Παράγεται από το απολαύω < ἀπὸ + λαύω. Και οι δύο λέξεις απόλαυση – απολαύω είναι ήδη αρχαίες.
Το ρήμα λαύ-ω (< λᾱF- jω) ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα *law- «παίρνω ως λεία». Από την ίδια ρίζα : σανσκριτικό lotam «λεία», σλαβικό lovъ «λεία», λατ. lucrum «κέρδος», γερμ. Lohn «αποδοχές»
Ομόρριζα τού λαύ-ω : λεία, ληστής, λεηλατώ
Το απολαύω και το παράγωγό του απόλαυση ξεκίνησαν ετυμολογικά από τη σημασία «παίρνω ως λεία», δηλ. «παίρνω μετά από πόλεμο λάφυρα» και μετά «απολαμβάνω, ευχαριστιέμαι, αντλώ απόλαυση από αυτά που διάλεξα να πάρω ως λάφυρα, το γλεντάω». Άρα «η απόλαυση» ξεκινάει από νικηφόρα μάχη που μού εξασφαλίζει την απόκτηση αγαθών τα οποία μού γεννούν ευφορία, ευχαρίστηση, χαρά, τέρψη, ηδονή. Οπωσδήποτε, είναι μια τέρψη που έρχεται από απόκτηση για την οποία έχει προηγηθεί σύγκρουση, άσκηση βίας που προσπορίζει τη χαρά τής κάρπωσης και τής εξουσίας.
Η σημασία τής απόλαυσης δηλώθηκε και από ένα άλλης ετυμολογικής προελεύσεως ρήμα, το απο-λαμβάνω. Κι αυτό έχει τη σημασία «παίρνω από κάποιον κάτι και το κάνω δικό μου». Αυτό το νέο απόκτημα που καρπούμαι μού δίνει χαρά, το ευχαριστιέμαι, νιώθω τέρψη, όπως συμβαίνει και με το απολαύω.
Το λαμβάνω (απ’ όπου το απο-λαμβάνω) ανάγεται στην ινδοευρ. ρίζα *slagw «παίρνω, αρπάζω». Από την ίδια ρίζα σανσκρ. labhate «αρπάζω», λιθουαν. lobis «θησαυρός, πλούτος» και ελλην. λάφ-υρα.
Άρα υπάρχει μια ετυμολογική παραλληλία ανάμεσα στις δύο σημασίες : «πόλεμος – νίκη – απόκτηση – τέρψη» το απολαύω, «αρπαγή – απόκτηση – τέρψη» το απολαμβάνω.
Βαθμηδόν τα δύο ρήματα συνέπεσαν σημασιολογικά, έτσι το ρήμα απολαμβάνω χρησιμοποιείται στον Ενεστώτα και στον Παρατατικό (απολαμβάνω, απελάμβανα) και το απολαύω σχηματίζει τους λοιπούς χρόνους (απολαύσω, απήλαυσα, έχω απολαύσει).
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Δείτε περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.