Εκτός από τα νεαρά άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα συγκέντρωσης της προσοχής, υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία ΔΕΠΥ, στην οποία το παιδί που πάσχει πρέπει να είναι σε σχεδόν διαρκή κίνηση. Μπορεί να σηκώνεται από τη θέση του κάθε λίγο και λιγάκι ή να χτυπά το πόδι του ή το μολύβι με τρόπο εκνευριστικό. Η συμπεριφορά αυτή συνήθως αποτελεί αιτία διακοπής κάθε δραστηριότητας που απαιτεί ησυχία, τόσο εντός της σχολικής αίθουσας όσο και έξω από αυτή, και αυτό το παιδί καταλήγει συχνά στο γραφείο του διευθυντή λόγω ανυπακοής. Η τιμωρία είναι αναποτελεσματική, εφόσον το παιδί πραγματικά δεν μπορεί να μείνει ακίνητο για πάνω από ένα λεπτό, ή ακόμα και για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα, κάθε φορά. Τα παιδιά με αυτό το είδος ΔΕΠΥ μπορεί να αφομοιώνουν το μάθημα, αλλά απλώς δεν μπορούν να πάψουν να κουνιούνται.
Αυτό δεν σημαίνει πως όλα τα παιδιά που θορυβούν ή περιφέρονται μέσα στην τάξη έχουν ΔΕΠΥ. Η διαφορά είναι ότι το παιδί που όντως δυσκολεύεται εξαιτίας της ΔΕΠΥ είναι πιο εύκολο να καταλάβει τι θα έπρεπε να κάνει, αλλά εξαιτίας μιας εσωτερικής «παρόρμησης» δεν μπορεί να μείνει ακίνητο ή να ελέγξει με επιτυχία αυτήν τη συμπεριφορά όταν του το υπενθυμίζουν.
Επίσης, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι τα παιδιά που έχουν τικ ή τα παιδιά με επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές κάποιου συγκεκριμένου τύπου (π.χ., να τσιμπούν τα χείλη τους, να τραβούν τα μαλλιά τους ή να ρουθουνίζουν συνεχώς) πάσχουν από ΔΕΠΥ. Αυτές οι συμπεριφορές συνήθως είναι αποτέλεσμα υποκείμενων στρεσογόνων καταστάσεων ή ανεπάρκειας αισθητηριακής ολοκλήρωσης.
Η διαφοροποίηση ανάμεσα σε αυτά τα προβλήματα και τη ΔΕΠΥ συνήθως εντοπίζεται στη διεισδυτικότητα της συμπεριφοράς για το παιδί με ΔΕΠΥ. Η συμπεριφορά εκδηλώθηκε στην αρχή του τρέχοντος τριμήνου χωρίς να έχει εμφανιστεί ποτέ ξανά στο παρελθόν; Το πρόβλημα παρουσιάζεται μόνο σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και όχι σε άλλα; Αν η απάντηση σε μια από τις δύο αυτές ερωτήσεις είναι θετική, τότε η δυσκολία που αντιμετωπίζει το παιδί κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι ΔΕ-ΠΥ, αλλά, αντ' αυτού, μπορεί να οφείλεται σε κάποια στρεσογόνο κατάσταση.
Οποιαδήποτε διάγνωση της ΔΕΠΥ πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από κάποιον αρμόδιο κλινικό γιατρό κατόπιν συνεντεύξεων με το παιδί και τους γονείς, και μετά τη λήψη αναφορών ειδικών τεστ και/ή παρατηρήσεων από άλλους, όπως από μέλη του προσωπικού του σχολείου που γνωρίζουν πολύ καλά τη συμπεριφορά του παιδιού. Οι γονείς δεν πρέπει να επιχειρούν να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν μόνοι τους την πάθηση, καθώς παρόμοια συμπτώματα μπορεί να πηγάζουν από άλλες παθήσεις.
Περισσότερα θέματα τη ΔΕΠ-Υ εδώ.