Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, μια ομάδα Αθηναίων πήγε να διαρρήξει το σπίτι ενός Φράγκου κάτω από το βράχο της Ακρόπολης.
Του πήραν ό,τι βρισκόταν μέσα στο σπίτι: έπιπλα, σκεύη και χρυσαφικά.
Όταν ο Φράγκος επέστρεψε και αντίκρισε την άδεια κατοικία του, πήγε να καταγγείλει το γεγονός στη στρατιωτική διοίκηση της Αθήνας, η οποία εκτελούσε τότε και χρέη Αστυνομίας.
Συνελήφθησαν αμέσως μερικοί ύποπτοι και έγιναν ανακρίσεις.
Διαπιστώθηκε όμως ότι ήταν αθώοι και αφέθησαν ελεύθεροι.
Ο Φράγκος σκέφτηκε τότε έναν άλλο τρόπο για να βρει τα πράγματά του.
Έβγαλε μια δελεαστική προκήρυξη, που έλεγε τα εξής:
«Όσοι γνωρίζουν τους κλέφτες και τους καταγγείλουν, θα πάρουν για δώρο διακόσια δηνάρια. Αν μάλιστα οι κλέφτες θελήσουν να τα επιστρέψουν οι ίδιοι, να μη φοβηθούν καθόλου. Εγώ θα λείπω μια βδομάδα από το σπίτι μου. Μπορούν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους και όταν το κάνουν αυτό, θα πάρουν κι αυτοί από ένα καλό δώρο».
Οι κλέφτες, που είδαν την προκήρυξη, φοβήθηκαν μήπως προδοθούν από τους άλλους.
Για τον λόγο αυτό, προτίμησαν να επιστρέψουν τα πράγματα στο σπίτι και να πάρουν την αμοιβή τους.
Όταν όμως πήγαν εκεί, ο Φράγκος τους περίμενε κρυμμένος και «τους έπιασε στα πράσα».
Από εκείνη τη μέρα, οι Αθηναίοι άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους για την εξυπνάδα των συμπατριωτών τους, που «έβαλαν τα πράγματα στη θέση τους».
Ωστόσο, στις μέρες μας, αυτή η φράση έχει επικρατήσει με διαφορετικό σημασιολογικό περιεχόμενο.
Τη χρησιμοποιούμε όταν κάποιος καταφέρει να ρυθμίσει μια δύσκολη κατάσταση, επαναφέροντας την τάξη.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.