Η ατίμωση προτιμότερη απ’ τον θάνατο
Οι πιο συνηθισμένες ποινές που επέβαλλαν τα βυζαντινά δικαστήρια ήταν τα χρηματικά πρόστιμα, ο περιορισμός σε μοναστήρι, η δήμευση της περιουσίας και ο ακρωτηριασμός.
Η ποινή του θανάτου μετά τον 8ο αιώνα διατηρήθηκε μόνο για την προδοσία, τη λιποταξία, τον φόνο και τις παρά φύσιν έξεις, αλλά και στις περιπτώσεις αυτές σπάνια εφαρμοζόταν.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι ο ακρωτηριασμός ήταν ένα φιλάνθρωπο υποκατάστατο της θανατικής ποινής, που θεωρούσαν ότι δεν ήταν αντιφατικό προς το σχετικό κήρυγμα του Χριστού: «Να βγάλεις τα μάτια σου και να κόψεις τα μέλη σου άμα σε σκανδαλίζουν».
Πρώτος ο Λέων ο Ίσαυρος καθιέρωσε τον ακρωτηριασμό σε μεγάλη κλίμακα και από τότε οι Βυζαντινοί τον χρησιμοποιούσαν αρκετά συχνά.
Η Εκκλησία μεσάζων και δικαστής
Πολλές φορές οι φυγόδικοι κατέφευγαν σε εκκλησίες, όπου δεν μπορούσε ο νόμος να παρέμβει και να τους αποσπάσει με τη βία.
Αν ο φυγόδικος ήταν δούλος που είχε αποδράσει, υποχρεωνόταν να ακολουθήσει τον κύριό του, εφόσον εκείνος εγγυόταν ότι η συζήτηση για την υπόθεσή του θα γινόταν ήσυχα.
Αν όμως ο αφέντης επιχειρούσε να τον αποσπάσει από τον ναό βίαια, τότε αυτός μαστιγωνόταν 12 φορές και στη συνέχεια γινόταν η προσπάθεια για συζήτηση.
Αν κατέφευγε σε ναό κάποιος καταδικασμένος για φόνο εξ αμελείας, πρώτα έχανε την περιουσία του και στη συνέχεια, αν ήθελε κλεινόταν σε μοναστήρι. Αν όμως είχε διαπράξει φόνο εκ προμελέτης, αναγκαζόταν να ασπαστεί τον μοναχικό βίο για πάντα.
Για τον γάιδαρο καβάλα!
Όσοι συλλαμβάνονταν για κλοπή, για εμπρησμό, για μοιχεία ή άλλα αδικήματα, πριν τους επιβληθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, γνώριζαν τη διαπόμπευση.
Η σχετική διαδικασία άρχιζε με το κούρεμα.
Ύστερα μαύριζαν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου χρησιμοποιώντας καπνιά και, αφού τον έντυναν με κουρέλια, τον υποχρέωναν να ανέβει σε έναν γάιδαρο καθισμένος ανάστροφα, ώστε να βλέπει και να κρατάει την ουρά του ζώου.
Ύστερα, καθώς περιφερόταν στους δρόμους, όλοι τον έφτυναν στο πρόσωπο, του πετούσαν ακαθαρσίες, πολλές φορές τον λιθοβολούσαν και τον περιέπαιζαν με κάθε τρόπο. Έτσι έμεινε η φράση «για τον γάιδαρο καβάλα»
«Έγινε βούκινο»
Όταν διαπομπεύονταν οι θεωρούμενοι εγκληματίες (παιδεραστές, εμπρηστές, κλέφτες, διακορεύσαντες παρθένα, λιποτάκτες), υπήρχε ειδικός τελάλης, ο «πλατσάριος», που διαλαλούσε το έγκλημα, με σκοπό να παραδειγματίζεται ο λαός και να απέχει από άδικες πράξεις.
Συχνά οι πλατσάριοι, για να προκαλέσουν το πλήθος να δει τον διαπομπευόμενο, χρησιμοποιούσαν σάλπιγγα, γεγονός στο οποίο παραπέμπει και η σημερινή φράση «έγινε βούκινο» (βούκινο = σάλπιγγα από κέρατο)
Dura lex, sed lex (σκληρός νόμος, αλλά νόμος)
Στο Βυζάντιο οι ποινές για τους κλέφτες ήταν πολύ αυστηρές.
Όταν συλλαμβανόταν κάποιος να κλέβει, του σημάδευαν το μέτωπο με πυρακτωμένο σίδερο.
Αν μάλιστα έκανε το ίδιο παράπτωμα για δεύτερη φορά, αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να του κόψουν το χέρι ή το πόδι.
Στους μοιχούς και στις μοιχαλίδες επιβαλλόταν η ποινή της «ρινότμησης» και έτσι με κομμένη τη μύτη γινόταν η διαπόμπευσή τους.
Για άλλα παραπτώματα, ιδίως σε περιπτώσεις λιποτακτών, επιβάλλονταν ακόμα σκληρότερες ποινές, όπως ήταν η τύφλωση.
Επειδή ο νόμος δεχόταν τη λογική του ρητού,«οφθαλμός αντί οφθαλμού», οι μοιχοί κινδύνευαν να χάσουν το ανδρικό μόριό τους.
Αναθεώρηση «εις το φιλανθρωπότερον»
Ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ εισήγαγε τον πρώτο σημαντικό κώδικα νόμων το 728, που πήρε την ονομασία «Εκλογή των νόμων».
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας υπερηφανευόταν ότι αναθεώρησε την προηγούμενη νομοθεσία «εις το φιλανθρωπότερον», ωστόσο εισήγαγε για πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο βάρβαρες ποινές, μάλλον υπό την επίδραση ανατολικών συνηθειών.
Για παράδειγμα, η ψευδορκία τιμωρούνταν με την αποκοπή της γλώσσας, η κλοπή λατρευτικών σκευών με τύφλωση, η παραχάραξη με αποκοπή ενός χεριού, η αποπλάνηση μοναχής, η μοιχεία και η αιμομιξία με ρινότμηση, η κτηνοβασία με την αποκοπή του γεννητικού μορίου.
Η ποινή του θανάτου επιβαλλόταν για άλλα αδικήματα, όπως η μαγεία, η φαρμακεία (δηλητηρίαση), η ανθρωποκτονία εκ προμελέτης, η ληστεία και η λιποταξία.
«Η άγνωστη πλευρά του Βυζαντίου. Ιστορικά παράδοξα», Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκος, Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης. Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, mixanitouxronou.gr
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.
Οι πιο συνηθισμένες ποινές που επέβαλλαν τα βυζαντινά δικαστήρια ήταν τα χρηματικά πρόστιμα, ο περιορισμός σε μοναστήρι, η δήμευση της περιουσίας και ο ακρωτηριασμός.
Η ποινή του θανάτου μετά τον 8ο αιώνα διατηρήθηκε μόνο για την προδοσία, τη λιποταξία, τον φόνο και τις παρά φύσιν έξεις, αλλά και στις περιπτώσεις αυτές σπάνια εφαρμοζόταν.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι ο ακρωτηριασμός ήταν ένα φιλάνθρωπο υποκατάστατο της θανατικής ποινής, που θεωρούσαν ότι δεν ήταν αντιφατικό προς το σχετικό κήρυγμα του Χριστού: «Να βγάλεις τα μάτια σου και να κόψεις τα μέλη σου άμα σε σκανδαλίζουν».
Πρώτος ο Λέων ο Ίσαυρος καθιέρωσε τον ακρωτηριασμό σε μεγάλη κλίμακα και από τότε οι Βυζαντινοί τον χρησιμοποιούσαν αρκετά συχνά.
Η Εκκλησία μεσάζων και δικαστής
Πολλές φορές οι φυγόδικοι κατέφευγαν σε εκκλησίες, όπου δεν μπορούσε ο νόμος να παρέμβει και να τους αποσπάσει με τη βία.
Αν ο φυγόδικος ήταν δούλος που είχε αποδράσει, υποχρεωνόταν να ακολουθήσει τον κύριό του, εφόσον εκείνος εγγυόταν ότι η συζήτηση για την υπόθεσή του θα γινόταν ήσυχα.
Αν όμως ο αφέντης επιχειρούσε να τον αποσπάσει από τον ναό βίαια, τότε αυτός μαστιγωνόταν 12 φορές και στη συνέχεια γινόταν η προσπάθεια για συζήτηση.
Αν κατέφευγε σε ναό κάποιος καταδικασμένος για φόνο εξ αμελείας, πρώτα έχανε την περιουσία του και στη συνέχεια, αν ήθελε κλεινόταν σε μοναστήρι. Αν όμως είχε διαπράξει φόνο εκ προμελέτης, αναγκαζόταν να ασπαστεί τον μοναχικό βίο για πάντα.
Για τον γάιδαρο καβάλα!
Όσοι συλλαμβάνονταν για κλοπή, για εμπρησμό, για μοιχεία ή άλλα αδικήματα, πριν τους επιβληθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο ποινή, γνώριζαν τη διαπόμπευση.
Η σχετική διαδικασία άρχιζε με το κούρεμα.
Ύστερα μαύριζαν το πρόσωπο του διαπομπευόμενου χρησιμοποιώντας καπνιά και, αφού τον έντυναν με κουρέλια, τον υποχρέωναν να ανέβει σε έναν γάιδαρο καθισμένος ανάστροφα, ώστε να βλέπει και να κρατάει την ουρά του ζώου.
Ύστερα, καθώς περιφερόταν στους δρόμους, όλοι τον έφτυναν στο πρόσωπο, του πετούσαν ακαθαρσίες, πολλές φορές τον λιθοβολούσαν και τον περιέπαιζαν με κάθε τρόπο. Έτσι έμεινε η φράση «για τον γάιδαρο καβάλα»
«Έγινε βούκινο»
Όταν διαπομπεύονταν οι θεωρούμενοι εγκληματίες (παιδεραστές, εμπρηστές, κλέφτες, διακορεύσαντες παρθένα, λιποτάκτες), υπήρχε ειδικός τελάλης, ο «πλατσάριος», που διαλαλούσε το έγκλημα, με σκοπό να παραδειγματίζεται ο λαός και να απέχει από άδικες πράξεις.
Συχνά οι πλατσάριοι, για να προκαλέσουν το πλήθος να δει τον διαπομπευόμενο, χρησιμοποιούσαν σάλπιγγα, γεγονός στο οποίο παραπέμπει και η σημερινή φράση «έγινε βούκινο» (βούκινο = σάλπιγγα από κέρατο)
Dura lex, sed lex (σκληρός νόμος, αλλά νόμος)
Στο Βυζάντιο οι ποινές για τους κλέφτες ήταν πολύ αυστηρές.
Όταν συλλαμβανόταν κάποιος να κλέβει, του σημάδευαν το μέτωπο με πυρακτωμένο σίδερο.
Αν μάλιστα έκανε το ίδιο παράπτωμα για δεύτερη φορά, αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να του κόψουν το χέρι ή το πόδι.
Στους μοιχούς και στις μοιχαλίδες επιβαλλόταν η ποινή της «ρινότμησης» και έτσι με κομμένη τη μύτη γινόταν η διαπόμπευσή τους.
Για άλλα παραπτώματα, ιδίως σε περιπτώσεις λιποτακτών, επιβάλλονταν ακόμα σκληρότερες ποινές, όπως ήταν η τύφλωση.
Επειδή ο νόμος δεχόταν τη λογική του ρητού,«οφθαλμός αντί οφθαλμού», οι μοιχοί κινδύνευαν να χάσουν το ανδρικό μόριό τους.
Αναθεώρηση «εις το φιλανθρωπότερον»
Ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ εισήγαγε τον πρώτο σημαντικό κώδικα νόμων το 728, που πήρε την ονομασία «Εκλογή των νόμων».
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας υπερηφανευόταν ότι αναθεώρησε την προηγούμενη νομοθεσία «εις το φιλανθρωπότερον», ωστόσο εισήγαγε για πρώτη φορά στο ρωμαϊκό δίκαιο βάρβαρες ποινές, μάλλον υπό την επίδραση ανατολικών συνηθειών.
Για παράδειγμα, η ψευδορκία τιμωρούνταν με την αποκοπή της γλώσσας, η κλοπή λατρευτικών σκευών με τύφλωση, η παραχάραξη με αποκοπή ενός χεριού, η αποπλάνηση μοναχής, η μοιχεία και η αιμομιξία με ρινότμηση, η κτηνοβασία με την αποκοπή του γεννητικού μορίου.
Η ποινή του θανάτου επιβαλλόταν για άλλα αδικήματα, όπως η μαγεία, η φαρμακεία (δηλητηρίαση), η ανθρωποκτονία εκ προμελέτης, η ληστεία και η λιποταξία.
«Η άγνωστη πλευρά του Βυζαντίου. Ιστορικά παράδοξα», Ιωάννης Γρυντάκης, Γεώργιος Δάλκος, Άγγελος Χόρτης, Έκτορας Χόρτης. Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, mixanitouxronou.gr
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.