Πολύπλαγκτη είναι η λέξη σόμπα. Ξεκίνησε από την Ελληνική, πέρασε από τέσσερις άλλες γλώσσες (Λατινική, Γερμανική, Ουγγρική και Τουρκική) και ξαναγύρισε στην Ελληνική. Ξεκίνησε από την αρχαία Ελληνική ως τῦφος που σήμαινε «καπνός, ατμός» και από το ρήμα τύφω «γεμίζω καπνό, ατμό» πέρασε ως δάνειο στη Λατινική με τη μορφή σύνθετου ρήματος extufo (extufare), απ’ όπου το μεσαιωνικό λατινικό ουσιαστικό extupa / extufa. Αυτό πέρασε ως δάνειο στην αρχαία Γερμανική ωςstuba με τη σημασία «θερμάστρα». Εν συνεχεία «ταξίδεψε» στην Ουγγρική με τον τύπο szoba, απ’ όπου πέρασε στην Τουρκική ως soba, για να καταλήξει και στη γλώσσα αφετηρίας της, την Ελληνική ως σόμπα. Μετά από τη μεγάλη αυτή σε χρόνο και σε χώρο περιπλάνηση ὁ τῦφος έγινε σόμπα και «ο καπνός» έγινε «θερμάστρα».
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.