Είναι γεγονός πως τον όρο «σκυλάδικο» τον προσλαμβάνουμε όλοι σχεδόν διαισθητικά, καθώς ξέρουμε από πρώτο χέρι όσα εκτυλίσσονται στο εσωτερικό του.
Κι αν τις περισσότερες φορές δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα, ξέρουμε ωστόσο πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάμε.
Κατά την πρεμιέρα των εμφανίσεων της λαϊκής τραγουδίστριας Πάολας, η τηλεπαρουσιάστρια Τατιάνα Στεφανίδου σχολίασε: «Η Πάολα είναι ένα αυθεντικό, λαϊκό πράγμα. Είναι σκυλάδικο το μέρος εκεί». Παλιότερα, μιλώντας για την καριέρα της, η Ζωζώ Σαπουντζάκη είπε: «Εγώ σε σκυλάδικο δεν υπήρχε περίπτωση να πάω να τραγουδήσω». Και βέβαια ο Τζίμης Πανούσης δήλωσε κάποια στιγμή: «Το σκυλάδικο το σέβομαι και το αγαπάω γιατί είναι ένας διαφορετικός τρόπος διασκέδασης και πρέπει να είναι αρχαιοελληνικός».
Είναι πολύ πιθανό όλοι αυτοί να μην εννοούν το ίδιο ακριβώς πράγμα, γνωρίζουν πάντως όλοι καλά για τι μιλάνε. Για το επαρχιακό ή παρακμιακό μπουζουξίδικο τρίτης κατηγορίας, που ο σύγχρονος περιπαικτικός λόγος αποκαλεί πια «γαβγάδικο». Το σκυλάδικο υπάρχει λοιπόν και υπάρχει εδώ και χρόνια, όπως και οι «σκυλούδες» τραγουδίστριες ή τα «σκυλάδικα» καψουροάσματα. Ο Γιάννης Σπανός είχε πει παλιότερα πως το «Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο» ήταν το πρώτο σκυλάδικο τραγούδι που γράφτηκε ποτέ.
Κάποιοι συνδέουν σήμερα την επικράτηση της κουλτούρας του σκυλάδικου με την άνοδο του νεόπλουτου και κραυγαλέου υπερκαταναλωτισμού, εκφράζοντας τη δεινοπάθεια της ελληνικής κοινωνίας προς τα κάτω. Αν και το σκυλάδικο ως ένας ιδιαίτερος τύπος λαϊκού κέντρου διασκέδασης αλλά και μια ιδιαίτερη μουσική σκηνή που αναπτύχθηκε γύρω από αυτά τα κέντρα, δεν είναι ένα επιφαινόμενο της δεκαετίας του 70, καθώς τα χρονικά του χάνονται στα βάθη του ιστορικού χρόνου.
Σήμερα είναι ευκολότερο να μιλήσεις για το τι δεν είναι σκυλάδικο παρά για το τι είναι. Προφανώς και δεν εντάσσονται στα σκυλάδικα οι μεγάλες πίστες με τους σύγχρονους λαϊκοπόπ αστέρες, τα μπαλέτα, τους DJs, τις σκηνοθετικές επιμέλειες, τους στιλίστες και το μεικτό ρεπερτόριο. Ούτε είναι οι μικρομεσαίοι χώροι που ακούγεται ρεμπέτικο ή λαϊκό τραγούδι από μικρές ορχήστρες.
Το σκυλάδικο το βρίσκεις στην παραλιακή και την εθνική οδό της πρωτεύουσας αλλά και στην επαρχία και το αναγνωρίζεις από την μπασκλασαρία, τον καπνό που ξεχειλίζει, το γλεντοκόπι που κρατά ως το πρωί και τα γαρύφαλλα (ακόμα και τα πιατικά) που ρέουν άφθονα. Το κοινό τα προτιμά για να κάνει «ζημιά», καθώς ο χώρος ενδείκνυται για ψυχαγωγικές ακρότητες και φιγούρα, μέσα στον άθλιας ποιότητας ήχο, τη συνήθως κακή φωνή των τραγουδιστών και την κονσιομασιόν που ενίοτε παρέχουν.
Είναι σίγουρο ότι το σκυλάδικο εξελίχθηκε στον χρόνο και αν μιλούσαμε με έναν θαμώνα της δεκαετίας του ’30 και του ’40 πιθανότατα δεν θα συμφωνούσαμε σε τίποτα, καθώς όταν γεννήθηκε ήταν κάτι σαφώς διαφορετικό. Δεν ήταν το μπουζουξίδικο που «νομιμοποίησε» ο Μάνος Χατζιδάκις ή διασκέδαζε μέχρι πρωίας ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Δημήτρης Ψαθάς. Δεν ήταν καν το μαγαζί όπου πρωτοεμφανίστηκε το φαινόμενο της λαϊκής μουσικής, ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Ήταν ένα παλιότερο είδος μαγαζιού που γεννήθηκε αυθόρμητα και απροσχημάτιστα για να χωρέσει τους ανθρώπους του περιθωρίου εκφράζοντας την απόγνωση και την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων. Με δικούς του κώδικες τιμής και συμβολισμούς, το σκυλάδικο εμφανίστηκε εν μία νυκτί κατά τη δεκαετία του 1930 για να μπορεί να μεθύσει κάποιος μέχρι λιποθυμίας ή να κάθεται όλο το βράδυ μόνος χωρίς να ενοχλούνται οι υπόλοιποι θαμώνες.
Το σκυλάδικο ήταν ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους και τους απόκληρους, ένα άβατο γκέτο όπου ακούγονταν λαϊκά που αποθέωναν τη μελαγχολία και απέπνεαν ήττα, θάνατο, καψούρα, σεξουαλικότητα, ναρκωτικά και αλκοόλ. Αυτά τα κέντρα αγνώστου κατηγορίας φιλοξενούσαν τη λούμπεν παρακμιακότητα, πλάι στους μαχαιροβγάλτες, τους χασικλήδες, τις πόρνες και τους ανθρώπους του περιθωρίου.
Ή έτσι θέλει τουλάχιστον η ιστορική ανασυγκρότηση ενός φαινομένου που γεννήθηκε στις παρυφές της κοινωνίας και μέχρι να γίνει mainstream είχε ήδη αλλάξει πολλά πρόσωπα, αν και η αυθεντικότητά του φάνηκε διαχρονική…
Οι εκδοχές για την ετυμολογία του σκυλάδικου
Το «σκυλάδικο» είναι ένας όρος της αργκό που εμφανίζεται πιθανότατα τη δεκαετία του 1930 για να περιγράψει έναν νέο τρόπο διασκέδασης που λάμβανε χώρα στις παρυφές των πόλεων, εκεί που ό,τι γινόταν έμενε για πάντα στο αθέατο της κοινωνίας. Η πρώτη δημοφιλής θεωρία τοποθετεί την ίδρυσή τους στα περίχωρα της Αθήνας και του Πειραιά και δεν ήταν παρά υποτυπώδη μαγαζιά δύο δωματίων: στο ένα προσφερόταν ένα φαΐ της κακιάς ώρας συνοδεία κάποιου μουσικού οργάνου και στο άλλο περίμενε μια ιερόδουλη για τα περαιτέρω. Η πληρωμή γινόταν μάλιστα για όλο το «πακέτο», βραστό κρέας και σεξ δηλαδή.
Τα κακόφημα αυτά χαμαιτυπεία των λαϊκών στρωμάτων άρχισαν κάποια στιγμή να αποκαλούνται «σκυλάδικα» γιατί τα στήνανε όπως είπαμε εκτός αστικού ιστού, στην ερημιά της τότε εξοχής. Όπου ερημιά όμως και αγριόσκυλα, απ’ όπου φαίνεται να έλκει το όνομά του το σκυλάδικο, καθώς για να φτάσεις στο κέντρο της πολύπλευρης διασκέδασης έπρεπε να διαβείς τις ερημιές που έκοβαν βόλτες οι αγέλες των σκυλιών. Εφημερίδα της εποχής, σχολιάζοντας την καριέρα καλλιτέχνιδος του καιρού, διατείνεται ότι η αρτίστα δούλευε σε λαϊκά κέντρα μακριά από το κέντρο της Αθήνας και ιδιαίτερα στα σκυλάδικα, στις ερημιές δηλαδή.
Η δεύτερη εκδοχή συμφωνεί με την ιδρυτική πράξη του σκυλάδικου, αν και παραλλάσει ελαφρώς τα «βαφτίσια»: τα σκυλάδικα είναι εδώ μαγαζιά που συνήθιζαν να σερβίρουν μόνο ποτό, αν και λόγω της διατίμησης του αλκοόλ αναγκάστηκαν να βάλουν και φαγητό στον κατάλογο, το οποίο φυσικά δεν τρωγόταν με τίποτα. Κι έτσι οι θαμώνες το πάσαραν στα αδέσποτα σκυλιά. Τα μπουζουξίδικα αυτά περιβάλλονταν τώρα από αγέλες σκύλων, καθώς το τάισμά τους με κρέας κακής ποιότητας ήταν καθημερινό, κι αυτό οδήγησε στον χαρακτηρισμό των κέντρων διασκέδασης ως «σκυλάδικα».
Τα σκυλάδικα ήταν αρχικά καλοκαιρινά μαγαζιά, ανοιχτά δηλαδή, και εμφανίστηκαν στις Τζιτζιφιές, πλάι στα γνωστά μπουζουξίδικα όπου τραγουδούσε η αφρόκρεμα της εποχής. Τα αναγνώριζες φυσικά από τις ορδές των σκυλιών που περίμεναν υπομονετικά στις αυλές τους, με τον αριθμό μάλιστα των αδέσποτων να υποδεικνύει την επιτυχία του μαγαζιού: όσο περισσότερα τα τετράποδα, τόσο καλύτερα έτρωγαν, άρα τόσος περισσότερος κόσμος συνωστιζόταν στο εσωτερικό τους!
Μια τρίτη εκδοχή, ευθυγραμμισμένη με τις παραπάνω αν και πιο επεξηγηματική, τοποθετεί τη γέννηση του σκυλάδικου στον προπολεμικό Πειραιά και δη στην περιοχή του Aγίου Διονυσίου. Εκεί υπήρχε λοιπόν ένα ολόκληρο οικοδομικό συγκρότημα που μετατράπηκε αργότερα στη φυλακή των Βούρλων, αν και στα χρόνια της ιστορίας μας λειτουργούσε ως καλός οίκος ανοχής και λεγόταν «Χαμαιτυπείον». Οι ιερόδουλες νοίκιαζαν ένα κλουβάκι που έλεγαν δωμάτιο (το οποίο ήρθε κουτί αργότερα όταν μεταποιήθηκε σε κελί φυλακής) και τα Βούρλα μεταμορφώθηκαν σε πόλο έλξης για άντρες κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, από στρατιώτες και ναυτεργάτες μέχρι οικογενειάρχες και ευκατάστατους εργένηδες.
Οι πόρνες των Βούρλων, καθώς διέθεταν δική τους στέγη και κρεβάτι, ήταν οι προνομιούχες της πιάτσας του Πειραιά, πλάι σε εκείνες που αναγκάζονταν να εργάζονται στους δρόμους και τα χαμαιτυπεία της περιοχής, χρεώνοντας φτηνότερες τιμές για τις υπηρεσίες τους. Αυτές φαίνεται να είναι οι πρώτες «σκυλούδες», πόρνες δευτέρας και τρίτης κατηγορίας δηλαδή που περιφέρονταν μαζί με την παρακμιακή αντρική πελατεία τους στα κακόφημα σοκάκια του Πειραιά, όμοια με τις αγέλες των αδέσποτων σκύλων. Στην αργκό της εποχής εμφανίζονταν και ως «λαμαρίνες», μιας και η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν στον δρόμο, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου. Πώς περάσαμε όμως από τις σκυλούδες στα σκυλάδικα;
Γι’ αυτό υπεύθυνη φαίνεται να είναι η διαβόητη πειραϊκή Τρούμπα! Εκεί, μεταπολεμικά, άνοιξαν τα πρώτα καμπαρέ με γνωστούς καλλιτέχνες του καιρού και κόσμο της καλής κοινωνίας, γεννώντας μια νέα πιάτσα διασκέδασης στον Πειραιά. Όταν κατέφτασε όμως ο αμερικανικός 6ος Στόλος, η ζήτηση δεν μπορούσε να καλυφθεί από τα ακριβά καμπαρέ, κι έτσι σύντομα εμφανίστηκε μια μακρά σειρά δεύτερων και παρακμιακών νυχτερινών κέντρων, για να εκμεταλλευτούν το δολάριο που έρρεε άφθονο. Οι σκυλούδες μεταφέρθηκαν πια στην πιάτσα της Τρούμπας και οι κράχτες των φτηνών κέντρων διασκέδασης άρχισαν να αποκαλούν στην αργκό τα μαγαζιά σκυλάδικα, μιας και εκεί μαζεύονταν τώρα οι ιερόδουλες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου.
Συνυφασμένο με την παρακμή και την ηθική κατάπτωση, το σκυλάδικο γνώρισε τις δικές του ιστορικές δόξες και είναι σίγουρο ότι στα προπολεμικά χρόνια ήταν κάτι ολότελα διαφορετικό από τη σημερινή παραφθαρμένη εκδοχή του. Ενδεικτικές εδώ είναι οι σύγχρονες ετυμολογικές αναζητήσεις του όρου, που συσχετίζουν τη λέξη με την ποιότητα του μπουζουξίδικου και του ήχου του, αν και αποστερούν από το σκυλάδικο την πλούσια ιστορία του. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, ο τρόπος που τραγουδούσαν οι αοιδοί αλλά και η κακή φωνή τους έκανε να μοιάζουν τα τραγούδια με γάβγισμα, απ’ όπου και βγήκε ο όρος «σκυλάδικο».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η εκδοχή που θέλει τους τραγουδιστές να ερμηνεύουν τα τραγούδια πολύ γρήγορα, σχεδόν ασθματικά, μέχρι να βρουν εκείνο που θα είχε αντίκτυπο στο κοινό. Όταν ο κόσμος άρχιζε να πετά λουλούδια και να σπάει πιάτα, ο τραγουδιστής έκοβε ρυθμούς και ερμήνευε το σουξέ κανονικά, για να το απολαύσει το μαγαζί.
Μετά συνεχιζόταν η ίδια διαδικασία με τα απανωτά ρεφρέν, που έκανε τη φωνή των τραγουδιστών να μοιάζει με ασθματικό λυγμό σκύλου, καθώς το λαχάνιασμα στη φωνή τούς εμπόδιζε ακόμα και να πάρουν σωστή αναπνοή. Το αναπνευστικό αυτό «πρόβλημα» γέννησε τα γαβγίσματα και τα τελευταία το «σκυλάδικο», τις «σκυλούδες» τραγουδίστριες αλλά και τους «σκυλάδες» θαμώνες των αντίστοιχων κέντρων.
Οι θεωρίες αυτές είναι ωστόσο πολύ μεταγενέστερες και αφορούν κυρίως στα μπουζούκια της δεκαετίας του 1970, όταν το σκυλάδικο μετρούσε ήδη αρκετές δεκαετίες πλούσιας ζωής. Σήμερα ξέρουμε όλοι καλά τι εννοούμε σκυλάδικα τραγούδια και τι σκυλάδικα μπουζούκια και πιθανότατα εξίσου καλά ήξεραν τι περιλάμβανε ο όρος και οι θαμώνες της προπολεμικής Ελλάδας…
Περισσότερες ιστορίες λέξεων εδώ.