Βαυαρός πρίγκηπας, πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας μετά την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό (1832-1862).
Ο πρίγκηπας Όθων Φρειδερίκος Λουδοβίκος της Βαυαρίας (Kronprinz Otto Friedrich Ludwig von Bayern) γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Ζάλτσμπουργκ (τότε ανήκε στη Βαυαρία, σήμερα στην Αυστρία). Ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α', που ανήκε στη δυναστεία των Βίτελσμπαχ και της βασίλισσας Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σαξ - Άλτενμπουργκ. Μέσω ενός προγόνου του, του δούκα Ιωάννη Β’ (1341-1397), συνδεόταν με συγγένεια με τους βυζαντινούς αυτοκρατορικούς οίκους των Κομνηνών και των Λασκάρεων.
Ο Όθων έλαβε επιμελημένη μόρφωση, όχι όμως για πρίγκιπα που προοριζόταν να βασιλεύσει. Διδάχθηκε την ελληνική και λατινική γλώσσα και ήταν καλός ιππέας και άριστος κολυμβητής. Τα ελληνικά άρχισε να τα διδάσκεται αμέσως μόλις ο πατέρας του αποδέχθηκε για λογαριασμό του τον ελληνικό θρόνο. Οι γονείς του τον προόριζαν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία και φρόντιζαν ιδιαίτερα την ασθενική του κράση και την επισφαλή υγεία του. Ήταν βαρήκοος και ψεύδιζε κάπως.
Μέχρι την προκαθορισμένη ενηλικίωσή του (1 Ιουνίου 1835), τη βασιλική εξουσία ασκούσε η λεγομένη Αντιβασιλεία, που την αποτελούσαν οι Βαυαροί αξιωματούχοι Άρμανσμπεργκ, Μάουρερ και Χάιντεκ. Στις 10 Νοεμβρίου 1836, ενώ βρισκόταν στην πατρίδα του, τέλεσε τους γάμους του με την πριγκίπισσα Αμαλία (1818-175), κόρη του Μεγάλου Δούκα του Ολδεμβούργου Φρειδερίκου Αυγούστου, αιφνιδιάζοντας την ελληνική κυβέρνηση, που πληροφορήθηκε το γεγονός ένα μήνα αργότερα.
Με την ενηλικίωσή του, ο Όθων ανέλαβε και επισήμως τα βασιλικά καθήκοντα, διατήρησε όμως στις κυριότερες θέσεις τους Βαυαρούς, παρότι δεν ήταν αρεστοί στη ντόπια πολιτική τάξη και το λαό, που τους θεωρούσε δυνάστες. Στην αρχή, ο Όθωνας κυβέρνησε απολυταρχικά, «Ελέω Θεού». Μάλιστα, για μεγάλο χρονικό διάστημα άσκησε ο ίδιος την πρωθυπουργία (8 Δεκεμβρίου 1837 - 10 Φεβρουαρίου 1841 και 10 Αυγούστου 1841 - 3 Σεπτεμβρίου 1843).
Από τότε και μέχρι την εκθρόνισή του το 1862 κυβερνούσε συνταγματικά με μεγάλες ή μικρές επεμβάσεις στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, όμως, δημιούργησε κύμα δυσφορίας εναντίον του, που το υπέθαλπαν και οι ξένες Δυνάμεις για τους δικούς τους συμφεροντολογικούς λόγους. Στη δυσφορία αυτή πρέπει να προστεθεί και η δυσαρέσκεια από τις επεμβάσεις στη διοίκηση της βασίλισσας Αμαλίας και το γεγονός ότι δεν γέννησε τον διάδοχο του θρόνου.
Τον Μάιο του 1859 η Αθήνα συνταράχθηκε από τα «Σκιαδικά» και τον Μάρτιο του 1861 αποκαλύφθηκε αντιβασιλική συνωμοσία μεταξύ των φοιτητών του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν ΕΚΠΑ). Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ο φοιτητής Νομικής Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε χωρίς επιτυχία να δολοφονήσει την Αμαλία. Το γεγονός αυτό δημιούργησε πρόσκαιρο ρεύμα συμπάθειας υπέρ αυτής, αυτό όμως υπήρξε η υστάτη αναλαμπή. Έτσι, ενώ το βασιλικό ζεύγος βρισκόταν σε περιοδεία στη Πελοπόννησο, εκδηλώθηκε εξέγερση στην Αθήνα. Αυτή τη φορά ήταν επιτυχημένη, αναγκάζοντας τον Όθωνα ν’ αναχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1862.
Κατά της διάρκεια της βασιλείας του συνέβησαν ορισμένα αξιοσημείωτα γεγονότα, όπως τα «Μουσουρικά» (1847), η υπόθεση Πατσίφικο και τα «Παρκερικά» (1849-1850), και η εμπλοκή της χώρας μας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854), που δοκίμασαν τις σχέσεις της με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Όθων ήταν υπέρμαχος της Μεγάλης Ιδέας, που αποσκοπούσε στην υπαγωγή των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών στο Ελληνικό Βασίλειο. Ο όρος ανήκε στον Ηπειρώτη πολιτικό Ιωάννη Κωλέττη (1773-1847), ευνοούμενο του Όθωνα.
Φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Όθωνας πήγε στην αρχή στο Μόναχο και απ’ εκεί στη Βαμβέργη (Bamberg), όπου έζησε το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του, που δεν ήταν και μεγάλο. Εκεί διατηρούσε μία μικρή Αυλή και ζούσε με τη νοσταλγία της Ελλάδας. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Κρητική Επανάσταση και συνέδραμε το 1867 οικονομικά τους αγωνιστές με 200.000 χρυσά φράγκα. Τον ίδιο χρόνο αρρώστησε από ιλαρά και πέθανε ξαφνικά στις 26 Ιουλίου, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Τάφηκε σύμφωνα με επιθυμία του με την ελληνική φουστανέλα στο ναό του Αγίου Καϊετάνου στο Μόναχο, όπου βρίσκεται ο τάφος του.
Για τον Όθωνα και την πολιτεία του διατυπωθήκαν πολλές κρίσεις από σύγχρονους και μεταγενέστερούς του. Ολοκληρωμένη εικόνα δίνει συνοπτικά δημοσιογράφος και διπλωμάτης Αναστάσιος Βυζάντιος (1839-1892) στο κείμενό του «Επί τη τελευτή του βασιλέως Όθωνος»:
Εάν ηθέλομεν δια μιας λέξεως να ορίσωμεν την φύσιν του πρώτου βασιλέως της Ελλάδος, θα ελέγομεν, ότι δεν ήτο ανήρ βασιλικός, κατά την γενικήν σημασίαν [...] Δεν είχε βασιλικήν την αντίληψιν, βασιλικήν την ενέργειαν, βασιλικάς τας γνώσεις, βασιλικάς τας ορέξεις, βασιλικήν τήν παρρησίαν, βασιλικόν τον θυμόν. Το ήμισυ του βίου αύτού διήρχετο σχεδιάζων και το έτερον ήμισυ απορών [...] Αι μεγάλαι γραμμαί των ζητημάτων αείποτε διελάνθανον αυτόν, εγκύπτοντα εις τά επεισόδια και τας παραφυάδας [...] Ενώ δεν ήξευρε να προλάβη το κακόν, επεδίωκεν αείποτε και εις μάτην το τέλειον καλόν. Αγαθώτατος τήν πρόθεσιν, ειλικρινέστατος την αγάπην, Έλλην, ως ίσως ούχί πάντες οι Έλληνες, ηδίκησε πολλάκις και έβλαψε την Ελλάδα εκ του πολλού φίλτρου [...] Συλλήβδην ειπείν, ο βασιλεύς Όθων εστρείτο του όντως βασιλικού προτερήματος του βλέπειν ταχέως, ευκρινώς και πόρρω. Αλλ’ αντί των μειονεκτημάτων τούτων, πόσαι δευτερεύουσαι αρεταί περιεκόσμουν την καρδίαν του ατυχούς ηγεμόνος ! Φίλος της δικαιοσύνης, αμνησίκακος, πράος, άδολος, ελεήμων, εγκρατής [...] Δεν εξελάμβανε το βασιλεύειν ως επιτήδευμα βίου, αλλ’ ώς καθήκον ιερόν, εις ο έθυσίαζε και ανάπαυσιν και υγιείαν. Το μεγαλείον της Ελλάδος ήτο το διηνεκές αύτού όνειρον...
Περισσότερες βιογραφίες εδώ.