Η γνωστή φράση “βγήκε ασπροπρόσωπος”, την οποία χρησιμοποιούμε σήμερα για κάποιον που βγαίνει αλώβητος από μια δύσκολη κατάσταση, έχει τις ρίζες της στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Στην περιοχή αυτή ζούσε ένας Οθωμανός που κάποτε θέλησε να πάει στη Μέκκα να προσκυνήσει. Επειδή όμως είχε στην κατοχή του πενήντα πρόβατα, ανέθεσε σε έναν συγχωριανό και φίλο του να τα προσέχει μέχρι να επιστρέψει. Την επόμενη μέρα, όταν αναχώρησε ο άνδρας για τη Μέκκα, ο γείτονας βρήκε την ευκαιρία να πουλήσει τα πρόβατα και να βγάλει λεφτά σε βάρος του προσκυνητή που τον εμπιστεύτηκε. Όταν ο Οθωμανός επέστρεψε, ο γείτονας πήγε να τον καλωσορίσει, κρατώντας μια “τσανάκα” γιαούρτι. Του είπε πως αυτό το γιαούρτι ήταν ό,τι είχε απομείνει από τα πενήντα του πρόβατα. Θέλοντας να δικαιολογηθεί, προέβαλε το επιχείρημα ότι, είχε πληροφορηθεί τάχα από συνταξιδιώτες του πως ο φίλος του είχε αρρωστήσει από πανώλη. Παρακάλεσε λοιπόν τον Αλλάχ να τον κάνει καλά και για να πιάσει η ευχή του, δώρισε τα μισά πρόβατα σε φτωχούς. Λίγες μέρες όμως προτού επιστρέψει ο συγχωριανός του, έμαθε πως είχε γίνει καλά και για να ευχαριστήσει τον Αλλάχ, χάρισε τα υπόλοιπα μισά πρόβατα στους φτωχούς. Όταν ο Οθωμανός συνειδητοποίησε πως έχασε όλη του την περιουσία και ο γείτονάς του έλεγε τέτοια ψέματα, θύμωσε, πήρε την “τσανάκα” με το γιαούρτι και του την πέταξε στα μούτρα, λέγοντάς του να ξεκουμπιστεί από το σπίτι του. Τότε εκείνος βγήκε με απάθεια από το σπίτι και κάποιος που τον συνάντησε στο δρόμο τον ρώτησε γιατί ήταν έτσι άσπρο το πρόσωπό του. Η απάντηση που έδωσε ήταν η εξής: “Α, φίλε μου, όποιος δίνει καλό λογαριασμό, βγαίνει ασπροπρόσωπος”!
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.