Όταν ο Κολοκοτρώνης πολεμούσε στην Πελοπόννησο είχε μαζί του κι έναν καλόγερο από το Άγιο Όρος, τον Μιχάλη Φούντα, που έκανε για δέκα άντρες το λιγότερο. Ήταν ψηλός, δυνατός, έξυπνος και έτρεχε σαν αγριοκάτσικο. Όπου μάχη και αυτός. Αλλά κι όπου γλέντι ήταν από τους πρώτους.
Ωστόσο, ο Μ. Φούντας παρ’ όλη την παλικαριά του και την εξυπνάδα του, βρέθηκε μια μέρα κυκλωμένος από Αρβανίτες.Φυσικά πολέμησε σαν λιοντάρι, έφαγε αρκετά κεφάλια με το τρομερό χατζάρι του, μα στο τέλος αναγκάστηκε να υποκύψει και πιάστηκε αιχμάλωτος.
Οι Αρβανίτες, βέβαια, γιόρτασαν το γεγονός. Όταν, όμως ο Γέρος έμαθε την αιχμαλωσία του, λυπήθηκε κατάκαρδα.
Αποφάσισε, ωστόσο, να τον ελευθερώσει μ’ έναν πολύ έξυπνο τρόπο.
Ο Κολοκοτρώνης πρόσταξε μερικά από τα παλικάρια του, να στήσουν καρτέρι και να πιάσουν κάποιον «αξιωματούχο» του εχθρού, ώστε να μπορέσουν να τον ανταλλάξουν με τον Φούντα. Πραγματικά, το καρτέρι τους στάθηκε τυχερό.
Δυο μέρες αργότερα, έπεσε στα χέρια τους ο Κιαμήλ εφένδης, που διοικούσε ολόκληρη σχεδόν τη στρατιά. Αμέσως τότε, ο Γέρος του Μοριά ζήτησε την ανταλλαγή του με τον Φούντα.
Ο Αρβανίτης, όμως, ξαφνιάστηκε, γιατί δεν φανταζόταν ποτέ ότι ήθελαν να ανταλλάξουν το «ιερό» πρόσωπο μ’ έναν καλόγερο με φουστανέλα. Μπορούσαν να ζητήσουν στη θέση του εκατό αιχμαλώτους και όχι έναν.
Τότε, όμως ο Κολοκοτρώνης του είπε με το συνηθισμένο του χαμόγελο:
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, αγά μου! Κι εγώ το Μιχάλη το Φούντα δεν τον αλλάζω με χίλιους σαν κι εσένα!..»
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.