μέλλω < αρχαία ελληνική μέλλω
έχω σκοπό, σκοπεύω να κάνω κάτι
μέλλει: πρόκειται
τι μέλλει γενέσθαι: τι πρόκειται να συμβεί
Το ρήμα χρησιμοποιείται στα νέα ελληνικά μόνο στο γ' ενικό και στο γ' πληθυντικό πρόσωπο
Συχνά συγχέεται ορθογραφικά με το ομόηχό του μέλει.
μέλει < αρχαία ελληνική , γ' ενικό του ποιητ. μέλω ως απρόσωπο
μέλει: νοιάζει, ενδιαφέρει
τι σε μέλει εσένανε από πού είμ' εγώ (λαϊκό τραγούδι)
«Η κυρία δεν με μέλει»,θεατρικό
Περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.