφαρμόσει προγράμματα πρόληψης φαινομένων βίας, προγράμματα προαγωγής της επικοινωνίας και της καλής συνεργασίας μεταξύ των παιδιών, κλπ.
Κάθε ενήλικος λοιπόν, χρειάζεται να λειτουργεί στα όρια που ορίζει ο ρόλος του. Επίσης, οι εμπλεκόμενοι ρόλοι ενηλίκων χρειάζεται να συνεργάζονται σε κοινή γραμμή με στόχο την εξομάλυνση του όποιου φαινομένου. Μην ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για εγκληματίες: πρόκειται για παιδιά και τις μεταξύ τους σχέσεις. Παιδιά τα οποία σε οποιονδήποτε ρόλο βρεθούν, «θύτη» ή «θύματος», πρέπει να μην ξεχνάμε ότι χρειάζονται εξίσου βοήθεια. Διαφορετική πιθανόν, εν μέρει, σε κάθε ρόλο. Παιδιά που σίγουρα χρειάζονται την προσοχή μας, την φροντίδα μας , το νοιάξιμό μας.
Τέλος, μην ξεχνάμε ότι συχνά οι σχέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων ενηλίκων επηρεάζουν όχι με τόσο ορατό μεν, αλλά με καίριο τρόπο τις σχέσεις των παιδιών. Τόσο μεταξύ των μελών της εκάστοτε υποομάδας, π.χ. οι σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών ενός σχολείου ή των γονιών, όσο και μεταξύ των υποομάδων, δηλαδή μεταξύ γονιών και εκπαιδευτικών.
Δυστυχώς, είναι πάντα πιο εύκολο, για όλους μας, να εστιάζουμε την προσοχή μας στα παιδιά και να επιρρίπτουμε την όποια ευθύνη στους άλλους. Τουλάχιστον, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Κάθε κατάσταση όταν βρούμε την ψυχραιμία μας είναι αναστρέψιμη προς το καλύτερο.
Άλλωστε, όλοι για το καλό των παιδιών νοιαζόμαστε. Απλά χρειάζεται να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για αυτά, και όχι να τις στρέφουμε ο ένας εναντίον του άλλου....
Περισσότερες συμβουλές εδώ.