Καθοίκι σημαίνει αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια. Στα νέα ελληνικά η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα άτομο αισχρό, ανυπόληπτο, ένα κάθαρμα.
Η γραφή καθοίκι ανάγεται στη φράση κατ' οίκον («δοχείο του σπιτιού»). Η γραφή καθίκι δεν έχει ετυμολογική στήριξη - προέκυψε από συσχέτιση με το ρήμα καθίζω.
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.