Υπήρξε η εποχή που την Αθήνα την τρομοκρατούσαν οι «κουτσαβάκηδες» και οι «βλάμηδες».
Οι σκοτεινοί αυτοί τύποι της Αθήνας είχαν το «στέκι» τους γύρω στις αρχαιότητες της Πλάκας και αλίμονο στον περιηγητή που θα περνούσε από εκεί, χωρίς να πληρώσει «μανιτάρι».
Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής εκείνης υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Δεν περνούσε μέρα που να μην μαχαιρώσει κάποιον.
Όταν ο Ντάγλαρης έκανε την εμφάνισή του στα στενά της Πλάκας, οι Πλακιώτες έκλειναν τις πόρτες τους από πραγματικό φόβο.
Ο τρομερός αυτός παλικαράς, φορούσε κόκκινο ζωνάρι, που η μία άκρη του σερνόταν επιδεικτικά στο χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές.
Κάποτε ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε.
Εκείνος τότε, που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε την «ισόβια» κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος από αυτόν, του κατέβασε μερικές γροθιές, τον αναποδογύρισε, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια στη φυλακή, όπου και πέθανε.
Από τότε όλοι οι «ψευτοπαλικαράδες» θαυμαστές του Ντάγλαρη, για να τιμήσουν τη μνήμη του άφηναν τη μία άκρη του ζωναριού τους να σέρνεται στη γη. Έτσι βγήκε η φράση «απλώνει το ζωνάρι του για καβγά» που τη λέμε συνήθως για τους καβγατζήδες.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.
Οι σκοτεινοί αυτοί τύποι της Αθήνας είχαν το «στέκι» τους γύρω στις αρχαιότητες της Πλάκας και αλίμονο στον περιηγητή που θα περνούσε από εκεί, χωρίς να πληρώσει «μανιτάρι».
Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής εκείνης υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού. Δεν περνούσε μέρα που να μην μαχαιρώσει κάποιον.
Όταν ο Ντάγλαρης έκανε την εμφάνισή του στα στενά της Πλάκας, οι Πλακιώτες έκλειναν τις πόρτες τους από πραγματικό φόβο.
Ο τρομερός αυτός παλικαράς, φορούσε κόκκινο ζωνάρι, που η μία άκρη του σερνόταν επιδεικτικά στο χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές.
Κάποτε ένας ανθυπασπιστής της χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε.
Εκείνος τότε, που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε την «ισόβια» κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος από αυτόν, του κατέβασε μερικές γροθιές, τον αναποδογύρισε, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια στη φυλακή, όπου και πέθανε.
Από τότε όλοι οι «ψευτοπαλικαράδες» θαυμαστές του Ντάγλαρη, για να τιμήσουν τη μνήμη του άφηναν τη μία άκρη του ζωναριού τους να σέρνεται στη γη. Έτσι βγήκε η φράση «απλώνει το ζωνάρι του για καβγά» που τη λέμε συνήθως για τους καβγατζήδες.
Δείτε από πού βγήκαν περισσότερες φράσεις εδώ.