τις 7 Μαΐου του 2000, ο Βλάντιμιρ Πούτιν έλαβε επισήμως της θέση του Προέδρου της Ρωσίας. Ήταν το αποκορύφωμα μιας μακρόχρονης προσπάθειας και πολιτικής καριέρας που ξεκίνησε το 1990, όταν προσελήφθη από τον τότε δήμαρχο της Αγίας Πετρούπολης και πρώην καθηγητή του στη νομική σχολή, Ανατόλι Σόμπτσακ.
Ο Βλάντιμιρ Πούτιν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1952 σε μια φτωχογειτονιά της Αγίας Πετρούπολης. Στα 16, ζήτησε να καταταχτεί στη μυστική υπηρεσία KGB, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε, επειδή ήταν ανήλικος. Επέστρεψε εφτά χρόνια αργότερα. Αυτή τη φορά είχε και πτυχίο νομικής.
Η αίτησή του έγινε δεκτή και σύντομα τοποθετήθηκε στη Δρέσδη, στην Ανατολική Γερμανία, προφανώς επειδή μιλούσε γερμανικά Παραιτήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει το πραξικόπημα εναντίον του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, στο οποίο συμμετείχε και η KGB.
Σχεδόν αμέσως βρήκε μία θέση στο δημαρχείο της Αγίας Πετρούπολης, όπου είχε εκλεγεί ο παλιός καθηγητής του, Ανατόλι Σόμπτσακ. Απ’ την αρχή, η συνεργασία τους ήταν στενή και ο Σόμπτσακ έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη στον νεαρό Πούτιν.
Τα τρόφιμα απ’ το εξωτερικό
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, καθώς η Σοβιετική Ένωση διαλυόταν, ο κόσμος είχε να αντιμετωπίσει ένα άλλο τεράστιο πρόβλημα, την έλλειψη τροφίμων. Τα μαγαζιά ήταν άδεια και το κράτος δεν διέθετε αρκετά χρήματα για εισαγωγή τροφίμων.
Γι’ αυτό, ο Πούτιν ανέλαβε να εξάγει πρώτες ύλες σε εταιρείες του εξωτερικού και με τα χρήματα που θα συγκεντρώνονταν, θα εξασφάλιζαν τα τρόφιμα. Σε ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε με θέμα τη ζωή του, είπε ότι περίμενε την εισαγωγή χιλιάδων τόνων τροφίμων, τα οποία όμως δεν ήρθαν ποτέ.
Αργότερα, ο Πούτιν κατηγορήθηκε ότι επίτηδες χρησιμοποίησε κρατικές πρώτες ύλες για να χρηματοδοτήσει υποστηρικτές του καθεστώτος στο εξωτερικό, οι οποίοι δεν έστειλαν ποτέ τα τρόφιμα που είχαν υποσχεθεί. Οι προσπάθειες που έγιναν για διερεύνηση της υπόθεσης δεν κατέληξαν πουθενά.
Η διαφυγή του Σόμπτσακ
Το 1996, ο Σόμπτσακ έχασε τις εκλογές και η δημοτικότητά ΄του έπεσε στο ναδίρ. Παράλληλα, κατηγορήθηκε για οικονομικά σκάνδαλα, τα οποία τον στιγμάτισαν. Οι περισσότεροι πολιτικοί του σύμμαχοι στράφηκαν εναντίον του, εκτός από τον Πούτιν.
Σύμφωνα με τη σύζυγό του, ο Πούτιν ήταν αυτός που κατέστρωσε το σχέδιο της διαφυγής του, το οποίο εξελίχθηκε ως εξής: Όταν η αστυνομία έφτασε στο γραφείο του Σόμπτσακ για να τον ανακρίνει, ο πολιτικός έπαθε καρδιακή προσβολή. Μεταφέρθηκε κατευθείαν στο νοσοκομείο, όπου διαδόθηκε η φήμη ότι ο καρδιολόγος αρνήθηκε να τον εξετάσει.
Έτσι η γυναίκα του αναγκάστηκε να τον πάει σε νοσοκομείο στη Γαλλία. Αυτή ήταν η επίσημη ιστορία που κυκλοφόρησε, αλλά ήταν απλώς η πρόφαση για να φύγει από τη χώρα και να γλιτώσει από την ανάκριση.
Ο πόλεμος στην Τσετσενία
Μπορεί η πολιτική καριέρα του Σόμπτσακ να κατέρρευσε, αλλά του Πούτιν βρισκόταν σε ανοδική πορεία. Από την Αγία Πετρούπολη, έφυγε για τη Μόσχα, όπου έγινε στενός συνεργάτης του Προέδρου Μπόρις Γέλτσιν. Η εξέλιξή του ήταν εντυπωσιακή, καθώς μέσα σε τρία χρόνια, τον Αύγουστο του 1999, έγινε Πρωθυπουργός. Η δημοτικότητά του ήταν ακόμη σε λογικά επίπεδα.
Όλα όμως άλλαξαν ένα μήνα μετά, τον Σεπτέμβριο του 1999, όταν σημειώθηκαν εκρήξεις σε τέσσερις πολυκατοικίες στη Μόσχα, το Buynaksk και το Volgodonsk. Τα θύματα έφτασαν τα 293 και στη χώρα επικράτησε πανικός. Υπήρχαν υποψίες ότι επρόκειτο για τρομοκρατική επίθεση και ο κόσμος παρακολουθούσε εμβρόντητος καθώς ο μέχρι τότε χαμηλών τόνων, Βλαντιμίρ Πούτιν, απειλούσε με θάνατο του δράστες. «Θα κυνηγήσουμε τους τρομοκράτες παντού. Στο αεροδρόμιο, ακόμα και στην τουαλέτα. Θα τους σκοτώσουμε και στην τουαλέτα ακόμα. Τέλος», είπε κοφτά.
Έτσι κι έκανε. Μέσα σε λίγες μέρες είχαν βρεθεί στοιχεία που συνέδεαν τις εκρήξεις με Τσετσένους αυτονομιστές. Ο Πούτιν έδρασε άμεσα. Την 1η Οκτωβρίου 1999, ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Τσετσενία και κήρυξαν τον πόλεμο.
Η δημοτικότητα του εκτοξεύθηκε καθώς έδωσε στο ρωσικό λαό αυτό που τόσο είχε ανάγκη. Την αίσθηση της ασφάλειας και της δύναμης. Έδειξε ότι ήταν ένας αποφασιστικός και συγκροτημένος ηγέτης σε αντίθεση με τον Γιέλτσιν, που είχε καταρρακώσει την εικόνα της χώρας.
Ο πόλεμος με την Τσετσενία είχε πολλά αθώα θύματα, αλλά μέσα σε λίγους μήνες είχε εξασφαλίσει την επιτυχία του στις εκλογές. Στις 31 Δεκεμβρίου 1999, ο Μπόρις Γέλτσιν παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Τον Μάρτιο του 2000, κέρδισε και τις εκλογές, συγκεντρώνοντας το 53% των ψήφων. Ο Γιέλτσιν δε λογοδότησε για κανένα από τα σκάνδαλα που είχε κατηγορηθεί.
Οι εκρήξεις του 1999
Είναι σίγουρο πως ο Πούτιν εκμεταλλεύτηκε την κρίσιμη κατάσταση που προέκυψε μετά τις εκρήξεις του 1999, για να έρθει στο προσκήνιο. Όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται πως η ρώσικη κυβέρνηση είχε παίξει πολύ πιο σημαντικό ρόλο.
Υποστηρίζεται πως οι εκρηκτικοί μηχανισμοί που βρέθηκαν στα ερείπια περιείχαν υλικά που χρησιμοποιούσε αποκλειστικά η FSΒ, η μυστική οργάνωση που είχε αντικαταστήσει την KGB. Πολλά στοιχεία έχουν παρουσιαστεί, με στόχο να αποδείξουν ότι ο Πούτιν και η ρώσικη κυβέρνηση είχαν οργανώσει τις επιθέσεις ως προβοκάτσια, για να προκαλέσουν τον πόλεμο στην Τσετσενία και να «τονώσουν» τη δημοτικότητά του. Κανένα δεν έχει επιβεβαιωθεί και πολλοί απ’ τους ερευνητές που έχουν ερευνήσει την υπόθεση, είναι νεκροί.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.