Η φράση έχει τις ρίζες της στην εποχή που στα χωριά μετρούσαν τα σπίτια με τους φούρνους, επειδή κάθε σπίτι είχε από έναν για να ψήνει το ψωμί. Υπάρχει κι ένα ιστορικό ανέκδοτο που λέει ότι όταν ένας Άγγλος φιλέλληνας ρώτησε τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη πόσο μεγάλο είναι το χωριό του, ο Κολοκοτρώνης του απάντησε ότι δεν είναι μεγάλο, αφού έχει μόνο 100 φούρνους. Ο Αγγλος που αγνοούσε ότι κάθε φούρνος σήμανε «σπίτι», του είπε «και δεν είσαι ευχαριστημένος; Το δικό μου δεν έχει περισσότερους από δύο». Τότε ο Κολοκοτρώνης του απάντησε: «Βρε τον φουκαρά… Και πώς ζεις σε τέτοια μοναξιά;» Στα χωριά, όταν πέθαινε ο αρχηγός της οικογένειας, οι συγχωριανοί του έλεγαν ότι «γκρέμισε ο φούρνος του», εννοώντας ότι το σπίτι «γκρεμίστηκε, χάθηκε». Με τα χρόνια όταν κάποιος πεθαίνε, το νέο ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα είτε μέσω τηλεφώνου. Συνήθως ένα κοντινό πρόσωπο αναλάμβανε την υποχρέωση να τους ειδοποιήσει όλους, ακόμα κι αν δεν έχει τακτικές επαφές μαζί τους. Έτσι, όταν κάποιος επικοινωνούσε μετά από πολύ καιρό έμεινε η έκφραση: «που χάθηκες; Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε». Με τα χρόνια ξεχάστηκε η αρχική σημασία της έκφρασης, η οποία πλέον δηλώνει ένα σπάνιο ή απρόσμενο γεγονός.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.