ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ, ΕΝΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΧΑΣΕΙ το δρόμο του διέκρινε ένα αμυδρό φως μέσα στα ανεμοδαρμένα σκοτάδια. Ευχαρίστησε το Θεό. Ήτανε μια καλύβα. Σκούπισε τα πόδια του στο κατώφλι, χτύπησε την πόρτα και άκουσε από μέσα:
— Περάστε! Ανοιχτά είναι!
Έσπρωξε το φύλλο της πόρτας. Μαζί του εισχώρησε και ένα κύμα παγωμένου αέρα στην καπνισμένη κάμαρα. Μέσα δεν ήταν παρά μοναχά ένας ηλικιωμένος άνθρωπος δίπλα σε μια κούνια. Πάνω σε μια πυροστιά στο τζάκι έβραζε μια χύτρα.
— Καλωσόρισες, μουρμούρισε ο γεράκος. Μην κάνεις θόρυβο, το παιδί μου κοιμάται.
Ο ταξιδιώτης πήγε μπρος στο τζάκι να βγάλει από πάνω του το χιόνι. Και τότε, πίσω από το πέπλο της κούνιας άκουσε αυτά τα περίεργα λόγια:
— Δεν κοιμάμαι, παππού. Ψάχνω, απλώς, ποια μέρα, τίνος έτους, ο βασιλιάς μας ο Μιροσλάβ απέπεμψε τη σύζυγό του λόγω αδυναμίας να του χαρίσει διάδοχο.
Ο ταξιδιώτης, έκπληκτος, στράφηκε προς το γέρο που τον βοηθούσε να βγάλει το κοκαλωμένο από τον πάγο πανωφόρι του.
— Ήμαρτον, Κύριε, αυτό που μόλις άκουσα ήταν το παιδάκι σας; Μα πόσο είναι;
— Έξι μηνών, απάντησε ο γεράκος. Τα παιδιά, τη σήμερον ημέρα, δεν είναι πια όπως ήταν παλιά.
Ξεφύσηξε και συνέχισε:
— Αφού είναι ξύπνιος, αν σου κάνει κέφι μπορείς να τα πεις μαζί του όσο θα ετοιμάζεται η σούπα μας.
Ο άνθρωπος πλησίασε την κούνια με μάτια ορθάνοιχτα. Απ’ έξω έκανε το χαρωπό, από μέσα του, όμως, ήταν μαγκωμένος.
— Καλησπέρα, μικρέ μου φίλε, είπε. Πού είναι ο μπαμπάς σου τέτοια ώρα;
— Ο πατέρας μου είναι στον ήλιο. Από το λίγο φτιάχνει πολύ.
— Πολύ ευχάριστο αυτό. Και η μητέρα σου;
— Η μητέρα μου φουρνίζει το ψωμί που έχει ήδη φάει.
— Θα ’πρεπε να το έχω σκεφτεί, αποκρίθηκε ο άλλος. Για τη μεγάλη σου αδερφή ούτε που τολμώ να ρωτήσω τα νέα της.
— Η αδερφή μου βαστάει τα πλευρά της από το γέλιο που έκανε πριν από ένα περίπου χρόνο.
— Τούτο πια είναι τόσο ξεκάθαρο όσο και το φεγγάρι με ομίχλη, είπε μουγκρίζοντας ο ταξιδιώτης. Εδώ με κοροϊδεύουν. Με μπερδεύουν. Μα τι στο καλό σημαίνουν αυτοί οι γρίφοι;
Το βρέφος πήρε φόρα μ’ ένα βροντερό, σαρκαστικό γέλιο.
— Κι όμως, είναι παιδαριώδες, λέει. Ο πατέρας μου είναι στο νότο, εκεί όπου η γη είναι γόνιμη. Σπέρνει ένα χωράφι που έχει από το μακαρίτη το θείο μου. Από το σπόρο που ρίχνει στη γη, θα γίνει μια μεγάλη σοδειά. Από λίγο, φτιάχνει πολύ. Η μητέρα μου για πολύ καιρό έτρωγε με πίστωση. Και τώρα, ό,τι έχει πάει για εξόφληση των χρεών της. Φουρνίζει, λοιπόν, το ψωμί που έχει ήδη φάει. Όσο για την αδερφή μου, πριν από εφτά μήνες έκανε την ωραία, καλλωπιζόταν και ήτανε όλο τρα-λα-λα. Η κοιλιά της σήμερα είναι σαν μπαλόνι. Πριν έρθουν τα Χριστούγεννα θα έχει φέρει στον κόσμο ένα παιδί από μια τυχαία γνωριμία. Ορίστε, λοιπόν, γιατί βαστάει τα πλευρά της από το γέλιο που έκανε πριν από ένα περίπου χρόνο.
— Μα τα μουστάκια της κυράς του διαβόλου, έκανε ο άνθρωπος, έχοντας μείνει με το στόμα ανοιχτό, είναι η πρώτη φορά στη μυστήρια ζωή μου που ακούω ένα βρέφος να συλλογίζεται με τέτοιον τρόπο!
— Είσαι αφελής, είπε το βρέφος μ’ έναν αναστεναγμό. Τα παιδιά γνωρίζουν τα πάντα, αλλά ποιος ξέρει να τ’ ακούσει; Οι άνθρωποι είναι κουφοί και ο κόσμος σκληρός. Θα μπορούσα να σου πω κι άλλα, κι άλλα ακόμη! Όμως κουράστηκα.
Μισόκλεισε τα μάτια του κι άρχισε να τραγουδάει με μια φωνή θλιμμένη κι απόμακρη:
Σε τούτο τον κόσμο να κάνω τι ήρθα
ζώο καλύτερα ας γεννιόμουν
της λύκαινας ένας, ας ήμουν, από τους γιους
πιο ελαφρύς, μα την αλήθεια, θα ήτανε ο νους μου.
Aπό το βιβλίο του Ανρί Γκουγκώ "Το δέντρο του έρωτα και της σοφίας ", antikleidi.com
Περισσότερες διδακτικές ιστορίες εδώ.