Η αγάπη προέρχεται από το αγαπώ. Το ρήμα ἀγαπῶ (από το οποίο παρήχθη το ουσιαστικό ἀγάπη, μόλις τον 3ο αιώνα π.Χ.), μολονότι απαντά ήδη στον Όμηρο (Οδ. Ψ 214 «οὕνεκά σ’ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ εἶδον, ὧδ’ ἀγάπησα») και χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση σε όλη την αρχαιότητα φθάνοντας μέχρι σήμερα (πβ. λ.χ. Πλάτωνος Πολιτεία 330c «ὥσπερ γὰρ οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι»), δεν μάς είναι ακόμη γνωστή η ετυμολογική του προέλευση. Χαρακτηρίζεται στα ειδικά λεξικά ως «αγνώστου ετύμου». Μία ετυμολογική υπόθεση (τού 1991) που δέχεται τελευταία στο ετυμολογικό του Λεξικό τής Αρχαίας Ελληνικής ο Robert Beekes είναι: ἀγαπῶ < ἄγα(ν) «πολύ» + πᾶ- «προστατεύω» (από μια ρίζα *pa- «προστατεύω»), ήτοι από μια αρχική σημασία «προστατεύω πολύ».
Δείτε περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.