Το Νοέμβριο του 1939, πριν από την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου, η τουρκική κυβέρνηση ψήφισε άλλον ένα νόμο, που είχε ως στόχο να πιέσει τις μειονότητες που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με αυτόν, αφαιρούνταν το δικαίωμα στους Εβραίους και τους χριστιανούς που υπηρετούσαν στον τουρκικό στρατό, να εκπαιδεύονται στα όπλα, κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Έτσι, όσοι μειονοτικοί κατατάσσονταν θα εκτελούσαν μόνο βοηθητικές εργασίες, όπως κατασκευές δρόμων, αεροδρομίων, καθαρισμό ή εκχιονισμό σιδηροδρομικών γραμμών, ή όπου αλλού τους έδιναν εντολή οι αξιωματικοί. Για να ξεχωρίζουν μάλιστα οι μειονοτικοί στρατιώτες, τους έδιναν διαφορετικού χρώματος στολές, από αυτές που φορούσαν οι υπηρετούντες τον τουρκικό στρατό.
«Η επιστράτευση των 20 ηλικιών»
Ο νόμος εφαρμόστηκε άμεσα. Κανένας όμως δεν μπορούσε να φανταστεί, τι θα συνέβαινε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στον οποίο η Τουρκία τήρησε «επιτηδευμένη ουδετερότητα».Μόλις λίγες ημέρες μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941 και ενώ η χώρα βρισκόταν υπό κατοχή, η τουρκική κυβέρνηση εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία, εφάρμοσε με σκληρότητα το νόμο που είχε προετοιμάσει και ψηφίσει δύο χρόνια πριν.
Με επισκέψεις αστυνομικών σε σπίτια και συστηματικούς ελέγχους ταυτοτήτων στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης και της Ανατολικής Θράκης, «μάζεψαν» περίπου 40 χιλιάδες Έλληνες χριστιανούς, Αρμένιους και Εβραίους άντρες ηλικίας 25 – 45 ετών, για να πραγματοποιήσουν ένα νέο είδος στρατιωτικής θητείας στον τουρκικό στρατό.
Στόχος ήταν η φυσική εξόντωση των μειονοτικών της Πόλης και πραγματοποιήθηκε με την «επιστράτευση των 20 ηλικιών», όπως έμεινε γνωστή. Οι μειονοτικοί δεν είχαν πληροφορίες για το πόσο χρονικό διάστημα θα υπηρετούσαν και σε ποιες περιοχές. Από τη στιγμή που έφευγαν από τα σπίτια τους οι οικογένειές τους δεν γνώριζαν πότε θα επιστρέψουν και σε ποια κατάσταση.
Τα τάγματα εργασίας
Όταν οι αρχές εντόπιζαν τους Έλληνες χριστιανούς, τους Εβραίους και τους Αρμένιους, τους συγκέντρωναν στο στρατόπεδο Νταβούτ Πασά και με τρένα από το σταθμό Χαιντάρ Πασά, τους μετέφεραν σε διάφορες πόλεις της Ανατολής. Εκεί θα έσκαβαν και θα έκαναν οικοδομικές εργασίες νυχθημερόν υπό πολικές συνθήκες και φορώντας τις ειδικές στολές των μειονοτικών.Η τραγική ειρωνεία ήταν ότι τα ρούχα που τους δόθηκαν τα είχε στείλει η Ελλάδα μετά από ένα σεισμό το 1939, για να ενισχύσει τους σεισμοπαθείς.
Ο Σίμος Βαφειάδης στο βιβλίο του «Ένας πολίτης θυμάται» αναφέρει ότι, αν και είχε απολυθεί από το στρατό στις 29 Μαΐου του 1940, με την «επιστράτευση των 20 ηλικιών», βρέθηκε στο Σεφκιάτι, όπου ήταν ο σταθμός αποστολής στρατευμάτων στο Σίρκετζι. Στη συνέχεια με πλοιάρια οι άοπλοι στρατιώτες μεταφέρθηκαν στην Αρετσού και 1200 άνδρες, ένας αξιωματικός και μερικοί υπαξιωματικοί επιβιβάστηκαν σε 30 βαγόνια, με προορισμό το Αφιόν Καραχισάρ. Οι επιστρατευθέντες – αναφέρει ο Βαφειάδης – έβρισκαν κάλυκες σφαιρών που έγραφαν: «Ελληνικός Στρατός 1912». Επόμενοι σταθμοί ήταν το Τσίβριλ, Κιαγκιζίτσα και Γέρκογι.
Οι συνθήκες διαβίωσης
Η ζωή στα τάγματα εργασίας που είχε δημιουργήσει ο τουρκικός στρατός ήταν ανυπόφορη.
Ο πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών Νικόλαος Ουζούνογλου λέει στη «Μηχανή του Χρόνου»:
«Ο πατέρας μου είχε γυρίσει ουσιαστικά όλα τα μέρη. Θυμόταν π.χ. το Έρτζιντσαν, το οποίο έχει καταστραφεί σε ένα σεισμό. Μια χαρακτηριστική ημέρα, παίρνει φωτιά μια αποθήκη. Τους βάζουνε να σβήσουν τη φωτιά με φτυάρια. Και γίνονται εκρήξεις. Και δεν υπάρχει καμία μέριμνα, αν θα σκοτωθεί κάποιος ή όχι. Επίσης η διατροφή ήτανε κάτι το τρομερό. Γινότανε κλοπές από τους υπευθύνους αξιωματικούς. Η τροφή που εδίδετο ήταν χειρίστης μορφής. Δεν μπορούσαν να σιτιστούν».
Εκτός από όλα τα άλλα οι Κωνσταντινουπολίτες είχαν να αντιμετωπίσουν και τις ψυχολογικές πιέσεις που τους ασκούσαν οι Τούρκοι, λέγοντάς τους διαρκώς «ξεχάστε την αγαπημένη σας Πόλη, δεν θα τη ξαναδείτε». Στα amele taburlari -όπως ονομάστηκαν- πολλοί άντρες πέθαναν εξαιτίας της εξαντλητικής καταναγκαστικής εργασίας, ενώ οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να υποστούν τα δεινά του εξαιρετικά βαρύ χειµώνα εκείνης της χρονιάς.
Οι µεγαλύτερες ηλικίες µεταξύ 38-45 ετών αποστρατεύθηκαν στις 8 ∆εκεµβρίου 1941, ενώ στις 27 Ιουλίου 1942 καταργήθηκαν όλα τα στρατόπεδα και οι έγκλειστοι που επέζησαν, κατάφεραν να επιστρέψουν καταταλαιπωρημένοι στις πατρίδες τους. Τα τάγµατα εργασίας διαλύθηκαν για λόγους όχι άµεσα προφανείς. Πάντως αυτή η µεροληπτική επιστράτευση και οι κακουχίες οδήγησαν όχι µόνο στο θάνατο µεγάλου αριθµού στρατολογηµένων, αλλά και στην τροµοκράτηση των κοινοτήτων τους.
Πληροφορίες από το βιβλίο «Ένας πολίτης θυμάται» Σίμος Βαφειάδης, εκδόσεις Τσουκάτου, mixanitouxronou.gr
Περισσότερες αφιερώματα εδώ.