Προσοχή στη χρησιμοποίηση αυτών των δύο ρημάτων μιας και δεν έχουν την ίδια σημασία.
αναστηλώνω = 1.επισκευάζω τις ζημίες ενός κατεστραμμένου κτιρίου, συνήθ. ιστορικού μνημείου, και του ξαναδίνω την αρχική του μορφή χρησιμοποιώντας τα παλιά αρχιτεκτονικά μέλη: Aναστηλώθηκαν τα Προπύλαια / ο Παρθενώνας. 2. (ιστ., για τις εικόνες) κάνω αναστήλωση 2: H αυτοκράτειρα Θεοδώρα αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες στα 843 μ.X. αναστυλώνω =1. σηκώνω κτ. όρθιο: Aναστύλωσε το κορμί του. 2. (μτφ.) αναζωογονώ: Aναστυλώθηκε το κουράγιο των ναυαγών, όταν είδαν το ξένο καράβι. |
Δείτε περισσότερα γλωσσικά λάθη εδώ.