Η γουρούνα-δολοφόνος που απαγχονίστηκε και άλλες ιστορίες της πιο σκοτεινής περιόδου της ανθρωπότητας.
Το 1591 στη Πολωνία, στην επαρχία της Σιλασίας ένα νεκρός έπαθε αυτό ακριβώς που του άξιζε: πέθανε ξανά. Πιο συγκεκριμένα (και για να βγει και λίγο νόημα), ένας τσαγκάρης θάφτηκε σε "αγιασμένο χώμα", καθώς η γυναίκα του έκρυψε ότι είχε υποπέσει στο θανάσιμο αμάρτημα της αυτοκτονίας. Η αλήθεια όμως αποκαλύφθηκε - σύμφωνα με τον φιλόσοφο του Κέμπριτζ, Χένρι Μουρ - όταν ένα φάντασμα "με ακριβώς το ίδιο παρουσιαστικό και ντύσιμο με τον νεκρό" άρχισε να κυνηγάει τους κατοίκους της πόλης. Γι'αυτόν τον λόγο το πτώμα ξεθάφτηκε με εντολή των δικαστών και ξαναθάφτηκε κάτω απ’ τις κρεμάλες. Αλλά το φάντασμα συνέχισε να τρομοκρατεί τους κατοίκους.
Οι δικαστές τότε έδωσαν εκ νέου εντολή να ξεθαφτεί και τότε είδαν ότι ήταν σε καλύτερη κατάσταση ακόμα και απ' την πρώτη μέρα της ταφής του. Με νέα εντολή της δικαιοσύνης, οι ντόπιοι έκοψαν το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια του, αφαίρεσαν την καρδιά του και τα έκαψαν, με την τέφρα στη συνέχεια να την πετούν σε ποτάμι. Και το φάντασμα δεν το ξανάδε κανείς. Τυχαίο;
Το 1457, ο πεντάχρονος Γιέχαν Μάρτιν, έπεσε θύμα δολοφονίας μίας αιμοδιψούς γουρούνας μπροστά στα μάτια των έξι απαθών γουρουνόπουλών της. Η γουρούνα και τα έξι παιδιά της συνελήφθησαν αμέσως - όπως θα συνέβαινε σε κάθε έννομη πολιτεία - και οδηγήθηκαν μπροστά στο δικαστήριο. Σύμφωνα με τις συνήθειες του δικαστηρίου της Βουργουνδίας (ω ναι, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα δίκαζαν ένα ζώο) ο ιδιοκτήτης των γουρουνιών κλήθηκε για να προβεί σε ενστάσεις "που αφορούσαν την ποινή και την απονομή της δικαιοσύνης" επί των ζώων. Ωστόσο ο ίδιος, παραιτήθηκε αυτού του δικαιώματος για να μη βρεθεί μπλεγμένος και ο εισαγγελέας ζήτησε την ποινή του θανάτου για το ζωντανό.
Ο δικαστής συμφώνησε με την πρόταση του εισαγγελέα και καταδίκασε τη γουρούνα σε θάνατο. Η γουρούνα κρεμάστηκε από μία βελανιδιά, με τη βοήθεια ενός δήμιου από μία γειτονική πόλη. Απ' την άλλη μεριά τα γουρουνάκια αθωώθηκαν, γιατί παρά το γεγονός ότι βρέθηκε αίμα πάνω τους, δεν υπήρξε "καμία σαφής απόδειξη ότι είχαν συμμετάσχει στην κατακρεούργηση του αποθανόντος"...
Το 1573 στη Λυών, ένας άνθρωπος ονόματι Ζιλ Γκαρνιέ κάηκε ζωντανός με την κατηγορία της λυκανθρωπίας κατ' εξακολούθηση. Και αν για εκείνη την περίοδο κάτι τέτοιο δεν είναι ιδιαίτερα σπάνιο, ωστόσο έχει ενδιαφέρον γιατί η καταδίκη έγινε από κανονικό δικαστήριο και όχι από την Ιερά Εξέταση.
Η περιγραφή του Γάλλου δικηγόρου, Ζαν Μποντέν για τα εγκλήματα που διέπραξε ο Wolfman έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
"Την ημέρα της εορτής του αγίου Μιχαήλ, με τη μορφή λυκανθρώπου άρπαξε ένα μικρό κορίτσι 10-12 χρονών... Τη σκότωσε με τα χέρια του που είχαν νύχια ζώου κι έφαγε τη σάρκα από τους μηρούς και τα χέρια της και πήγε κι ένα μέρος στη γυναίκα του. Ένα μήνα μετά, άρπαξε άλλο ένα κορίτσι και το σκότωσε. Σκόπευε να τη φάει, αλλά τον εμπόδισαν τρεις άνθρωποι. Και 15 μέρες αργότερα στραγγάλισε άλλο ένα μικρό παιδί 10 ετών στον αμπελώνα του Γκρεντιζάν κι έφαγε τη σάρκα του. Αργότερα σκότωσε άλλο ένα αγόρι στο δάσος του χωριού Περούζ, με σκοπό να το φάει, αν δεν τον ειχαν εμποδίσει, όπως ο ίδιος ομολόγησε χωρίς βία ή εξαναγκασμό". "Ομολόγησε χωρίς βία και εξαναγκασμό ότι ήταν λυκάνθρωπος" , αυτό ξαναπές το.
4. Δικαστική αγωγή σε μύγες
Οι κάτοικοι της κωμόπολης Σεν-Ζιλιέν-ντε-Μοριέν στη Γαλλία έκαναν αγωγή σε μύγες για την καταστροφή ενός αμπελώνα. Η πρώτη τους απόπειρα να διώξουν μέσω της δικαστικής οδού τα έντομα έγινε το 1545. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν "ανάρμοστο να ενεργήσει με απερισκεψία και βιασύνη απέναντι στα ζώα". Ωστόσο, κάπου 30 χρόνια αργότερα οι μύγες επέστρεψαν και η σοδειά χάθηκε ξανά. Αυτήν τη φορά το δικαστήριο δέχθηκε μία τυπική αγωγή εναντίον των εντόμων και ανέθεσε στον Αντουάν Φιγιό, έναν διακεκριμένο ειδικό του Εκκλησιαστικού Δικαίου, να αναλάβει την υπεράσπισή τους. Τον Ιούνιο του 1587 ο Φιγιο υποστήριξε οτι οι ενάγοντες ηταν άδικοι, καθώς οι πελάτες του όπως όλα τα πλάσματα του Θεού είχαν διαταχθεί απ’ Αυτόν να "αυξάνονται και πληθύνονται". Οι κάτοικοι συμφώνησαν ότι έχει δίκιο ο δικηγόρος και αποφάσισαν να αφήσουν ένα κομμάτι γης για τις μύγες έξω απ’ τον αμπελώνα. Ψυχούλες...
Οι κάτοικοι της κωμόπολης Σεν-Ζιλιέν-ντε-Μοριέν στη Γαλλία έκαναν αγωγή σε μύγες για την καταστροφή ενός αμπελώνα. Η πρώτη τους απόπειρα να διώξουν μέσω της δικαστικής οδού τα έντομα έγινε το 1545. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ήταν "ανάρμοστο να ενεργήσει με απερισκεψία και βιασύνη απέναντι στα ζώα". Ωστόσο, κάπου 30 χρόνια αργότερα οι μύγες επέστρεψαν και η σοδειά χάθηκε ξανά. Αυτήν τη φορά το δικαστήριο δέχθηκε μία τυπική αγωγή εναντίον των εντόμων και ανέθεσε στον Αντουάν Φιγιό, έναν διακεκριμένο ειδικό του Εκκλησιαστικού Δικαίου, να αναλάβει την υπεράσπισή τους. Τον Ιούνιο του 1587 ο Φιγιο υποστήριξε οτι οι ενάγοντες ηταν άδικοι, καθώς οι πελάτες του όπως όλα τα πλάσματα του Θεού είχαν διαταχθεί απ’ Αυτόν να "αυξάνονται και πληθύνονται". Οι κάτοικοι συμφώνησαν ότι έχει δίκιο ο δικηγόρος και αποφάσισαν να αφήσουν ένα κομμάτι γης για τις μύγες έξω απ’ τον αμπελώνα. Ψυχούλες...
5. Η δοκιμασία του πυρακτωμένου σίδερου
«Το 1485, στο Ρότενμπαχ του Μέλανος Δρυμού έγινε μια ασυνήθιστη δίκη. Μια γυναίκα ύποπτη για μαγεία προσήχθη ενώπιον του φεουδαρχικού δικαστηρίου του κόμη του Φίρστενμπεργκ. Ο κόμης, αντί να εμπιστευθεί την ετυμηγορία στην ανθρώπινη κρίση, αποφάσισε να αναθέσει το ζήτημα στην κρίση του Θεού. Η ύποπτη ως μάγισσα υποβλήθηκε στη “δοκιμασία του πυρακτωμένου σίδερου”. Σύμφωνα με αυτή τη διαδικασία, το άτομο που κατηγορούνταν ήταν αναγκασμένο να πάρει ένα πυρακτωμένο σίδερο από το καμίνι και να το μεταφέρει για τρία βήματα. Τα χέρια του θα δένονταν για τρεις ημέρες και έπειτα θα επιθεωρούνταν η πληγή. Θα κρινόταν αθώος αν η πληγή είχε επουλωθεί καθαρά, αλλά θα καταδικαζόταν αν την έβρισκαν υγρή ή αποχρωματισμένη». Ο Darren Oldridge επιμένει: το γεγονός στο Ρότενμπαχ δεν είναι παράλογο, γιατί τότε οι άνθρωποι πίστευαν ότι οι νεκροί μπορούν να περπατήσουν, και μάλιστα ότι αυτό θα γίνει μαζικά την ώρα της Δευτέρας Παρουσίας και ότι οι μάγισσες μπορούν να πετάξουν...
Μια άλλη ασυνήθιστη επίδειξη ικανότητας των δαιμόνων, που προκαλούσαν πάντα αναστάτωση, συνέβη στο Ανεσί στη Σαβοΐα, το 1585, με ένα «δαιμονισμένο» μήλο: «Στην άκρη της γέφυρας του Ασλί, εθεάθη επί δύο ώρες ένα μήλο από το οποίο έβγαινε ένας τόσο έντονος και συγκεχυμένος θόρυβος, που οι άνθρωποι φοβούνταν να περάσουν από εκεί, παρόλο που ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Ολοι έτρεξαν να δουν αυτό το πράγμα, αν και κανένας δεν τολμούσε να το πλησιάσει. Μέχρι που, όπως συμβαίνει πάντα, τελικά ένας άνδρας πιο τολμηρός από τους υπόλοιπους, πήρε μια μακριά βέργα και έριξε το μήλο μέσα στο Τιου, ένα κανάλι που έρχεται από τη λίμνη του Ανεσί και περνάει κάτω από τη γέφυρα. Εκτοτε δεν ξανακούστηκε τίποτα».
Κι αν το μήλο εύκολα συνδέεται με το κακό και τον Διάβολο, η τελευταία ιστορία που θα σας πούμε εντάσσει τη μαγεία για να αποσπαστεί η σεξουαλική εύνοια μιας γυναίκας. Κάτι που δεν ακούγεται και τόσο μακρινό...
«Ο δάσκαλος Τζον Κάνινγκαμ ζήτησε από τον μαθητή του να πάρει τρίχες από το αιδοίο της αδελφής του ώστε να μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει ως ερωτικά μάγια. Ευτυχώς για το κορίτσι, η μητέρα της ανακάλυψε το σχέδιο και αντικατέστησε τις τρίχες της κόρης της με κάποιες από το αντίστοιχο μέρος του σώματος μιας μικρής αγελάδας. Ο δάσκαλος, νομίζοντας πως πράγματι ήταν οι τρίχες της παρθένας, ευθύς άσκησε την τέχνη του πάνω τους. Ομως, πριν καλά καλά ολοκληρώσει το έργο του, η νεαρή αγελάδα από την οποία προέρχονταν οι τρίχες μπήκε από την πόρτα και πήγε κατευθείαν στον δάσκαλο, χορεύοντας και πηδώντας πάνω του, και ακολουθώντας τον εμπρός από την εκκλησία και σε οποιοδήποτε άλλος μέρος πήγαινε, προς μεγάλη απορία των κατοίκων της πόλης...».
Από το βιβλίο του Darren Oldridge, "Παράξενες Ιστορίες του Μεσαίωνα" , που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.