Πρόκειται για δύο παρώνυμες λέξεις που πολλοί τις μπερδεύουν.
άνοια < αρχαία ελληνική ἄνοια < ἄνους < ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)
άνοια < αρχαία ελληνική ἄνοια < ἄνους < ἀ- στερητικό + νοῦς (έλλειψη νου)
κουταμάρα, μωρία, έκπτωση πνευματικής ικανότητας
(ιατρική) βαθμιαία απώλεια των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου
ανία < αρχαία ελληνική ἀνία
δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος σε κάτι με το οποίο ασχολείται κανείς, ή από την έλλειψη κάποιας απασχόλησης που τραβά τη προσοχή, βαρεμάρα, πλήξη
Περισσότερες συγχεόμενες λέξεις εδώ.