Το νόστιμο αυτό φαγητό, ο τραχανάς, είτε ξινός είτε γλυκός, κατασκευαζόταν, αλλά και συνεχίζεται ακόμα, από τις νοικοκυρές του χωριού.
Είναι στάρι κοπανισμένο και αλεσμένο ή σιμιγδάλι ή ζυμάρι, που βράζεται με γάλα.
Μόλις τελειώσει η προετοιμασία του, τον απλώνουν σε καθαρά σεντόνια, για να τον δει ο ήλιος και να ξεραθεί.
Αλλά για να μην πηγαίνουν κότες, πουλιά κ.λπ. κάποιος τον φυλάει,
Όταν, λοιπόν, θέλουμε να αποφύγουμε κάποια άλλη δουλειά, λέμε πως: «έχω τραχανά απλωμένο».
Τώρα λέγεται, συνήθως, ειρωνικά.
Όταν πάλι θέλουμε να πούμε ότι δεν έχουμε συγγένεια με κάποιον, συνηθίζουμε τη φράση: «Η μάνα μου κι η μάνα του άπλωναν τραχανά στον ίδιο ήλιο».
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.