Κυριακή 31 Μαρτίου 1946. Κυριακή εκλογών για τους περισσότερους Έλληνες – σ.σ. όχι για όλους καθώς το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχε καλέσει σε αποχή – η οποία σημαδεύτηκε από ένα γεγονός που ήταν η (επίσημη) αφετηρία του εμφυλίου πολέμου της πλέον μαύρης σελίδας στη νεότερη ιστορία της χώρας. Ο λόγος για την ένοπλη επίθεση 33 αριστερών στο σταθμό χωροφυλακής στο Λιτόχωρο με 10 νεκρούς.
Η επίθεση από διαφορετικές οπτικές γωνίες
Για την επίθεση στο Λιτόχωρο είναι καταγεγραμμένες 2 μαρτυρίες, του επιτιθέμενου Αλέξανδρου Ρόσιου (Υψηλάντης) και του επιζώντα χωροφύλακα Ν. Παπακωνσταντίνου (και οι δύο προέρχονται από βιβλία που γράφηκαν μεταγενέστερα) καθώς και αναφορές και τοποθετήσεις από τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Αλέξανδρος Ρόσιος (Υψηλάντης): «Ημουν παράνομος στη Θεσσαλονίκη, ανήκα στους διωκόμενους αμέσως μετά τη Βάρκιζα ... και εντάχθηκα στον μηχανισμό της ''αυτοάμυνας''... Μια μέρα, τέλη Μαρτίου, με ρώτησε ο αείμνηστος φίλος Κικίτσας, (πρώην) καπετάνιος της 10ης Μεραρχίας (του ΕΛΑΣ) στη Μακεδονία, αν θα αναλάμβανα μια επιχείρηση στον Ολυμπο ... με την ομάδα καταδιωκομένων του Λιτοχώρου να διαλύσουμε μια άγρια και ισχυρή ομάδα τρομοκρατική, που δρούσε εξοντωτικά για τους εαμογενείς στην περιοχή Λιτοχώρου...
Στόχος μας ήταν η τρομοκρατική συμμορία και συμπτωματικά επεκτάθηκε σε όλη την ένοπλη δύναμη που υπήρχε μέσα στο Λιτόχωρο (σύμφωνα με τις εαμικές πηγές «παρακρατικοί υποδύονταν τις δυνάμεις της χωροφυλακής)... Δεν μπορεί, λοιπόν, το Λιτόχωρο να θεωρηθεί ως αρχή του Εμφύλιου Πολέμου.
Ούτε ο χρόνος που έγινε η μάχη είχε σχέση με τη διεξαγωγή των εκλογών... Χτυπώντας στο Λιτόχωρο αποβλέπαμε να δώσουμε ένα μάθημα σε μια παρακρατική συμμορία... την οποία και εξοντώσαμε. Το Λιτόχωρο ήταν μέσα στην τροχιά των αμυντικών αντιδράσεών μας στο τρομοκρατικό όργιο του παρακράτους της Δεξιάς».
Από το βιβλίο του Α. Ρόσιου (Υψηλάντης) «Στα φτερά του Οράματος: Εθνική Αντίσταση, Διωγμοί μετά τη Βάρκιζα, Εμφύλιος 1946-49, Πολιτική Προσφυγιά»
Νικόλαος Παπακωνσταντίνου, χωροφύλακας: «Λάβαμε εντολή να μεταβούμε δέκα χωροφύλακες στο Λιτόχωρο για ενίσχυση στις εκλογές του τοπικού σταθμού της Χωροφυλακής. Ο σταθμός ήταν στην πλατεία ενώ εμείς στρατωνιστήκαμε σ’ ένα διώροφο παλιό κτίριο σε απόσταση πεντακοσίων περίπου μέτρων. Φτάσαμε βραδάκι.
Η επίθεση άρχισε γύρω στις 10.30. Σκότωσαν πρώτα τον σκοπό και άρχισαν να γαζώνουν το κτίριο. Αρπάξαμε τα όπλα και πιάσαμε τα παράθυρα. Οι συμμορίτες χτύπησαν ταυτόχρονα και στο κτίριο του (Αστυνομικού) τμήματος που το φρουρούσαν 7 – 8 χωροφύλακες αλλά και τον στρατιωτικό ουλαμό που αποτελείτο από οχτώ στρατιώτες. Από το τμήμα χωροφυλακής δεν σκοτώθηκε κανείς.
Η γριά σκοτώθηκε, η κόρη βγήκε τραυματισμένη. Τότε βρεθήκαμε στο δίλημμα, ή θα καιγόμασταν ζωντανοί ή θα προσπαθούσαμε να βγούμε από τα παράθυρα με κίνδυνο να σκοτωθούμε. Αποφασίσαμε το δεύτερο. Οι τρεις τραυματίες μας δεν πρόλαβαν και κάηκαν μέσα ζωντανοί.
Οι άλλοι πηδήξαμε από τα παράθυρα και τραυματιστήκαμε βαριά. Καθώς βρισκόμασταν ανήμποροι στο έδαφος, ήρθε ένας συμμορίτης και έδωσε σε όλους μας τη χαριστική βολή. Εγώ στάθηκα τυχερός. Λόγω του ότι ήταν νύχτα, η σφαίρα με πέτυχε ξυστά στο κεφάλι. Έμεινα εκεί ακίνητος. Μόλις απομακρύνθηκαν, επιστρατεύοντας όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει πήδηξα πάνω από τα πτώματα και περπάτησα προς το σταθμό όπου συνάντησα ένα γέροντα και με μάζεψε».
Από συνέντευξη του στην Καθημερινή το 2006
«Το υπουργείον Δημοσίας Τάξεως ανακοινοί μετά λύπης κατά τηλεγράφημα του Διοικητού Χωροφυλακής Κατερίνης, την ώραν 23.30' της 30ής Μαρτίου ενεστώτος έτους συμμορία εξ εκατό και πλέον κομμουνιστών, ωπλισμένων δι' αυτομάτων όπλων και όλμων, προσέβαλεν δολοφονικώς τους εις τον Σταθμόν Χωροφυλακής Λιτοχώρου Κατερίνης στρατωνιζομένους άνδρας της Χωροφυλακής και Εθνοφυλακής, οίτινες προωρίζοντο διά την τήρησιν της τάξεως κατά τας εκλογάς. Επηκολούθησε συμπλοκή διαρκέσασα πλέον της ώρας, καθ' ην το οίκημα του Σταθμού Χωροφυλακής ανεφλέγη εκ των βλημάτων όλμων. Κατά ταύτην εφονεύθησαν 6 χωροφύλακες, 2 λοχίαι, 2 στρατιώται και ετραυματίσθησαν 2 χωροφύλακες. Η συμμορία, μετά την πραγματοποίησιν του εγκληματικού σχεδίου της, ετράπη προς την ορεινήν δασώδη περιοχήν του Ολύμπου».
Η επίσημη ανακοίνωση όπως δημοσιεύθηκε στον Τύπο της 1ης Απριλίου.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι ο Ζαχαριάδης στο ταξίδι του για το συνέδριο του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας συναντήθηκε αρχικά με τον Τίτο στο Βελιγράδι και στη συνέχεια με τον Στάλιν στην Κριμαία και τον Δημητρόφ στην Σόφια. Από τον Βούλγαρο ηγέτη ο Ζαχαριάδης ζήτησε υλικοτεχνική βοήθεια, αίτημα που διαβιβάστηκε στην Μόσχα την επόμενη κιόλας μέρα. Πιο συγκεκριμένα , ο Ζαχαριάδης ζητούσε αφενός να εγκρίνουν οι Σοβιετικοί τη δημιουργία βάσεων εκπαίδευσης ανταρτών στις τρεις γειτονικές βαλκανικές χώρες, αφετέρου πολεμικά εφόδια και άλλα υλικά.
Πριν από την επίθεση στο τμήμα χωροφυλακής στο Λιτόχωρο είχε προηγηθεί άλλη μία επίθεση κατά αστυνομικού σταθμού αυτή την φορά από ακροδεξιούς. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο Εμφύλια Πάθη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο «Στις 20 Ιανουαρίου 1946 ο Β. Μαγγανάς, αρχηγός ακροδεξιού παραστρατιωτικού σχηματισμού στη νότια Πελοπόννησο, εισέβαλε στην πόλη της Καλαμάτας επικεφαλής πολυάριθμης ένοπλης ομάδας και επιτέθηκε σε τμήμα της χωροφυλακής απ' όπου απελευθέρωσε κρατούμενους που είχαν συλληφθεί για άλλες επιθέσεις εναντίον της Αριστεράς το προηγούμενο διάστημα. Κατέστρεψε επίσης εγκαταστάσεις και τυπογραφεία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ και απήγαγε περίπου 100 ανθρώπους και τους μετέφερε ως αιχμαλώτους έξω από την πόλη.(...) Ο Μαγγανάς επικηρύχτηκε και λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1946, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο – ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ παρότι ο ίδιος συνελήφθη αργότερα και εξέτισε ποινή φυλάκισης».
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η ιστορία του Εμφιλίου Πολέμου 1946 - 1949» ο Γιώργος Μαργαρίτης «ο τελικός απολογισμός του κόστους της τριετίας 1946-1949 σε αίμα μπορεί να γίνει κατά προσέγγιση μόνο, εξαιτίας της δυσκολίας ακριβούς προσδιορισμού, αφ' ενός των απωλειών των παραστρατιωτικών σωμάτων από την κυβερνητική πλευρά και αφετέρου των απωλειών του Δημοκρατικού Στρατού, ιδιαίτερα στους καιρούς της ήττας. Από τα γνωστά πάντως και προσβάσιμα μπορούμε να κάνουμε ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις. Οι συνολικές απώλειες του Εθνικού Στρατού έφθασαν τους 44.000 αξιωματικούς και οπλίτες (14.000 νεκροί). Στο Δημοκρατικό Στρατό, οι νεκροί, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ανήλθαν στους 25.000 περίπου. Όσο για τα θύματα στους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς και τους αμάχους, εκεί οι διαφορές στις εκτιμήσεις είναι σημαντικές με κοινό, όμως, χαρακτηριστικό ότι αναφέρονται σε πραγματικές εκατόμβες».
Συγκριτικά, η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) είχε κοστίσει στον ελληνικό στρατό 37.000 νεκρούς ή εξαφανισθέντες. Ο πιο "ήπιος" πόλεμος του 1940-1941 (ελληνοϊταλικός και ελληνογερμανικός) κόστισε 15.000 νεκρούς και αγνοούμενους και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι "μόνο" 8.000 νεκρούς. Αν θεωρήσουμε ότι στην περίπτωση του εμφυλίου τα θύματα της μίας και της άλλης πλευράς προέρχονται από την ίδια την ελληνική κοινωνία, τότε προφανώς βρισκόμαστε μπροστά στη μεγαλύτερη πολεμική αιματοχυσία που γνώρισε η χώρα από την ανεξαρτησία της, το 1830, ως σήμερα.
-Με πληροφορίες από τα βιβλία: «Εμφύλια Πάθη» Εκδόσεις Μεταίχμιο, Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946 – 1949 – Βιβλιόραμα και τις εφημερίδες Έθνος και Καθημερινή
Περισσότερα θέματα για τον Εμφύλιο εδώ.