Πολλές φορές οι ιστορικοί έχουν αναρωτηθεί γιατί η Ρώμη, ενώ ακολούθησε απαρέγκλιτα μια πολιτική ανεξιθρησκίας έναντι των κατακτημένων λαών, με την πολυθεΐα να είναι το επίσημο θρησκευτικό της καθεστώς, αντιμετώπισε με τόση βαρβαρότητα το χριστιανισμό. Επί τρεις αιώνες οι χριστιανοί κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, δέχτηκαν στα κορμιά τους καυτή πίσσα και λάδι, ρίχτηκαν στις αρένες και στα θηρία.
Αυτά γινόντουσαν την ίδια στιγμή που οποιοσδήποτε άγνωστος θεός από τη Δύση ή την Ανατολή έκανε αμέσως ανεμπόδιστα καριέρα μόλις εμφανιζόταν στη Ρώμη. Κατά τους μελετητές, ένας λόγος που έφερε τις φοβερές διώξεις ήταν η κοσμοθεωρία της νέας θρησκείας, που αμφισβητούσε ευθέως κάθε είδους επίγεια δύναμη και κυριαρχία, δίνοντας προτεραιότητα σε ψυχικά και πνευματικά αγαθά που ο άνθρωπος θα απολάμβανε μετά τον θάνατο του. Αυτό ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την παγκόσμια κυριαρχία της Ρώμης.
Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο τρόπος ζωής που επέλεγαν οι χριστιανοί, η εγκράτεια, η αγνότητα και η εγκαρτέρηση, ήταν εντελώς αντίθετος με την κρατούσα αντίληψη περί ζωής στην αυτοκρατορία, η οποία διαπνεόταν από το κυνήγι των απολαύσεων και της ηδονής.
Η ιδέα της αγνότητας και της διατήρησης της παρθενίας, ειδικά στις γυναίκες, ιδέα που εισήγαγε ο χριστιανισμός, φάνηκε στους Ρωμαίους εντελώς εξωφρενική στην αρχή και στη συνέχεια προκλητικά ανατρεπτική. Η κακή οικονομική κατάσταση του κράτους είχε οδηγήσει σε μείωση των γεννήσεων. Σε αυτά τα άσχημα ήρθε να προστεθεί κι ο χριστιανισμός με αυτές τις θεωρίες περί παρθενίας. Όμως οι αυτοκράτορες ήθελαν παιδιά που θα στελέχωναν τις αυριανές ανίκητες λεγεώνες της Ρώμης. Ήταν συνεπώς μια θεωρία που δυναμίτιζε τα θεμέλια του ίδιου του κράτους. Κι έπειτα, αυτός που ακολουθούσε σε τόσο «ακραίες» επιλογές τις επιταγές του θεού του ήταν εν δυνάμει επικίνδυνος για την κρατούσα τάξη.
Μόνο έτσι εξηγείται η αγριότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους η ιδέα της παρθενίας, με την προσαρμογή του επίσημου δικαίου της Ρώμης προκειμένου να την καταπολεμήσει. Η εφαρμογή των συγκεκριμένων νόμων τον 1ο και το 2ο μ.Χ. αιώνα δημιούργησε μια ειδική κατηγορία αγίων και οσίων γυναικών, που ονομάστηκαν παρθενομάρτυρες. Πάνω από 50 αναφέρονται στο εορτολόγιο.
Όταν μια Χριστιανή συλλαμβανόταν και οδηγείτο στο δικαστήριο, η πρώτη ερώτηση που της έθεταν ήταν αν ήταν παρθένα και αν πίστευε στην διατήρηση της παρθενίας. Εφόσον η απάντηση ήταν θετική, τότε η απόφαση όριζε να βιαστεί πριν από την εκτέλεσή της.
Τα πρώτα χρόνια τον βιασμό αναλάμβανε ο ίδιος ο δήμιος μπροστά στο κοινό που είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει τον απαγχονισμό ή τον στραγγαλισμό.
Στις διώξεις του 1ου αιώνα αυτό γινόταν κατά παράβαση των διατάξεων, διότι ο ρωμαϊκός νόμος απαγόρευε να εκτελούνται έφηβοι ή γυναίκες που δεν είχαν περάσει περίοδο ήβης έτσι στα μεν αγόρια φορούσαν μια τήβεννο για να μοιάζουν με άνδρες και τις κοπέλες τις βίαζαν για να γίνουν γυναίκες και να είναι νόμιμή η εκτέλεσή τους. Μετά τον Διοκλητιανό όμως, ο Νέρων, ο Μαξιμιανός και ο Μαξιμίνος με σειρά νόμων θέσπισαν το δημόσιο βιασμό ως κανονική ποινή. Οι αυτοκράτορες αυτοί ήταν κατά βάση εγκληματικές φυσιογνωμίες και συχνότατα αναλάμβαναν οι ίδιοι να εφαρμόσουν την ποινή, όταν επρόκειτο για μικρές και όμορφες χριστιανές. Ο Μαξιμίνος ειδικά είχε κανονική μανία να βιάζει παρθένες και ήθελε κάθε μέρα και από μία τρομοκρατημένη κοπέλα στο κρεβάτι του.
Όσο περνούσαν τα χρόνια η εφαρμογή της ποινής γινόταν όλο και πιο φρικαλέα. Έγδυναν τις χριστιανές μέσα στο δικαστήριο, τις εξευτέλιζαν και τις βασάνιζαν, έπειτα τις βίαζαν και τις σκότωναν. Επί Μαξιμιλιανού, το 307, 600 χριστιανές παρθένες βιάστηκαν μέσα στο κατάμεστο Κολοσσαίο από λεγεωνάριους και έπειτα άφησαν τα θηρία να τις κατασπαράξουν.
Πολύ συχνά τις οδηγούσαν στην πορνεία όπου περνούσαν μερικούς μήνες με τις πιο φρικτές ταπεινώσεις, πριν τις σκοτώσουν. Χριστιανές παρθένες έριχναν επίσης στα κελιά των μονομάχων τελευταίο βράδυ πριν μπουν στην αρένα για να αγωνιστούν μέχρι θανάτου. Καμιά φορά εάν ο δικαστής ήταν επιεικής, έδινε διαταγή να οδηγηθεί η κοπέλα σε ένα δωμάτιο πίσω προκειμένου να βιαστεί και έπειτα την ξαναφέρναν αμέσως μπροστά του και τη ρωτούσε αν παρέμεινε χριστιανή, αφού είχε χάσει την αγνότητά της. Αν η κοπέλα απαντούσε καταφατικά, τότε την καταδίκαζε σε θάνατο.
Τα φοβερά αυτά μαρτύρια δημιουργούσαν και μια ολόκληρη σειρά από φημολογούμενα θαύματα, όπως συνέβη στην Περπετούα, που όταν την έγδυναν μέσα στο δικαστήριο, τα μαλλιά της μάκρυναν αμέσως για να σκεπάσουν τη γύμνια τους, ή στην αγνή, που το κορμί της έγινε τόσο βαρύ ώστε στάθηκε αδύνατον να τη σηκώσουν για να την βάλουν στο κρεβάτι της διακόρευσης. Όλοι αυτοί οι νόμοι καταργήθηκαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο μετά το 325 μ.Χ., και όταν ο Μέγας Θεοδόσιος ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία του κράτους, οι παρθενομάρτυρες ονομάστηκαν Αγίες.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.