Ο Ολυμπιονίκης Κώστας Τσικλητήρας δόξασε την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σουηδίας, στις 25 Ιουνίου του 1912, όταν πήρε το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο κόσμος τον υποδέχτηκε θριαμβευτικά. Τον παρέλαβαν απ’ το σταθμό του τρένου και τον συνόδευσαν μέχρι το γήπεδο του Πανελληνίου, στο Πεδίον του Άρεως. Ο Κωστής όμως δεν πρόλαβε να χαρεί το θρίαμβό του.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του, ξέσπασε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος.
Χιλιάδες Έλληνες κατετάγησαν στο στρατό και ακόμη περισσότεροι ομογενείς ήρθαν ως εθελοντές.
Κόσμος ερχόταν από την Αμερική, για να συμμετάσχει στον πατριωτικό αγώνα.
Από αυτή την προσπάθεια δεν μπορούσε να λείπει το αγαπημένο παιδί της Ελλάδας, ο χρυσός Ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας.
Κατατάχτηκε αμέσως, με μεγάλο ζήλο. Δεν έβλεπε την ώρα να υπηρετήσει στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα.
Όμως οι ανώτεροί του δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή ενός ινδάλματος του ελληνικού λαού.
Το 1916 θα διεξάγονταν πάλι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ελληνική κυβέρνηση προόριζε τον Τσικλητήρα για άλλο ένα χρυσό μετάλλιο.
Δεν μπορούσαν να θυσιάσουν ένα σπουδαίο ταλέντο, ένα από τα ελάχιστα που είχε η Ελλάδα, στο πεδίο της μάχης.
Οι εντολές έρχονταν από τον Πρίγκιπα Νικόλαο.
Προσπάθησαν να τον στείλουν στα μετόπισθεν για να μην κινδυνεύσει η ζωή του.
Ο Κωστής δεν υπάκουσε. Ντρεπόταν να μείνει πίσω όταν τ΄ αδέλφια του ήταν στο μέτωπο.
Ήθελε να πολεμήσει για την πατρίδα του και το φώναζε με κάθε τρόπο.
Αρνήθηκε να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφερε να πολεμήσει.
Οι αξιωματικοί τον τοποθετούσαν πάντα μακριά απ’ τη μάχη.
Του ανέθεταν να συνοδεύει αιχμαλώτους και όποια άλλη δουλειά εξασφάλιζε την απουσία του απ’ το μέτωπο.
Η οικογένειά του ανησυχούσε και τον συμβούλευε να δεχτεί τις συστάσεις των αξιωματικών και να γυρίσει στην Αθήνα.
Μέχρι και ο Μπενάκης, που ήταν φίλος της οικογένειας Τσικλητήρα, του είχε προτείνει να εργαστεί στις επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο, για να τον κρατήσει μακριά απ’ τον πόλεμο.
Δεν ήθελε να του φέρονται διαφορετικά επειδή ήταν Ολυμπιονίκης.
Το Δεκέμβριο ο Κωστής Τσικλητήρας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Με βαριά καρδιά είχε υπακούσει τις εντολές, γιατί οι γονείς του κόντευαν να τρελαθούν απ’ την έγνοια τους.
Όμως ήταν πολύ αργά. Ο Κωστής είχε ήδη προσβληθεί από το μικρόβιο της μηνιγγίτιδας. Αρρώστησε βαριά και πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου. Ήταν μόλις 25 ετών.
O Τσικλητήρας τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Πατρών. Πάνω στην πλάκα τοποθετήθηκαν οι πέντε κύκλοι, το έμβλημα των Ολυμπιακών αγώνων.
Το 1963 διοργανώθηκαν για πρώτη φορά οι Αγώνες Στίβου Τσικλητήρεια που φέρουν το όνομα του αθλητή.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.
Λίγους μήνες μετά την επιστροφή του, ξέσπασε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος.
Χιλιάδες Έλληνες κατετάγησαν στο στρατό και ακόμη περισσότεροι ομογενείς ήρθαν ως εθελοντές.
Κόσμος ερχόταν από την Αμερική, για να συμμετάσχει στον πατριωτικό αγώνα.
Από αυτή την προσπάθεια δεν μπορούσε να λείπει το αγαπημένο παιδί της Ελλάδας, ο χρυσός Ολυμπιονίκης Κωστής Τσικλητήρας.
Κατατάχτηκε αμέσως, με μεγάλο ζήλο. Δεν έβλεπε την ώρα να υπηρετήσει στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα.
Όμως οι ανώτεροί του δεν ήταν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν τη ζωή ενός ινδάλματος του ελληνικού λαού.
Το 1916 θα διεξάγονταν πάλι Ολυμπιακοί Αγώνες και η ελληνική κυβέρνηση προόριζε τον Τσικλητήρα για άλλο ένα χρυσό μετάλλιο.
Δεν μπορούσαν να θυσιάσουν ένα σπουδαίο ταλέντο, ένα από τα ελάχιστα που είχε η Ελλάδα, στο πεδίο της μάχης.
Οι εντολές έρχονταν από τον Πρίγκιπα Νικόλαο.
Προσπάθησαν να τον στείλουν στα μετόπισθεν για να μην κινδυνεύσει η ζωή του.
Ο Κωστής δεν υπάκουσε. Ντρεπόταν να μείνει πίσω όταν τ΄ αδέλφια του ήταν στο μέτωπο.
Ήθελε να πολεμήσει για την πατρίδα του και το φώναζε με κάθε τρόπο.
Αρνήθηκε να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφερε να πολεμήσει.
Οι αξιωματικοί τον τοποθετούσαν πάντα μακριά απ’ τη μάχη.
Του ανέθεταν να συνοδεύει αιχμαλώτους και όποια άλλη δουλειά εξασφάλιζε την απουσία του απ’ το μέτωπο.
Η οικογένειά του ανησυχούσε και τον συμβούλευε να δεχτεί τις συστάσεις των αξιωματικών και να γυρίσει στην Αθήνα.
Μέχρι και ο Μπενάκης, που ήταν φίλος της οικογένειας Τσικλητήρα, του είχε προτείνει να εργαστεί στις επιχειρήσεις του στην Αίγυπτο, για να τον κρατήσει μακριά απ’ τον πόλεμο.
Σε γράμμα προς τη μητέρα του, ο Κωστής εκμυστηρεύτηκε γι’ άλλη μια φορά, ότι ντρεπόταν να γυρίσει στην Αθήνα.Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με τις εξελίξεις. Ένιωθε ότι είχε χρέος να υπηρετήσει την πατρίδα του και τον προσέβαλε η συμπεριφορά των ανώτερων.
Ο κόσμος τον αναγνώριζε και τον ρωτούσε γιατί δεν ήταν στο πεδίο της μάχης.
Με σχετική ειρωνεία σχολίασε ότι οι ευχές της μητέρας του εισακούστηκαν, γιατί τον έκαναν λοχία σιτιστή και αυτό σήμαινε ότι θα έμενε μακριά απ’ τον κίνδυνο.
Δεν ήθελε να του φέρονται διαφορετικά επειδή ήταν Ολυμπιονίκης.
Το Δεκέμβριο ο Κωστής Τσικλητήρας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Με βαριά καρδιά είχε υπακούσει τις εντολές, γιατί οι γονείς του κόντευαν να τρελαθούν απ’ την έγνοια τους.
Όμως ήταν πολύ αργά. Ο Κωστής είχε ήδη προσβληθεί από το μικρόβιο της μηνιγγίτιδας. Αρρώστησε βαριά και πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου. Ήταν μόλις 25 ετών.
O Τσικλητήρας τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Πατρών. Πάνω στην πλάκα τοποθετήθηκαν οι πέντε κύκλοι, το έμβλημα των Ολυμπιακών αγώνων.
Το 1963 διοργανώθηκαν για πρώτη φορά οι Αγώνες Στίβου Τσικλητήρεια που φέρουν το όνομα του αθλητή.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.