Τα Τάγματα Ασφαλείας (κατά την επίσημη ονομασία τους Τάγματα Ευζώνων ή με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό Γερμανοτσολιάδες, εξ αιτίας του δωσιλογισμού) ήταν παραστρατιωτικές ομάδες που έδρασαν στην Ελλάδα κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ρόλο υποστηρικτικό των Γερμανο-Ιταλο-Βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής. Δημιουργήθηκαν από την κατοχική κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη κατόπιν έγκρισης της Βέρμαχτ, με σκοπό τη διατήρηση της έννομης τάξης, κυρίως στην ύπαιθρο, πλήττοντας έτσι και την όποια αντίσταση προέβαλε ο ελληνικός λαός.
Τα τάγματα αυτά δημιουργήθηκαν δια του Νόμου 260/1943 που εκδόθηκε στις 18 Ιουνίου του 1943 και δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 180 Α'. Τα τάγματα αυτά έδρασαν τον υπόλοιπο χρόνο της κατοχής, κυρίως στη Βόρεια Πελοπόννησο, τη δυτική Στερεά Ελλάδα, ιδίως στην Αιτωλοακαρνανία, την Εύβοια και την Αθήνα. Πολλοί ήταν εκείνοι που τα χαρακτήρισαν ως δωσιλογικά εξ αιτίας των οποίων και καταδικάστηκε στη συνέχεια ο πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, αλλά όχι όμως και οι εισηγητές της δημιουργίας των.
Η δημιουργία μιας ένοπλης δύναμης που σκοπό της θα είχε τη διατήρηση της έννομης τάξης και την καταπολέμηση των κομμουνιστών του ΕΛΑΣ ήταν όρος που έθεσε ο Ιωάννης Ράλλης προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση του Λογοθετόπουλου.[1] Τη δημιουργία μιας τέτοιας δύναμης υποστήριξαν εξ αρχής οι εισηγητές Στυλιανός Γονατάς και Θεόδωρος Δ. Πάγκαλος, προκειμένου, όπως υποστήριζαν στην προβαλλόμενη προπαγάνδα τους, να εμποδίσουν μελλοντική επιστροφή του βασιλιά Γεώργιου Β' στην Ελλάδα.[2] Άλλα σημαντικά πρόσωπα που επηρέαζαν την εποχή εκείνη τον πρωθυπουργό ήταν ο υπουργός Ταβουλάρης και ο Ι. Βουλπιώτης.
Από την πλευρά τους οι Γερμανοί είδαν ότι μια δύναμη κρούσης κατά της αντίστασης αποτελούμενη από Έλληνες είχε πλείστα πλεονεκτήματα, καθώς όχι μόνο οι ντόπιοι γνώριζαν καλύτερα το έδαφος, καθώς και τα πρόσωπα που συμμετείχαν στην αντίσταση,[3] που σήμαινε περισσότερο αποτελεσματικοί, αλλά πρώτιστα διευκόλυνε και το δικό τους έργο άνευ εμπλοκής δικών τους δυνάμεων, χωρίς και να παραβλέπεται ο εμφύλιος χαρακτήρας αυτών των συγκρούσεων με ότι σήμαινε για τους ίδιους.
Ως αρχικοί σκοποί της ίδρυσης των Ταγμάτων αναφέρθηκαν η τήρηση της τάξης σε περίπτωση κομμουνιστικών ενεργειών, καθώς και η παρεμπόδιση της επιστροφής του βασιλιά.[4] Ο δεύτερος στην πορεία εγκαταλείφθηκε και πιθανόν αποτελούσε τρόπο για να πεισθούν να καταταχθούν στα Τάγματα οι Βενιζελικοί αξιωματικοί που είχαν αποταχθεί ήδη από το 1936 επί καθεστώτος Μεταξά[5] Από την πλευρά τους, όσοι ανέλαβαν τη συγκρότηση και διοίκηση Ταγμάτων Ασφαλείας υποστήριξαν ότι το έκαναν προκειμένου να προφυλάξουν τον πληθυσμό από τη δράση του ΕΑΜ. Η δημιουργία τους έγινε με νόμο που ψηφίστηκε στις 7 Απριλίου του 1943 και η πρόσκληση για κατάταξη ανακοινώθηκε δημόσια τον Ιούνιο του '43.
Η προσέλευση εθελοντών στα Τάγματα ήταν αρχικά ελάχιστη, κι έτσι πυρήνα της νέας δύναμης αποτέλεσε η φρουρά των ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, τον Ιούνιο του 1943. Μέχρι το φθινόπωρο του 1943 η ύπαρξη του Τάγματος ήταν μάλλον τυπική, εν μέρει λόγω και του δισταγμού Γερμανών και Ιταλών να δώσουν όπλα. Με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας όμως, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί απέκτησαν διπλό πρόβλημα καθώς αφενός πολλά όπλα έπεσαν στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως του ΕΛΑΣ, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της αντίστασης, αφετέρου τα ιταλικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν πλέον φίλιες δυνάμεις και οι ζώνες ευθύνης τους έπρεπε να ελέγχονται από γερμανικά στρατεύματα. Επίσης, μετά τις ήττες σε Αφρική και Ιταλία, η Ελλάδα έγινε ευάλωτη σε πιθανή συμμαχική απόβαση.[6] Έτσι, εντάθηκαν οι προσπάθειες για τη δημιουργία ντόπιων στρατιωτικών τμημάτων που θα πολεμούσαν την αντίσταση. Τον Ιανουάριο του 1944 η πίεση αυξήθηκε προς τους αξιωματικούς, που κλήθηκαν να καταταγούν υποχρεωτικά στα Τάγματα Ασφαλείας με κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, τη διακοπή χορήγησης κουπονιών διατροφής και την απώλεια του δικαιώματος σύνταξης, αλλά και προς τους αστυνομικούς, με μαζικές απολύσεις από την Αστυνομία.[7] Ρόλο στη σύσφιξη των σχέσεων των εθνικιστικών οργανώσεων με τους Γερμανούς έπαιξαν και οι επαφές του Βρετανού πράκτορα Στοττ με τους τελευταίους, που κατά τους Βρετανούς έδρασε με δική του πρωτοβουλία.[8]
Το πρώτο Τάγμα Ασφαλείας, ή 1ο Τάγμα Ευζώνων, συγκροτήθηκε τον Μάιο του 1943 και διοικητής του ανέλαβε ο Φωκίων Διαλέττης. Όμως περί τα μέσα Ιουνίου αποφασίστηκε η συγκρότηση τεσσάρων ακόμη ταγμάτων. Έτσι τον Ιούνιο, Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και μέχρι τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους δημιουργήθηκαν στην Αθήνα άλλα τέσσερα τάγματα, με δυναμικό 300 οπλίτες και 20 αξιωματικούς έκαστο.[9] Η επάνδρωσή τους γινόταν με αξιωματικούς του στρατού, με υποχρεωτική κλήτευση νέων σειρών και αποστράτων αξιωματικών. Η φρουρά του Αγνώστου αποτέλεσε το φυτώριο και για τα επόμενα τακτικά "ευζωνικά τάγματα", καθώς η βασική εκπαίδευση δινόταν εκεί και στη συνέχεια τα Τάγματα έφευγαν για την ύπαιθρο, κυρίως δυτική Ελλάδα και Πελοπόννησο, όπου επιμέρους τμήματά τους ίδρυσαν τοπικά Τάγματα. Για κάθε τάγμα ευζώνων προβλεπόταν δύναμη 600 ανδρών και 50 αξιωματικών, καθώς και ενός Γερμανού αξιωματικού.[10]
Στα Τάγματα κατατάσσονταν κυρίως εξαθλιωμένοι άνθρωποι που προσπαθούσαν έτσι να επιβιώσουν, καθώς η υπηρεσία συνοδευόταν με καλό για την εποχή μισθό και άλλα προνόμια και διευκολύνσεις, εγκληματίες και καταζητούμενοι,[11] αντικομουνιστές αξιωματικοί, ανάμεσα στους οποίους και αξιωματικοί του ΕΔΕΣ Αθήνας, τους οποίους ο Ζέρβας καταδίκασε το Δεκέμβριο του 1943 και αποκήρυξε περί το Φεβρουάριο του 1944,[12] πολιτικοί καιροσκόποι, καθώς και μέλη οργανώσεων που είχαν έρθει σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ ή είχαν διαλυθεί από αυτόν, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτά των 200 ανδρών της ΕΚΚΑ και μελών ομάδων του "Εθνικού Στρατού" που είχαν έρθει στην ύπαιθρο της Πελοποννήσου σε σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και κατέφυγαν στις πόλεις, όπως και άτομα που είχαν χάσει συγγενείς τους εξαιτίας της δράσης των ανταρτών και ζητούσαν εκδίκηση.
Από τα παραπάνω συγκροτημένα τάγματα το 2ο Τάγμα, που συγκροτήθηκε τον Ιούνιο, μετακινήθηκε στην Πάτρα προκειμένου εκεί να αποτελέσει τον πυρήνα του 2ου Συντάγματος Ευζώνων. Τα υπόλοιπα τέσσερα τάγματα στην Αθήνα συγκρότησαν το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων Αθηνών, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο Ι. Πλυτζανόπουλος. Οι μονάδες αυτές καθώς και όσες δημιουργήθηκαν στη συνέχεια τέθηκαν υπό της Ανωτάτης Διοίκησης Ευζωνικών Ταγμάτων του υπουργείου Εθνικής Αμύνης. Επικεφαλής όλων των ταγμάτων αυτών ανέλαβε στις 25 Νοεμβρίου ο προαχθείς σε υποστράτηγο Βασίλειος Ντερτιλής.
Η στολή των τακτικών Ταγμάτων ήταν αυτή των Ευζώνων του Άγνωστου Στρατιώτη, για αυτό το λόγο έμειναν γνωστοί και ως γερμανοτσολιάδες. Από τον Ιανουάριο του 1944 φόρεσαν χιτώνια του πρώην ελληνικού στρατού, και γερμανικά άρβυλα. Στη στολή τους τα ελληνικά εθνόσημα και το στέμμα είχαν αντικατασταθεί με ένα δάφνινο στεφάνι. Στον όρκο που έδιναν οι αξιωματικοί και οπλίτες των Ταγμάτων ορκίζονταν απόλυτη υπακοή στον Αδόλφο Χίτλερ και υπαγόταν στη δικαιοδοσία των γερμανικών στρατιωτικών νόμων.
Ο όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας
"Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως εις τας διαταγάς του ανωτάτου αρχηγού του γερμανικού στρατού Αδόλφου Χίτλερ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθησομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς ότι διά μιαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή παρά των γερμανικών στρατιωτικών νόμων".
Παράλληλα στην Πελοπόννησο ιδρύθηκαν επιπλέον Τάγματα, ως Πρότυπα Τάγματα Χωροφυλακής, που ουδεμία όμως σχέση είχαν με τα τάγματα Ευζώνων τόσο στη στελέχωση όσο και στην οργάνωση. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις του συνταγματάρχη Διονυσίου Παπαδόγγονα με τους Ιταλούς και κατόπιν με τους Γερμανούς[13] οι μονάδες αυτές σιτίζονταν και εξοπλίζονταν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, ενώ τυπικά υπάγονταν στο Υπουργείο Εσωτερικών και το "Β' Αρχηγείο Χωροφυλακής". Αρχικά διστακτικοί οι Γερμανοί, επέτρεψαν τη δημιουργία των Ταγμάτων αυτών μετά και από προσωπική έγκριση του Χίτλερ, προκειμένου "να γλιτώσουν γερμανικό αίμα".[14] Ο Παπαδόγγονας, καθώς θεωρούνταν βρετανόφιλος, προσέφερε τη γυναίκα και την κόρη του ως ομήρους στους Γερμανούς για να πείσει ότι δεν προτίθεται να πολεμήσει αυτούς, προσφορά που οι Γερμανοί αρνήθηκαν δείχνοντας εμπιστοσύνη.[15] Δυο μέρες μετά την έγκριση του Χίτλερ, την 1η Νοεμβρίου του 1943, ιδρύθηκε στη Λακωνία το «Τάγμα Λεωνίδας», με όπλα από τους Γερμανούς[16] και επικεφαλής το Λεωνίδα Βρεττάκο, αδερφό του Τηλέμαχου Βρεττάκου, που είχε συγκροτήσει προηγούμενα δύναμη στην Πελοπόννησο και δολοφονήθηκε από τον ΕΛΑΣ.
Τα Τάγματα της Πελοποννήσου, που συγκροτήθηκαν σε χαλαρότερη βάση, φορούσαν στολές χωροφύλακα, πολιτικά ή παλιές γερμανικές και ιταλικές στολές.[17] Ανώτατος διοικητής των Ταγμάτων ήταν ο αντιστράτηγος -διοικητής των SS και της αστυνομίας στην Ελλάδα- Βάλτερ Σιμάνα. Διοικητές των Ευζωνικών Ταγμάτων χρημάτισαν ο Βασίλειος Ντερτιλής και στη συνέχεια ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Πλυτζανόπουλος.
Οι πιο γνωστοί Έλληνες αξιωματικοί των ΕΤΧ ήταν οι: Διονύσιος Παπαδόγγονας (διοικητής των Ταγμάτων Πελοποννήσου, σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά στο Γουδί), Παναγιώτης Στούπας (διοικητής του Τάγματος Μελιγαλά, αυτοκτόνησε κατά την πολιορκία της Πύλου από δυνάμεις του ΕΛΑΣ), Λεωνίδας Βρεττάκος (διοικητής του Τάγματος «Λεωνίδας» στη Λακωνία), Νικόλαος Κουρκουλάκος (διοικητής του Τάγματος της Πάτρας) κ.ά.
Η δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν κατά βάση αντι-εαμική και αντικομμουνιστική. Αν και έγινε προσπάθεια να εξαπλωθούν σε ολόκληρη τη χώρα, κύριοι χώροι δράσης τους ήταν η Στερεά Ελλάδα (Αγρίνιο και Ναύπακτος) και η Πελοπόννησος (Τρίπολη, Πάτρα, Ναύπλιο, Γύθειο, Καλαμάτα, Σπάρτη κλπ ), καθώς και η Αθήνα, η Εύβοια και κατά καιρούς ορισμένες περιοχές της Θεσσαλίας.[18] Στη Μακεδονία και Θράκη έδρασαν ένοπλοι χωρικοί, μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων ΥΒΕ ΕΚΑ και ΠΑΟ, κατέφυγαν στους Γερμανούς έπειτα από απηνείς διώξεις του ΕΛΑΣ σχηματίζοντας τον Εθνικό Ελληνικό Στρατό (ΕΕΣ). Φορώντας πολιτικά ρούχα λειτουργούσαν ουσιαστικά ως φρουρές των χωριών τους, με γνωστότερους αρχηγούς τον Κυριάκο Παπαδόπουλο ή Κισά Μπατζάκ (Πιερία) και το Μιχαήλ Παπαδόπουλο (Μιχάλαγα) στην Κοζάνη. Οι δυνάμεις αυτές δεν υπάγονταν στα Τάγματα Ασφαλείας, ωστόσο ακολουθούσαν τους Γερμανούς σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και φρουρούσαν μαζί διάφορα στραγηγικής σημασίας σημεία (γέφυρες, περάσματα). Στην Κρήτη η συγκρότηση δωσιλογικής στρατιωτικής δύναμης σε γενικές γραμμές απέτυχε.[10] Η συνολική δύναμη των Ταγμάτων έφτασε τις 22.000 στο τέλος της Κατοχής, σε 9 ευζωνικά και 22 εθελοντικά τάγματα.
Η πρώτη αυτόνομη ενέργεια των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Αθήνα ήταν η επιδρομή, στις 27 Νοεμβρίου 1943, στα στρατιωτικά νοσοκομεία και η εκκαθάρισή τους από κομμουνιστές. Διενεργούσαν επίσης ελέγχους σε σπίτια, που αποτελούσαν αφορμή για λεηλασίες και εκφοβισμό των πολιτών.[19] Σε άλλες περιπτώσεις, ξυλοκοπούνταν και βιάζονταν γυναίκες που είχαν συγγενείς στον ΕΛΑΣ, και τα σπίτια τους καίγονταν.[20] Το πρώην ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα αποτέλεσε φυλακή όπου τα Τάγματα κρατούσαν όσους αιχμαλώτους τους δεν έπαιρναν οι Γερμανοί στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου ή δεν στέλνονταν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία. Τα Τάγματα συμμετείχαν επίσης ενεργά στα μπλόκα, όπως στο πρώτο και δεύτερο μπλόκο της Κοκκινιάς, στο μπλόκο της Καισαριανής, σε επιδρομές μαζί με τα SS στην Καισαριανή, το Βύρωνα και αλλού,[21] καθώς και στην πολιορκία και τη μάχη στο λεγόμενο "Κάστρο του Υμηττού". Φρουρούσαν επίσης τα πτώματα όσων κρεμούσαν οι Γερμανοί έτσι ώστε να μην τα απομακρύνουν οι συγγενείς και να παραμένουν σε δημόσια θέα προς εκφοβισμό.[22]
Τόσο τα Τάγματα Ευζώνων όσο και αυτά του Παπαδόγγονα συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών μαζί με το γερμανικό στρατό. Τον Ιανουάριο του 1944, το Τάγμα Βρεττάκου συμμετείχε στην εκκαθαριστική "Επιχείρηση Κότσυφας" σε συνεργασία με Γερμανούς.[23] Στις 26 Φεβρουαρίου '44 τα Τάγματα συμμετείχαν σε επιδρομή στην Αχαία, το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στη Λακωνία και Μεσσηνία, όπου δεν έδειξαν κανένα οίκτο για τον πληθυσμό, και τον Απρίλιο πάλι σε Αχαία και Ηλεία όπου φέρθηκαν με μεγάλη βαρβαρότητα.[24] Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν στην Πελοπόννησο και κατά το καλοκαίρι. Τα Τάγματα Ασφαλείας βοήθησαν επίσης στην φύλαξη των Εβραίων της Πάτρας, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς,[25] [26] και συμμετείχαν στην προετοιμασία της "Επιχείρησης Καλάβρυτα", που κατέληξε στη Σφαγή των Καλαβρύτων, συλλέγοντας πληροφορίες στα Καλάβρυτα και τις γύρω περιοχές για λογαριασμό των Γερμανών.[27] Στην Εύβοια το εκεί Τάγμα έγινε διαβόητο για την απειθαρχία και τη βιαιότητά του, επιδιδόμενο επίσης σε εκβιασμούς και μαύρη αγορά.[28]
Τα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν και αρκετές εκτελέσεις ως αντίποινα για τους φόνους Γερμανών από τους αντάρτες. Στις 15 Μαρτίου του 1944 στην Πάτρα εκτελέστηκαν 200 κομμουνιστές υπό γερμανική επιτήρηση, 40 το Μάρτιο του '44 από το Τάγμα Καλαμάτας[29], ενώ στις 25 Απριλίου τουφεκίστηκαν 110 με πρωτοβουλία του Παπαδόγγονα σε αντίποινα για τη δολοφονία από τους αντάρτες του Γερμανού στρατηγού Κρεχ, τον οποίο εκτιμούσε.[30] Παράλληλα στις 31 Ιουλίου άντρες του Τ.Α. Αγρινίου κρέμασαν στα Καλύβια 60 αιχμάλωτους ΕΛΑΣίτες και ΕΑΜίτες. Αντίστροφα, οι γερμανικές αρχές τιμωρούσαν με αντίποινα (εκτελέσεις) το φόνο μελών των Ταγμάτων Ασφαλείας, μέτρο που ίσχυε και για τα δικά τους στρατεύματα.[31] Όταν το Μάιο του '44 οι Γερμανοί κήρυξαν την Πελοπόννησο ζώνη πολέμου και απαγόρευσαν την επικοινωνία, τις συγκεντρώσεις, τις μετακινήσεις καθώς και την κυκλοφορία τα βράδια, με την ποινή σύλληψης ή θανάτου, τα Τάγματα Ασφαλείας ανέλαβαν την τήρηση του μέτρου αυτού.[32]
Τα Τάγματα Ασφαλείας συνεργάζονταν στενά με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής,[33] τόσο ως μάχιμη δύναμη σε επιχειρήσεις όσο και σαν σώμα φύλαξης αιχμαλώτων, υποστηρικτική δύναμη, και ως αποσπάσματα θανάτου. Η συνεργασία τους χαρακτηριζόταν από τους ίδιους τους Γερμανούς σε αναφορές τους ως εξαιρετική. Είχαν επίσης συμμετοχή στις γιορτές για τα γενέθλια του Χίτλερ και για την 25η Μαρτίου που διοργάνωσαν οι Γερμανοί.[19] Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ, στις 20 Ιουλίου 1944, ο Παπαδόγγονας του έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα για τη διάσωσή του. Στο τηλεγράφημα απάντησε ο Χάινριχ Χίμλερ, αρχηγός των SS, ευχαριστώντας εκ μέρους του Φύρερ και υποσχόμενος επιπλέον εξοπλισμό για τα Τάγματα.[34] Η συγκρότηση των στρατιωτικών αυτών σωμάτων αποτέλεσε και αντικείμενο προπαγάνδας για τη ναζιστική πολεμική προσπάθεια. Προβλήθηκαν από το Υπουργείο Προπαγάνδας του Βερολίνου ως τα "σκληροτράχηλα παλικάρια στο πλευρό της Βέρμαχτ".[35]
Ένα από τα τελευταία πράγματα που έκαναν οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Πελοπόννησο, ήταν να αφήσουν στα Τάγματα Ασφαλείας αποθήκες με πυρομαχικά και οπλισμό, για να συνεχίσουν τον πόλεμο εναντίον των κομμουνιστών. Ο Διοικητής των ευζωνικών Ταγμάτων Πλυτζανόπουλος υποστήριξε, καθώς πλησίαζε η απελευθέρωση, ότι οι Γερμανοί έπρεπε να αποχωρήσουν από την Ελλάδα χωρίς προβλήματα, για να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοκύλισμα.[36] Τα Τάγματα Ασφαλείας κάλυψαν την αποχώρηση των Γερμανών, εντυπωσιάζοντας τον Σιμάνα με την πίστη και την αγωνιστικότητά τους.[37] Στην Πάτρα, ένας από τους όρους που έθεσε ο διοικητής του εκεί Τάγματος Κουρκουλάκος, προκειμένου να παραδοθεί, ήταν να αφεθούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν ανενόχλητοι.[38]
Τα Τάγματα Ασφαλείας καταδικάστηκαν ως προδοτικά με διάγγελμα της κυβέρνησης του Καίρου τον Ιανουάριο του 1944, και με κοινή ανακοίνωση των αντιστασιακών οργανώσεων ΕΚΚΑ, ΕΔΕΣ και ΕΑΜ το Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου. Στη Συμφωνία της Καζέρτας, που προηγήθηκε της απελευθέρωσης της Ελλάδας, τα Τάγματα Ασφαλείας χαρακτηρίστηκαν όργανα του εχθρού.
Με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής από την Ελλάδα τα Τάγματα πολιορκήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ (Ναύπλιο, Αγρίνιο, Τρίπολη, Κόρινθο, Πάτρα) και παραδόθηκαν είτε σε αυτόν είτε σε βρετανικές δυνάμεις που κατέφθαναν στη χώρα. Ο διοικητής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου Διονύσιος Παπαδόγγονας, μετά την άρνησή του να συμπτυχθεί στην Αθήνα, περικυκλώθηκε στην Τρίπολη από τις δυνάμεις του Άρη Βελουχιώτη στα τέλη Σεπτεμβρίου του '44. Αφού πρώτα απέκρουσε επίθεση του ΕΛΑΣ, έσπειρε την τρομοκρατία στην πόλη,[39] και τελικά παραδόθηκε την 1η Οκτωβρίου σε βρετανικό απόσπασμα μετά από μεσολάβηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τις εγγυήσεις των Άγγλων αξιωματικών[40] και μεταφέρθηκε αρχικά στις Σπέτσες και από εκεί στην Αθήνα.
Το Τάγμα Ασφαλείας Μελιγαλά μαζί με τους εναπομείναντες Ταγματασφαλίτες της Καλαμάτας εξολοθρεύτηκε από τον ΕΛΑΣ μέσα στην κωμόπολη ύστερα απο τριήμερη μάχη (13-15 Σεπτεμβρίου) την οποία ακολούθησε εκτέλεση των κατηγορουμένων αιχμαλώτων Ταγματασφαλιτών για εγκλήματα κατά του λαού της Μεσσηνίας, ενώ κατόπιν σε ανοικτό Λαϊκό Δικαστηρίο στην Καλαμάτα, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε στην κεντρική πλατεία της πόλης ο νομάρχης Περωτής, επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της Μεσσηνίας και άλλοι 17 επιφανείς πολίτες ως κύριοι υποστηρικτές των Ταγμάτων.[41] Εκτελέσεις δωσιλόγων έγιναν και στους Γαργαλιάνους και στον Πύργο. Το Τάγμα Ασφαλείας της Πάτρας με διοικητή τον Κουρκουλάκο αποχώρησε από την πόλη και οι άντρες του απομακρύνθηκαν από τους Βρετανούς και κλείστηκαν στο στρατόπεδο του Αράξου[42] και το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου παραδόθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου στον ΕΛΑΣ έπειτα από τριήμερη αντίσταση. Στην Αθήνα τα Τάγματα Ευζώνων αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Γουδή.
Οι δωσιλογικές δυνάμεις της Μακεδονίας συγκεντρώθηκαν στο Κιλκίς, περικυκλώθηκαν όμως από τον ΕΛΑΣ και κλήθηκαν να παραδοθούν. Μετά την άρνησή τους ακολούθησε φονική και για τις δυο πλευρές μάχη, που τέλειωσε με την κατάληψη της πόλης από τον ΕΛΑΣ, την οποία ακολούθησαν εκτελέσεις όσων κρίθηκαν ως δωσίλογοι.
Δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας παρέμειναν επιτηρούμενες στο στρατόπεδο στου Γουδή, απελευθερώθηκαν όμως από εκεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου, οπλίστηκαν και πολέμησαν στο πλευρό της κυβέρνησης και των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, την ένοπλη σύρραξη στην Αθήνα που σηματοδότησε την αρχή του Ελληνικού Εμφύλιου. Αρκετά μέλη τους δε, ενσωματώθηκαν στα Τάγματα Εθνοφυλακής, το στρατό που δημιουργήθηκε μετά την Κατοχή, επιδιδόμενοι σε βιαιότητες και εκδικητικές πράξεις εναντίον των αριστερών.[43] Στη λογική της συμμετοχής τους στον εμφύλιο με την πλευρά του κυβερνητικού στρατού, αμνηστεύθηκαν πολλοί από τους καταδικασθέντες, μερικοί από τους οποίους ακολούθησαν καριέρα στον Ελληνικό Στρατό.[44] Ο Παπαδόγγονας, που σκοτώθηκε κατά τα Δεκεμβριανά, προάχθηκε μετά θάνατο με βάση κατοχικούς νόμους, ωστόσο η προαγωγή αποσύρθηκε ως "λάθος" μετά την κατακραυγή που ακολούθησε.[45] Ο εμπνευστής των Ταγμάτων, Ιωάννης Ράλλης, αν και αθωώθηκε από το δικαστήριο των δωσίλογων για τη δημιουργία των Ταγμάτων, όπως και ο Πάγκαλος, ωστόσο κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας και πέθανε το 1946 στη φυλακή.[46] Μολονότι τελικά τα πρώην μέλη των Τ.Α. βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ουδέποτε κατάφεραν να κερδίσουν αισθήματα συμπάθειας ή έστω ουδετερότητας. Μέχρι και σήμερα ο χαρακτηρισμός "ταγματασφαλίτης" ή "ταγματαλήτης" είναι στη λαϊκή κουλτούρα ύβρις, συνώνυμη της προδοσίας και του δωσιλογισμού.
Παραπομπές
- ↑ Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, τομ. 8, έκθεση του βρετανικού PIC, σελ. 96
- ↑ Κείμενο του Ελευθερίου Δέπου, στελέχους του ΕΔΕΣ, στο Περικλής Ροδάκης, Καλάβρυτα 1941-44, σελ. 369.
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 95
- ↑ Μαρκ Μαζάουερ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, σελ. 352
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 97
- ↑ Martin Seckendorf, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, σελ. 10-11
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 353
- ↑ Χρονολόγιο γεγονότων 1940-44 από τα αρχεία του Βρετανικού Υπ. Εξωτερικών, σελ. 519 κ.ε.
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 98
- ↑ 10,010,1 Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 106
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 352
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 358
- ↑ Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, σελ. 399
- ↑ Χέρμαν Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα, σελ. 502
- ↑ Μάγερ, ό.π., σελ. 506
- ↑ Χρονολόγιο γεγονότων 1940-44, ό.π., σελ. 529
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 107
- ↑ Χρονολόγιο γεγονότων 1940-44, ό.π., σελ. 518
- ↑ 19,019,1 Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 109
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 336
- ↑ Ανδρέας Κέδρος, Η ελληνική Αντίσταση 1940-44, σελ. 180
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 376
- ↑ Μάγερ, ό.π, σελ. 504
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 114
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 354
- ↑ Αβέρωφ-Τοσίτσας,Φωτιά και Τσεκούρι
- ↑ Ροδάκης, ό.π, σελ. 385
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 362
- ↑ Έκθεση PIC, ό.π., σελ. 115
- ↑ Μάγερ, ό.π., σελ. 512
- ↑ Μάγερ, ό.π., σελ. 528 και Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, σελ. 387
- ↑ Βουρνάς, ό.π., σελ. 403
- ↑ Χέρμαν Μάγερ, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα, σελ. 507
- ↑ Μάγερ, ό.π, σελ. 506
- ↑ Μάγερ, ό.π, σελ. 505
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 379
- ↑ Seckendorf, ό.π., σελ. 253
- ↑ Μάγερ, ό.π, σελ. 599
- ↑ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Ημερολόγια Κατοχής, σελ. 660
- ↑ Κανελλόπουλος, ό.π., σελ. 656-659
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 389 και Βουρνάς, ό.π. σελ 405
- ↑ Μάγερ, ό.π, σελ. 613
- ↑ Μαζάουερ, ό.π., σελ. 383
- ↑ Τάσος Κωστόπουλος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη, σελ. 72-74
- ↑ Κωστόπουλος, ό.π., σελ. 90-92
- ↑ Κωστόπουλος, ό.π., σελ. 76-77
Βουρνάς Τάσος, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμοι Γ (ISBN:960-600-526-7) και Δ (ISBN:960-600-527-5), Πατάκης, Αθήνα 2005.
Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης, 1941-1944, τομ. 8: Κατοχικές αρχές, Τάγματα Ασφαλείας, Εγκληματικές ενέργειες των Βουλγάρων, Αθήνα 1998
Δουατζής Γιάννης, Οι Ταγματασφαλίτες, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1983
Κέδρος Ανδρέας, Ελληνική Αντίσταση 1940-44, Θεμέλιο 1993.
Κωστόπουλος Τάσος, Η αυτολογοκριμένη μνήμη: τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη, Φιλίστωρ 2005.
Μάγερ Χέρμαν, Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα: τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, Εστία 2004.
Μαζάουερ Μαρκ, Στην Ελλάδα του Χίτλερ, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993.
Seckendorf Martin, Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Θεμέλιο, Αθήνα 1991.
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.