Ο κομπέρ επί σκηνής, καπέλα με παγιέτες, στρας ή φτερά, σκηνικά εφήμερα, υποτυπώδη ή φαντασμαγορικά όπως το σκηνογραφικό ομοίωμα του αντιτορπιλικού Έλλη, μουσική υπόκρουση οικεία, όπως αυτή του Εθνικού ή του Ακάθιστου Ύμνου, θεατρικά νούμερα σύντομα, σατιρικά έως καυστικά.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Η επιθεώρηση, από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρει στον ελληνικό λαό ένα θέαμα σπαρταριστό και μοναδικό, γνήσιο και λαϊκό συνδυάζοντας την ανελέητη σάτιρα προς τον επίδοξο κατακτητή με στιγμές γέλιου που όλοι έχουν ανάγκη.
Μετρά ήδη αρκετά χρόνια ζωής, λίγο πριν την έναρξη του πολέμου όμως έχει σωπάσει. Η δικτατορία βάζει φρένο στην ελευθεροστομία κι έτσι ο παροξυσμός που σημείωνε πριν το 1936 στερείται το λίσπασμά του. Στην νέα εκτίναξη που παρατηρείται με την έναρξη του πολέμου οι στόχοι αλλάζουν. Οι επιθεωρησιογράφοι δεν παρωδούν πλέον την πολιτική κατάσταση, ούτε τα κοινωνικά φαινόμενα. Τα πυρά της Επιθεώρησης συγκεντρώνονται στον Ιταλό Δικτάτορα και στον στρατό του, κατεύθυνση προς την οποία δεν υπάρχει ούτε αναστολή, ούτε εμπόδιο. Η επιθεώρηση επιστρατεύεται για τον πολεμικό της ρόλο που τον έχει παίξει τόσο καλά στο παρελθόν και οι καλλιτέχνες δίνουν την δική τους μάχη απέναντι στον εχθρό.
Μέσα σε λίγες ώρες τα περισσότερα θέατρα κατεβάζουν τα έργα που έπαιζαν και ανεβάζουν Επιθεωρήσεις. Κι ενώ έχουν φτάσει να παίζονται σ’ όλα σχεδόν τα θέατρα μόνο θεάματα ατόφια επιθεωρησιακά η ανάμικτα, οι συγγραφείς παρακολουθούν από κοντά την επικαιρότητα. Κάθε εξέλιξη του μετώπου, κάθε πολεμικό ανακοινωθέν, κάθε είδηση ξένου πρακτορείου ειδήσεων, μόλις ακούγεται από το ραδιόφωνο ή κυκλοφορεί στο έκτακτο παραρτήμα των εφημερίδων, αξιοποιείται από τους ετοιμοπόλεμους συγγραφείς οι οποίοι την μετατρέπουν αυτοστιγμί σε νούμερο για να ανέβει το ίδιο κιόλας βράδυ.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940, ηθοποιοί, τραγουδιστές και θεατρικοί συγγραφείς «περνούν» πολιτικά μηνύματα, προβάλλουν τις νίκες και διακωμωδούν τους αντιπάλους. Οι καλλιτέχνες του θεάτρου, επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στα πολεμικά γεγονότα με σκοπό την εμψύχωση και την παρηγοριά, χαρίζοντας την ψυχική ανάταση που όλοι έχουν ανάγκη. Εκείνη την περίοδο η Άννα Καλουτά μετατρέπεται στο «ηρωικό ευζωνάκι» ενώ η Σοφία Βέμπο ερμηνεύει το «Παιδιά της Ελλάδος Παιδιά» που γίνεται εν μια νυκτί το πιο δημοφιλές τραγούδι της χώρας.
Ακόμα και οι τίτλοι των επιθεωρήσεων είναι χαρακτηριστικοί. «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες» «Αθήνα-Ρώμη και φεύγουμε» είναι μερικοί από αυτούς, που αναδεικνύουν την στοχευμένη θεματική, προβάλλουν τις νίκες, και διακωμωδούν την αποτυχημένη απόπειρα των Ιταλών να καταλάβουν την Ελλάδα.
Με την σήμανση του πολέμου, τα θέατρα της πρωτεύουσας κλείνουν για τρεις ημέρες, 29,30 και 31 Οκτωβρίου λόγω του ιταλικού αιφνιδιασμού και της επιστράτευσης πολλών ηθοποιών.
Οι επιθεωρήσεις του πολέμου
Όταν ανασυγκροτούνται, η Μαρίκα Κοτοπούλη κατεβάζει το έργο «Μαντάμ Μποβαρύ» που παιζόταν μέχρι τότε και στη θέση του ανεβαίνει η επιθεώρηση «Πολεμικά Παναθήναια». Εκεί η Ελένη Χαλκούτση σατιρίζει τα πολεμικά ανακοινωθέντα των Ιταλών που απέδιδαν τις ήττες τους στην κακοκαιρία, ενώ η ίδια η Κοτοπούλη στο
τέλος του έργου, περιτριγυρισμένη από τους υπόλοιπους ηθοποιούς απαγγέλει «Ηρθ ο καιρός που θα βροντήξει το κανόνι» ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
τέλος του έργου, περιτριγυρισμένη από τους υπόλοιπους ηθοποιούς απαγγέλει «Ηρθ ο καιρός που θα βροντήξει το κανόνι» ξεσηκώνοντας τον κόσμο.
Την ίδια στιγμή στο θέατρο «Κεντρικό» ο θίασος της Κατερίνας, του οποίου βασικό στέλεχος ήταν ο Χρήστος Τσαγανέας, από θίασος πρόζας γίνεται κι αυτός επιθεωρησιακός, ανεβάζοντας την πολεμική σατυρική επιθεώρηση των Γιαλαμά - Οικονομίδη - Θίσβιου «Πολεμικές Καντρίλιες». Στη συνέχεια ανεβαίνει η επιθεώρηση «Νοκ-Αουτ».
Το θέατρο «Μουσούρη» αντίστοιχα ανεβάζει τα «Πρωτοβρόχια», των Α. Σακελλάριου και Δ. Ευαγγελίδη, με τον θίασο της Μιράντας-Κ. Μουσούρη. Σε αυτές παίζουν οι Ορέστης Μακρής, Κυριάκος Μαυρέας, Κώστας Δούκας, Περικλής Χριστοφορίδης, Ερρίκος Κονταρίνης, Μιράντα, Μαρίκα Κρεββατά, Μαλαίνα Ανουσάκη, Μαρίκα Νέζερ και Λιλή Κοντονή. Η συνέχεια περιλαμβάνει τις επιθεωρήσεις «Φινίτο λα Μούζικα» και «Μπράβο Κολονέλο» . Η δεύτερη που έγραψαν και πάλι οι Ευαγγελίδης και Σακελλάριος, με μουσική Θεόφραστου Σακελλαρίδη και σκηνογραφίες Μάριου Αγγελόπουλου σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Ο θίασος αποτελούνταν από τους Μιράντα Μυράτ, Κώστα Μουσούρη ενώ συνεργάζονται και ο Κυριάκος Μαυρέας, ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Κρεββατά, ο Κώστας Δούκας, η Μαρίκα Νέζερ κ.ά.
Το τραγούδι της έναρξης τραγουδιέται από ολόκληρο το θίασο επί σκηνής λέει:
«Μπράβο Κολονέλλο!/ Ετσι σε θέλω να νικάς, έτσι σε θέλω!/ Φόρα τα μαχαίρια και στη μάχη να ορμάς./ Και να τρέχεις προς εμάς, Χαιρετώντας φασιστί με τα δύο χέρια!/ Μπράβο μώρε Τσιάνο/ Που τις χτυπάς τις πόλεις απ’ τ’ αεροπλάνο...»
Το τραγούδι της έναρξης τραγουδιέται από ολόκληρο το θίασο επί σκηνής λέει:
«Μπράβο Κολονέλλο!/ Ετσι σε θέλω να νικάς, έτσι σε θέλω!/ Φόρα τα μαχαίρια και στη μάχη να ορμάς./ Και να τρέχεις προς εμάς, Χαιρετώντας φασιστί με τα δύο χέρια!/ Μπράβο μώρε Τσιάνο/ Που τις χτυπάς τις πόλεις απ’ τ’ αεροπλάνο...»
Στο θέατρο «Αλάμπρα» ανεβαίνει η πρώτη επιθεώρηση γραμμένη από τους Μαμάκη και Γιοκαρίνη, πάνω σε μουσική του Ιωσήφ Ριτσιάρδη. Ο θίασος είχε ως εξής: Ολυμπία Ριτσιάρδη, Νίκος Μηλιάδης, Γιάννης Πρινέας, Ρίτα Δημητρίου, Ρένα Ντορ, Τοτό Λιάσκα, Καντιώτης, Γαβριηλίδης, και το χορευτικό ζευγάρι: Παυλόφσκαγια-Σταύρος Σπυρόπουλος. Στο θέατρο «Κυβέλης» ο θίασος Παρασκευά Οικονόμου ανέβασε την επιθεώρηση «Μπόμπα» ενώ το θέατρο «Ολύμπια» παίζει την επιθεώρηση «Αθήνα-Ρώμη» με άλλο μουσικό θίασο.
Η Σοφία Βέμπο, τραγουδά το «Παδιά της Ελλάδος Παιδιά» στο «Μπέλλα Γκρέτσια» του Μίμη Τραϊφόρου στο «Μοντιάλ» μαζί με άλλα αντιιταλικά τραγούδια. Η φήμη που αποκτά είναι τέτοια που όταν ο κατακτητής καταλαμβάνει την πόλη της απαγορεύει να τραγουδά. Αργότερα από φόβο μη συλληφθεί διαφεύγει στην Μέση Ανατολή συνεχίζοντας να τραγουδά στα ελληνικά στρατόπεδα, αλλά και σε συναυλίες.
Το Μπέλλα Γκρέτσια είναι μια καθαρά πολεμική επιθεώρηση που αφήνει τη δική της σφραγίδα σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο που περνά ολόκληρη η χώρα. Εκτός όμως από τη παρουσία της Σοφίας Βέμπο άλλη μια τραγουδίστρια βρίσκεται στον θίασο εκείνο τον καιρό. Η ανεπανάληπτη Ρένα Βλαχοπούλου, παίζει για τρίτη φορά σε κάποια αθηναϊκή σκηνή, στέλνοντας κάθε βράδυ μηνύματα ελπίδας και συμπαράστασης στα νιάτα της Ελλάδας, τραγουδώντας το «Κορόιδο Μουσολίνι». Τον θίασο αποτελούσαν λαμπρά ονόματα της εποχής όπως οι: Αννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ηρώ Χαντά, Μίμης Κοκκίνης, Μάνος Φιλιππίδης και η Σοφία Βέμπο. Τραγούδι Ρένα Βλαχοπούλου, κομπέρ Μίμης Τραϊφόρος.
Σ’ αυτή τη σκηνή, κάθε βράδυ κατά τη διάρκεια της παράστασης η Άννα Καλουτά τραγουδά «Ηρωικό ευζωνάκι»«Ιέν-δυο-ιέν-δυο, ιγώ ιμ ιγώ, ιβζουνάκι γοργό...» τραγούδι το οποίο την καθιερώνει ως το «ηρωικό ευζωνάκι» του ελληνικού θεάτρου. Στη συνέχει στο Μόντιαλ γράφεται η επόμενη επιθεώρηση από τους Γιαννουκάκη Γιαννακόπουλο και Σακελλάριο. Ο τίτλος της «Πολεμική Αθήνα» υποδεικνύει γι’ άλλη μια φορά το θέμα.
«ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ»
Η πρώτη συνάντησή τους δεν μπορεί να πει κανείς πως πήγε καλά. Οι κόντρες που είχαν όταν συνεργάστηκαν ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε ο Μίμης Τραϊφόρος να χαρίσει στη Σοφία Βέμπο τη μεγαλύτερη επιτυχία όλων των εποχών με το «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» και δικαίως να αποσπάσει τον τίτλο της «Τραγουδίστριας της νίκης», αλλά και στη συνέχεια να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου. Ετσι, λοιπόν, στην επόμενη συνεργασία τους η Σοφία Βέμπο λέει κάποια μέρα πίσω στα καμαρίνια στον Μίμη Τραϊφόρο:
-«Έμαθα πως γράφεις ωραίους στίχους. Θέλω να μου γράψεις ένα πολεμικό τραγούδι».
-«Πρώτη φορά βλέπω θεούς να ζητάνε χάρη από κοινούς θνητούς...»
-«Αστ’ αυτά. Απ’ αυτά ξέρεις πολλά! Τραγούδια μπορείς να μου γράψεις;».
-«Θα προσπαθήσω».
-«Αν μπορείς, γράφ το απάνω στη Ζεχρά του Σουγιούλ. Μου αρέσει πολύ η μουσική της».
Τότε ο Μίμης Τραϊφόρος πηγαίνει στο καμαρίνι του, χαρτί δεν υπήρχε αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πάνω στο τσιγαρόχαρτο αρχίζει γρήγορα να γράφει τους στίχους του τραγουδιού:
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά /που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά./ Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι/ Να ‘ρθετε ξανά».
Η Σοφία διαβάζοντας του στίχους βουρκώνει από συγκίνηση.
Τραγουδάει το τραγούδι το ίδιο κιόλας βράδυ κλαίγοντας. Το θέατρο είναι γεμάτο με νεοσύλλεκτους φαντάρους και τους πρώτους τραυματίες που έχουν επιστρέψει με κρυοπαγήματα. Πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του πόδια φώναζει: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς δε νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».
-«Πρώτη φορά βλέπω θεούς να ζητάνε χάρη από κοινούς θνητούς...»
-«Αστ’ αυτά. Απ’ αυτά ξέρεις πολλά! Τραγούδια μπορείς να μου γράψεις;».
-«Θα προσπαθήσω».
-«Αν μπορείς, γράφ το απάνω στη Ζεχρά του Σουγιούλ. Μου αρέσει πολύ η μουσική της».
Τότε ο Μίμης Τραϊφόρος πηγαίνει στο καμαρίνι του, χαρτί δεν υπήρχε αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Πάνω στο τσιγαρόχαρτο αρχίζει γρήγορα να γράφει τους στίχους του τραγουδιού:
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά /που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά./ Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι/ Να ‘ρθετε ξανά».
Η Σοφία διαβάζοντας του στίχους βουρκώνει από συγκίνηση.
Τραγουδάει το τραγούδι το ίδιο κιόλας βράδυ κλαίγοντας. Το θέατρο είναι γεμάτο με νεοσύλλεκτους φαντάρους και τους πρώτους τραυματίες που έχουν επιστρέψει με κρυοπαγήματα. Πριν τελειώσει το τραγούδι, ένα παλικάρι με κομμένα και τα δυο του πόδια φώναζει: «Τραγούδα, Σοφία, τραγούδα, όταν τραγουδάς δε νιώθουμε πόνους στα πόδια μας!».
Το ρεπερτόριο αλλάζει
Η γερμανική εισβολή αλλάζει αναγκαστικά το ρεπερτόριο. Η υπηρεσία λογοκρισίας που οργανώνουν οι κατακτητές κάνουν τις επιθεωρήσεις να σωπάσουν. Έξι μέρες μετά, στις 12 Μαϊου του 1941, δίνεται στους θιασάρχες εγκύκλιος της «Διευθύνσεως Λαϊκής Διαφωτίσεως» η οποία ανανεώνεται στις 30 Ιουνίου 1941 και στις 11 Ιουλίου του ίδιου χρόνου.
Ο θεατρικός κόσμος όμως συνεχίζει να δίνει την μάχη του κατά των κατακτητών, μέσα σε κλίμα κινδύνου. Οι επιθεωρησιογράφοι συνεχίζουν να δουλεύουν τα κείμενά τους με ευελιξία φροντίζοντας να τα εμπλουτίζουν με υπονοούμενα, τα οποία οι ηθοποιοί υπογραμμίζουν ή και διανθίζουν με την τέχνη τους.
Παρόλα αυτά το «κόλπο» δεν πιάνει πάντα. Οι κυρώσεις που επιβάλλουν οι Γερμανοί είναι πολλές φορές αυστηρές και περιλαμβάνουν συλλήψεις, φυλακίσεις, εγκλεισμούς σε στρατόπεδα, ανακρίσεις από τους Ες-Ες, «συστάσεις».
Αν και οι πιέσεις στους θιασάρχες για να ανεβάσουν γερμανικά θεατρικά έργα είναι ισχυρές γίνονται προσπάθειες να αποφευχθούν με κάθε τρόπο. Ένα ευφάνταστος είναι βαφτίζοντας τα έργα με γερμανικά ονόματα.
Οι περισσότεροι ηθοποιοί, στις γραμμές του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ παίρνουν μέρος στην αντίσταση ενώ πολλοί από αυτούς διώκονται. Ο Γιώργος Οικονομίδης, η Ρένα Ντορ, ο Σπύρος Πατρίκιος, ο Θόδωρος Μορίδης, η Ηρώ Χαντά, ο Πάνος Πλέσσας, η Φρόσω Κοκόλα, ο Γιάννης Βεάκης, ο Γιώργος Γληνός, ο Πέλος Κατσέλης, η Δανάη Στρατηγοπούλου και πολλοί άλλοι.
Από τις τραγικές περιπτώσεις αυτή του τενόρου Λεάνδρου Καβαφάκη και της ηθοποιού Μανταλένας Χατζοπούλου που εκτελούνται τον Αύγουστο του 1944 στο Δαφνί μαζί με τη Λέλα Καραγιάννη και άλλους πατριώτες, καθώς και του Αττίκ που αυτοκτονεί μην αντέχοντας την πείνα και την εξαθλίωση, λίγο πριν από την αποχώρηση των Γερμανών όπως αναφέρει ο Ευάγγελος Μαχαίρας, στο βιβλίο του «Το Θέατρο» (εκδ. Καστανιώτη)
Το θέατρο του Βουνού
Το καλοκαίρι του 1944 ο Βασίλης Ρώτας με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Μεταξύ αυτών ο
συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Αννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλέξανδρος Ξένος.
συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου, ο ηθοποιός Γιώργος Δήμας, οι Βάσης και Αννα Ξένου, ο Νικηφόρος Ρώτας, ο Αλέξανδρος Ξένος.
Την ίδια περίοδο, δρα στα βουνά της Ηπείρου ένας ακόμη σημαντικός θίασος που συγκρότησε το συμβούλιο της ΕΠΟΝ Νομού Αρτας, με επικεφαλής τον ποιητή και φιλόλογο Γ. Κοτζιούλα, ο οποίος γίνεται γνωστός ως «Λαϊκή Σκηνή». Για την αξία των έργων του Γιώργου Κοτζιούλα, η Ελλη Αλεξίου γράφει στο περιοδικό Θέατρο τεύχος 53-54/1976: «Και η ανεβασμένη πίστη για λευτεριά στο αντάρτικο, υποχρέωνε τον Κοτζιούλα να γίνει διδαχός του αγρότη. Το καθήκον αυτό δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί πάνω στα χνάρια του Τσέχωφ ή στις ανέσεις του Γκαίτε. Εδώ ο Κοτζιούλας θα δίδασκε το αλφαβητάρι τέχνης στον άμαθο Έλληνα αγρότη. Οι δυσκολίες δεν αγκάλιαζαν μόνο τη γραφή του ίδιου του έργου, μα και τα συνακόλουθα μιας παράστασης μέσα στις αετοφωλιές των έρημων βουνών, δίπλα στην ένδεια των πάντων, από τα στοιχειώδη σκηνικά, μέχρι το ψωμί που θα μπορούσε να στυλώσει τους ξενηστικωμένους μαχητές - ηθοποιούς».
Μια ακόμη σελίδα στην ιστορία του θεάτρου στην περίοδο της Αντίστασης είναι και οι παραστάσεις κουκλοθεάτρου, με επικεφαλής τον Γ. Ακίλογλου αλλά και ο καραγκιόζης.
Στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα 1941 - 1944 δεν πήραν μέρος μόνον οι ηθοποιοί αλλά ολόκληρος ο πνευματικός κόσμος της χώρας. Λογοτέχνες, ζωγράφοι, χαράκτες, συγγραφείς, συνθέτες εμπνεόμενοι από τον αγώνα για την ελευθερία και από τα ιδανικά της Αντίστασης. Δημιουργούν μια νέα λογοτεχνία, ένα νέο θεατρικό λόγο, μια νέα μουσική, νέες μορφές εικαστικών τεχνών.
Στις εφημερίδες δημοσιεύονται αξιόλογα κείμενα, τα περιοδικά, που κυκλοφορούν νόμιμα, αποφεύγοντας με διάφορους τρόπους την τριπλή λογοκρισία - ιταλική, γερμανική κι εκείνη της κατοχικής κυβέρνησης - εκφράζουν την αντίθεση των πνευματικών ανθρώπων σε κάθε ιδέα υποταγής ή συνεργασίας με τους κατακτητές. Με αναφορές στην αρχαία και την νεότερη ελληνική ιστορία δείχνουν το σωστό δρόμο. Αντιστασιακά κείμενα, γράφονται την περίοδο εκείνη και μοιράζονται από χέρι σε χέρι δημοσιευμένα σε “παράνομες εφημερίδες και περιοδικά”. Οι πνευματικοί άνθρωποι γράφουν εμβατήρια για τους αντάρτες, τα οποία μελοποιούνται από αντιστασιακούς συνθέτες, αλλά και ποιήματα, τα οποία απαγγέλλονταν σε συγκεντρώσεις που γίνονταν σε σπίτια, και σκετς για Καραγκιόζη ή Κουκλοθέατρο που παίζονταν στα νοσοκομεία και στα συσσίτια. Οργανώνουν πάρτι στα σπίτια τους με εισιτήριο και οι εισπράξεις στέλνονταν στις αντιστασιακές οργανώσεις.
Σύσσωμος ο πνευματικός κόσμος της χώρας συστρατεύεται και δημιουργεί ένα νέο είδος τέχνης που ακούει στο όνομα αντιστασιακή Τέχνη. Με αυτή προσπαθεί να ξεσηκώσει το λαό κατά των κατακτητών ενώ συγχρόνως απαθανατίζει τους αγώνες και τις θυσίες του…
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.