Πώς ένα απειλητικό και θανατηφόρο πολεμικό όπλο μπορεί να καταλήξει στα χέρια τής νοικοκυράς και τού ζαχαροπλάστη, πώς μια σπάθη μπορεί να γίνει σπάτουλα είναι μια άλλη γλωσσική έκπληξη. Από μια ινδοευρωπαϊκή ρίζα *spadh-,που σήμαινε «κομμάτι επίπεδου και πλατιού ξύλου» (πβ. το αγγλ. spade «αξίνα, τσάπα»), προήλθε το αρχαίο ελληνικό σπάθη, το οποίο αρχικά σήμαινε κάθε αντικείμενο που είχε τέτοιο σχήμα (την άκρη τού κουπιού, την ωμοπλάτη κ.ά.) και ειδικότερα το όπλο με την πλατιά λεπίδα. Η σπάθη έδωσε το λατινικό spat(h)a, με υποκοριστικό τύπο το spatula στη νεότερη Λατινική και στα βενετσιάνικα, απ’ όπου επανήλθε στα Ελληνικά με τη νέα μορφή και σημασία του. Έτσι ένα γλωσσικό δάνειο έγινε για τα Ελληνικά αντιδάνειο, ξαναγύρισε παρηλλαγμένο στη γλωσσική του κοιτίδα. Δεν έχουν δίκιο οι Γερμανοί γλωσσολόγοι που ονόμασαν αυτού τού είδους τις λέξεις «περιπλανώμενες λέξεις που επιστρέφουν» (Rückwanderer);
Γεώργιος Μπαμπινιώτης
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.