Στις 10 Απριλίου του 1896, ο Σπύρος Λούης έγραψε ιστορία κερδίζοντας τον πρώτο ολυμπιακό μαραθώνιο αγώνα.
Τερμάτισε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ενώ σύσσωμο το Παναθηναϊκό στάδιο ζητωκραύγαζε.
Την επόμενη μέρα, στη 1.30 το μεσημέρι, μία γυναίκα τερμάτισε έξω από το Παναθηναϊκό στάδιο, καθώς δεν της επιτράπηκε η είσοδος.
Κανείς δεν την περίμενε για να πανηγυρίσει, εκτός από κάποιους αστυνομικούς, απ’ τους οποίους ζήτησε να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι την είδαν να τερματίζει 5,5 ώρες μετά την εκκίνηση στον Μαραθώνα.
Το όνομά της ήταν Σταμάτα Ρεβύθη και ήταν η πρώτη γυναίκα που έτρεξε Μαραθώνιο.
Η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος
Η Σταμάτα Ρεβύθη καταγόταν από τη Σύρο.
Ήταν 30 χρόνων και ζούσε φτωχικά στον Πειραιά, αλλά αναγκαζόταν συχνά να περπατά 9 χιλιόμετρα για να δουλέψει στην Αθήνα.
Ο πρώτος της γιος πέθανε όταν ήταν 7 χρονών και το δεύτερο παιδί της ήταν μόλις 17 μηνών.
Ήταν ξανθιά, με μεγάλα ματιά και πολύ αδύνατο σώμα. Οι εφημερίδες σχολίασαν ότι έμοιαζε μεγαλύτερη από την ηλικία της, λόγω των κακουχιών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Αθανάσιο Ταρασουλέα που συνέλεξε στοιχεία για την άγνωστη μαραθωνοδρόμο, η Ρεβύθη αποφάσισε να συμμετάσχει στον αγώνα καθ’ οδόν προς την Αθήνα.
Κρατούσε στην αγκαλιά το παιδί της, όταν συνάντησε έναν δρομέα, ο οποίος της πρότεινε να τρέξει στον αγώνα και έτσι θα κέρδιζε χρήματα και δόξα.
Ο βασιλιάς θα τη βράβευε, της είπε, και της έδωσε λίγα χρήματα για να τη βοηθήσει.
Η Ρεβύθη αγαπούσε το τρέξιμο από μικρή και ήταν σίγουρη πως θα κατάφερνε να τρέξει τα 40 χιλιόμετρα από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.
Την παραμονή του αγώνα, στις 9 Απριλίου, έφτασε στον Μαραθώνα, ενώ η φήμη της είχε διαδοθεί και ο κόσμος περίμενε να τη γνωρίσει.
Ο δήμαρχος προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει, ενώ οι δημοσιογράφοι έκαναν ουρά για να καταγράψουν τις δηλώσεις της.
Ήταν περήφανη γυναίκα και δεν δίστασε να απαντήσει στις κοροϊδίες ορισμένων αντρών.
Όταν ένας δρομέας απ’ το Χαλάνδρι της είπε ότι το στάδιο θα ήταν άδειο όταν πια θα έφτανε, η Ρεβύθη τον συμβούλευσε να μην προσβάλει τις γυναίκες, γιατί και οι άνδρες είχαν ρεζιλευτεί απ’ τους Αμερικάνους, που τους κέρδιζαν σε όλα τα άλλα αθλήματα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε αν θα άντεχε να τρέξει χωρίς φαγητό και εκείνη δήλωσε πως είχε πεινάσει ξανά στη ζωή της. Όταν θήλαζε το παιδί της, δεν είχε ούτε ψωμί να φάει. Δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση γυναίκας, που εκείνη την εποχή δέχονταν τις προσβολές χωρίς να απαντούν.
Το επόμενο πρωί, ζήτησε την ευλογία του παπά της ενορίας, όπως και οι υπόλοιποι δρομείς. Ο παπάς αρνήθηκε όμως να την ευλογήσει με τη δικαιολογία ότι η Ρεβύθη, επισήμως δεν ήταν εγγεγραμμένη στον αγώνα.
Ούτε οι υπόλοιποι διοργανωτές δέχτηκαν να συμμετέχει. Την καθησύχασαν, λέγοντάς της πως θα τρέξει με άλλες γυναίκες, σε έναν αγώνα που θα διοργανωνόταν άλλη ημερομηνία.
Ο αγώνας φυσικά δεν έγινε ποτέ και η Ρεβύθη έμεινε πίσω στον Μαραθώνα, όπου έμαθε για τον θρυλικό τερματισμό του Σπύρου Λούη και τα δώρα που θέλησε να του προσφέρει ο βασιλιάς.
Η απόφαση να μη συμμετέχουν γυναίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες ανήκε στον αναβιωτή του θεσμού, Πιερ ντε Κουμπερτέν, που θέλησε να ακολουθήσει την παράδοση των αρχαίων διοργανώσεων, όπου στους αγώνες η συμμετοχή ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο.
Ο Κουμπερτέν ήταν επηρεασμένος από την αντίληψη της εποχής, η οποία παρουσίαζε τις γυναίκες ως το αδύναμο φύλο, που δεν θα άντεχαν τη σκληρή προπόνηση των αγώνων.
«Θα πάω στον Φιλήμονα για να βρει δουλειά στο παιδί μου»
Η Ρεβύθη δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και έτρεξε τη μαραθώνια διαδρομή, αλλά την επομένη της διοργάνωσης.
Ξεκίνησε μόνη της από τον Μαραθώνα, στις 8 το πρωί. Για να κατοχυρώσει τον προσωπικό της αγώνα ζήτησε να της υπογράψουν μια δήλωση οι επίσημοι της περιοχής, που έλεγε ότι ξεκίνησε τον αγώνα.
Συνέχισε με σταθερό ρυθμό και έφτασε στα Παραπήγματα, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
Στη συνέχεια οι αστυνομικοί έξω από το Παναθηναϊκό στάδιο δεν της επέτρεψαν να εισέλθει.
Κουρασμένη, η Ρεβύθη τους ζήτησε μόνο άλλη μία υπεύθυνη δήλωση, που αποδείκνυε ότι είχε ολοκληρώσει τον αγώνα σε 5,5 ώρες.
Στη συνέχεια τους είπε ότι θα πήγαινε κατευθείαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, τον δημοσιογράφο και διανοούμενο που ήταν μέλος της οργανωτικής επιτροπής των αγώνων. Ήθελε να του εξιστορήσει το κατόρθωμά της και να ζητήσει δουλειά για την ίδια ή να εξασφαλίσουν με κάποιο τρόπο το παιδί της.
Πήγε τρέχοντας μέχρι το γραφείο του, βγάζοντας τα παπούτσια της που είχαν διαλυθεί κατά τη διαδρομή.
Είναι άγνωστο αν η Ρεβύθη κατάφερε ποτέ να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της.
Όπως έγραψε και ο Αθανάσιος Ταρασουλέας, η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος «χάθηκε στη σκόνη της ιστορίας».
Μελπομένη
Ξένες εφημερίδες είχαν γράψει και μία άλλη γυναίκα που έτρεξε τον Μαραθώνιο, στην οποία έδωσαν το όνομα Μελπομένη.
Το επίθετό της παραμένει άγνωστο, όπως και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο για τη ζωή της.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έτρεξε πριν από τον επίσημο αγώνα, στα τέλη Φεβρουαρίου ή στις αρχές Μαρτίου.
Διήνυσε την απόσταση σε 4,4 ώρες, κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα για να φάει κάτι πορτοκάλια.
Δεν έχει εξακριβωθεί η εγκυρότητα των στοιχείων και πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ήταν το ίδιο άτομο με τη Σταμάτα Ρεβύθη.
Τη μάνα από τον Πειραιά που έτρεξε μόνη της για να κερδίσει τις προκαταλήψεις, το δικαίωμα στη ζωή και στον αθλητισμό.
Το μεγάλο της έπαθλο ήταν ο τερματισμός, αν και τότε θα προτιμούσε και ένα σίγουρο μεροκάματο.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Τερμάτισε σε 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ενώ σύσσωμο το Παναθηναϊκό στάδιο ζητωκραύγαζε.
Την επόμενη μέρα, στη 1.30 το μεσημέρι, μία γυναίκα τερμάτισε έξω από το Παναθηναϊκό στάδιο, καθώς δεν της επιτράπηκε η είσοδος.
Κανείς δεν την περίμενε για να πανηγυρίσει, εκτός από κάποιους αστυνομικούς, απ’ τους οποίους ζήτησε να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι την είδαν να τερματίζει 5,5 ώρες μετά την εκκίνηση στον Μαραθώνα.
Το όνομά της ήταν Σταμάτα Ρεβύθη και ήταν η πρώτη γυναίκα που έτρεξε Μαραθώνιο.
Η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος
Η Σταμάτα Ρεβύθη καταγόταν από τη Σύρο.
Ήταν 30 χρόνων και ζούσε φτωχικά στον Πειραιά, αλλά αναγκαζόταν συχνά να περπατά 9 χιλιόμετρα για να δουλέψει στην Αθήνα.
Ο πρώτος της γιος πέθανε όταν ήταν 7 χρονών και το δεύτερο παιδί της ήταν μόλις 17 μηνών.
Ήταν ξανθιά, με μεγάλα ματιά και πολύ αδύνατο σώμα. Οι εφημερίδες σχολίασαν ότι έμοιαζε μεγαλύτερη από την ηλικία της, λόγω των κακουχιών.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Αθανάσιο Ταρασουλέα που συνέλεξε στοιχεία για την άγνωστη μαραθωνοδρόμο, η Ρεβύθη αποφάσισε να συμμετάσχει στον αγώνα καθ’ οδόν προς την Αθήνα.
Κρατούσε στην αγκαλιά το παιδί της, όταν συνάντησε έναν δρομέα, ο οποίος της πρότεινε να τρέξει στον αγώνα και έτσι θα κέρδιζε χρήματα και δόξα.
Ο βασιλιάς θα τη βράβευε, της είπε, και της έδωσε λίγα χρήματα για να τη βοηθήσει.
Η Ρεβύθη αγαπούσε το τρέξιμο από μικρή και ήταν σίγουρη πως θα κατάφερνε να τρέξει τα 40 χιλιόμετρα από τον Μαραθώνα μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο.
Την παραμονή του αγώνα, στις 9 Απριλίου, έφτασε στον Μαραθώνα, ενώ η φήμη της είχε διαδοθεί και ο κόσμος περίμενε να τη γνωρίσει.
Ο δήμαρχος προσφέρθηκε να τη φιλοξενήσει, ενώ οι δημοσιογράφοι έκαναν ουρά για να καταγράψουν τις δηλώσεις της.
Ήταν περήφανη γυναίκα και δεν δίστασε να απαντήσει στις κοροϊδίες ορισμένων αντρών.
Όταν ένας δρομέας απ’ το Χαλάνδρι της είπε ότι το στάδιο θα ήταν άδειο όταν πια θα έφτανε, η Ρεβύθη τον συμβούλευσε να μην προσβάλει τις γυναίκες, γιατί και οι άνδρες είχαν ρεζιλευτεί απ’ τους Αμερικάνους, που τους κέρδιζαν σε όλα τα άλλα αθλήματα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε αν θα άντεχε να τρέξει χωρίς φαγητό και εκείνη δήλωσε πως είχε πεινάσει ξανά στη ζωή της. Όταν θήλαζε το παιδί της, δεν είχε ούτε ψωμί να φάει. Δεν ήταν συνηθισμένη περίπτωση γυναίκας, που εκείνη την εποχή δέχονταν τις προσβολές χωρίς να απαντούν.
Το επόμενο πρωί, ζήτησε την ευλογία του παπά της ενορίας, όπως και οι υπόλοιποι δρομείς. Ο παπάς αρνήθηκε όμως να την ευλογήσει με τη δικαιολογία ότι η Ρεβύθη, επισήμως δεν ήταν εγγεγραμμένη στον αγώνα.
Ούτε οι υπόλοιποι διοργανωτές δέχτηκαν να συμμετέχει. Την καθησύχασαν, λέγοντάς της πως θα τρέξει με άλλες γυναίκες, σε έναν αγώνα που θα διοργανωνόταν άλλη ημερομηνία.
Ο αγώνας φυσικά δεν έγινε ποτέ και η Ρεβύθη έμεινε πίσω στον Μαραθώνα, όπου έμαθε για τον θρυλικό τερματισμό του Σπύρου Λούη και τα δώρα που θέλησε να του προσφέρει ο βασιλιάς.
Η απόφαση να μη συμμετέχουν γυναίκες στους Ολυμπιακούς Αγώνες ανήκε στον αναβιωτή του θεσμού, Πιερ ντε Κουμπερτέν, που θέλησε να ακολουθήσει την παράδοση των αρχαίων διοργανώσεων, όπου στους αγώνες η συμμετοχή ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο.
Ο Κουμπερτέν ήταν επηρεασμένος από την αντίληψη της εποχής, η οποία παρουσίαζε τις γυναίκες ως το αδύναμο φύλο, που δεν θα άντεχαν τη σκληρή προπόνηση των αγώνων.
«Θα πάω στον Φιλήμονα για να βρει δουλειά στο παιδί μου»
Η Ρεβύθη δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια και έτρεξε τη μαραθώνια διαδρομή, αλλά την επομένη της διοργάνωσης.
Ξεκίνησε μόνη της από τον Μαραθώνα, στις 8 το πρωί. Για να κατοχυρώσει τον προσωπικό της αγώνα ζήτησε να της υπογράψουν μια δήλωση οι επίσημοι της περιοχής, που έλεγε ότι ξεκίνησε τον αγώνα.
Συνέχισε με σταθερό ρυθμό και έφτασε στα Παραπήγματα, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το νοσοκομείο του Ευαγγελισμού.
Στη συνέχεια οι αστυνομικοί έξω από το Παναθηναϊκό στάδιο δεν της επέτρεψαν να εισέλθει.
Κουρασμένη, η Ρεβύθη τους ζήτησε μόνο άλλη μία υπεύθυνη δήλωση, που αποδείκνυε ότι είχε ολοκληρώσει τον αγώνα σε 5,5 ώρες.
Στη συνέχεια τους είπε ότι θα πήγαινε κατευθείαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, τον δημοσιογράφο και διανοούμενο που ήταν μέλος της οργανωτικής επιτροπής των αγώνων. Ήθελε να του εξιστορήσει το κατόρθωμά της και να ζητήσει δουλειά για την ίδια ή να εξασφαλίσουν με κάποιο τρόπο το παιδί της.
Πήγε τρέχοντας μέχρι το γραφείο του, βγάζοντας τα παπούτσια της που είχαν διαλυθεί κατά τη διαδρομή.
Είναι άγνωστο αν η Ρεβύθη κατάφερε ποτέ να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί της.
Όπως έγραψε και ο Αθανάσιος Ταρασουλέας, η πρώτη γυναίκα μαραθωνοδρόμος «χάθηκε στη σκόνη της ιστορίας».
Μελπομένη
Ξένες εφημερίδες είχαν γράψει και μία άλλη γυναίκα που έτρεξε τον Μαραθώνιο, στην οποία έδωσαν το όνομα Μελπομένη.
Το επίθετό της παραμένει άγνωστο, όπως και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο για τη ζωή της.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων, έτρεξε πριν από τον επίσημο αγώνα, στα τέλη Φεβρουαρίου ή στις αρχές Μαρτίου.
Διήνυσε την απόσταση σε 4,4 ώρες, κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα για να φάει κάτι πορτοκάλια.
Δεν έχει εξακριβωθεί η εγκυρότητα των στοιχείων και πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ήταν το ίδιο άτομο με τη Σταμάτα Ρεβύθη.
Τη μάνα από τον Πειραιά που έτρεξε μόνη της για να κερδίσει τις προκαταλήψεις, το δικαίωμα στη ζωή και στον αθλητισμό.
Το μεγάλο της έπαθλο ήταν ο τερματισμός, αν και τότε θα προτιμούσε και ένα σίγουρο μεροκάματο.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.