Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
«Ας ανατραπή παν ό,τι ίσταται ακόμη όρθιον και ας μη μείνη λίθος επί λίθου»! Με αυτή την πρωτοσέλιδη προτροπή της πρώτης σε κυκλοφορία εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» γινόταν στις 2 Αυγούστου 1906 ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια που γνώρισε η πλατεία Συντάγματος. Οι Βούλγαροι προέβαιναν σε πρωτοφανείς βιαιοπραγίες κατά των Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία, και στην Αθήνα γινόταν πραγματική φιλοπόλεμη εξέγερση. Πενήντα χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία μπροστά από τα Ανάκτορα, αριθμός ιδιαίτερα εντυπωσιακός για τα μέτρα της εποχής. Την ίδια ημέρα και ώρα συλλαλητήρια έγιναν σε όλες σχεδόν τις πρωτεύουσες των νομών, με μεγαλύτερα εκείνα του Πειραιώς, του Ναυπλίου και της Λάρισας.
Ανατριχιαστικές λεπτομέρειες έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Οι πληροφορίες για σφαγές, λεηλασίες, βιασμούς και διωγμούς του ελληνικού στοιχείου από τις εστίες του πυροδοτούσαν τις αντιδράσεις βγάζοντας στους δρόμους όλους τους Έλληνες, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες. Τα καταστήματα, τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες έκλεισαν ή εγκαταλείφθηκαν, ενώ όλα τα μέσα μεταφοράς πήγαιναν δωρεάν τον κόσμο στο Σύνταγμα.
Οι ομιλητές πυροδότησαν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ξαφνικά κάποιος Μακεδόνας ρίχνει το σύνθημα: «Στο Παλάτι»! Ένα ανθρώπινο κύμα άρχισε απειλητικά να κινείται προς την κατεύθυνση του Παλατιού. Χρειάστηκε δε η παρέμβαση ενός δημοφιλούς Εισαγγελέα και πολλών αξιωματικών του Στρατού για να αναχαιτισθεί το κύμα στο ύψος της Μεγάλης Βρετανίας και να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Οι διαδηλωτές παρέμειναν στο Σύνταγμα μέχρι τη δύση του ήλιου. Τότε, δεκάδες άνθρωποι άναψαν κεριά και με επικεφαλής τον ιερέα της Μεταμόρφωσης Σωτήρος Πλάκας έψαλαν τον Eθνικό Ύμνο και αποχώρησαν. Λίγες ημέρες αργότερα, καθημαγμένοι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία έφθαναν στην Αθήνα για να ακουμπήσουν τη δυστυχία τους σε φτωχοπαραπήγματα του Γκαζοχωριού. Η Αγχίαλος είχε αλωθεί…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.